Είχαμε βγει με τη γυναίκα μου για ψώνια. Εκεί στην οδό Ερμού κοντά στην Καπνικαρέα, συνάντησα ένα παλιό μου φίλο τον Γιάννη τον Παπαδόπουλο που ήταν εγκαταστημένος στη Θεσσαλονίκη μηχανικός σ' ένα εργοστάσιο εδώ και πολλά χρόνια. Τρελάθηκε από τη χαρά του που μας είδε, μας αγκάλιασε και μας φιλούσε με πολύ αγάπη.
Θα μείνεις μέρες Γιάννη μου στην Αθήνα; Τον ρώτησα. Σε ρωτάω γιατί να ξέρεις θα σε φιλοξενήσουμε σπίτι μας. Θα είναι μεγάλη η χαρά μας. Όχι Δημήτρη μου, μου λέει, για να διεκπεραιώσω μια δουλειά μου ήρθα στην Αθήνα. Θα κάνω λίγα ψώνια από εδώ και θα φύγω με το βραδινό για Θεσσαλονίκη. Τότε λέω εγώ να πάμε εδώ παρακάτω να πιούμε τις μπίρες μας και να κάτσουμε και να τα πούμε με την ησυχία μας και έχουμε τόσα πολλά να πούμε. Με τον Γιάννη μεγαλώσαμε από μικρά παιδιά μαζί, μέχρι που παντρευτήκαμε και από κει και πέρα χωρίσανε οι δρόμοι μας, αυτός πήγε Θεσσαλονίκη και εγώ έμεινα Αθήνα.
Ήμουν τυχερός Δημήτρη, είπε, έκανα μια σωστή οικογένεια, καλά και υπάκουα παιδιά και από υγεία δόξα το Θεό καλά τα πάμε μέχρις εδώ. Όμως κάτι θα σου πω που θα σε ξαφνιάσει! Γιάννη μου με φοβίζεις είναι κάτι κακό; Μη με κρατάς σε αγωνία, φίλοι είμαστε, έχουμε αμοιβαία εμπιστοσύνη.
«Δημήτρη μου, δε με λένε πια Παπαδόπουλο, το άλλαξα το επίθετό μου, με λένε Γιάννη Γιαννόπουλο και σε βεβαιώ, αιτία αυτής της αλλαγής δεν ήταν καμιά απάτη ή κάτι παρόμοιο για το οποίο με βαραίνει, μόνο η κακοδαιμονία και οι κακές συμπτώσεις. Μόλις έλεγα το όνομά μου, την ερώτηση την περίμενα στα σίγουρα «τον Παπαδόπουλο τον δικτάτορα τι τον έχεις;». Αυτό μόλις άκουγα, μου χάλαγε τη διάθεση. Από κει και πέρα η συζήτηση έχανε τη φιλική της διάθεση που πολλές φορές υπήρχε ανάγκη αυτή η συνομιλία να είναι εποικοδομητική, αλλά στο τέλος αποτύγχανε.
Και νάταν μόνο αυτό, υπήρξαν άλλες και άλλες συμπτώσεις που με συγκλόνιζαν σε σημείο ν' αποκτήσω νεύρα και φοβίες που ποτέ δεν είχα. Όπως ένα βράδυ στο τραπέζι καθώς όλη η οικογένεια με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου τρώγαμε, χτυπάει η πόρτα, ήταν δύο αστυνομικοί που με ρώτησαν αν λέγομαι Παπαδόπουλος Ιωάννης του Γεωργίου και της Μαρίας κι όταν τους είπα ότι εγώ ήμουν με πήγαν σηκωτό στο Τμήμα. Εκεί με υποδέχτηκαν με τιμές αρχιγκάγκστερ, έμεινα όλη τη νύχτα φρουρούμενος και την άλλη μέρα με μετέφεραν στην ειδική ασφάλεια από την οποία το βράδυ τελείωσαν οι διατυπώσεις, που τους βεβαίωσαν ότι δεν ήμουν εγώ ο κακοποιός που γύρευαν. Εν τω μεταξύ για μία εβδομάδα είχα χάσει την ψυχική μου ηρεμία και γαλήνη.
Μια άλλη μέρα πάλι καθώς γύριζα στο σπίτι μου, βρίσκω τη γυναίκα μου μες στη τρελή χαρά, είχε κερδίσει μια έγχρωμη τηλεόραση σ' ένα διαγωνισμό γνώσεων σε κάποιο κανάλι. Θα πάμε μαζί, μου λέει, να την παραλάβουμε γιατί μόνη μου δεν θα μπορέσω να την μεταφέρω. Πήγαμε την άλλη μέρα, αφού πήρα άδεια από τη δουλειά μου. Παρουσιαστήκαμε στη διεύθυνση του καναλιού χαρά γεμάτοι. Η γυναίκα μου δίνει όλα τα στοιχεία και τα σχετικά εχέγγυα για την παραλαβή του δώρου και εκεί συναντάει την άρνηση, δεν υπάρχει τηλεόραση, την πήρε η αποδέκτρια Ελένη Παπαδοπούλου του Ιωάννη, μας έδειξε και την ταυτότητα της, δεν υπήρχε περίπτωση απάτης. Μόνο τα κλάματα που δεν έβαλε η Ελένη η γυναίκα μου.
Άλλο βράδυ εκεί που ήμασταν ξαπλωμένοι στον καναπέ και στην Τ.V. βλέπαμε ένα δραματικό έργο, τα παιδιά μας ήταν καλεσμένα σε πάρτι, ακούμε να κουδουνίζει το τηλέφωνο, το σηκώνω και ήταν από τη τροχαία, με ρώτησαν πως λέγομαι και αφού τους είπα Παπαδόπουλος Ιωάννης του Γεωργίου, τους ακούω να μου λένε ότι ένα τροχαίο ατύχημα τραυμάτισε τη κόρη μας που βρίσκεται στο τάδε νοσοκομείο. Tρελοί από αγωνία πήγαμε στο τάδε νοσοκομείο, εκεί μας ειδοποίησαν ότι λόγω ανάγκης την μετέφεραν στο δείνα νοσοκομείο επειδή το εδώ νοσοκομείο δεν είχε θάλαμο εντατικής. Καταλαβαίνεις τα πόδια μας δεν μας κρατούσαν από το σοκ. Φτάνουμε στο δείνα νοσοκομείο, φοράμε την ειδική φόρμα και μπαίνουμε στο θάλαμο της εντατικής, βλέπουμε στο κρεβάτι που μας οδήγησαν μια διπλοφασκιωμένη με γάζες κοπέλα με μαύρα μαλλιά, της μιλάω, την κοιτάζω στο πρόσωπο. Δόξα το Θεό δεν είναι η κόρη μας! Τι τα θέλεις όμως ήμασταν στα πρόθυρα της τρέλας! Εκεί μας ήρθε η ιδέα. «Γυναίκα δεν αντέχω άλλο, θα αλλάξω το όνομα» και το κάναμε φίλε μου.
Αυτό το τελευταίο επεισόδιο με τη ζωντάνια που μας το διηγήθηκε ο φίλος μου ο Γιάννης, κόπηκαν και τα δικά μας πόδια. Συνοδέψαμε το φίλο μας μέχρι το σταθμό του τρένου και τον αποχαιρέτησα με πολύ αγάπη.
ΔΗΜ. ΒΕΡΓΟΣ
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Σωματείου Συνταξιούχων Αεροπορικών Επιχειρήσεων στο τεύχος 116 ΝΟΕ-ΔΕΚ 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου