Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

TWA FLIGHT 841 - ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Το αεροπλάνο θεωρείται στατιστικά το πλέον ασφαλές μεταφορικό μέσο. Όμως όταν ταξιδεύουμε μας πιάνει ένα δέος καθώς σκεπτόμαστε ότι βρισκόμαστε στον αέρα εξαρτώμενοι από την καλή λειτουργία μιας μηχανής και από την ικανότητα των πιλότων και του πληρώματος. Αν μάλιστα πρόσφατα είχε συμβεί και κανένα αεροπορικό ατύχημα ο προβληματισμός μας μεγαλώνει.

Έχετε όμως αναλογισθεί ποτέ πως αισθάνεται ένας πιλότος στο άκουσμα μιας αεροπορικής τραγωδίας; Ο κ. Χ. Φακίνος, ένας από τους πιο ικανούς και έμπειρους πιλότους της πάλαι ποτέ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ, μας παρουσιάζει παρακάτω τα δικά του συναισθήματα όταν βρέθηκε μπροστά στην τραγωδία της πτήσης 841 της TWA από Τελ Αβίβ στην Νέα Υόρκη μέσω Αθηνών.(8 Σεπτεμβρίου 1974)


ΤΡΟΜΟΛΑΓΝΕΙΑ...

TWA: Πτήση Τελ Αβιβ - Αθήνα - Ν. Υόρκη


Ηταν εκεί, στην άκρη του διαδρόμου 33R των Αθηνών και περίμεναν για σειρά απογείωσης. Εμείς, δίπλα τους, με προορισμό το Μόντρεαλ του Καναδά, θα τους ακολουθούσαμε μια που αυτοί προπο­ρεύονταν, μέχρι τις ακτές της Νέας Γης. Πέρα μακριά εκεί στην αντίπερα άκρη του Ατλαντικού. Όλη αυτή την τεράστια διαδρομή θα την πετούσαμε σχεδόν μαζί. Στην συνέχεια, αυτοί θα τράβαγαν νότια για Νέα Υόρκη και εμείς δυτικότερα για το Μίραμπελ το διεθνές αεροδρόμιο του Μόντρεαλ.




Τώρα αρχικά και αμέσως μετά την απογείωση ο διαχωρισμός που αναμένα­με να γίνει από το έλεγχο προσέγγισης Αθηνών θα ήταν «καθ' ύψος» ή «διαμήκης» αλλά ίσως και παράλληλος από άλλο αεροδιάδρομο που τρα­βούσε προς την αυτή κατεύθυνση για το FIR Αθηνών - Ιταλίας. Αλλά όλα αυ­τά ήταν υποχρεώσεις της Υπηρεσίας Ελέγχου Αεροδιαδρόμων με σκοπό να κρατηθεί ασφαλής απόστασης μεταξύ μας.


Πράγματι σε λίγο μας δόθηκαν οι σχετικές άδειες. Πρώτα σ' αυτούς και μετά σε μας. Γι’ αυτούς ήταν ο αεροδιάδρομος G8 μέσω Αράξου και μετά, μέσω Κερκύρας, ο Α14 για Μπρίντιζι. Για μας ο κατευθείαν για Κέρκυρα, R19A, λίγο βορειότερα από το G8. Έτσι, θα πετούσαμε σχεδόν παράλληλα, μέχρι την Κέρκυρα. Στη διάρκεια αυτής της διαδρομής θα γινόταν και ο «καθ' ύψος» διαχωρισμός, ώστε μετά την Κέρκυρα, που θ' ακολουθούσαμε περίπου τα ίδια ίχνη, να είμαστε απόλυτα ασφαλείς καθώς θα μας χώριζε υψομετρική πλέον διαφορά, μέχρι τα σημεία εισό­δου στον Ατλαντικό. Από κει και πέρα, πά­νω από τον Ωκεανό, άλλες υπηρεσίες με κέντρα ελέγχου το Σάνον της Ιρλαν­δίας και απέναντι το Γκάντερ του Καναδά, θα ρύθμιζαν τα της κυκλοφορίας μας.

Αφού λοιπόν λάβαμε τις άδειες μας, γυρίσαμε στον Πύργο του Ελληνι­κού, για απογείωση αλλά και τον έλεγχο των πτήσε­ων μας σε μια ακτίνα γύρο από το αεροδρόμιο, πέντε μι­λίων.


***


Σ' εκείνη την πτήση της Ολυμπιακής ήμουν βοηθός κυβερνήτη και κα­θόμουνα στη θέση του παρατηρητή, πίσω από την θέση του κυβερνήτη, πα­ρακολουθώντας ανεύθυνα τα γύρω. Φυσικά σε κάποια στιγμή θα αναλάμ­βανα και εγώ υπηρεσία, για να ξεκουράσω εναλλάξ πότε τον κυβερνήτη και πότε τον συγκυβερνήτη. Καθώς λοιπόν παρακολουθούσα, έπεσε η ματιά μου σ' αυτό το άλλο, ξένο και άγνωστο αεροπλάνο της TWA. Μέσα από τα τζάμια του κόκπιτ, διέκρινε κανείς το πλήρωμα αμυδρά, με κτυπητή εντύ­πωση τα λευκά πουκάμισα τους. Αυτή η αμυδρή εικόνα, νομίζω, θα μακο­λουθεί σ' όλη μου τη ζωή. Ήταν κάτι που τυπώθηκε στα κύτταρα της μνή­μης μου ανεξίτηλα και για πάντα.


Το αεροσκάφος ήταν ένα Μπόινγκ 707, όπως και το δικό μας και έκανε την πτήση Ισραήλ - Ν. Υόρκη, με ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα για ανεφο­διασμό σε καύσιμα και αλλαγή πληρώματος. Φάνταζε εκεί, στην άκρη, τρο­μερά κουρασμένο και ταλαιπωρημένο, γεμάτο κάπνα από τα καυσαέρια των reverses των μηχανών του.


Οι κόκκινες διαγραμμίσεις με τα γράμματα της TWA ήσαν ξεθωριασμέ­να και σου δημιουργούσαν την απορία, πώς η τόσο τυπική αυτή εταιρία εί­χε εγκαταλείψει σε τέτοια βρωμιά αυτό το αεροπλάνο της. Σχολιάστηκε με­ταξύ μας, και μας παρηγόρησε, ότι δεν είναι πάντα μόνο οι Έλληνες τσαπατσούληδες... Όπως και να' χε όμως, αυτή η εγκατάλειψη σου άφηνε την εντύπωση ότι ήταν ένα κουρασμένο και γερασμένο αεροπλάνο, που σε λί­γο θα έπρεπε να ξεκινήσει για ένα εξαντλητικό υπερπόντιο ταξίδι, για την άλλη άκρη του κόσμου. Σ' αυτή και μόνο τη σκέψη όσο άψυχο κι αν ήταν, υποχρεωνόσουν να το λυπηθείς..


Σε λίγο, ακούστηκε η εντολή του Πύργου, που του έδινε άδεια για γραμ­μή απογείωσης. Αγκομαχώντας άρχισε να τροχοδρομεί και τράβηξε και πή­γε τελείως την αρχή του διαδρόμου 33R για να εκμεταλλευτεί όλο το μή­κος του. Προφανώς λόγω υπερβολικού βάρους που είχε. Άναψε τους προ­βολείς και σε μια στιγμή το είδαμε να μουγκρίζει και να συνταράσσεται, εκτοξεύοντας σύννεφα μαύρου καπνού από τις μηχανές του. Ξεκίναγε, σι­γά, σιγά και άρχιζε να κυλάει πάνω στην άσφαλτο με όλο πιο πολύ αυξανό­μενη την ταχύτητα του. Το παρακολουθήσαμε ώσπου ξεκόλλησε από το έδαφος και έστριψε, για να πάρει πορεία προς το ραδιοφάρο Κορίνθου, ακραίο σημείο εξόδου από τον έλεγχο περιοχής Αθηνών. Μετά άλλαξε συ­χνότητα, εξαφανίστηκε από το οπτικό πεδίο μας και το ξεχάσαμε. Όχι για πολύ όμως.


***


Το πρωινό, υπέροχο και ντυμένο ανοιξιάτικα, δημιουργούσε μια διάχυτη και αυθόρμητη, εύφορη διάθεση. Έτσι, προδιαγραφόταν ένα άνετο και ευχάριστο ταξίδι, τουλάχιστον για την πρώτη φά­ση της πτήσης, γιατί φυσικό ήταν σε μια τόσο μεγάλη δια­δρομή, που ξετυλιγόταν πάνω περίπου από τη μισή υδρό­γειο, να συναντηθούν πολλές αλλαγές καιρικών φαινομένων.


Με διαφορά τώρα 4 λεπτών πήραμε κι εμείς γραμμή, απογειωθή­καμε και ακολουθήσαμε το ίδιο ίχνος με το προπορευόμενο της TWA, μέχρι την Κόρινθο. Από κει, κάνοντας στροφή περίπου 30° βορειότερα από αυτό, συνεχίσαμε την άνοδο μας μέσα στον αεροδιάδρομο R19A και αρχικά για ύψος πτήσης 28.000 πόδια.


Κάπου - κάπου ακούγαμε καμιά αναφορά της συγκεκριμένης TWA μέσα στις τό­σες άλλες, που δίνονταν και παίρνο­νταν από άλλα πολλά αεροπλάνα. Οι γνωστοί θόρυβοι, παράσιτα, αναφορές θέ­σεων, εκπομπές χαρακτηριστικών σημάτων από ραδιοβοηθήματα, συριγμοί λειτουργίας αμέ­τρητων ηλεκτρονικών και όχι οργάνων, αλλά και μπόλι­κες συζητήσεις μεταξύ των μελών του πληρώματος, άρχισαν να συνθέτουν τη γνώριμη ατμόσφαιρα του κόκπιτ και να μας συντονίζουν στη μακρόχρονη και γνωστή ρουτίνα των υπερπόντιων πτήσεων. Παραγγείλαμε καφέ από την κοπέλα που ήρθε να μας επισκεφθεί, σαν σβήσαμε τα φώτα «προσδε­θείτε» και αρχίσαμε να τον απολαμβάνουμε.


***


Ξάφνου, παράξενα άρχισαν όλοι αυτοί οι θόρυβοι να ελαττώνονται, και όλο να ελαττώνονται μέχρι που έσβησαν τελείως. Έβλεπα τους συναδέλ­φους, κυβερνήτη, συγκυβερνήτη και μηχανικό να τυλίγονται σιγά, σιγά μέσα σε κάτι άσπρο, σαν σύννεφο, που τελικά τους κατάπιε όλους και τους έχα­σα τελείως.«Μα τι συνέβαινε λοιπόν; Τι γινόταν;»


Χωρίς να αισθάνομαι ιδιαίτερα φοβισμένος, μου γεννήθηκε η αίσθηση ότι ξέμενα, ή μάλλον, προχώραγα στο χώρο. Κάπου πήγαινα να παρακο­λουθήσω κάτι. Κάτι που ενώ εμένα προσωπικά δε με απειλούσε, απειλού­σε συνανθρώπους, σε βαθμό τραγικό και ολέθριο.


Σε λίγο άρχισαν και πάλι, και κατ' αντίστροφο τρόπο, να καθαρίζουν όλα από το άσπρο πέπλο που τα τύλιγε και οι φωνές και οι θόρυβοι του κόκπιτ να ξανάρχονται σιγά - σιγά. Εξακολουθούσα να είμαι στην ίδια θέση του πα­ρατηρητή, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο όχι για το δικό μας αεροπλάνο, αλλά ξένο. Ξένο και το πλήρωμα. Ήσυχη η πτήση και αμέριμνη άφηνε περιθώρια στο πλήρωμα να είναι κάπως λάσκα. Ετσι ο Κυβερνήτης εμπρός μου- παρακολουθούσε αμέριμνα την πτήση με σταυρωμένα χέρια ο συγκυβερνήτης κάτι έγραφε και ο ιπτάμενος μηχανικός, λυτός από ζώνες ασφαλείας στην θέση του, ρύθμιζε τα διάφορα συστήματα λειτουργίας του σκάφους. Πα μια στιγμή σκέφτηκα να μιλήσω να φωνάξω γι’ αυτό που μου συνέβη, αλλά αμέσως κατάλαβα ότι θα ήταν ματαιοπονία. Γι' αυτούς φαινό­ταν ότι δεν υπήρχα καν...





Σιώπησα λοιπόν και παρακολουθούσα. Άνοιξε η πόρτα και μια χαριτωμένη ξανθιά συνοδός, με τα χρώματα της TWA, εμφα­νίστηκε μ' ένα δίσκο φορτωμένο φλιτζάνια με αχνιστό καφέ, που τα μοίρα­σε χαμογελώντας στα τρία μέλη του πληρώματος. Εγώ, φυσικά, αγνοήθηκα. Προτού κλείσει την πόρτα έριξα μια ματιά πίσω, στην καμπίνα επιβατών, όσο έφτανε το μάτι μου, μέχρι πίσω στην ουρά. Είδα ευτυχισμένους αν­θρώπους να γελούν και να μιλάνε δυνατά και τις κοπέλες του αεροπλάνου να προσφέρουν ποτά και περιποιήσεις με χαριτωμένες κινήσεις. Όλα χα­ρούμενα και ανέμελα μια που η μικρή ανησυχία για την απογείωση είχε πε­ράσει και όλοι, ευχαριστημένοι, συντόνιζαν τη διάθεση τους για μια ευχάρι­στη πτήση που θα τους έφερνε κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα και πράγμα­τα, στην άλλη πλευρά του πλανήτη.


0 Πύργος Ελέγχου Αθηνών τους είχε εκχωρήσει το ύψος πτήσης FL 310, δηλαδή 31.000 πόδια και το γέρικο, καπνισμένο 707, ανέβαινε ασθμαί­νοντας εκεί πάνω, για ν' ατενίσει από ψηλά, δυστυχώς για τελευταία φορά, το απέραντο γαλάζιο τ' ουρανού. Να πετάξει, όπως παλιά πάνω από στε­ριές, ωκεανούς και φαντασμαγορικές χώρες καθώς απαιτούσε το δρομο­λόγιο, για πάνω από 10 ώρες. Να όμως σήμερα που άλλα του ετοίμαζε η θλιβερή και άχαρη μοίρα του. Ένα απρόσμενο, τραγικό και αιματοβαμμένο τέλος.


Σε μια στιγμή ο συγκυβερνήτης έδωσε αναφορά στον Πύργο Ελέγχου Αθηνών, λέγοντας ότι μόλις άφηνε το ραδιοφάρο Αράξου και υπολόγιζε να φτάσει στην Κέρκυρα μετά από 12 λεπτά περίπου. Κάτω, διαγραφόταν σαν ψεύτικη η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, η Κεφαλονιά και άλλα μικρότε­ρα νησάκια. Λίγο πιο πάνω το νησί του Οδυσσέα, σύμβολο νοσταλγίας για επιστροφή στην πατρίδα. Όλα ήταν τόσο ήσυχα και όμορφα μέσα και έξω από το αεροπλάνο, που άθελα αισθανόσουν μια σιγουριά και ξεγνοιασιά, που καμιά δύναμη δεν ήταν δυνατό να διαταράξει. Και όμως ο σατανάς ήταν εκεί...


Ξαφνικά όπως το συνηθίζει έκανε την εφιαλτική εμφάνιση του συνοδευ­όμενος από μια εκκωφαντική έκρηξη. Παγωμένη τυπώθηκε η απορία στα πρόσωπα του πληρώματος, όταν ο όλεθρος ορθώθηκε σαν τέρας της κολάσεως. Ο μηχανικός σε κλάσμα δευτερολέπτου εκτοξεύτηκε από την θέ­ση του με τρομακτική δύναμη, για να συντριβεί απέναντι οικτρά, στο σιδε­ρένιο σκελετό του αεροπλάνου. Γέμισε από αίματα και στραπατσαρισμένες σάρκες η περιοχή, εκεί πίσω από την πλάτη του Κυβερνήτη. Το δράμα είχε ξεκινήσει.


Ένα ανατριχιαστικό κρακ ακολούθησε την έκρηξη. Ανασηκώθηκε η μούρη του αεροπλάνου προς τα πάνω, σαν πληγωμένου ζώου που ζητά βοή­θεια. Οίκτο από το γαλάζιο τ' ουρανού και ότι κατοικεί εκεί πάνω. Μετά, μη βρίσκοντας ανταπόκριση στην ικεσία του, έγειρε το κεφάλι κι άρχισε να κα­τρακυλά στην ερεβώδη άβυσσο της μισαλλοδοξίας των ανθρώπων. Κάθετη η πτώση με ταυτόχρονο στροβιλισμό γύρω από το σμπαραλιασμένο σώμα του, που σαν ένα τεράστιο μίξερ πολτοποιούσε ότι βρίσκονταν εκεί μέσα. Ανάκατα επιβάτες και αποσκευές να διαμελίζονται και να σκορπιόνται προς κάθε κατεύθυνση. Πόνος και όλεθρος. Φρίκη και απόγνωση μέχρι να ξεψυχήσει η ζωή. Απέξω, ολόκληρη η δεξιά πτέρυγα αρμένιζε μαζί με τους κινητήρες μακριά, καθώς είχε ξεριζωθεί από το σκάφος κατά την έκρηξη. Τα πάντα χάνονταν. Μια τρομαχτική πίεση στην πόρτα και το διαχωριστικό μεταξύ καμπίνας πιλότων και επιβατών άφηνε να φανταστεί κανείς ότι εκεί πί­σω συνθλιβόταν τα πάντα σε μια άμορφη αιματοβαμμένη μάζα. Όλα ξεψυ­χούσαν με παραπονεμένο το ερώτημα: «Γιατί αυτή η ξαφνική καταστροφή; Σε τι έφταιξαν; Τι ξεπλήρωναν;»


Πετάχτηκαν τα κοντρόλ πτήσης από τον αυτόματο πιλότο και κόκκινα φωτά άρχισαν να αναβοσβήνουν, ενώ σειρήνες και κουδούνια ηχούσαν δαι­μονισμένα.


Με ταχύτητα αστραπής ο Κυβερνήτης και συγκυβερνήτης πήραν τα χει­ριστήρια του λαβωμένου αεροπλάνου στα χέρια τους, αλλά κατάλαβαν αμέ­σως ότι όλα είχαν τελειώσει. Τίποτα δεν υπάκουε. Όλα ήταν νεκρά και άχρηστα. 0 τρόμος και η αγωνία ορθώθηκαν και εξαφάνισαν τελείως τον άνθρωπο που τελείως αδύναμος και τόσος δα, το μόνο που του απέμενε ήταν η ικεσία: «Ας τέλειωνε το δράμα όσο μπορούσε πιο γρήγορα».


Η θάλασσα πλησίαζε. Συγκέντρωσαν όποιο κουράγιο είχε απομείνει και με πίστη στο επαγγελματικό τους καθήκον, έδωσαν μια τελευταία αγωνιώ­δη αναφορά, για το τι περίπου τους συνέβη. Την άκουσαν οι ελεγκτές ενα­έριας κυκλοφορίας και όσοι πετούσαν εκείνη τη στιγμή στην ίδια συχνότη­τα Μεταξύ των τελευταίων και εμείς. Την άκουσε και ο Flight Recorder του αεροπλάνου, το γνωστό «μαύρο κουτί» και στην πραγματικότητα πορτοκα­λί, που θα συμπλήρωνε με τεχνικά της πτήσης στοιχεία, ό,τι δεν πρόλαβαν να περιγράψουν με κείνη την τελευταία επιθανάτια αναφορά τους.


***


Όσοι έχουν ασκήσει επικίνδυνα επαγγέλματα και έχουν αντιμετωπίσει τον έσχατο κίνδυνο, έχουν αισθανθεί ότι κατά την προσπάθεια επιβίωσης ο άνθρωπος αναπτύσσει τόσο θάρρος και τόλμη, που και ο ίδιος απορεί με­τά πού βρήκε αυτή την δύναμη. Κάποτε, όμως, όταν φτάσει το όριο πέρα από το οποίο δεν μπορεί πια να κάνει τίποτα, παραδίδεται... Και είναι εκεί­νη η παράδοση άνευ όρων. Τότε η αντίπερα όχθη της ζωής διαγράφεται ξε­κάθαρη και έτοιμη να σε υποδεχθεί. Μπορεί βέβαια την τελευταία στιγμή από τύχη να διασωθείς, αλλά η εμπειρία των τελευταίων εκείνων δευτερο­λέπτων μένει. Μια εμπειρία απόλυτης ευφορίας και ανακούφισης.


Το πιθανότερο είναι ότι ενεργοποιείται κάποια φροντίδα της φύσης προς τα πλάσματα της όταν πάψει πια να υπάρχει κάθε ελπίδα διάσωσης. Όλα από κει και πέρα αντιμετωπίζονται με μια πλήρη απάθεια, σαν να πρό­κειται για κάτι που δε σε αφορά. Ούτε φόβος ούτε αγωνία. Δέχεσαι το μοι­ραίο και αισθάνεσαι με αγαλλίαση το μητρικό αγκάλιασμα της φύσης, που είναι σαν να σου διαμηνύει καθησυχαστικά: «Εγώ είμαι εδώ». «Καλά έκανες και προσπάθησες όσο προσπάθησες, αλλά τώρα σταμάτα. Μη φοβάσαι όλα θα πάνε καλά, εγώ είμαι εδώ...»


***


Η έκρηξη, κάτω στη θάλασσα, έξω από το νησί της νοσταλγίας, ήταν τρομακτική, σαν να κτύπαγε ένας τεράστιος όγκος πάνω σε ατσάλι. Εκεί ψηλά, στα 31.000 πόδια, είχε γίνει η πρώτη καταστροφή με την έκρηξη της βόμβας των τρομοκρατών ή αγωνιστών, από την πλευρά που το 'βλέπε ο καθένας... Εδώ κάτω, γραφόταν το τέλος όλων αυτών, των πριν από λίγη ώρα ευτυχισμένων ανθρώπων, που ανύποπτα και χωρίς καμιά ενοχή θυσιά­στηκαν. Ήταν μια θυσία, που άλλοι θα την χαρακτήριζαν σαν έγκλημα και άλλοι θα την πρόβαλαν σαν ηρωική πράξη και σαν αγώνα διαμαρτυρίας ενά­ντια στη στέρηση της πατρίδας και της ελευθερίας.


Διαφορές που, ξεκινώντας κάπου εκεί στο χώρο της Ανατολικής Μεσο­γείου, αποστέρησαν το δικαίωμα της ζωής σ' όλους αυτούς τους συνανθρώπους μας.


Τα νερά έξω από το νησί της νοσταλγίας καταλάγιασαν και η ησυχία της φύσης σκέπασε και πάλι τα γύρω. Η ζωή λύγισε το γόνυ κι ο θάνατος πέ­ρασε από πάνω σα χάδι. Το δράμα τέλειωσε.

Χ. Φακίνος

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό

«Τα δικά μας φτερά» τ. 119 Μάιος – Ιούνιος 2009

"Χρήστος Φακίνος"

Ο Χρήστος Φακίνος επαγγελματικά απογειώθηκε με ένα Harvard της Σχολής Αεροπορίας την άνοιξη το 1953 από το Τατόι, τιμήθηκε με το βαθμό του αντισμηνάρχου, αποστρατεύτηκε και στη συνέχεια προσλήφθηκε στην Oλυμπιακή, για να προσγειωθεί τελικά ως κυβερνήτης Jumbo το χειμώνα του 1991 στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.


Έργα του είναι τα εξής: Πετώντας (ιστορίες από την Πολεμική και Πολιτική Αεροπορία)· Το Πρωινό της Ντροπής (αναφορά στην κατάρριψη του κορεάτικου Jumbo Β-747 στη νήσο Σαχαλίνη το 1986· ελληνική και αμερικάνικη έκδοση)· Μεταξύ Ουρανού και Γης (συνέχεια και συμπλήρωμα του Πετώντας)· Με τα Φτερά του Ικάρου (άλμπουμ σε συνεργασία, στο πρώτο μέρος της Πολεμικής, με τους αντιπτεράρχους: Δαμάσκο, Οικονόμου και Σμυρνή και το δεύτερο της Πολιτικής ολόκληρο του ιδίου)· Αέρινο Παραμύθι και υπό έκδοση H Επιστροφή, αμφότερα μυθιστορηματικής αφήγησης που καλύπτουν ιστορικά την πορεία της Πολεμικής και Πολιτικής Αεροπορίας στον τόπο μας από το 1908 μέχρι σήμερα.
Για το συγγραφικό έργο του τιμήθηκε από το Πολεμικό Μουσείο, το Πνευματικό Kέντρο Απόστρατων Αεροπορίας και εκείνο του Δήμου Παπάγου και με ειδικό βραβείο της Ένωσης Eλλήνων Λογοτεχνών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου