Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

ΜΑΗΣ 1973: ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

 


ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

 

Ο Ναύαρχος Νίκος Παππάς υπήρξε το σύμβολο του αντιδικτατορικού κινήματος του Ναυτικού όταν το Μάιο του 1973 ως κυβερνήτης του θρυλικού αντιτορπιλικού «Βέλος», που συμμετείχε σε Νατοϊκή άσκηση, κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας και μαζί με 6 Αξιωματικούς και 25 Υπαξιωματικούς ζήτησαν πολιτικό άσυλο.

Ο Νίκος Παππάς πρωτεργάτης του κινήματος του Ναυτικού, που επέφερε ισχυρό πλήγμα στη δικτατορία, υπήρξε κορυφαίος αγωνιστής για την Ελευθερία και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Η θαρραλέα και ηρωική στάση του αναγνωρίστηκε από την Πολιτεία αλλά και απ’ όλο τον Ελληνικό λαό και απετέλεσε ένα χρυσό κεφάλαιο στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία.

 

Μαρτυρία του ναυάρχου Νίκου Παππά για το Κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού

 


 

Τη δική του μαρτυρία για τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού στον αντιδικτατορικό αγώνα έδωσε τον Μάιο του 2003 ο ίδιος ο Νίκος Παππάς. Με ένα κείμενό του, που δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Ιστορικά» της «Ελευθεροτυπίας» στις 22 Μαΐου 2003, υπό τον τίτλο «Αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και Δικτατορία», ο πρώην κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Βέλος» εξιστορεί τα ιστορικά γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε.

 

"Αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και Δικτατορία"

 


 

Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΠΠΑ

ναυάρχου, επιτίμου αρχηγού ΓΕΝ

και πρώην κυβερνήτη Α/Τ «Βέλος»

 

Καμία περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει με απόλυτη ακρίβεια τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς των αξιωματικών του Ναυτικού ενάντια στη δικτατορία.

Η απαράδεκτη μυωπική και ανερμάτιστη πολιτική της χούντας στο εσωτερικό και το εξωτερικό οδηγούσε τη χώρα σε διεθνή απομόνωση, σε επικίνδυνα αδιέξοδα, στον ευτελισμό του λαού και την απαξία των Ενόπλων Δυνάμεων.

Οι νομιμόφρονες αξιωματικοί του Ναυτικού, γαλουχημένοι με τις αρχές της δημοκρατίας, με την ένδοξη ιστορία των ναυτικών αγώνων για την προάσπιση και την ανεξαρτησία του έθνους, ενός Ναυτικού που ποτέ δεν υπέστειλε τη σημαία του, διακατεχόμενοι από πνεύμα ανεξαρτησίας, αξιοπρέπειας, υπερηφάνειας και ελευθερίας σύμφωνα με τις παραδόσεις του όπλου, ήταν φυσικό επακόλουθο να αντιδράσουν.

Παρακολουθώντας με έντονη ανησυχία και ενοχή τις εθνικά επιζήμιες ενέργειες και πράξεις των δικτατόρων, όπως την κατάλυση της δημοκρατίας, τη φυλάκιση της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, την ασυγχώρητη και σαδιστική βαρβαρότητα που επεδείκνυαν σε Έλληνες πολίτες και στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων μέσα στα ατιμασμένα στρατόπεδα κακοποίησης του ΕΑΤ/ΕΣΑ, επίσης την προσπάθεια ποδηγέτησης του Ναυτικού και της Αεροπορίας και τέλος την απαράδεκτη απόφαση του δικτάτορα να δεχθεί την απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο, δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν τα στελέχη του Ναυτικού αδιάφορα να δεχθούν το στίγμα συμπόρευσής τους με τους βιαστές του ελληνικού λαού.

Από την πρώτη μέρα της 21ης Απριλίου 1967, που επεβλήθη στη χώρα μας η στρατιωτική δικτατορία, από μία ομάδα επίορκων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, με την ευλογία και ξένων παραγόντων, όλα τα στελέχη του Ναυτικού έδειξαν ότι ήσαν αντίθετα.

Όσο περνούσε ο χρόνος, η πίστη τους για μια ουσιαστική αντίδραση άρχισε να εμπεδώνεται. Γνώριζαν ότι οι δικτατορίες με τρεις τρόπους μόνο ανατρέπονται.

Ο πρώτος τρόπος είναι η άμεση και καθολική εξέγερση του λαού, η οποία όμως για τις επικρατούσες συνθήκες της εποχής ήταν πολύ δύσκολο να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί.

Ο δεύτερος τρόπος και πιο αποτελεσματικός είναι μια εξέγερση των Ενόπλων Δυνάμεων ή ακόμη ενός ικανού τμήματος αυτών εναντίον των πραξικοπηματιών, που με την απειλή της ισχύος των όπλων αυτοί να αναγκαστούν να παραδώσουν την εξουσία.

Ο τρίτος τρόπος και πιο οδυνηρός είναι έπειτα από μια εθνική συμφορά. Για εμάς, δυστυχώς, αυτή ήλθε από τη σχιζοφρενική και προδοτική απόφαση του Ιωαννίδη να οργανώσει και να εκτελέσει το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, με αποτέλεσμα το διαμελισμό της Κύπρου.

Η πεποίθηση και η πίστη που επικράτησε στους αξιωματικούς του Ναυτικού ήταν ότι μόνον ο δεύτερος τρόπος ήταν ο πλέον πρόσφορος και αποτελεσματικός, δηλαδή με την εξέγερση του Στόλου.

Γεγονός, όμως, είναι ότι η οργάνωση μιας συνωμοσίας εναντίον μιας στρατιωτικής δικτατορίας από εν ενεργεία αξιωματικούς είναι μια δύσκολη και άκρως επικίνδυνη υπόθεση, δεδομένου ότι ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, που πάντα επικρέμαται, προβλέπει γι' αυτούς έκτακτο στρατοδικείο, συνοπτική διαδικασία, παραπομπή για εσχάτη προδοσία και εκτέλεση.

Γι' αυτό τα προς μύηση στελέχη πρέπει να διαθέτουν ιδιαίτερα χαρίσματα, όπως τόλμη, αποφασιστικότητα, ψυχική αντοχή, για αντιμετώπιση κάθε δύσκολης περίπτωσης, και ιδιαίτερα η πίστη τους για επιτυχία του αντικειμενικού σκοπού να είναι αταλάντευτη. Συναισθηματικοί, κοινωνικοί και οικογενειακοί προβληματισμοί τουλάχιστον για τους επικεφαλής πρέπει παντελώς να αγνοούνται.

Η πρώτη ενέργεια του Ναυτικού ήταν η συμμετοχή στο αντικίνημα του βασιλιά, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, που το στήριξε ακολουθώντας τη φυσική του ηγεσία και με προσήλωση στη νομιμότητα, που ήταν τότε η επαναφορά της χώρας στη συνταγματική τάξη.

Ύστερα από αυτή την προσπάθεια και μέσα στο 1968 συνωμοτικές ομάδες αξιωματικών σχεδίασαν δύο αντιδικτατορικές ενέργειες, την απαγωγή του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου κατά τη διάρκεια της ασκήσεως «Θρίαμβος» τον Αύγουστο του 1969 και την κατάληψη της Κρήτης το 1970, που ματαιώθηκαν για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως των μυημένων αξιωματικών.

Παρά τις παραπάνω ματαιώσεις, που δεν ήσαν ευρύτερα γνωστές, οι μύχιες σκέψεις και οι συζητήσεις μεταξύ μεμονωμένων ομάδων, φίλων ή συμμαθητών, κατέληξαν στην οριστική απόφαση οργανώσεως ενός κινήματος από το σύνολο και με πίστη ότι ο Στόλος μπορούσε να ανατρέψει τη δικτατορία.

Ένας βασικός πυρήνας ήταν οι συμμαθητές και φίλοι της τάξεως του 1948 που συγκρότησαν τη διοικούσα επιτροπή του κινήματος του Ναυτικού. Αυτοί, με την προϋπόθεση ότι οι περισσότεροι από αυτούς θα ήσαν κυβερνήτες των αντιτορπιλικών το 1972 και 1973, έβαλαν στόχο να εκδηλωθεί το κίνημα μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα.

Έτσι ξεκίνησε μια πιο συστηματική οργάνωση. Προχώρησαν σταδιακά σε μυήσεις αξιωματικών, οι οποίοι ανταποκρίνονταν αμέσως και με ενθουσιασμό. Μεθοδεύτηκαν επιλεκτικές τοποθετήσεις σε διάφορες νευραλγικές θέσεις.

Από το 1969-'70 μέχρι το 1971 οι μυημένοι αξιωματικοί ακολουθούσαν μια στάση αναμονής μέχρι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες και ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση του εγχειρήματος.

Μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα η χούντα είχε προσαρτήσει στις τάξεις της μικρό αριθμό αξιωματικών του Ναυτικού, οι οποίοι ήσαν δακτυλοδεικτούμενοι, απολύτως γνωστοί και περιφρονημένοι από το σύνολο. Ήσαν κυρίως αξιωματικοί χαμηλής επαγγελματικής κατάρτισης και αρκετοί προσπαθούσαν με αυτό τον τρόπο να βελτιώσουν τη σταδιοδρομική τους πορεία. Βέβαια, υπήρχαν και ελάχιστοι, που το ιδεολογικό τους πιστεύω ήταν ταυτισμένο με τη χούντα και συμπεριφέρονταν με «κομπασμό».

 


 

Στο ίδιο χρονικό διάστημα υπήρξαν δημοκρατικοί αξιωματικοί που παραιτήθηκαν οικειοθελώς, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, πράξη που δεν ήταν ουσιαστική, αντίθετα διευκόλυνε τη χούντα στο να απαλλαγεί απ' αυτούς. Η ενέργειά τους αυτή κατεκρίθη δριμύτατα από τους αποφασισμένους να δώσουν τη μάχη από μέσα.

Υπήρξαν και λίγες περιπτώσεις μυημένων αξιωματικών που για προσωπικούς τους λόγους αποσύρθηκαν προ της ορισθείσας ημερομηνίας εκδηλώσεως του κινήματος, αλλά παρέμειναν εχέμυθοι μέχρι τέλους.

Στο Ναυτικό μεταξύ των στελεχών υπήρχε ανέκαθεν ελευθερία του λόγου όσον αφορά τις πολιτικές πεποιθήσεις. Κατά τη διάρκεια όμως της χούντας αυτό περιορίστηκε σε στενότερους κύκλους.

Έχοντας πάντα στόχο εκτέλεσης του κινήματος τη χρονική περίοδο 1972-'73, από τις αρχές του 1971 ανεπτύχθη μεγάλη δραστηριότητα και ο αριθμός των μυημένων αξιωματικών αυξήθηκε κατά πολύ.

Μία από τις πιο νευραλγικές θέσεις στο ΓΕΝ ήταν και του τμηματάρχη τοποθετήσεων των αξιωματικών, την οποία κατείχε ένας από τους πρώτους μυηθέντες.

Η «μαεστρία» του ήταν ότι έπεισε όλα τα ανώτερα κλιμάκια για τις «σωστές» εισηγήσεις του.

Έτσι, το 1972 τοποθετήθηκαν αξιωματικοί ως κυβερνήτες, ύπαρχοι, πρώτοι μηχανικοί στα πλοία του Στόλου και σε άλλες νευραλγικές υπηρεσίες των επιτελείων, των υπηρεσιών και στους ναυστάθμους.

Πέραν της συμμετοχής των παραπάνω αναφερομένων στελεχών και μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού, υπήρχαν και από το Στρατό Ξηράς και την Πολεμική Αεροπορία μυημένοι ολιγάριθμοι αξιωματικοί με ενεργό συμμετοχή. Ως παράδειγμα αναφέρεται μόνο από το Στρατό ο τότε ταγματάρχης αείμνηστος Σπύρος Μουστακλής, που βασανίστηκε βάναυσα στο κολαστήριο ΕΑΤ/ΕΣΑ και που θα αναλάμβανε φρούραρχος στη Σύρο, όπου προεβλέπετο η κατάληψη του νησιού, προκειμένου να σχηματισθεί εκεί Εθνική Κυβέρνηση. Από πλευράς Αεροπορίας, οι μυημένοι αξιωματικοί θα αποτελούσαν τους πυρήνες στα αεροδρόμια και τις υπηρεσίες, ώστε να μην κινηθούν αεροσκάφη εναντίον του επαναστατημένου Στόλου. Ήταν δεδομένο ότι και στην Αεροπορία το επικρατούν πνεύμα ήταν αντιδικτατορικό.

Οι πιστοί στον όρκο τους αξιωματικοί είχαν υποχρέωση να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για την επαναφορά της χώρας στη συνταγματική τάξη.

Το χρόνο αυτό κάθε μυημένος προϊστάμενος προετοίμαζε τον τομέα του. Οι αξιωματικοί των Επιτελείων προσάρμοζαν τις ασκήσεις-κινήσεις των πλοίων του Στόλου ώστε στη δεδομένη στιγμή να αντιδράσουν. Ήταν και αυτό μια πολύ λεπτή υπόθεση.

Τα συνεργεία του ναυστάθμου αποκαθιστούσαν αμέσως τις τυχόν βλάβες των μηχανημάτων και των συσκευών των πλοίων και αυτά εφοδιάζονταν με καύσιμα και τα απαραίτητα υλικά με ταχύτατο ρυθμό.

Την άνοιξη του 1973 όλοι και όλα ήταν έτοιμα. Η διαταγή επιχειρήσεων είχε υποστεί τις τελικές προσαρμογές. Το κίνημα θα εκδηλωνόταν στις πρώτες ώρες της 23ης Μαΐου, κατά τη διάρκεια προγραμματισμένης-σχεδιασμένης άσκησης.

Όλες οι τελευταίες οδηγίες και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες απόπλου είχαν αρχίσει, «είχε ανάψει το πράσινο φως» για έναρξη του κινήματος την 22α Μαΐου και ώρα 02.00.

Τις βραδινές ώρες της 21ης Μαΐου υπήρξαν οι πρώτες ενδείξεις ότι το κίνημα είχε προδοθεί. Οι αρχές ασφαλείας της χούντας δεν είχαν όμως σαφή και συγκεκριμένη εικόνα.

Το ίδιο βράδυ, αργά, ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ, ως πολιτικός σύμβουλος, εξέφρασε τη γνώμη ότι το κίνημα έπρεπε στη φάση που ήταν να εκδηλωθεί το ταχύτερο.

Το πρωί της επόμενης μέρας και μέχρι το μεσημέρι της 22ας Μαΐου υπήρχε ακόμη χρόνος και τρόπος απόπλου ορισμένων πλοίων. Δυστυχώς, επικράτησε η συντηρητική άποψη και παρά τις πιέσεις ορισμένων υπάρχων να αποπλεύσουν πλοία, κανένα δεν απέπλευσε, ενώ αργά το βράδυ ελήφθη η μοιραία απόφαση αναβολής του κινήματος με τη συνθηματική λέξη «Σοφοκλής».

Η διασταύρωση των πληροφοριών από τη χούντα έγινε αρκετές ώρες αργότερα, στις απογευματινές ώρες της 22ας Μαΐου, οπότε οι κυβερνήτες των πλοίων κλήθηκαν να παρουσιασθούν στο Αρχηγείο του Στόλου, ενώ συγχρόνως συνελήφθησαν οι δύο πρώτοι αξιωματικοί στα σπίτια τους.

Οι κυβερνήτες τέθηκαν υπό περιορισμό. Το σύνθημα ακύρωσης «Σοφοκλής» μεταδόθηκε προς όλα τα επαναστατημένα κλιμάκια.

Την επόμενη μέρα, 23 Μαΐου, άρχισαν σταδιακά οι συλλήψεις που συνεχίστηκαν μέχρι και τη 16η Ιουνίου. Έφτασαν τις 70 και σταμάτησαν.

Το Α/Τ «Βέλος» εγκατέλειψε την άσκηση του ΝΑΤΟ και κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, για να συνεχίσει τον αντιδικτατορικό του αγώνα, με τον κυβερνήτη, έξι σημαιοφόρους και είκοσι πέντε υπαξιωματικούς όπου εκεί τους εδόθη πολιτικό άσυλο.

Αξιωματικοί που υπηρετούσαν σε θέσεις του ΝΑΤΟ και σε άλλες αποστολές του εξωτερικού παραιτήθηκαν, ενώ άλλοι που δεν είχαν συλληφθεί παραδόθηκαν οικειοθελώς, για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους συλληφθέντες. Οι συλληφθέντες αξιωματικοί φυλακίστηκαν και παρέμειναν σε άθλιες συνθήκες απομόνωσης επί τρίμηνο, ενώ υπέστησαν βασανιστήρια από τα ανδρείκελα της στρατιωτικής αστυνομίας.

Περήφανοι παραδέχθηκαν τη συμμετοχή τους στο αντιδικτατορικό κίνημα και όρθωσαν τη στρατιωτική τους τιμή στα ανθρωποειδή της χούντας, που δεν ανέχονταν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατό να είχαν εξαπατηθεί. Σύμπλεγμα που τους έκανε «έξω φρενών».

Στο τρίμηνο που μεσολάβησε, μέχρι τον Αύγουστο που δόθηκε γενική αμνηστία, πλην των 32 ανδρών του Α/Τ «Βέλος» και προτού οι συλληφθέντες αξιωματικοί τεθούν σε απόταξη, στις 3 Σεπτεμβρίου 1973, είχε ήδη προηγηθεί η παραπομπή τους στο έκτακτο στρατοδικείο από 27 Ιουλίου.

Ελεύθεροι και περήφανοι, με το κεφάλι ψηλά, αντίκριζαν τους πολίτες με καθαρό βλέμμα γιατί αισθάνονταν ότι είχαν επιτελέσει το καθήκον τους. Οι πολίτες με θαυμασμό το αναγνώριζαν και με καμάρι έλεγαν: «Είναι αξιωματικός του Ναυτικού».

Υπήρχε και ένα παράπονο, δικαιολογημένο, από συναδέλφους που δεν είχαν μυηθεί. Δεν ήξεραν όμως ότι αυτό είχε τη σκοπιμότητα της προστασίας τους, μέχρι να εκραγεί το κίνημα. Ήταν απόλυτα βέβαιο ότι αυτοί θα ακολουθούσαν αυθόρμητα και με ενθουσιασμό.

 


 

Μετά τη Μεταπολίτευση όλοι οι απότακτοι, πάντα σεμνοί και αθόρυβοι, ανακλήθηκαν από την Εθνική Κυβέρνηση και τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις βοηθώντας στην εδραίωση της δημοκρατίας και συνέχισαν την καριέρα τους υπηρετώντας την πατρίδα.

Κατά καιρούς πολλά λέγονται περί δήθεν καθοδηγήσεως του κινήματος από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες. Τίποτα αναληθέστερο.

Το κίνημα του Ναυτικού του Μαΐου του 1973 είχε χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν από άλλα στρατιωτικά κινήματα και το καθιστούν μοναδικό.

Η αλήθεια είναι ότι:

-Οργανώθηκε με απόλυτη και μόνον πρωτοβουλία των εν ενεργεία αξιωματικών, οι οποίοι ήταν διαφορετικών πεποιθήσεων.

-Δεν απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας ή με σκοπό την αντικατάσταση των δικτατόρων.

-Δεν συνδέθηκε με επιδιώξεις οποιασδήποτε πολιτικής και πολύ περισσότερο κομματικής παράταξης.

-Κανένα πολιτικό πρόσωπο ή οργάνωση δεν παρεκκίνησε τους συμμετασχόντες.

Πέρασαν 30 χρόνια από τότε που ένα καλά σχεδιασμένο αντιδικτατορικό κίνημα, από τα σπλάχνα του στρατεύματος, καίτοι δεν εκδηλώθηκε ως στρατιωτικό εγχείρημα, είχε άμεσες και καταλυτικές επιπτώσεις.

Για να ακριβολογήσουμε, ήταν μια επανάσταση του Στόλου, υπό την έννοια ότι εξέφραζε τη θέληση, τους πόθους και την ψυχή του ελληνικού λαού για επαναφορά στη δημοκρατική νομιμότητα και πολιτογραφείται δικαιωματικά ως η αξιολογότερη δυναμική ενέργεια για την πτώση της χούντας.

Το μήνυμα που παραμένει είναι ότι πολιτική ηγεσία, Ένοπλες Δυνάμεις και λαός ενωμένοι και με ομοψυχία μπορούν πάντα να προστατεύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα και την ασφάλεια της πατρίδας μας από κάθε κίνδυνο.

Πηγές:

defencenet.gr

enet.gr /

http://www.spirospero.gr

http://boraeinai.blogspot.com/2013/04/blog-post_5910.html

 

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι

 


Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι

Ως γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ωστόσο η άποψη που επικρατεί φέρει τον Μέγα Κωνσταντίνο να έχει γεννηθεί στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ.

Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.

Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.

Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού. Ήθελε να προσευχηθεί, να ζητήσει βοήθεια, αλλά καθώς διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στη σκέψη του όλους αυτούς που μαζί τους συνδιοικούσε την αυτοκρατορία. Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, πίστευαν σε πολλούς θεούς και όλοι τους είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο από πολέμους.

Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.

Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Όμως το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς. Πολύ σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση της Εκκλησίας της Αφρικής και ενισχύει από το δημόσιο ταμείο τα έργα διακονίας αυτής.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.

Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.

Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) και τον Άρειο. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α” Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.

Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. στο μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορα, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα.  Στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής. Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως. Η κρίσιμη φράση του, «περ τς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Η εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.

Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α” Οικουμενική Σύνοδος. Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες πιο κόλπους της Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στην συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας. Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε την ρήση: «Δικάσει Κύριος ν μέσον μο κα σο». Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του να προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.

Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.

Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Οι πηγές μάς πληροφορούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά. Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο: «Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».

Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής, γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου. Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους. Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.

Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.

Η Αγία Ελένη

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. Στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίου του Χλωρού.

Μεταξύ των ετών 272 – 288 μ.Χ. γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του Διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος. Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.

Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή). Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου «μ μέγαν κόπον κα πολλν ξοδον κα φοβερίσματα ηρεν τν τίμιον σταυρν κα τος λλους δύο σταυρος τν ληστν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.

Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και τους εγγονούς της.

Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό αυτών στην κινστέρνα του Βώνου.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν έχει εντάξει στο αγιολόγιό της τον Μέγα Κωνσταντίνο, επειδή η ιστορική έρευνα τού χρεώνει τη διαταγή για τη δολοφονία του γιου του Κρίσπου (από την πρώτη του γυναίκα, Μινερβίνη) και της δεύτερης γυναίκας του, Φαύστας (Κρίσπος και Φαύστα πρέπει να είχαν ερωτική σχέση, σύμφωνα με νεότερα ιστορικά δεδομένα).

Αντίθετα, τιμούν τη μνήμη του, εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η Αγγλικανική Εκκλησία και διάφορες λουθηρανικές ομολογίες.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τιμά τη μνήμη της Αγίας Ελένης στις 18 Αυγούστου.

 

πολυτκιον

χος γ’. Θείας πίστεως.

Πρτος πέφηνας, ν Βασιλεσι, θεον δρασμα, τς εσεβείας, π’ ορανο δεδεγμένος τ χάρισμα· θεν Χριστο τν Σταυρν φανέρωσας, κα τν ρθόδοξον πίστιν φήπλωσας. Κωνσταντνε σαπόστολε, σν Μητρ λέν τ θεόφρονι, πρεσβεύσατε πρ τν ψυχν μν.

 

τερον πολυτκιον  (Κατέβασμα)

χος πλ. δ’.

Το Σταυρο σου τν τύπον ν οραν θεασάμενος, κα ς Παλος τν κλσιν οκ ξ νθρώπων δεξάμενος, ν βασιλεσιν, πόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τ χειρ σου παρέθετο· ν περίσωζε δι παντς ν ερήνη, πρεσβείαις τς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

 

Κοντκιον

χος γ’. Παρθένος σήμερον.

Κωνσταντνος σήμερον, σν τ μητρ τ λένη, τν Σταυρν μφαίνουσι, τ πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μν τν ουδαίων ασχύνην ντα, πλον δ πιστν, νάκτων κατ ναντίων, δι μς γρ νεδείχθη, σημεον μέγα, κα ν πολέμοις φρικτόν.

 

Μεγαλυνριον

Τους της ευσέβειας θείους πυρσούς, και των Αποστόλων, θιασώτας και μιμητός, συν τω Κωνσταντίνω, Ελένην την Αγίαν, ως βασιλέων δόξαν, ανευφημήσωμεν.

Πηγές :

saint.gr   

planetnews.gr

sansimera.gr