Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε,
αλλάζουν νόημα και περιεχόμενο ανάλογα με τον ιστορικό χρόνο που τις φέρει
Του Σπυρου Ι. Ασδραχα*
Θα ’θελα να αρχίσω τούτα τα σημειώματα, και να επαναλάβω, αν με το καλό συνεχιστούν, εμμένοντας σε ένια από τα πασίδηλα, στην ονομάτων, αλλιώς, επίσκεψη: δεν έχω να προτείνω τίποτε το ανείπωτο, ούτε έχω την αφελή πρόθεση να κάμω λόγο περί μεθόδου. Χωρίς να πιστεύω ότι η επανάληψη είναι η αρχή κάθε μάθησης, ωστόσο έχω πειστεί ότι η επανάληψη μας προφυλάσσει, ώς ένα βαθμό, από τη βιασύνη που συνέλκουν οι συρμοί: ο λόγος πάντα για την ιστορία και τον πολύπτυχο καθρέφτη της, την ιστοριογραφία, με άλλα λόγια τα απεικάσματα της οντικής ιστορίας.
Η ιστοριογραφία είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιεί κοινώς κατανοητές λέξεις, με την προϋπόθεση όμως ότι θα καθορίσει χρονικά το μεταβαλλόμενο σημαινόμενό τους: χωρίς την προϋπόθεση αυτή, η φράση της ιστορικής αφήγησης θα γινόταν είτε ερμητική είτε θα προσφερόταν σε πολλαπλές συγχρονικές προσλήψεις, μάλιστα αντιθετικές, και προφανείς παρερμηνείες. Και μαζί με τη φράση θα έχανε την ευκρίνειά της η ίδια η αφήγηση ή, ορθότερα, οι τρόποι αφήγησης.
Γιατί η αφήγηση δεν αξιοδοτεί πάντα το ίδιο αντικείμενο αναφοράς: ενδιαφέρεται και για άλλα που δεν τα είχε προβλέψει η προηγούμενη αφήγηση ως άξια να «διασωθούν». Και αυτά τα άλλα υπαγορεύουν, με τη σειρά τους, διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους και μάλιστα διαφορετικές συλλήψεις του αντικειμένου ή των αντικειμένων αναφοράς.
Κοινοί τόποι
Ολα αυτά είναι, πλέον, κοινοί τόποι που, ωστόσο, συμβαίνει να περνούν στο πεδίο της ιστοριογραφικής λήθης. Αξίζει να αναθυμιέται κανείς αυτούς του κοινούς τόπους; Θα έλεγα ναι, αν αυτή η αναθύμηση βοηθούσε στη συγκρότηση διανοητικών εργαλείων ενόψει της κατανόησης της ιστορίας ως οντολογίας και αν επιπρόσθετα βοηθούσε στην αποπαγίδευση από διανοητικές κατασκευές για την ιστορία που τυχαίνει να παίρνουν την αφορμή τους από φαλκιδευμένες προκείμενες. Και, πάλι, επαναλαμβάνω ότι δεν εκστομίζω τίποτε το πρωτόφαντο.
Το ίδιο ισχύει και για μιαν ακόμη, περιττή ίσως, υπόμνηση: το υποκείμενο της ιστορίας, ο άνθρωπος στη συλλογικότητά του ή στις συλλογικότητές του μέσα στο χρόνο που ο ίδιος τον «ειδοποιεί», δεν συμβαίνει να αναπαρασταίνεται με ενιαίο τρόπο. Αν από το ένα μέρος εξατομικεύεται σε προσωπικότητες, από το άλλο ομαδιάζεται σε αριθμούς και κατηγοροποιείται σε σχέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις οι αφηγήσεις είναι διαφορετικές και μαζί μ’ αυτές, μάλιστα πριν απ’ αυτές, διαφορετικές είναι και οι τεχνικές, ποσοτικές κυρίως στη δεύτερη περίπτωση. Ας έρθουμε, ωστόσο, στο προκείμενο.
Πόλη και ύπαιθρος
Αρχίζω με τους αστούς και την αστική τάξη. Ηδη ο ομηρικός πολύπλαγκτος είχε γνωρίσει πολλά «ανθρώπων άστεα» και τη νοοτροπία αυτών των ανθρώπων. Αργότερα, τους ανθρώπους των άστεων τους είπαν «αστείους», για να σηματοδοτηθεί αυτή η ιδιότητα, η ιδιότητα του κατοίκου της πόλης, με το σημερινό της νοούμενο, όπως ο κάτοικος της υπαίθρου, ο «αγροίκος», ο άνθρωπος του μόχθου, ο «μοχθηρός», ο άνθρωπος του σωματικού πόνου, ο «πονηρός», πέρασε και αυτός σε άλλη απαξιωτική σήμανση. Ας αφήσουμε, για σήμερα, στην άκρη την εργασία και το tripalium (όργανο βασανιστηρίου, απ’ όπου το γαλλικό travail και το ισπανικό trabajo) ή ότι σε μια οπτική (μάλλον καρναβαλική) ανατροπής του κόστους και των αξιών του, οι μιλόρδοι γίνονται «μίλορδες», οι πρόξενοι «κονσόλοι», οι βαρώνοι «μπαρούνοι», για να μετονοματίσουν τα παιδιά του δρόμου, τους «αγυιόπαιδες» (άλλη λέξη που παραπέμπει στην πόλη). Ας μείνουμε στους αστούς και στην αστική τάξη.
Και αυτοί και εκείνη μας χρειάζονται ενόψει μιας ιστορικής αφήγησης και μάλιστα ερμηνευτικής: «αφήγηση», ήδη η λέξη, αν δεν αλλοιώνει, οπωσδήποτε υποβάλλει έναν ιστοριογραφικό τρόπο. Θα κυριολεκτούσαμε, αν μιλούσαμε για «πραγμάτευση», δηλαδή για «διαχείριση» μιας ιστορικής (και ιστοριογραφικής «ύλης», ενόψει ή στη βάση) ενός ερμηνευτικού σχεδίου: είναι υστερόχρονο σε σχέση με τη χρονικότητα της «ύλης», αλλιώς του («διαμεσολαβημένου») ιστορικού τεκμηρίου.
«Δήμος» και «πολίτες»
Το τελευταίο, είναι μέσα στ’ άλλα, μιλά για «δήμο», δηλαδή για τους «πολλούς» κατοίκους της πόλης, του άστεως. Αργότερα μιλά για «πολίτες», για cives, αλλά δίπλα σ’ αυτούς και σ’ εκείνους υπάρχουν και άλλοι. Είναι οι μέτοικοι στην αρχαία Αθήνα, ακόμη οι «νεοδαμώδεις», στη Σπάρτη οι είλωτες, με περιορισμένα ή χωρίς πολιτικά δικαιώματα: από παλιά, λοιπόν, οι κάτοικοι της πόλης δεν συναιρούνται στον «δήμο» – όπως, δρασκελώντας το χρόνο και τις «ιδιοτροπίες» του, οι επήλυδες στα «ιδεότυπα» θεσσαλικά τσιφλίκια, οι επήλυδες δεν συγχωνεύονται με τους «ζευγίτες», παραμένουν «παρακεντέδες» με ιδιάζοντες οικονομικούς ρόλους, μια και που τότε οι «πολιτικοί» ρόλοι, αν δεν είχαν ολοκληρωτικά εξαφανιστεί, είχαν συρρικνωθεί σε συλλογικές μορφές αλληλεγγυότητας.
Αλλά και οι «πολίτες» των βενετικών κτήσεων δεν ταυτίζονται με το σύνολο των κατοίκων της πόλης, είναι ένα τους τμήμα που δεν έχει ως προϋπόθεση αποκλειστικώς την κλίμακα των εισοδημάτων. Μακραίωνη, λοιπόν, πολυσημία της έννοιας του «δήμου» και των «πολιτών».
«Μπόργα» ή «βαρόσια»
Ας υπενθυμίσω ότι οι πόλεις ονομάζονταν, και ήταν, κάστρα και ότι τα «κάστρα» είχαν τα προάστιά τους, τα «μπόργα» ή τα «βαρόσια»: και τα δύο ονόματα τα φέρνει η κατάκτηση, λατινική και οθωμανική. Το bourg έδωσε τον «μπούργο», το «οξώμπουργο», και το «νιμπουριό». Στην Κύπρο, το bourg έδωσε τους «βουργένσιους», δηλαδή τους bourgeois – ας τολμήσει κανείς να περάσει από την ετυμολογία στην εννοιολογία, από τους βουργενσίους στους μπουρζοάδες, αλλιώς στην «αστική τάξη».
Τα «κάστρα» επίσης είναι μικρές ή μεγάλες πόλεις: εκτός από το Μεγάλο Κάστρο, της Κρήτης, την Κάντια, δηλαδή τον Χάνδακα, υπάρχει και το Αργυρόκαστρο στην Αλβανία: «Αργυροπολίχνιον» μεταφράζει ένας λόγιος της εποχής που έχει, πια, γίνει απώτερο παρελθόν, και επισημαίνει η Ελισάβετ Ζαχαριάδου. Το Κάστρο δίνει Καστρινούς και Εξωκαστρινούς στην Κέρκυρα και σηματοδοτεί ακόμη οικογενειακά ονόματα. Το «βαρόσι» (το ουγγρικό varos) δίνει «βαρασλήδες», αλλά οι εξέχοντες του Κάστρου των Ιωαννίνων είναι «άρχοντες».
Δεν θα συνεχίσω με παραδείγματα και δεν θα αναφερθώ στην οθωμανική συναφή ορολογία, ούτε στα συναφή με την κοινωνική, επαγγελματική και θεσμοθετημένη διαστρωμάτωση των κατοίκων της πόλης και της υπαίθρου. Ισως, έσσεται και γι’ αυτά ήμαρ. Θέλησα απλώς με διάσπαρτα παραδείγματα να δείξω, ακροθιγώς, την πολυσημία των λέξεων που χρησιμοποιούμε, ενόψει ενός κατανοητού ιστοριογραφικού λόγου.
Για τη συγκρότησή του, προηγείται η των ονομάτων επίσκεψη: το δυσκολότερο είναι η εννοιολόγηση που επιβάλλουν οι χρόνοι της ιστορίας. Τα μήλα έπεφταν από τις μηλιές πριν από τον Νεύτωνα: ο νόμος, ωστόσο, της βαρύτητας σημαδεύει μια διαφοροποιούσα χρονικότητα.
* Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.
ΠΗΓΗ:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_28/06/2009_319856
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου