Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

31η Αυγούστου 1939 : ΕΝΑΡΞΗ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ



Συμπληρώνονται σήμερα 70 χρόνια από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με την ευκαιρία αυτή παρουσιάζουμε την παρακάτω ενδιαφέρουσα αρθρογραφία:

ΓΕΝΙΚΑ

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η πιο εκτεταμένη γεωγραφικά και δαπανηρή σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους ένοπλη σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας, στον οποίο ενεπλάκη η πλειοψηφία των εθνών, που πάλευαν ταυτόχρονα σε διάφορα σημαντικά θέατρα πολέμου, και που κόστισε περίπου 55,5 εκατομμύρια ζωές. Άρχισε στις 7 Ιουλίου 1937 στην Ασία και στις 1 Σεπτεμβρίου 1939 στην Ευρώπη και τελείωσε στις 15 Αυγούστου 1945. "Καινοτομία" αυτού του πολέμου: Η Ατομική Βόμβα. Με το τέλος του πολέμου άρχισε ο Ψυχρός Πόλεμος εξαιτίας της γιγάντωσης της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, παρότι νικήτριες, έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των αποικιών τους. Τέλος, από τον πόλεμο αυτό αναδείχτηκαν ως υπερδυνάμεις οι

Η.Π.Α. και η Σοβιετική Ένωση.


ΠΗΓΗ: ΒΙΚΙΠΕΔΙΑ

Πώς φτάσαμε στις 3/9/1939

Η γερμανική εισβολή στην Πολωνία ήταν η σπίθα που έφερε την καταστροφή στην Ευρώπη. Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η Συνθήκη των Βερσαλλιών άφησαν πίσω τους σαθρά θεμέλια για την επόμενη μέρα. Η ηττηθείσα Γερμανία έπρεπε να σηκώσει το βάρος μεγάλων πολεμικών αποζημιώσεων. Αλλά και Βρετανοί και Γάλλοι έπρεπε να ξεπληρώσουν τα πολεμικά δάνεια που είχαν συνάψει με τις ΗΠΑ. Τέλος, η επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία μόνο αμοιβαία καχυποψία έφερε στις σχέσεις με τη Δύση. Με το οικονομικό κραχ στη Γουόλ Στριτ το 1929, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Παράλληλα, μία σειρά κρίσεων, όπως αυτές στη Μαντζουρία το 1931 και στην Αβυσσηνία το 1935, υπέσκαπταν την αξιοπιστία της Κοινωνίας των Εθνών, του διεθνούς οργανισμού επιφορτισμένου με τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης.

Καταλύτης στο αιματοκύλισμα που ακολούθησε στην Ευρώπη δεν ήταν άλλος από τον Χίτλερ, το άστρο του οποίου είχε αρχίσει να ανεβαίνει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Από πολλούς τότε ο Χίτλερ θεωρούνταν παράφρων, ενώ δεξιοί πολιτικοί στη Γερμανία τον έβλεπαν ως εργαλείο εναντίον των κομμουνιστών. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν εύθραυστη, χωρίς άμυνες κατά εξτρεμιστικών στοιχείων, με κομμουνιστές και ναζί να συγκρούονται συχνά στους δρόμους των πόλεων. Πέρα από υποχείριο στη μάχη κατά του μπολσεβικισμού, όμως, ο Χίτλερ είχε τη δική του ατζέντα. Στις εκλογές που ακολούθησαν το Κραχ στη Γουόλ Στριτ, οι ναζί έλαβαν το 18,3% των ψήφων. Το 1933 έλαβαν το 43,9% και ο πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ όρκισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’30 το Τρίτο Ράιχ ήταν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς έτοιμο να επιτεθεί. Ο Χίτλερ ήθελε πόλεμο και, για να χρηματοδοτήσει τα εξοπλιστικά προγράμματα, επέβαλε βαρύτατη φορολογία. Τον Μάρτιο του 1938 το Τρίτο Ράιχ προχώρησε στην προσάρτηση της Αυστρίας και το σκηνικό ήταν πλέον έτοιμο για να εκτυλιχθεί η κρίση της Τσεχοσλοβακίας, με γερμανικές δυνάμεις να έχουν περικυκλώσει τη χώρα.

Η Συμφωνία του Μονάχου

Τα ξημερώματα της 30ής Σεπτεμβρίου του 1938 υπεγράφη η Συμφωνία του Μονάχου, βάσει της οποίας Βρετανοί και Γάλλοι επέτρεπαν στη Γερμανία να προσαρτήσει την περιοχή της Σουδητίας, όπου ζούσαν τρία εκατομμύρια Γερμανοί. Η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας, ανήμπορη να αντιδράσει, παρακολουθούσε. Εξάλλου, για την άμυνά της, όπως και η Πολωνία, βασιζόταν στη Γαλλία, με την οποία είχε συνάψει συμμαχία το 1924, και στη Σοβιετική Ενωση, με την οποία είχε υπογράψει συμφωνία αμοιβαίας βοήθειας το 1935, αν και αυτή μπορούσε να επικληθεί μονάχα εάν οι Γάλλοι τηρούσαν τη δική τους συμφωνία. Οι Βρετανοί δεν είχαν υποχρεώσεις απέναντι στην Τσεχοσλοβακία, αλλά βάσει του Συμφώνου του Λοκάρνο θα εξασφάλιζαν τα γαλλικά σύνορα σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης. Γιατί τότε στη συνάντηση στο Μόναχο, με τον Χίτλερ και τον Μπενίτο Μουσολίνι, οι πρωθυπουργοί Νέβιλ Τσάμπερλεϊν και Εντουάρ Νταλαντιέ έδωσαν στο πιάτο τη Σουδητία;

Η προοπτική πολέμου με τη Γερμανία βασάνιζε τις κυβερνήσεις σε Παρίσι και Λονδίνο, καθώς για τη χρηματοδότησή του θα χρειαζόταν να πάρουν νέα δάνεια από τις ΗΠΑ, οι οποίες όμως δεν θα τα έδιναν, καθώς αυτή ήταν η ποινή για τη διακοπή το 1929, λόγω του Κραχ, αποπληρωμής των παλαιότερων δανείων για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η οικονομική κατάσταση στη Γαλλία ήταν ιδιαίτερα δεινή. Επιπλέον, η κοινή γνώμη ήταν αντίθετη στην προοπτική ενός νέου πολέμου. Τέλος, η Γαλλία υπολειπόταν στρατιωτικά της Γερμανίας. Η Σοβιετική Ενωση είχε διαβεβαιώσει τους Γάλλους το 1938 ότι θα πολεμούσε στο πλευρό τους κατά των Γερμανών, αλλά η άρνηση Πολωνών και Ρουμάνων να επιτρέψουν στους Σοβιετικούς την είσοδο για να φτάσουν στην Τσεχοσλοβακία, επεξέτεινε την καχυποψία απέναντι στην ΕΣΣΔ. Εξάλλου, οι Γάλλοι δεν είχαν εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του Κόκκινου Στρατού, καθώς ο Ιωσήφ Στάλιν είχε εκκαθαρίσει τους περισσότερους αξιωματικούς του από το 1936, ενώ και το 1938 μέρος των σοβιετικών δυνάμεων ήταν καθηλωμένο στα ανατολικά, λόγω διαφορών με την Ιαπωνία, και πολύ δύσκολο να μεταφερθεί εγκαίρως στην Ευρώπη. Οι Γάλλοι θεωρούσαν ότι θα έχαναν αν πολεμούσαν μόνοι τους την Ιταλία και τη Γερμανία. Μόνο με τη συνδρομή των Βρετανών μπορούσαν να ελπίζουν σε νίκη. Εστρεψαν λοιπόν το βλέμμα στο στενό της Μάγχης, περιμένοντας τη βρετανική πρωτοβουλία.

Βρετανικές προτεραιότητες

Ποια ήταν η στάση των Βρετανών το 1938; Προτεραιότητά τους ήταν η Βρετανική Αυτοκρατορία. Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους ήταν δεσμευμένο στις κτήσεις. Ούτως ή άλλως, περισσότερο ανησυχούσαν για την προοπτική πολέμου σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας τους παρά στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, το Λονδίνο δίσταζε να πολεμήσει τον Χίτλερ το 1938 και για άλλους λόγους. Οι Βρετανοί γνώριζαν ότι οι ΗΠΑ -σε νέα φάση απομονωτισμού- δεν θα πολεμούσαν στο πλευρό τους, ενώ δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στα στρατηγικά σχέδια των Γάλλων. Επιπλέον, έτρεμαν το ενδεχόμενο επιδρομών της Λουφτβάφε σε αγγλικές πόλεις, καθώς τότε δεν υπήρχε ακόμη το ραντάρ. Ο Τσάμπερλεϊν, γνωρίζοντας ότι η κοινή γνώμη στη Βρετανία ήταν αντίθετη στην προοπτική ενός νέου πολέμου, πίστευε ότι μια πιο επιθετική τακτική έναντι του Χίτλερ θα δημιουργούσε πολιτική κρίση στο Λονδίνο. Τέλος, έβλεπε ως δικαιολογημένο το γερμανικό αίτημα για προσάρτηση της Σουδητίας, στο πλαίσιο της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Πίστευε ότι στο μέλλον η Βρετανία θα συνεργαζόταν αρμονικά με μια ικανοποιημένη Γερμανία. Το δυστύχημα είναι ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός μετέβη στο Μόναχο απροετοίμαστος, χωρίς συμβούλους και με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Χίτλερ.

Με την προσάρτηση της Σουδητίας, ο Χίτλερ γλίτωσε πολύτιμες δυνάμεις από το πεδίο της μάχης και κατέλαβε την περιοχή με όλες τις αμυντικές οχυρώσεις της Τσεχοσλοβακίας. Αθετώντας τις υποσχέσεις του στο Μόναχο, τον Μάρτιο του 1939 εισέβαλε χωρίς δυσκολία στην υπόλοιπη χώρα. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι πάγωσαν. Η πολιτική του κατευνασμού σύντομα εγκαταλείφθηκε και δεν θα αθετούσαν ξανά τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις. Οι δύο χώρες επιτάχυναν τα εξοπλιστικά τους προγράμματα, αλλά το ίδιο έκανε και ο Χίτλερ. Τα εργοστάσια και οι υποδομές της Τσεχοσλοβακίας τον διευκόλυναν. Ο πόλεμος έμελλε να είναι καταστροφικός και ξέσπασε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939, ακολουθώντας τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία.

Πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_100028_30/08/2009_327236


Πώς ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος


Χιτλερικοί στρατιώτες περνούν τα σύνορα εισβάλλοντας στην Πολωνία
To βράδυ της 31ης Αυγούστου του 1939 ομάδα ένοπλων ανδρών των Ες - Ες, ντυμένοι με πολωνικές στρατιωτικές στολές, εισέβαλαν στο κτίριο του ραδιοσταθμού τής, μεθοριακής με την Πολωνία, γερμανικής πόλης Γκλάιβιτς κι αφού έριξαν ορισμένους πυροβολισμούς μπροστά στα μικρόφωνα διάβασαν στην πολωνική γλώσσα ένα κείμενο που καλούσε τους Πολωνούς σε πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Μαζί τους οι χιτλερικοί είχαν και ορισμένους Γερμανούς ποινικούς εγκληματίες από στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους οποίους και εκτέλεσαν μόλις τελείωσε η όλη σκηνοθεσία και τους άφησαν πίσω τους ως αποδεικτικά στοιχεία της «πολωνικής επίθεσης μέσα στο γερμανικό έδαφος»1. Σε λίγο όλοι οι γερμανικοί ραδιοσταθμοί με έκτακτες ανακοινώσεις τους ανήγγειλαν τη δήθεν πολωνική επίθεση εναντίον της χώρας τους, παρουσιάζοντας μάλιστα και τις... αποδείξεις των νεκρών δήθεν Πολωνών στρατιωτών. Την επομένη ο Χίτλερ, μιλώντας στο Ράιχσταγκ, αναφέρθηκε στην «πολωνική επίθεση» στο Γκλάιβιτς λέγοντας χαρακτηριστικά: «Την νύχταν ταύτην διά πρώτην φοράν Πολωνοί στρατιώται του τακτικού στρατού επυροβόλησαν επί του εδάφους μας. Από της 4ης και 45΄ π.μ. ανταποδίδομεν τα πυρά και του λοιπού εις τας βόμβας θ' απαντήσωμεν με βόμβας»2.
Η προετοιμασία της επίθεσης κατά της Πολωνίας

Η ναζιστική Γερμανία άρχιζε να προετοιμάζει διπλωματικά την επίθεση κατά της Πολωνίας από την άνοιξη του 1939. Στις 21 Μάρτη του εν λόγω έτους ο Χίτλερ ζήτησε από την πολωνική κυβέρνηση την παραχώρηση του Δάντσιχ (Γκντανσκ) καθώς και ένα διάδρομο, ανάμεσα στο πολωνικό έδαφος, που να συνδέει τη Γερμανία με την ανατολική Πρωσία, αυτοκινητόδρομο και σιδηρόδρομο με δικαιώματα ατέλειας3.

Στις 11 Απρίλη του 1939 η γερμανική στρατιωτικοπολιτική ηγεσία ενέκρινε το σχέδιο πολέμου εναντίον της Πολωνίας που είχε την κωδική ονομασία «Λευκό Σχέδιο»4. Ολα έπαιρναν το δρόμο του πολέμου και δυνατότητα αποτροπής των επερχόμενων εξελίξεων δεν υπήρχε, εκτός κι αν γινόταν κατορθωτό να υπογραφεί αποτρεπτική στρατιωτικοπολιτική συμφωνία μεταξύ της ΕΣΣΔ, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Ομως οι Αγγλογάλλοι δεν ενδιαφέρονταν ειλικρινά για κάτι τέτοιο, πράγμα που ήταν απολύτως εμφανές κι έλυνε τα χεριά του Χίτλερ.

Στις 22 Αυγούστου του 1939 ο Χίτλερ μίλησε σε σύσκεψη της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας της Γερμανίας, που έγινε στο Ομπερζάλτσμπουργκ, και δεν άφησε περιθώρια παρανοήσεων: «Η ώρα - είπε5 - να καταληφθεί η Πολωνία έφτασε. Αυτό πρέπει να γίνει αμέσως, μια και υπάρχουν πολλές πιθανότητες τώρα να μη λάβουν μέρος η Γαλλία και η Αγγλία. Ο πόλεμος μεταξύ της Γερμανίας και των δυτικών κρατών είναι αναπόφευκτος. Πρώτος αντικειμενικός μας σκοπός πρέπει να είναι η κατάληψις της Πολωνίας και η καταστροφή των στρατιωτικών της δυνάμεων. Μια αιτία θα βρεθεί. Αλλωστε αυτό δεν έχει καμιά αξία γιατί το νικητή ποτέ δεν τον ρωτούν εάν έχει δίκιο ή όχι».

Τη νύχτα 30 προς 31 Αυγούστου 1939 η Γερμανία έστειλε τελεσίγραφο προς την Πολωνία, επαναλαμβάνοντας τις απαιτήσεις που προαναφέραμε. Η πολωνική κυβέρνηση, βλέποντας πως τα πράγματα δυσκόλευαν επικίνδυνα, έδωσε εντολή στον πρεσβευτή της στο Βερολίνο ν' αρχίσει αμέσως διαπραγματεύσεις, αλλά ο τελευταίος δεν κατόρθωσε να συναντηθεί με τους ηγέτες της χιτλερικής Γερμανίας. Το επόμενο βράδυ της 31ης Αυγούστου ο Χίτλερ εξέδωσε την Οδηγία υπ' αριθ. 1 με την οποία κινητοποιούσε τις στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας του κατά ης Πολωνίας. Στο ντοκουμέντο αυτό, μεταξύ άλλων, αναφερόταν6: «Τώρα που έχουν εξαντληθή όλες οι πολιτικές πιθανότητες να διακανονισθή με ειρηνικά μέσα η κατάσταση στα ανατολικά σύνορα, κατάσταση αφόρητος για τη Γερμανία, απεφάσισα να επιτύχω λύσιν με τη δύναμη των όπλων. Η επίθεση εναντίον της Πολωνίας πρέπει να διεξαχθή συμφώνως με τις προετοιμασίες που έγιναν για το "Fall Weiss" (Λευκόν Σχέδιον), με τροποποιήσεις που θα προκύψουν, όσον αφορά το στρατό, από το γεγονός ότι από τότε έως τώρα συνεπληρώθησαν οι στρατιωτικές προπαρασκευές. Καμία μεταβολή δεν επέρχεται σχετικώς με την κατανομή των καθηκόντων και τους στόχους που θα επιδιώξουν οι επιχειρήσεις.

Ημερομηνία επιθέσεως: 1η Σεπτεμβρίου 1939. Ωρα επιθέσεως: 04. 45΄».

Τώρα πια το λόγο είχαν τα όπλα.

Ο Παράξενος Πόλεμος

Οντως την 1η Σεπτέμβρη του 1939, στις 4.30΄ το πρωί, ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στην Πολωνία. Οι στρατιές του Χίτλερ ξεχύθηκαν μέσω των πολωνικών συνόρων και συνέκλιναν προς τη Βαρσοβία από βορά, νότο και δυτικά. Ταυτόχρονα, τα πολεμικά αεροπλάνα άρχισαν το βομβαρδισμό του πολωνικού στρατού, των στρατιωτικών αποθηκών πυρομαχικών, των γεφυρών, των σιδηροδρόμων, ακόμη και των ανοχύρωτων πόλεων. Ο θάνατος σκέπαζε απ' άκρη σ' άκρη το πολωνικό έδαφος.

Η ναζιστική επίθεση στην Πολωνία αποτέλεσε το σύνθημα για να ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Στις 3 Σεπτέμβρη του 1939, στις 11 το πρωί, η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Το βράδυ της ίδιας ημέρας με το μέρος της Αγγλίας τάχθηκε η Γαλλία και το ίδιο έκαναν οι Ινδίες, η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία. Στις 6 Σεπτέμβρη ακολούθησε η Νοτιοαφρικανική Ενωση και στις 10 Σεπτέμβρη ο Καναδάς. Ομως τούτος ο πόλεμος ήταν εντελώς διαφορετικός. Ηταν ένας πόλεμος που κύριο χαρακτηριστικό του δεν ήταν η πολεμική δράση, όπως λογικά φαντάζεται κανείς, αλλά η πλήρης πολεμική αδράνεια. Ηταν ένας πόλεμος χωρίς μάχες, γι' αυτό και ονομάστηκε «παράξενος πόλεμος». Γράφει ο Ρεμόν Καρτιέ7: «Μεγάφωνα διακηρύσσουν στη διαπασών πως οι Αγγλοι θα πολεμήσουν μέχρι του τελευταίου... Γάλλου. Κανένας δεν επιχειρεί να σκορπίσει τα συνεργεία των Γερμανών στρατιωτών που δουλεύουν στο ύπαιθρο, να χτυπήσει και να ρίξει τα αεροπλάνα ή να κάνει να βουβαθεί η ολέθρια εκείνη για το ηθικό φωνή του μεγαφώνου. Παράξενος Πόλεμος! Στρατιές, δυνάμεως εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, τελειώνουν έτσι τα καθημερινά τους ανακοινωθέντα: "Απώλειες οφειλόμενες στη δράση του εχθρού: καμία. Απώλειες από δυστυχήματα: κάποιος μεγάλος αριθμός". Στις έδρες των γενικών στρατηγείων, το τμήμα που αναπτύσσει τη μεγαλύτερη δραστηριότητα είναι το... "θέατρο του μετώπου". Παράξενος πόλεμος! Το μέτωπο - αν υποτεθεί πως έχει εδώ τη θέση του η μεγάλη αυτή λέξη - έχει βυθιστεί σε λήθαργο. Στις 12 Σεπτεμβρίου, η επίθεση για την Πολωνία σταμάτησε, γιατί δεν υπάρχει πια Πολωνία».

Ηταν σαφές πως με τούτο τον «παράξενο πόλεμό» τους οι Δυτικοί έλεγαν στο Χίτλερ: προς ανατολάς το πεδίο είναι ελεύθερο!!! Γιατί άραγε; Στο ερώτημα θα δοθεί ολοκληρωμένη απάντηση αν πάμε μερικά χρόνια πίσω και να δούμε πώς διαμορφώνεται σε γενικές γραμμές η διεθνής, κυρίως όμως η ευρωπαϊκή, πραγματικότητα στα χρόνια του μεσοπολέμου, στα χρόνια δηλαδή της περιόδου που μεσολαβεί από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κι ως την έναρξη του Δεύτερου.

1. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 1ος, σελ. 66.

2. William L. Shirer: «Η άνοδος και η πτώσις του Γ΄ Ράιχ», εκδόσεις Αρσενίδη, τόμος Β΄, σελ. 289.

3. Υπουργείο Αμυνας ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1959, σελ. 60.

4. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Ι1- Ι2, σελ. 31.

5. Ρ. Α. Στέινιγκερ: «Η δίκη της Νυρεμβέργης», Αθήναι 1960, σελ. 93.

6. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις «Ελληνική Μορφωτική Εστία», τόμος Α΄, σελ. 327.

7. Ρεμόν Καρτιέ: «Ιστορία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου», εκδόσεις Πάπυρος, τόμος Α΄, σελ. 29-30.

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

http://www2.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=2839476


Ενα μάθημα που πρέπει να θυμόμαστε

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε ανείπωτο πόνο και θάνατο, με ανυπολόγιστες υλικές ζημιές. Μεταμόρφωσε τον κόσμο στον οποίο ζούμε, με μεγάλες επιστημονικές εξελίξεις, με την ατομική βόμβα, αλλά και με την αναγνώριση για την ανάγκη θεσμικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εικόνες των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν θα σταματήσουν να στοιχειώνουν τον νου. Η παγκόσμια ισορροπία άλλαξε, με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση να αναδεικνύονται νέες υπερδυνάμεις. Μετά το 1945, ετέθησαν τα θεμέλια για την τάξη πραγμάτων όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, ή τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Μέχρι και το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το διεθνές εμπόριο αναπτυσσόταν διαρκώς, έστω και με ιμπεριαλιστικούς όρους. Το 1914 διεκόπη αυτή η πορεία και το 1929 η οικονομική κρίση έδωσε το τελειωτικό χτύπημα, οδηγώντας πολλές χώρες σε πολιτική προστατευτισμού και στην άνοδο φασιστικών καθεστώτων. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη γνώρισε πρωτόγνωρη ανάπτυξη, πρώτα με αμερικανική βοήθεια για ανασύνταξη (τρανταχτό παράδειγμα το σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα) και κατόπιν με μεικτές οικονομίες. Τα τελευταία 20 χρόνια το διεθνές εμπόριο ανθεί και πάλι, με άλματα στην ευημερία χωρών πέραν της Δύσης, όπως συμβαίνει στην Ασία. Φυσικά και υπάρχουν προβλήματα με την παγκοσμιοποίηση, όμως καλούμαστε να ξεπεράσουμε τους σκόπελους και να συνεχίσουμε να ζούμε, όπου και όποτε αυτό είναι δυνατόν, ειρηνικά.

Μετά τη φετινή οικονομική κρίση, είδαμε στις πρόσφατες ευρωεκλογές την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη. Η απειλή της πείνας ξυπνάει στον άνθρωπο τα πιο επιθετικά ένστικτα, τα οποία απαιτούν στόχο. Στο παρελθόν ήταν ο Εβραίος, σήμερα είναι και ο οικονομικός μετανάστης. Η Ελλάδα φέτος διαπομπεύθηκε διεθνώς με την αθώωση σε δίκη του αρνητή του Ολοκαυτώματος, Κωνσταντίνου Πλεύρη. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες σήμερα οφείλουν να θωρακιστούν αποτελεσματικά απέναντι στους εχθρούς τους. Και η διεθνής συνεργασία, μέσω ισχυρών οργανισμών όπως ο ΟΗΕ, πρέπει να κρατηθεί ζωντανή (τα αποτελέσματα της τελευταίας αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, σε περιφρόνηση των Ηνωμένων Εθνών, είναι γνωστά). Με την επέτειο φέτος για τα 70 έτη από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό είναι το μάθημα που πρέπει να θυμόμαστε και το μεγάλο στοίχημα για το μέλλον.

Πηγή:

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_100029_30/08/2009_327235

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :

  • "Der II Weitrieg, Verlag für Geschichtliche" Dokumentation, Hamburg 1989
  • Joseph Goebbels, "Tagebücher 1924-1945", Deutscher Buchdienst 1997, München
  • Gert Buchheit, "Hitler der Feldherr", Köln 1962.
  • Reymond Cartie, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964 (μτφ. από τα Γαλλικά)
  • Henri Michel, La Seconde Guerre Mondiale, Paris, Omnibus, 2001
  • William Shirer, The Rise and Fall of the 3rd Reich, Touchstone Books (Simon and Schuster), New York, 1981

Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Η ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ




Ένα από τα κύρια γνωρίσματα που διαφοροποίησε την αρχαία ελληνική θρησκεία από τις υπόλοιπες μεσογειακές ήταν ο τελετουργικός της χαρακτήρας.





Μέσα από μία σειρά λατρευτικών πράξεων που δομούσε και στήριζε την ανθρώπινη κοινωνία της πόλης-κράτους, οι Έλληνες μπορούσαν να επιδείξουν την ευσέβεια προς τους θεούς τους, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ευμένειά τους μέσα από την συνεχή και συνεπή τους εφαρμογή.


Με τον όρο τελετουργικός εννοούμε την ύπαρξη ενός οργανωμένου συστήματος που αφορούσε στην συνεπή τήρηση και εφαρμογή συγκεκριμένων πράξεων από ένα άτομο ή κοινωνικό σύνολο και καθόριζε τις σχέσεις αυτού του συνόλου με τους θεούς που λάτρευε.

Η διαμόρφωση του τελετουργικού χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας συντελέστηκε παράλληλα με την εδραίωση του δωδεκάθεου και την θεσμοθέτηση της λατρείας των ηρώων, σε μια περίοδο που η νεοσύστατη δομή της πόλης-κράτους χρειαζόταν την αποτελεσματικότητα ενός συμβολικού συστήματος, προκειμένου να λειτουργήσει ως συνεκτικός κρίκος μέσα στον κοινωνικό ιστό. Η λατρευτική δραστηριότητα ήταν καθημερινή, στην οποία έπρεπε να συμμετέχουν όλοι ενεργά.

Όλες οι εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του πολίτη ήταν διαποτισμένες από μια σειρά τελετουργιών, η πιστή τήρηση των οποίων εξασφάλιζε τη διατήρηση της παράδοσης και τη συνοχή της κοινότητας. Κυρίως, όμως, εξασφάλιζε την εύνοια των θεών που προστάτευαν την πόλη.

Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων δεν ήταν υπερβατικοί και απόμακροι, αλλά προσιτοί και συνδεδεμένοι με την καθημερινότητα των ανθρώπων, αφού κάθε σημαντική στιγμή της ζωής τους σημαδευόταν από την παρουσία τους.

Προστάτευαν την πόλη και γι’ αυτό οι άνθρωποι έπρεπε να τους κρατούν ευχαριστημένους. Η πιστή τήρηση των τελετουργιών που συνόδευαν τις θρησκευτικές τελετές, με την αφθονία των προσφορών στα ιερά, την άψογη οργάνωση αγώνων και διαφόρων λειτουργιών, την διευθέτηση των εξόδων που συνόδευαν θυσίες και δημόσια γεύματα, αναγνωρίζονταν ως εκδηλώσεις ευσέβειας και ήταν το απόλυτο ζητούμενο.

Η έννοια, λοιπόν, της ευσέβειας συνδεόταν αποκλειστικά με την σωστή εκτέλεση όλων των θρησκευτικών πρακτικών, την προσφορά δηλαδή των κατάλληλων τελετουργικών φροντίδων προς την θεότητα (θεραπεύειν). Οποιαδήποτε παράλειψη ή παρατυπία επέσυρε τη θεϊκή οργή και θεωρούνταν ασέβεια τόσο σοβαρής μορφής, που το μίασμα δεν περιοριζόταν σε ατομικό επίπεδο, δηλαδή στον παραβάτη, αλλά μόλυνε όλη την πόλη.

Ο ίδιος ο παραβάτης τιμωρούνταν αυστηρά, ως αντανάκλαση της ανάγκης μιας απειλούμενης από το μίασμα κοινωνίας να υπερασπιστεί την ενότητά της και την υγιή σχέση της με τους θεούς. Δείγμα αυτής της αντίδρασης ήταν η λεγόμενη τελετουργία φαρμακού[4], σύμφωνα με την οποία κάθε χρόνο η πόλη καταδίκαζε σε εξορία το πιο περιθωριακό και ψυχικά διαταραγμένο άτομο, με την πεποίθηση πως έπαιρνε μαζί του κάθε μιαρό στοιχείο της πόλης.

Όσο υλική ήταν η υπόσταση της έννοιας της μιαρότητας μέσα στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, άλλο τόσο και το αντίδοτό της, η διαδικασία της κάθαρσης, απέκτησε εξ ορισμού την ίδια υπόσταση. Συνήθως επρόκειτο για πλύση με νερό ή λουτρά και σπανιότερα για υπνοκαπνισμό, απαραίτητη τελετουργική διαδικασία σε κάθε δυνάμει μολυντικό φαινόμενο, όπως η γέννηση, ο θάνατος, ο έρωτας και η αρρώστια. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις απαιτούνταν εξαγνισμός που τελούνταν σύμφωνα με τον χρησμό που είχε δοθεί από τον κατεξοχήν θεό του καθαρμού, Απόλλωνα. Οι χρησμοί, και ειδικά του μαντείου των Δελφών, γίνονταν ο φορέας του θείου λόγου και διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στον τελετουργικό χαρακτήρα του καθαρμού και κατ’ επέκταση στην θρησκευτική δραστηριότητα σε όλη τη διάρκεια των κλασικών χρόνων.

Σ’ αυτό συνέβαλε και η επιλογή από την πολιτεία μιας ομάδας προσώπων, των θεωρών, με τον αρχιθεωρό να αναλαμβάνει χρέη φροντίδας της συντήρησης της αποστολής στο μαντείο, τους χρησμολόγους και μάντεις να ερμηνεύουν τους χρησμούς και τους εξηγητές να προτείνουν μεθόδους εξαγνισμού διασαφηνίζοντας σκοτεινά μέρη του τυπικού της λατρείας.

Η κωδικοποίηση των τελετουργιών συντελέστηκε από πολύ νωρίς με την σύσταση γραπτών νόμων που αναρτιόνταν στις πύλες των ιερών και σε δημόσιους χώρους, ώστε να είναι προσβάσιμοι σε όλους και όχι αποκλειστικά από κάποια κλειστή ιερατική κάστα.

Δεν υπήρχε η έννοια της «Εκκλησίας» ως σώμα. Ιερείς και πολίτες είχαν όλοι το δικαίωμα να υπηρετούν τους θεούς τους, αρκεί να μην είχαν μιασθεί από κάποιο παράπτωμα.

Δεν υπήρχαν ιερά βιβλία να πρεσβεύουν τον λόγο του θεού, αντίθετα η γνώση ήταν προϊόν μακρόχρονων εμπειρικών διαδικασιών που μετουσιώθηκαν σταδιακά στον τελετουργικό κώδικα πάνω στον οποίο στηρίχτηκε το θρησκευτικό συναίσθημα του Έλληνα πολίτη. Η παράδοση όριζε πώς και πότε θα γίνει η κάθε τελετή.

Οι μήνες βαπτίζονταν από το όνομα των τελετών που διεξάγονταν τη συγκεκριμένη περίοδο και η κάθε πόλη είχε το ημερολόγιό της, για να καθορίζει χρονικά τις λατρευτικές τελετές που όφειλε να αποδώσει στους θεούς, όπως συμπόσια, αθλητικούς αγώνες, χορούς, πομπές ή θεατρικές παραστάσεις, επιδεικνύοντας την έκταση της τυπολατρείας σε όλες τις θρησκευτικές πράξεις και την σημασία που τους αποδιδόταν από τους πολίτες και από την ίδια την πόλη, ως θεσμός.



ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΕΡΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ



Η τελετή της θυσίας ήταν η ιερή πράξη που κυριάρχησε στην Ελλάδα από τα ομηρικά μέχρι και τα ύστερα κλασικά χρόνια.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Συμπόσιον, 188), η θυσία προς τιμή των θεών αποτελούσε την κορυφαία στιγμή «της φιλίας μεταξύ θεών και ανθρώπων», εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την απρόσκοπτη λειτουργία της ανθρώπινης κοινότητας.

Υπήρχαν πολλά είδη θυσίας, με κυριότερη την αιματηρή θυσία διατροφικού τύπου, κατά την οποία σφαγιαζόταν ένα ή περισσότερα οικόσιτα ζώα, ανάλογα με την σπουδαιότητα της γιορτής ή την οικονομική κατάσταση του θυσιάζοντος.

Σύμφωνα με το τελετουργικό, ένα μέρος τους καιγόταν στον βωμό προς βρώση των θεών, και το υπόλοιπο μαγειρευόταν και καταναλωνόταν σε συλλογικά γεύματα (συμπόσια) από τους συμμετέχοντες στην θυσία.
Προτού μαγειρευτεί, το σφάγιο έπρεπε να καθαγιαστεί, προκειμένου να φαγωθεί από τους ανθρώπους χωρίς τον κίνδυνο να περιπέσουν στην κατάσταση του ζώου.[10] Ανάλογα με τον λόγο και τον χώρο που τελούνταν η θυσία, θυσιαστής μπορούσε να γίνει είτε ο αργηχός της οικογένειας είτε ένας τεχνίτης που αναλάμβανε ταυτόχρονα χρέη θυσιαστή και μαγείρου. Στα ιερά, το τελετουργικό της θυσίας αναλάμβαναν οι ιερείς.

Σε κάθε πόλη και σε καθημερινή βάση τελούνταν θυσίες τέτοιου τύπου με διάφορες αφορμές. Η σημασία τους ήταν μεγάλη, αφού, εκτός από την διατήρηση των καλών σχέσεων με τους θεούς που διασφάλιζε την τάξη και την ευημερία, αποτελούσαν και μια σημαντική ευκαιρία για συσπείρωση των σχέσεων ανάμεσα στους πολίτες, εξαιτίας της κοινής συμμετοχής σε όλα τα θρησκευτικά δρώμενα, αλλά και για κατανάλωση κρέατος.

Ήταν, επομένως, απαραίτητο όλη η τελετουργική διαδικασία, από τον έλεγχο του σφαγίου, την πομπή του ιερέα και των θυσιαζόντων μέχρι τον βωμό, τους καθαρμούς και τις προσευχές που προηγούνταν της θανάτωσης, μέχρι τον σφαγιασμό, το γδάρσιμο και το κόψιμο του κρέατος σε ίσες μερίδες, το βράσιμό του στις χύτρες και το συλλογικό γεύμα, το συμπόσιο, που ακολουθούσε για να επικυρώσει την κοινωνική ιεραρχία και την σύμπραξη των θεών με την ανθρώπινη κοινωνία, όλα έπρεπε να τελεστούν με ευλαβική ακρίβεια.

Ανάλογα με την πόλη και τον τιμώμενο θεό, πολλές τελετουργίες ξεκινούσαν με την προσφορά των πρώτων καρπών της γης (απαρχαί) ή τις σπονδές, οι οποίες άλλες φορές συνδέονταν με τις αιματηρές θυσίες κι άλλες εμφανίζονταν ως αυθύπαρκτα τελετουργικά. Μέρος κάποιου υγρού, το οποίο μπορούσε να είναι νερωμένο κρασί, άκρατος οίνος, γάλα, μείγμα κρασιού, νερό ή μέλι, χυνόταν επάνω στον βωμό του θεού ή κατευθείαν στο έδαφος, ενώ ταυτόχρονα προφερόταν μια προσευχή. Πολλές ιεροτελεστίες της καθημερινής ζωής ξεκινούσαν ή ολοκληρώνονταν με αυτό το τελετουργικό, το οποίο εμπεριείχε το στοιχείο της προσφοράς στους θεούς ενισχύοντας τους ενωτικούς δεσμούς μαζί του, αλλά και των μελών μιας ομάδας μεταξύ τους, όπως δείχνει η χρήση τους στην επικύρωση συνθηκών και συμμαχιών.

Ένα άλλο είδος ιεράς σπονδής ήταν οι χοές, οι οποίες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, τις χοαί νηφαλίους (χωρίς οίνο) και της αοίνους (καθαρό νερό, γάλα ή μέλι). Οι χοές απευθύνονταν κυρίως στους νεκρούς, επιτυγχάνοντας την σύναψη δεσμών με τους ζωντανούς.

Το ολοκαύτωμα ήταν μια άλλη μορφή θυσίας, πάλι προς τιμή των νεκρών, αλλά και των καταχθόνιων δυνάμεων, η οποία ήταν θυσία χωρίς κατανάλωση του κρέατος, το οποίο καιγόταν ολόκληρο απευθείας στη γη, χωρίς να μένει τίποτα για το συμπόσιο. Το τελετουργικό του ολοκαυτώματος πραγματοποιούνταν την νύχτα και συνοδευόταν από εξορκισμούς που εξασφάλιζαν την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων με τους χθόνιους κυρίως θεούς που τους προστάτευαν.

Εκτός από τις αιματηρές θυσίες υπήρχαν και οι αναίμακτες, οι οποίες είχαν κυρίως ιδιωτικό χαρακτήρα και τελούνταν μέσα στο σπίτι. Πολλές φορές συνδυάζονταν και με αιματηρές θυσίες.

Απαραίτητο τελετουργικό στοιχείο σε όλες τις μορφές ιερών πράξεων ήταν η προσευχή. Υπήρχαν πολλών ειδών προσευχές, όπως ευχές, καθαγιασμοί, ύμνοι, τελετουργικά άσματα, ικεσίες κατάρες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν τυποποιημένες. Κάθε ευσεβής άνθρωπος όφειλε να ξεκινά την ημέρα του με μια προσευχή. Κάθε συμπόσιο και κάθε γεύμα, το ίδιο. Σημαντικά γεγονότα, όπως μάχες, δεν ξεκινούσαν χωρίς προσευχή. Οι προσευχές και οι σπονδές συνόδευαν σχεδόν κάθε μορφή ιερής πράξης και ήταν απαραίτητο στοιχείο στην τελετουργική αλληλουχία.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Ένα κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις ιερές πράξεις που προαναφέρθηκαν ήταν πως σε καμία δεν απαιτούνταν η παρουσία κάποιου εξουσιοδοτημένου μεσολαβητή ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς. Όλοι οι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, αρκεί να μην είχαν μιανθεί από κάποιο παράπτωμα.

Κλειστή ήταν η πρόσβαση στα ιερατικά αξιώματα μόνο στους μέτοικους και ξένους, καθώς και σε όσους είχαν σωματικά ελαττώματα. Την ανάγκη ενός προσωπικού που θα μεριμνούσε για την σωστή λειτουργία των ιερών, εκπλήρωνε η πολιτεία, με την εκχώρηση κάποιων θρησκευτικών καθηκόντων σε έναν ορισμένο αριθμό πολιτών, που διέφεραν από ιερό σε ιερό.

Αυτά τα άτομα, τα οποία δεν αποτέλεσαν ποτέ μια κλειστή ιερατική κάστα, είχαν την ευθύνη της επιβολής της τάξης στους πιστούς και της τήρησης σεβασμού στους ιερούς χώρους των ναών. Κύριό τους καθήκον ήταν η συντήρηση του ειδώλου που αναπαριστούσε τον θεό, καθώς και η συντήρηση των οικοδομημάτων που βρίσκονταν στον χώρο του ιερού, καθήκοντα που συχνά μοιράζονταν με έναν ή περισσότερους βοηθούς, τους νεωκόρους. Οι ιερείς βοηθούσαν στην διεξαγωγή των θυσιών, στον καθαγιασμό των θυμάτων, στην απαγγελία προσευχών. Μπορούσαν να σφάξουν οι ίδιοι το θύμα ή να προσλάβουν κάποιον θυσιαστή. Ήταν υπεύθυνοι για την διοργάνωση των μεγάλων θρησκευτικών εορτών σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και έλεγχαν τα οικονομικά των ιερών. Με την ευθύνη της φύλαξης των ιερών νόμων, όφειλαν να διατηρούν και να εξασφαλίζουν τον σεβασμό προς την παράδοση και τις θρησκευτικές τελετουργίες. Μπορούσαν να εκδίδουν διατάγματα, ακόμη και να νομοθετούν για θρησκευτικά θέματα.

Οι ιερείς ήταν αξιοσέβαστα πρόσωπα. Η θέση τους τους εξασφάλιζε κάποια προνόμια, όπως τιμητική θέση στο θέατρο και οι καλύτερες μερίδες από τα σφάγια των θυσιών. Δεν ήταν αποκλεισμένοι από την κοσμική ζωή, μπορούσαν να νυμφευτούν και να κάνουν οικογένεια, όπως μπορούσαν κα να διαμένουν εκτός του ιερού. Υπήρχαν ορισμένες οικογένειες (Ετεοβουτάδες, Ευμολπίδες, Κήρυκες), καθώς και κάποιες κατηγορίες ιερέων, όπως οι ιερείς των Δελφών, που το αξίωμα ήταν κληρονομικό και ισόβιο. Ο γενικός κανόνας όμως ήθελε τα αξιώματα αυτά αιρετά, που καλύπτονταν από απλούς πολίτες που υπάγονταν στα διατάγματα της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής και δεν θεωρούνταν μόνιμο επάγγελμα. Ο τρόπος που διαχειρίζονταν τα οικονομικά και διοικητικά θέματα των ιερών ελέγχονταν από την πόλη, αφού όφειλαν να δώσουν λογαριασμό για τις πράξεις τους σε αυτήν, με την λήξη της υπηρεσίας τους.

Εκτός από τους απλούς πολίτες, μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που επωμίζονταν την κρατική θρησκευτική εξουσία ήταν οι άρχοντες. Πιο σημαντικός από όλους ήταν ο άρχων-βασιλεύς, ο οποίος κληρονομούσε τις θρησκευτικές του λειτουργίες.

Ήταν αυτός που διηύθυνε τις θυσίες των πάτριων λατρειών, καθώς και τις εορτές των Λήναιων και των Μυστηρίων, είχε το δικαίωμα να εκδικάσει υποθέσεις ασέβειας και να διευθετήσει διενέξεις που αφορούσαν στην ανάληψη ιερατικών αξιωμάτων και, τέλος, ήταν ο υπεύθυνος του θρησκευτικού ημερολογίου. Για την διευθέτηση των επίθετων εορτών, όπως τα Μεγάλα Διονύσια, υπεύθυνος ήταν ο Επώνυμος άρχων.

Ο Πολέμαρχος μεριμνούσε για τις θυσίες στην Αγροτέρα Άρτεμη και στον Ενυάλιο και επέβλεπε τις γιορτές και τους αγώνες που διεξάγονταν προς τιμή των πεσόντων πολεμιστών. Φρόντιζε επίσης για τις θυσίες προς τιμήν του Αρμοδίου και του Αριστογείτονα.

Κάθε χρόνο η πόλη εξέλεγε μια δεκαμελή ομάδα, τους Ιεροποιούς, οι οποίοι αναλάμβαναν την διοργάνωση των μεγάλων γιορτών που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια, πλην των Παναθηναίων, αλλά και των ετήσιων, όπως τα Μικρά Παναθήναια.

Τον οικονομικό έλεγχο των λατρειών τον είχαν οι Επιστάτες και την οικονομική αρωγή (λειτουργία) που εξελίχθηκε στην ανάληψη οργάνωσης κάποιων εορτών, επωμίζονταν οι Επιμελητές.

Η παρουσία και συμμετοχή του κάθε θρησκευτικού λειτουργού ήταν απόλυτα απαραίτητη και ζωτικής σημασίας, αφού ο καθένας από την θέση του διοργάνωνε, επέβλεπε, έλεγχε και γενικά συνέβαλε ενεργά και με υπευθυνότητα στην σωστή εκτέλεση όλων των τελετουργικών παραμέτρων της θρησκείας τους, σύμφωνα με τις επιταγές της παράδοσης που είχαν κληρονομήσει από τις προηγούμενες γενιές.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η εδραίωση του τελετουργικού χαρακτήρα της ελληνικής θρησκείας συντελέστηκε παράλληλα με την καθιέρωση του δωδεκάθεου και την σύσταση του θεσμού της πόλης-κράτους, μέσα στα πλαίσια του οποίου ιδρύθηκαν οργανωμένοι πλέον χώροι λατρείας, οι ναοί. Ο ναός φιλοξενούσε το άγαλμα της θεότητας, γύρω από το οποίο περιστρεφόταν ένα ολόκληρο σύστημα θρησκευτικών τελετών και πρακτικών, το οποίο αποτελούσε το πλαίσιο και το συμβολικό κέντρο της πόλης.

Μέσα από την τυπολατρική εφαρμογή ενός συγκεκριμένου λατρευτικού κώδικα, που δεν προερχόταν από κάποιο ιερό βιβλίο ή δόγμα, αλλά πήγαζε από την παράδοση, στην οποία παρέμεναν πιστοί ακόμα κι όταν αυτή φαινόταν παρωχημένη και ακατάληπτη, οι άνθρωποι μπορούσαν να εκφράσουν σε καθημερινή βάση την ευσέβειά τους προς τους θεούς.

Όλες οι πτυχές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής εμποτίζονταν με τελετουργικά που εξασφάλιζαν την εύνοια των θεών και την υγιή σχέση μαζί τους. Κάθε παρατυπία στον τρόπο διεξαγωγής θεωρούνταν ασέβεια βαριάς μορφής που προκαλούσε την θεία εκδίκηση, μολύνοντας ολόκληρη την πόλη, γι’ αυτό και τα μέτρα εναντίον της ήταν αυστηρά και απόλυτα.

Η κάθε πόλη είχε τις δικές της γιορτές που τελούνταν σε συγκεκριμένες μέρες και με συγκεκριμένες τελετουργικές διαδικασίες, με τις οποίες απέδιδε τις οφειλόμενες τιμές προς τους θεούς, κυρίως μέσω των θυσιών και των αναθηματικών προσφορών.

Η σημαντικότερη ιερή πράξη ήταν η αιματηρή θυσία διατροφικού τύπου, με τον σφαγιασμό οικόσιτου ζώου.

Το μέρος που καιγόταν στην πυρά προοριζόταν μέσω του καπνού που αναδυόταν στον ουρανό προς βρώση των θεών, ενώ το υπόλοιπο μοιραζόταν και τρωγόταν από τους συμμετέχοντες στην θυσία, σε συλλογικά γεύματα, τα συμπόσια. Μόνο μέσα από αυτή την τελετουργική διαδικασία οι άνθρωποι μπορούσαν να καταναλώσουν κρέας χωρίς να μιανθούν.

Τα καλύτερα κομμάτια προορίζονταν για τους αξιωματούχους και προύχοντες της πόλης, αλλά και για τους ιερείς, μια αιρετή ομάδα πολιτών που επωμίζονταν, ως θρησκευτικοί λειτουργοί, την ευθύνη της ορθής διεξαγωγής των θυσιών και των υπόλοιπων τελετουργικών δραστηριοτήτων, καθώς και την συντήρηση και διαχείριση των ναών. Ποτέ δεν αποτέλεσαν κλειστή κάστα, αντίθετα είναι ενσωματωμένοι στο σώμα των πολιτών που τους εξέλεγε και τους έλεγχε στο τέλος της θητείας τους.

Οι ιερείς, όπως και οι υπόλοιπες ομάδες θρησκευτικών λειτουργών, ήταν κατά κανόνα αιρετοί και ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με την ίδια συνέπεια που ασκούσαν όλες τις υποχρεώσεις που συνόδευαν την δημόσια ζωή τους.

Η θρησκεία, που ήταν παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, αποτέλεσε ένα ολόκληρο σύστημα οργάνωσης, που θεμελίωνε την κοινωνία της πόλης-κράτους και διασφάλιζε την ενότητά της, συσφίγγοντας τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και αυτών με τους θεούς τους. Όλες οι θρησκευτικές εκδηλώσεις τους αρχαίου κόσμου, από τα συμπόσια και τους αθλητικούς αγώνες μέχρι τους χορούς στις πομπές και τις θεατρικές παραστάσεις, σχημάτιζαν τον συνεκτικό ιστό που δομούσε τον θεσμό της πόλης-κράτους και υμνούσε την κοινή ζωή των ανθρώπων μέσα στα πλαίσιά της.


Ο τελετουργικός της χαρακτήρας, ο διαμορφωμένος από την παράδοση, δηλαδή από τους ίδιους τους ανθρώπους και την εμπειρία τους και όχι από κάποιον μεσσία ή ιερό βιβλίο που ευαγγέλιζε τον λόγο του θεού, ήταν το ειδοποιό στοιχείο που απομάκρυνε τους Έλληνες της Αρχαιότητας από μοιρολατρικούς δογματικούς εγκλωβισμούς, αναγάγοντάς τους ουσιαστικά σε θεούς των θεών τους.


http://www.evaggelia-p.blogspot.com/