Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Η Συνθήκη των Σεβρών


 Ο Ε. Βενιζέλος υπογράφει την Συνθήκη των Σεβρών

Η Συνθήκη των Σεβρών
Η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 στην πόλη Σεβρ (Sèvres) της Γαλλίας, φέρνοντας την ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Συνθήκη των Σεβρών ήταν η συνθήκη διαμοιρασμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνθήκη του Μούδρου (30/10/1918) ήταν η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Τούρκων και των συμμάχων υποχρεώνοντας τον αφοπλισμό των Τούρκων και την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου καθώς και την ελεύθερη διακίνηση των πλοίων από και προς τη Μαύρη Θάλασσα.
Εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Συνθήκη των Σεβρών έγινε αποδεκτή από τον σουλτάνο Μεχμέτ ΣΤ΄ ο οποίος προσπαθούσε να σώσει τον θρόνο του, αλλά απορρίφθηκε από το ανεξάρτητο κίνημα των Νεότουρκων. Το κίνημα υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποίησε αυτή τη διένεξη για να αυτοανακηρυχθεί κυβέρνηση και να καταργήσει το χαλιφάτο.
Οι όροι
Η συνθήκη όριζε τα εξής: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, τη Συρία και τον Λίβανο στη Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα και γινόταν υπαγωγή της Ανατολίας στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη.

Ελληνική επέκταση
 
Ο χάρτης της Ελλάδoς σύμφωνα με τη συνθήκη των Σεβρών

Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και η ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα. Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε ακόμα ότι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα εξέπιπταν από την κυριαρχία τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι το οποίο έντεχνα είχε προωθήσει ο Βενιζέλος.
Παράλληλα, η Βόρεια Ήπειρος θα ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με το μυστικό Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι. Η Ιταλία συμφώνησε ακόμα να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα (εκτός από τη Ρόδο και το Καστελλόριζο) στην Ελλάδα, και όταν η Βρετανία έδινε στο μέλλον την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα παραχωρούταν και αυτά τα νησιά (η συμφωνία αναιρέθηκε όμως λίγο αργότερα από την Ιταλία και τον υπουργό Κάρλο Σφόρτσα το καλοκαίρι του 1920).
Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατικοποιήθηκαν και έγιναν προσωρινά διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των χριστιανικών μειονοτήτων.
Η επικύρωση της Συνθήκης δεν έγινε από κανένα συμμαχικό κοινοβούλιο (ούτε από το ελληνικό), καθώς μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο, διαταράχθηκαν οι σχέσεις της Ελλάδας με τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες ποτέ δεν τον αναγνώρισαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του ελληνικού κράτους.
Η Σοβιετική Ένωση έκανε ξεχωριστή συνθήκη με τους Οθωμανούς. Μετά την επικράτηση των Νεότουρκων, που μετέφεραν την πρωτεύουσα στην Άγκυρα. Μετά και την Μικρασιατική Καταστροφή, οι σύμμαχοι υπέγραψαν νέα συνθήκη ειρήνης (Συνθήκη της Λωζάνης) το 1923, με ευνοϊκότερους όρους για την Τουρκία.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

ΚΥΠΡΟΣ 1974: Ντοκουμέντα για το πραξικόπημα που οδήγησε στον Αττίλα!



ΚΥΠΡΟΣ 1974: Ντοκουμέντα για το πραξικόπημα που οδήγησε στον Αττίλα!

Ποιοι φταίνε

Γράφει ο Πάρις Καρβουνόπουλος
Από Militaire News 

Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου την  15  Ιουλίου 1974 όλοι θεωρούσαν πιθανή την επέμβαση των Τούρκων στην Κύπρο.
 Η πιθανότητα κάθε μέρα, κάθε ώρα, μεγάλωνε και ενώ η επέμβαση γινόταν πραγματικότητα οι εντολές από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (Α.Ε.Δ.) μέχρι τα μεσάνυχτα της 19ης Ιουλίου ήταν στερεότυπες: «Μην προβαίνετε σε επιστράτευση, μην κάνετε κινήσεις πού μπορούν να αποτελέσουν αφορμή επέμβασης από μέρους των Τούρκων, αυτοσυγκράτηση».
Πληροφορίες που έφταναν  συνεχώς τις προηγούμενες μέρες, στο Α.Ε.Δ, όπως:
16 Ιουλίου  σχηματίστηκε μια ταξιαρχία πεζικού από δυνάμεις της 39ης Μ.Π.
17 Ιουλίου  υλικά και πυρομαχικά φορτώνονται στο λιμάνι της Μερσίνας και οι δυνάμεις που υπάρχουν εκεί είναι έτοιμες για επιβίβαση.
18 Ιουλίου  η Τουρκική αεροπορία αποκαθιστά επικοινωνία με τους Τουρκοκύπριους που έχουν εγκαταστήσει ειδικό κέντρο ελέγχου αέρος στον Άγιο Ιλαρίωνα, ενώ συγχρόνως στρατιωτικά οχήματα μεταφέρουν στρατιώτες και υλικό στον Άγιο Ιλαρίωνα.
18 Ιουλίου  ισοπεδωτές επεκτείνουν το πρόχειρο αεροδρόμιο που βρισκόταν στο θύλακα της Αγύρτας, σε περιοχή κατοικημένη από Τουρκοκυπρίους.
19 Ιουλίου, ώρα 21:00  οι σταθμοί εγκαίρου προειδοποιήσεως στην Κύπρο εντοπίζουν 11 Τουρκικά πολεμικά πλοία να κατευθύνονται προς την Αμμόχωστο.
19 Ιουλίου, ώρα 24:00 το ραντάρ του Απόστολου Ανδρέα εντοπίζει 10 Τουρκικά πολεμικά πλοία να κατευθύνονται προς την Κερύνεια.
Όμως η «ηγεσία» του συνόλου των Ελληνικών Ενόπλων δυνάμεων κατά το πενθήμερο 15/7 έως 19/7 πού όλα έδειχναν ότι θα γίνονταν Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, εφησύχαζε στα θέρετρά της και δεν ελάμβανε  κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση  του επικείμενου κινδύνου.
Με την έναρξη των από θάλασσα και αέρα Τουρκικών επιθετικών ενεργειών το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 η διάταξη των μονάδων της Εθνοφρουράς (Οι Ελληνικές και Ελληνοκυπριακές Δυνάμεις στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 ήταν συνολικά, 11.500 άνδρες,  περίπου, 9.500 Ελληνοκύπριοι, πού συγκροτούσαν τις Μονάδες της Εθνικής Φρουράς και 2.000 Έλληνες, από τους οποίους 900 περίπου ανήκαν στην ΕΛΔΥΚ και οι υπόλοιποι σε Μονάδες της Εθνικής Φρουράς) στην περιοχή Κυρήνειας – Λευκωσίας, δεν ήταν η προβλεπόμενη από το σχέδιο Κ. (Οι περισσότερες από τις μονάδες είχαν εμπλακεί στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου τους και  είχε προηγηθεί μετακίνηση των κυριότερων και πιο αξιόμαχων από αυτές , με διαταγή των ηγετών του πραξικοπήματος και με έγκριση του ΑΕΔ και βρίσκονταν διασκορπισμένες στην Νήσο).
Συγκεκριμένα:
Στην περιοχή της Κυρήνειας: Από τα 5 ΤΠ, πού προβλέπονται στην περιοχή με βάση το σχέδιο, βρέθηκαν στη θέση τους μόνο τα 3. Οι 3 Μοίρες Καταδρομών πού έπρεπε να είναι στον Πενταδάκτυλο και νότια της Κυρήνειας, βρέθηκαν στην περιοχή της Λευκωσίας, εκτός από ένα Λόχο πού βρέθηκε στη θέση του. Πλέον των προβλεπομένων 2 Μοιρών Πυροβολικού βρέθηκαν στην περιοχή και 2 Πυροβολαρχίες Ορειβατικού Πυροβολικού από την περιοχή της Λευκωσίας.
Στην περιοχή της Λευκωσίας: Γενικά οι Μονάδες πού προβλέπονταν βρέθηκαν στην περιοχή και επί πλέον 2 Τάγματα Πεζικού και  3 Μοίρες ΚΔ. Εκτός περιοχής βρέθηκαν μόνο οι 2 πυροβολαρχίες, πού ε{χαν κινηθεί προς Κυρήνεια
Πέρα από όλα αυτά όμως  ούτε ανασυγκρότηση των μονάδων πού μετείχαν ατό πραξικόπημα έγινε, ούτε τις προβλεπόμενες θέσεις πήραν. Γενικά δε δεν είχαν ετοιμότητα και όταν ή επιστράτευση κηρύχθηκε απέτυχε πλήρως.      
Το Σχέδιο Κ πού αποτελούσε τον αμυντικό σχεδιασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, προέβλεπε και στήριζε την άμυνα της Κύπρου στις δυνάμεις της Εθνοφρουράς και σε διατιθέμενα τμήματα των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, πού εμπλέκονταν μετά διαταγή του ΑΕΔ
Τα τμήματα αυτά των  Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ήταν:
Δυνάμεις Στρατού Ξηράς: H δύναμη της ΕΛΔΥΚ (900 ανδρών).
Δυνάμεις Ναυτικού: Ένα υποβρύχιο και μία τορπιλάκατος
Δυνάμεις Αεροπορίας: Μία μοίρα αεροσκαφών Δ/Β με αεροσκάφη F-84F
Οι Δυνάμεις της Κυπριακής Εθνοφρουράς ενεργοποιούνταν αυτόματα σύμφωνα με το Σχέδιο Κ ύστερα από διαταγή του  Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) από τη στιγμή πού η εχθρική ναυτική δύναμη έμπαινε μέσα στα Χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας (12 ναυτικά μίλια).
Η επίθεση των Τούρκων εισβολέων κατά της Κύπρου άρχισε στις 05.20 το πρωί της 20ης ‘Ιουλίου 1974 με ταυτόχρονη ρίψη αλεξιπτωτιστών και απόβαση   δυνάμεων ανατολικά της Κυρήνειας.
Και ενώ, σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, έπρεπε από τη στιγμή πού ή εχθρική νηοπομπή θα έμπαινε στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή πολύ πριν από την 05.20 πρωινή ώρα της 20ης Ιουλίου, να διαταχθεί από το Διοικητή του ΓΕΕΦ ταξίαρχο Γεωργίτση η εφαρμογή του σχεδίου Κ ως προς τις δυνάμεις της Κυπριακής Εθνοφρουράς, το ΓΕΕΦ δεν είχε εκδώσει τέτοια διαταγή.
Μόλις στις 08.40 π.μ. της 20ης Ιουλίου διατάχθηκε η εφαρμογή των σχεδίων και μάλιστα όχι από το Διοικητή  του ΓΕΕΦ αλλά τηλεφωνικά από τον  Υποστράτηγο Χανιώτη που ήταν Διευθυντής του Α’ κλάδου στο ΑΕΔ.
Σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, καμία ενέργεια ή κίνηση δεν διατάχθηκε, (εκτός από την αποτυχημένη αντεπίθεση της νύχτας της 20ης προς την 21η ‘Ιουλίου), πού να δικαιολογεί ή να πείθει ότι υπήρχε κεντρικός έλεγχος και διεύθυνση των επιχειρήσεων. Ουσιαστικά υπήρξε πλήρης απουσία της Διοίκησης του ΓΕΕΦ με αποτέλεσμα οι Δυνάμεις της Εθνοφρουράς να μη λάβουν μέρος σε καμία ουσιαστική σύγκρουση με τον εχθρό.
Η πλήρης ανικανότητα της Διοίκησης του ΓΕΕΦ να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες της στιγμής, αλλά και στην εκτέλεση του καλώς εννοούμενου στρατιωτικού καθήκοντος αποτέλεσαν την κύρια αιτία της καθυστέρησης.
Η ύπαρξη των σχεδίων αλλά και οι  υποχρεώσεις της  ηγεσίας που απορρέανε από αυτά δεν άφηναν κανένα περιθώριο παρερμηνείας, όμως οι διαταγές  για την εφαρμογή τους  και δόθηκαν αργά και δεν άρχισαν να υλοποιούνται. Στις περιπτώσεις δε πού έγινε κάτι τέτοιο (έναρξη υλοποίησης), έγινε με πρωτοβουλία κάποιου διοικητή.
Η μόνη άξια λόγου στρατιωτική ενέργεια πού πραγματοποιήθηκε την κρίσιμη εκείνη χρονική περίοδο ήταν ή κίνηση των τριών Μοιρών καταδρομών προς την κατεύθυνση των στενών της Αγύρτας, πού είχε κύρια αποστολή νά αποκόψει τη μόνη κατεύθυνση συνένωσης των δυνάμεων που αποβιβάζονταν με τις δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων της περιοχής Πενταδάκτυλου-Λευκωσίας , η κίνηση αύτή πού στέφθηκε από επιτυχία,  αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε πρωτοβουλιακά από το Διοικητή του Βόρειου συγκροτήματος.
Η λήψη κατάλληλων θέσεων ανάμεσα στα αποβατικά στρατεύματα και στις δυνάμεις των Τουρκοκυπριακών θυλάκων ήταν αναμφισβήτητα μία ενέργεια πού στρατιωτικά επιβαλλόταν να γίνει, γιατί απέκλειε τη ταχεία διεύρυνση του προγεφυρώματος και συγχρόνως δημιουργούσε ευνοϊκές προϋποθέσεις  για επίθεση σε συνδυασμό με άλλες δυνάμεις κατά του προγεφυρώματος.
Έτσι αποφασίσθηκε να γίνει τη νύχτα της 20ης προς 21ης Ιουλίου 1974 αντεπίθεση για την εξάλειψη του προγεφυρώματος από 2 Τάγματα (το ένα μηχανοκίνητο) πού θα ‘χαν κατεύθυνση από την Κυρήνεια προς ανατολάς και από τις δυνάμεις καταδρομών πού θα ‘χαν κατεύθυνση από νότο προς βορρά.
Η επιχείρηση αυτή ήταν η μόνη πού διατάχθηκε από το ΓΕΕΦ σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων του ΑΤΤΙΛΑ Ι.
Όμως και η επιχείρηση αυτή δεν εκτελέσθηκε επειδή τα δύο τάγματα πού είχαν αποστολή αντεπίθεσης από την πλευρά της Κυρήνειας δεν έφτασαν  ποτέ στους χώρους εξορμήσεως, διαλύθηκαν κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους από τούς χώρους συγκέντρωσης τους προς τούς χώρους εξόρμησης είτε από επιθέσεις της εχθρικής αεροπορίας είτε από έλλειψη ηθικού και ικανότητος των ηγητόρων τους
Γενικά ή μη εκτέλεση καμίας συγκεκριμένης επιθετικής ή αντεπίθετικης ενέργειας από το ΓΕΕΦ οφείλεται στη μη έκδοση συγκεκριμένων διαταγών, στην αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού επιχειρησιακού ελέγχου, στην πλήρη σύγχυση για το τι έπρεπε να γίνει, στην έλλειψη ηθικού σε όλα τα κλιμάκια Διοίκησης (και λόγω του πραξικοπήματος πού είχε προηγηθεί), στη μηδενική επαγγελματική ικανότητα των στελεχών, (πλην ορισμένων εξαιρέσεων) και στη πλήρη αποδιοργάνωση διατάξεων μάχης  από το σύνολο των μονάδων εθνοφρουράς. Η αποδιοργάνωση αυτή προκάλεσε ανατροπή των σχεδίων της άμυνας της νήσου.
Στο μεταξύ στην Ελλάδα αποφασίζεται Γενική Επιστράτευση τις μεσημβρινές ώρες της 20ης  Ιουλίου από το Α.Σ.Ε.Α (Γκιζίκης-Ανδρουτσόπουλος-Μπονάνος) που σημειώνει κλασική αποτυχία όπως και οι παρακάτω αποφάσεις  που πάρθηκαν για ενίσχυση των μαχόμενων δυνάμεων Κύπρο

Μεταφορά της ΙΙης Μοίρας καταδρομών

Τις πρώτες απογευματινές ώρες της 20ης  ‘Ιουλίου αποφασίζεται ή αεροπορική μεταφορά   της ΙΙας Μοίρας καταδρομών που βρισκόταν στην περιοχή της Ρεντίνας.
Εκδόθηκαν οι σχετικές διαταγές ενώ ταυτόχρονα διατάχθηκαν και τέσσερα  αεροσκάφη της Ο.Α. τύπου BOEING 707 να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο της Μίκρας από όπου θα παρελάμβαναν την ΙΙα Μοίρα καταδρομών και μέσω  της Σούδας (για ανεφοδιασμό) θα τη μετέφεραν στη Κύπρο.
Η όλη επιχείρηση διεξήχθη με απαράδεκτη βραδύτητα, πού αποδόθηκε από τούς υπεύθυνους εκτελεστές της στη δυσκολία κίνησης της Μοίρας, στη κύρια οδό από τη Ρεντίνα στο αεροδρόμιο Μίκρας.
Στις εκθέσεις  της Διεύθυνσης καταδρομών και του Αρχηγείου της Τακτικής  Αεροπορίας,  αναφέρονται με  διαφορά οι χρόνοι προσγειώσεις των αεροσκαφών, από τη σύγκριση και μόνο των δύο αυτών εκθέσεων διαπιστώνεται, ότι υπάρχει ανάμεσα τους  διαφορά πού κυμαίνεται μεταξύ 1.40-2.00 ωρών, κάτι πού είναι αρκετά ουσιώδες για την εκτίμηση των παραπέρα εξελίξεων της επιχείρησης μεταφοράς.
Μετά την προσγείωση άρχισε ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα των αεροσκαφών προκειμένου να απογειωθούν αυτά εκ νέου με προορισμό το αεροδρόμιο της ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
Στην έκθεση της Διοίκησης καταδρομών, πέρας  ανεφοδιασμού για το 1ο  αεροσκάφος δίνεται  η 21/02.30 και κατά το μισό του δεύτερου και  εκτιμώμενος χρόνος ανεφοδιασμού και των τεσσάρων αεροσκαφών ή 21/03.00 ώρα.
Σε αντίθεση με τούς παραπάνω χρόνους η έκθεση του Αρχηγείου Τακτικής Αεροπορίας αναφέρει  χρόνο πέρατος ανεφοδιασμού του 1ου αεροσκάφους την 21/00.25 με αποτέλεσμα να εκδοθεί και διαταγή απογείωσης των αεροσκαφών,  του μεν 1ου  την 21/00.50, του δε 2ου  την 21/01.00, με εντολή επίσπευσης για τα υπόλοιπα.
Την 21/00.40 αναφέρεται βλάβη στο τρίτο αεροσκάφος (θραύση τεσσάρων ελαστικών του δεξιού κυρίου συστήματος προσγείωσης).
Από το σημείο αυτό γίνονται ενέργειες πού δεν μπορούν  ερμηνευθούν σε σχέση με τούς κανονισμούς και με τη γενικά κρατούσα αντίληψη για το καλώς εννοούμενο καθήκον.
Ο Διοικητής της ΙΙας Μ.Κ Ταγματάρχης Σβώλης σε επαφή με το ΑΕΔ και ειδικά με τον Υποστράτηγο ΧΑΝΙΩΤΗ κατορθώνει να επιτύχει ματαίωση της αποστολής λόγω μη επάρκειας του χρόνου για την εκτέλεση της.
Οι λόγοι πού επικαλέστηκε ήταν, αδυναμία μεταφόρτωσης του βαρέως  οπλισμού από το τρίτο αεροσκάφος (πού είχε βλάβη) στα υπόλοιπα και η προσγείωση τελικά ατή Λευκωσία μετά τις 04.00 ώρα πού είχε οριστεί ως ο τελικός  χρόνος προσγείωσης
Σε σχέση με τα παραπάνω η έκθεση του Αρχηγείου Τακτικής Αεροπορίας κατηγορηματικά αναφέρει ότι κάθε αεροσκάφος είχε φόρτωση αυτοτελούς μονάδας
Η δήλωση του Διοικητού της ΙΙας Μ.Κ., ότι  στο τρίτο αεροσκάφος ήταν φορτωμένος ο βαρύς οπλισμός ήταν αντίθετη με αυτά πού βεβαιώθηκαν από το  Αρχηγείο  Ενόπλων Δυνάμεων προς το  Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας.
Από τα παραπάνω  καθώς και από τη θραύση των τροχών του 3ου  αεροσκάφους  10 ολόκληρα λεπτά μετά την προσγείωση, δημιουργούνται  βάσιμες υπόνοιες, ότι κάτι το τελείως ανορθόδοξο συνέβη εκείνη τη νύχτα στο αεροδρόμιο της ΣΟΥΔΑΣ .
Μεταφορά της Ιης Μοίρας καταδρομών

Ύστερα από αυτά η ΙΙα  Μ.Κ. μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο της Μίκρας και το ΑΕΔ απεφάσισε να εκτελεσθεί η αποστολή της Ιης Μοίρας Καταδρομών στη ΚΥΠΡΟ τη νύχτα της 21ης  προς 22α , με αεροσκάφη NORATLAS της Πολεμικής ‘Αεροπορίας.
Πράγματι  ή επιχείρηση αυτή εκτελέστηκε με χρόνο άφιξης στο αεροδρόμιο ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ την 22/02.00.
Από τα 15 συνολικά αεροσκάφη μόνο τα 13 έφθασαν στη ΚΥΠΡΟ. Τα υπόλοιπα 2 δεν μπόρεσαν να φθάσουν, διότι έχασαν …τον προσανατολισμό τους όπως λέχθηκε από τούς κυβερνήτες τους, και με τη βοήθεια του σταθμού RADAR της Ζήρου προσγειώθηκαν τελικά στη ΡΟΔΟ.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι κυβερνήτης του ενός αεροσκάφους πού δεν μπόρεσε να φθάσει στην Κύπρο και προσγειώθηκε ατή ΡΟΔΟ ήταν ο Διοικητής της Μοίρας .
Τα υπόλοιπα αεροσκάφη κατόρθωσαν τελικά να φθάσουν στο αεροδρόμιο της ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, βαλλόμενα όμως από πυρά εγγύς επιφανείας  με αποτέλεσμα κατά την τελική φάση προσγείωσης την κατάρριψη ενός  από αυτά και την πρόκληση ζημιών σε άλλα τρία  τα οποία και καταστράφηκαν (με πυρά) πάνω στο έδαφος.
Στο αεροσκάφος πού καταρρίφθηκε (το πρώτο της αποστολής) σκοτώθηκαν όλοι όσοι επέβαιναν (28 άνδρες από το Στρατό Ξηράς) και το πλήρωμα εκτός του Καταδρομέα  Ζαφειρίου Αθανάσιου που πήδηξε από το φλεγόμενο αεροσκάφος.
 Κύρια αιτία της παραπάνω καταστροφής θεωρείται, ότι το σήμα με το οποίο δεσμεύονταν τα Αντιαεροπορικά πυροβόλα εκδόθηκε μόλις την 22/01.30 από το ΑΕΔ προς τις αντίστοιχες δυνάμεις Αντιαεροπορικού  πυροβολικού στη ΚΥΠΡΟ, δηλαδή μόλις μισή ώρα πριν από το χρόνο άφιξης του πρώτου αεροσκάφους στο αεροδρόμιο προορισμού του. Και όλα αυτά όταν ή αποστολή είχε σχεδιαστεί και αποφασιστεί τις απογευματινές ώρες της 21ης Ιουλίου.
Εδώ προκύπτουν σαφείς ευθύνες για αυτούς πού είχαν την ευθύνη του συντονισμού και ελέγχου της παραπάνω επιχείρησης αερομεταφοράς, ή δε καθυστερημένη αποστολή του σήματος για τη δέσμευση του Αντιαεροπορικού πυρός συνιστά βαρύτατο αδίκημα στην εκτέλεση του καθήκοντος.

Αποστολή Υποβρυχίων

Σύμφωνα με το σχέδιο Κ προβλέπονταν ή αποστολή ενός υποβρυχίου και μιας τορπιλακάτου για ενίσχυση της Κύπρου.
Κατά την περίοδο της προπαρασκευής από τούς Τούρκους της αποβατικής τους ενέργειας ουδεμία προετοιμασία έγινε, ώστε η Ελλάδα να ανταποκριθεί έστω και στη παραπάνω μικρή υποχρέωση της.
Μόνο στις 19 Ιουλίου, όταν οι πληροφορίες άρχισαν να μην αφήνουν καμία αμφιβολία για το ενδεχόμενο μιας επιθετικής ενέργειας, ο Αρχηγός του Ναυτικού, με δική του πρωτοβουλία και εν «αγνοία του ΑΕΔ» διατάσσει τρία  υποβρύχια να πλεύσουν στον μεταξύ Κρήτης και Ρόδου θαλάσσιο χώρο με σήμα πού εξέδωσε στις 19/13.15 .
Την 20η  15.00 με νεώτερο σήμα του ο αρχηγός Ναυτικού διατάσσει τα δύο από τα τρία υποβρύχια (Γλαύκος και Νηρεύς) να πλεύσουν προς την Κύπρο για προσβολή των Τουρκικών Δυνάμεων.
Όμως την 21η 13.00 ώρα εκδίδεται Διαταγή ανάκλησης των  υποβρυχίων ύστερα από εντολή του Αρχηγού του ΑΕΔ στρατηγού Μπονάνου λόγω των ανησυχιών του, όπως έλεγε, για την άμυνα του Αιγαίου από τυχόν επίθεση από Βορρά ή Ανατολή ή ταυτόχρονα και από τις δύο κατευθύνσεις.
Το μεσημέρι της 22ας   και  πάλι με πρωτοβουλία του αρχηγού του Ναυτικού και χωρίς ενημέρωση του ΑΕΔ δίδεται νέα εντολή να πλεύσουν προς την Κύπρο  και το μεσημέρι της 23ης δίδεται εντολή ανάκλησης των υποβρύχιων λόγω της συμφωνίας για έναρξη διαπραγματεύσεων στη Γενεύη, την 22/16.00 της ίδιας μέρας .
Η μη έγκαιρη αποστολή των υποβρυχίων στέρησε (μαζί με τη μη επέμβαση των αεροσκαφών) από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις τη μοναδική ευκαιρία για μία μοναδική νίκη επί της τουρκικής αποβατικής δύναμης πού κατά πάσα πιθανότητα θα ανάγκαζε το τουρκικό Γενικό Επιτελείο να ματαιώσει όλες τις Επιχειρήσεις, πράγμα πού θα είχε τόσο θετικές επιπτώσεις  για την  Ελλάδα και για την Κύπρο.
Η ποιότητα και το αξιόμαχο των υποβρυχίων πού μόλις είχαν αποκτηθεί, καθώς και οι νέες τεχνολογικές εφαρμογές τις οποίες έφεραν, καθιστούσαν τα παραπάνω υποβρύχια αποφασιστικό παράγοντα για την έκβαση της αποβατικής εχθρικής ενέργειας.
‘Έτσι, λόγω της διστακτικότητας και της μη σωστής εκτίμησης της κατάστασης χάθηκε μία μοναδική ευκαιρία με ευθύνη που φέρουν όλοι αυτοί πού διοικούσαν κατά την περίοδο εκείνη τη χώρα και τις ‘Ένοπλες Δυνάμεις.

Μεταφορά του 573 ΤΠ με το Ο/Γ ΡΕΘΥΜΝΟ

Την 21η  Ιουλίου αποφασίστηκε η ενίσχυση της Κύπρου με χερσαίες δυνάμεις πού θα μεταφέρονταν δια θαλάσσης, για το σκοπό αυτό επιτάχθηκε το Ο/Γ ΡΕΘΥΜΝΟΝ που είχε μεγάλη μεταφορική ικανότητα και ταχύτητα.
Τις βραδινές ώρες της 21ης  ‘Ιουλίου άρχισε ή επιβίβαση στο πλοίο του 573 Τ.Π και 550 Κυπρίων εθελοντών (κυρίως Κυπρίων φοιτητών) αρχηγός της αποστολής ορίστηκε ο άλλοτε αξιωματικός του Π.Ν. έφεδρος πλοίαρχος Στ. Ζούλιας.
Τα μεσάνυχτα της 22ης  και ενώ το πλοίο  βρισκόταν κοντά στην Κύπρο, λήφθηκε από τον πλοίαρχο Ζούλια  σήμα του ΑΕΔ, πού έλεγε : «Σπεύσατε και αποβιβάσατε τα τμήματα εις ΡΟΔΩΝ απειλούμενη υπό Τούρκων».
Όταν το πλοίο έφθασε στη Ρόδο και αποβίβασε τις δυνάμεις του, διαπιστώθηκε ότι στη ΡΌΔΟ κανείς δεν απειλούνταν  οι   στρατιώτες έκαναν βόλτες στη παραλία και η γενική εικόνα ήταν εικόνα ειρηνικής περιόδου.

Αποστολή της Μοίρας των F-84F

Από το σχέδιο Κ προβλεπόταν  αποστολή μιας  Μοίρας F-84F.  Ενώ η Μοίρα αυτή βρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα από τις 19 Ιουλίου που διαδραματίζονταν στη Κύπρο τα γνωστά δραματικά γεγονότα, δεν απεστάλη για βοήθεια των Κυπριακών Δυνάμεων και προσβολή της αποβατικής δύναμης κατά την πρώτη φάση της διεξαγωγής της. Μόλις την 22α  του μηνός, ύστερα από εισήγηση του Αρχηγού της Αεροπορίας Παπανικολάου και μάλιστα την 11.07 ώρα, δόθηκε διαταγή για απογείωση.
Η Διαταγή αυτή ακυρώθηκε μετά 2 λεπτά από το Στρατηγό Μπονάνο, ο οποίος κατά τον Παπανικολάου, έλαβε απαγορευτική διαταγή από τον Στρατηγό ΓΚΙΖΙΚΗ, τότε «Πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Στις 12.24 της ίδιας μέρας και ύστερα από  εισήγηση και πάλι του Παπανικολάου, διατάσσεται και πάλι εκ νέου απογείωση των αεροσκαφών από τον Στρατηγό Μπονάνο, αλλά και αυτή η διαταγή ανακαλείται μετά δίλεπτο ύστερα από την ίδια διαδικασία, όπως και την προηγούμενη φορά
Σε κάθε περίπτωση για τη μη αποστολή της Μοίρας των αεροσκαφών F-84F   υπάρχουν σοβαρές ευθύνες  των εμπλεκομένων και κύρια για τον Αρχηγό της Αεροπορίας Παπανικολάου, ο οποίος εάν είχε εκτελέσει τις προβλεπόμενες από τα σχέδια ενέργειες, ίσως η κατάσταση στην Κύπρο σήμερα να ήταν διαφορετική.

Αποστολή αεροσκαφών F-4 (Φάντομ)

Το πρωί της 22ας Ιουλίου διατάχθηκε η μεταστάθμευση 4ων  αεροσκαφών Δ/Β F-4 (Φάντομ) από το αεροδρόμιο της Ανδραβίδας και 2 αναχαιτίσεως από τη Τανάγρα στο αεροδρόμιο Ηρακλείου, προκειμένου να επιτεθούν κατά του προγεφυρώματος.
Το ετοιμοπόλεμο των αεροσκαφών και των πληρωμάτων τους ήταν μηδαμινό, η  τεχνική εξυπηρέτηση των σχεδόν αδύνατη  λόγω της έλλειψης του μηχανισμού ελέγχου συστήματος πυρός. Για τον λόγο αυτό, προβλέπονταν ως χρόνος ετοιμασίας των αεροσκαφών για την εκτέλεση  της αποστολής η 01.30-02.00 της 22ας ‘Ιουλίου.
Επί πλέον, την ίδια μέρα  διατάχθηκαν άλλα τέσσερα αεροσκάφη Δ/Β F-4 (Φάντομ) για μεταστάθμευση στο Ηράκλειο, από το αεροδρόμιο της Ανδραβίδας. Η μεταφορά αυτή, τελικά, είχε σαν  αποτέλεσμα το ένα αεροσκάφος να καταστραφεί κατά την προσγείωσή του στο  Ηράκλειο και ένα άλλο να τεθεί για πολύ χρόνο «εκτός ενέργειας».
Έτσι, σε μία απλή μεταφορά 4 αεροσκαφών, τα δύο ετέθησαν εκτός, δηλαδή το 50% της όλης δύναμης. Αυτό αποδεικνύει το βαθμό πτητικής και επιχειρησιακής Ικανότητας των παραπάνω αεροσκαφών και το εγκληματικό λάθος της ηγεσίας να σκεφθεί έστω και μόνο τη χρησιμοποίηση αυτών των σκαφών σε αντίθεση με την μη χρησιμοποίηση των ετοιμοπόλεμων F-84F
Τελικά την 14.00 και ενώ είχε πέσει η Κυρήνεια και είχε γίνει δεκτή η κατάπαυση του πυρός δια την 16.00 ώρα της ίδιας μέρας, η αποστολή των F-4 (Φάντομ) ματαιώθηκε οριστικά.
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η συμβολή της ‘Αεροπορίας κατά την κρίσιμη περίοδο ήταν μηδαμινή  στις διεξαχθείσες επιχειρήσεις. Εάν είχε εκτελέσει τις προβλεπόμενες αποστολές της, ίσως να είχε μεταβληθεί η εικόνα και το αποτέλεσμα  να έδινε  στον Ελληνισμό το δικαίωμα να πανηγυρίσει μία  νίκη σε βάρος των Τούρκικων Ενόπλων Δυνάμεων.
Η ατολμία, η σύγχυση και η πλήρης αδυναμία ανταπόκρισης προς τις στιγμές αποτελούν τον κύριο χαρακτηρισμό της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων κατά την παραπάνω χρονική περίοδο με αποτέλεσμα την κατάκτηση από τούς Τούρκους, κυπριακού εδάφους  και τη χρέωση των Ενόπλων Δυνάμεων με μία ήττα, πού ήταν δυνατό να είχε αποφευχθεί κάτω από μίαν άλλη ηγεσία.
H εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο (ΑΤΤΙΛΑΣ Ι) και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της φάσης αυτής περατώθηκαν στις 22 Ιουλίου. Με  τη μεσολάβηση των ΗΠΑ η  Ελλάδα και η Τουρκία αποδέχθηκαν κατάπαυση του πυρός και έναρξη διαπραγματεύσεων στη Γενεύη πού ορίσθηκαν για τις 24η Ιουλίου.
Η κορύφωση  όμως του Κυπριακού δράματος και των γεγονότων στην Κύπρο το 1974 είναι η περίοδος πού επικράτησε να ονομάζεται ως ΑΤΤΙΛΑΣ ΙΙ (από την αντίστοιχη κωδική ονομασία πού χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις  από τη 14η  Αυγούστου 1974 μέχρι την 16η  Αυγούστου 1974.
Παρά το περιορισμένο χρονικά διάστημα των στρατιωτικών επιχειρήσεων (2 ημέρες) τα αποτελέσματα των πολεμικών γεγονότων των ήμερων αυτών σημάδεψαν ανεξίτηλα την Κυπριακή υπόθεση και οδήγησαν στη δημιουργία της πραγματικότητας πού ζούμε επί 46 χρόνια τώρα με την κατοχή του 38% του Κυπριακού εδάφους από τις τουρκικές δυνάμεις της εισβολής, το διαμελισμό της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, το δράμα των προσφύγων και των αγνοουμένων και  τη μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή
Το σημαντικότερο ίσως ρόλο στην εξέλιξη της φάσης αυτής της Κυπριακής Τραγωδίας διαδραμάτισαν οι ενέργειες (πράξεις – παραλείψεις) των Κυβερνήσεων Η.Π.Α. – Αγγλίας και επίσης της συμμαχίας του ΝΑΤΟ.
Η στάση των τριών αυτών σημαντικών παραγόντων όχι μόνο δεν ήταν αποτρεπτική των παράνομων τουρκικών ενεργειών, αλλά αντίθετα με τις πράξεις  και  τις παραλείψεις τους, τους ανέχθηκαν και τούς ενθάρρυναν.
Κατά την διάρκεια των Στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Κύπρο υπήρξε έντονη η παρουσία Αμερικανικών και Βρετανικών Δυνάμεων, όπως:
Ισχυρή αεροναυτική δύναμη του 6ου   Αμερικάνικου Στόλου πού περιλάμβανε και ένα (1) αεροπλανοφόρο κρούσης που βρίσκονταν σε περιοχή η οποία κυμαίνονταν μεταξύ 100 και 150 Ν.Μ. νότια έως νοτιοδυτικά της  Κύπρου.
Η δύναμη αυτή σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των επιχειρήσεων διατηρούσε σε πτήση αεροσκάφη της σε ασυνήθη μεγάλο αριθμό προφανώς για λόγους αναγνώρισης και επιτήρησης του ευρύτερου θαλάσσιου χώρου
Η Αεροναυτική δύναμη του 6ου  Στόλου λόγω και της μικρής απόστασης (7-8 λεπτά πτήσης των αεροσκαφών της) αλλά και λόγω του αριθμού των μέσων της, θα μπορούσε, εάν παρέμβαινε αποφασιστικά, να ενεργήσει υπέρ ή κατά του ενός από τούς δύο αντιπάλους, εκτελώντας κάθε φύσεως επιχειρήσεις παρέμβασης (από επιχειρήσεις αποτροπής συγκρούσεων μέχρι επιχειρήσεις υποστήριξης ενός από τούς δύο αντιμαχόμενους).
Η ύπαρξη και παραμονή  βρετανικού ελικοπτεροφόρου στην περιοχή των επιχειρήσεων εξ άλλου, παρ’ όλον ότι δεν έχει βεβαιωθεί  η άμεση συμμετοχή του στις επιχειρήσεις,  καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο παροχής ηλεκτρονικής υποστήριξης στην τουρκική αποβατική δύναμη (επισήμανση κάθε πλωτού ή εναέριου μέσου στην ευρύτερη περιοχή και η παροχή με τον τρόπο αυτό δυνατότητας αποτελεσματικότερης άμυνας της αποβατικής δύναμης κλπ. ).
Η παρουσία λοιπόν στη περιοχή τόσο της αεροναυτικής δύναμης του 6ου Στόλου όσο και του βρετανικού ελικοπτεροφόρου συνιστούν έμμεση ανάμιξη στις επιχειρήσεις υπέρ των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, καθόσον καμία και για κανένα λόγο  βοήθεια παρείχαν στις Ελληνικές Δυνάμεις ή στις Δυνάμεις της Κυπριακής Εθνοφρουράς.
Σαράντα έξι χρόνια έχουν περάσει από το μαύρο πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974 και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέστηκε η Κυπριακή τραγωδία δεν έχει ακόμα διευκρινισθεί. Οι ένοχοι για το δράμα της Κύπρου παρέμειναν ατιμώρητοι. Τα πρώτα χρόνια  υπήρξε έντονη η αξίωση της κοινής γνώμης στη Κύπρο και την Ελλάδα να ανοίξει ο <<Φάκελος της Κύπρου>>, να μάθουν  την αλήθεια και να τιμωρηθούν οι ένοχοι.
Στις 7 Μαρτίου 1975 η Κυβέρνηση Κων. Καραμανλή αποφάσισε να αναβληθεί η άσκηση ποινικής δίωξης κατά των δικτατόρων για τις ευθύνες τους στην προδοσία της Κύπρου. Ορισμένοι από τους Αξιωματικούς που πρωτοστάτησαν στο πραξικόπημα παρέμειναν ενεργά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, ανελίχθηκαν στην ιεραρχία και αποστρατεύθηκαν κανονικά
Το 1986 η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το φάκελο της Κύπρου, ενώπιον της επί δύο χρόνια κατάθεταν όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές της περιόδου εκείνης. Από το πόρισμα προκύπτουν ευθύνες ολόκληρης της στρατιωτικής ηγεσίας του ΓΕΕΦ, της Ναυτικής και της Αεροπορικής Διοίκησης της Κύπρου (Γεωργίτσης, Γιαννακόδημος, Πλοίαρχος Παπαγιάννης, Καραστατήρας κ.λπ.), αλλά και των λοιπών ηγητόρων επιμέρους στρατιωτικών κλπ.
Τις ίδιες ευθύνες  σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπή έχουν και όσοι αποτελούσαν την ηγεσία των Ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα (Μπονάνος κλπ.) αλλά και διάφοροι άλλοι ανώτατοι ή ανώτεροι αξιωματικοί (Αρχηγοί κλάδων, Διοικητές Επιτελικών γραφείων, όπως ο Χανιώτης, Πολίτης κλπ.), πού σε επίμονες αιτήσεις-παρακλήσεις του αρχηγού του ΓΕΕΦ και άλλων στελεχών του για το πώς έπρεπε να ενεργήσει, απαντούσαν καθησυχαστικά (ότι πρόκειται για άσκηση των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων κλπ.) και συνιστούσαν μέχρι τις 8.20 π.μ. της 20.7.74 «αυτοσυγκράτηση», χρησιμοποιώντας έτσι έναν όρο άγνωστο μέχρι τότε στη στρατιωτική ορολογία.
Ευθύνες προκύπτουν  και για την «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» υπό τον Κων. Καραμανλή που ανέλαβε την εξουσία μετά την 24 Ιουλίου 1974, οπότε η δικτατορική Κυβέρνηση κατέρρευσε και παρέδωσε την εξουσία, για τούς διπλωματικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς  στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΑΤΊΊΛΑ ΙΙ.
Όμως συζήτηση επί του πορίσματος δεν έγινε και οι χιλιάδες σελίδες με τα πρακτικά των ακροάσεων και τα συνοδευτικά έγγραφα που προσκομίστηκαν στη Βουλή  χαρακτηρίστηκαν απόρρητα και κλειδώθηκαν στο αρχείο της Βουλής.
Συνέπεια της πολιτικής της λήθης είναι οι ένοχοι να μην είναι ευδιάκριτοι πια, να επανέρχονται κατά καιρούς σε ανώτατα πολιτειακά αξιώματα και η κοινωνία να τους ανταμείβει και να νομίζουν πως τους ξεχάσαμε.!!!