Χοχλιοί
μπουμπουριστοί
Γράφει ο Θεοφάνης
Γραικιώτης
Στο ασανσέρ.
Εκεί τον συνάντησε.
Δίπλα -δίπλα τα
διαμερίσματα τους.
Και τη βεράντα τους, ένα
διαχωριστικό την χώριζε.
Αμφότεροι εκ Κρήτης.
Εκ Κρήτης και το καλάθι.
Αυτό που κουβάλαγε.
Εκ Κρήτης και το
περιεχόμενο του.
Οι .........μελλοθάνατοι·
ήξεραν τι τους περίμενε.
Προσπάθεια να δραπετεύσουν.
Πεταγόντουσαν από το
καλάθι.
Ένας -ένας
Δυο-δυο.
Χοχλιοί, ωραίοι, τροφαντοί.
Τους επανέφερε στην τάξη.
-Ε τσι παντέρμους και δεν
παλεύονται·
είπε και χαμογέλασε.
Υστέρα πάτησε το κουμπί
του έκτου.
Της είπε χαριτολογώντας
-Να οδηγήσω εγώ που
αποφεύγω και...τα προσπεράσματα.
Γελάσανε κι οι δυό.
Στον έκτο φτάσαμε με
ασφάλεια.
Ήταν καλός στο οδήγημα
του...ασανσέρ.
Έφτασε αυτός, η κοπελιά
και.....οι χοχλοί.
Στον έκτο φτάσανε … αλλά
στον έβδομο ήταν….
Στον έβδομο ουρανό με την
σκέψη·
του αχνιστού τσουκαλιού με
τους....μπουρμπουριστούς.
-Να σου πέψω θέλει μια
ολιά συντέκνισσα από τούτουνες.
-Ευχαριστώ σύντεκνε. Τα
λόγια σου με χόρτασαν·
έτσι του είπε.
Και πράγματι. Ειχε
χορτάσει από λόγια.
Όποτε την έβλεπε στο
ασανσέρ το ίδιο τροπάριο
-Να σου πέψω μιά ολιά συντέκνισσα.
Αυτή χοχλιούς άκουγε·
χοχλιούς δεν έβλεπε.
Από υποσχέσεις όμως να φαν
κι οι κότες.
Κάτι οι δουλειές, κάτι οι
ασχολίες,
οι χοχλιοί τη γλύτωναν και
λιαζόντουσαν·
στο καλάθι στη βεράντα του
γείτονα.
Μέχρι που .... φαίνεται βαρεθήκανε
και …
και...ξεπόρτισαν.
Βγήκαν απ το καλάθι.
Κοίταξαν αριστερά - κοίταξαν
δεξιά.
Μπήκαν στην σειρά και
...την έκαναν.
Ξεχασμένοι όπως ήταν·
κανείς δεν τους αναζήτησε.
Η απόδραση εστέφθη από
απόλυτο επιτυχία
-Δεν είμαστε στα καλά μας.
Έτσι είπε ξαφνιασμένη η κοπελιά
μόλις είδε τους δραπέτες.
Παρέλαση κάνανε, προελαύνοντας
στην βεράντα της
καθώς περνούσαν κάτω από
το διαχωριστικό χώρισμα.
-Δεν είμαστε στα καλά μας,
επανέλαβε.
Ύστερα τους υποδέχθηκε
δεόντως.
Δεν τους οδήγησε....στο
καθιστικό·
στην αναμένουσα κατσαρόλα
τους οδήγησε.
Ο γείτονας, στην κοσμάρα
του.
Ουδέν γνώριζε από τα
τεκταινόμενα.
Όταν την ξανασυνάντησε εκεί
στο ασανσέρ της είπε
-Δεν το ξέχασα συντέκνισσα.
Να σου στείλω μια ολιά μωρέ από δαύτους.
Εκείνη τον κοίταξε. Ύστερα
του το ‘ριξε
-Άσε σύντεκνε και μην
κοπιάζεις. Ήρθανε....αμοναχοί τους!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου