Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ

-->
Στις 6 Σεπτεμβρίου 2009 η εφημερίδα ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ δημοσίευσε ένα αφιέρωμα στα Κυκλαδικά νομίσματα με αφορμή μια έκθεση που γινόταν εκείνο το διάστημα στην Νάουσα της Πάρου. Το σύνολο των άρθρων του δισέλιδου αφιερώματος που επιμελήθηκε ο συνεργάτης της εφημερίδας κ. Τ. Κατσιμάρδος, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για την νομισματολογία και γι αυτό θεωρήσαμε καλό να σας τα παρουσιάσουμε.

Η έκθεση αυτή όπως λέει και η εφημερίδα ήταν : «Μια έκθεση, με υπερτοπικό ενδιαφέρον, υπό το βλέμμα του θρυλικού νομισματολόγου Ιωάννη Σβορώνου και της Παριανής αρχαιολόγου Ειρήνης Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου»
-->
Βενετσιάνικο νόμισμα του Δουκάτου του Αιγαίου που κοσμεί το εξώφυλλο του οδηγού της έκθεσης. Στις προθήκες υπάρχουν άλλα είκοσι παρόμοια νομίσματα.

Ένας «θησαυρός» στη Νάουσα της Πάρου
«Της νομισματικής η θέσις εν τη καθόλου επι­στήμη γενικώς ανεγνωρίσθη από των αρχών κυρίως του παρόντος αιώνος ως σπουδαιότατη και απαραιτήτως αναγκαία προς μελέτη της ιστορίας, της καλλιτεχνίας, της μυθολογίας, της γεωγραφίας και της μετρολογίας των αρχαίων, ας ως μέγας πυρσός εξαισίως διαφωτίζει και απείρως προάγει...». Η θεμελιακή διαπίστωση ανήκει στον πατέρα της ελληνικής νομισματολογίας Ι. Σβορώνο και διατυπώθηκε πριν από ένα περίπου αιώνα.

Για τους επαΐοντες αποτελεί κοινό τόπο από την ενηλικίωση της νομισματικής στη χώρα μας. Όμως, όσοι αυτές τις μέρες βρεθούν στην Πάρο και επισκεφθούν την έκθεση νομισμάτων της Νάουσας θ' αντιληφθούν την καθολικότη­τα αυτής της «νομισματικής αρχής». Μπορεί να «διαβάσουν» την ιστορία της Πάρου από τον 17ο αιώνα μέσα από νομίσματα που κυκλοφο­ρούσαν στην άλλοτε «λαμπρότατη πόλη» της αρχαιότητας.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που αυτή την περίοδο οργανώθηκαν αρκετά ταξίδια στην ιστορία μέσω νομισματικών εκθέσεων. Από τη Θεσσαλονίκη (για τους αρχαίους Μακεδόνες) έως το Ναύπλιο (για τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονί­ου), όπου λειτουργούν ακόμη σχετικές εκθέσεις. Η έκθεση για «Το νόμισμα στην Πάρο και τις Κυκλάδες 17ος-20ός αιώνας « συνδιοργανώνεται από το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο - Συλλογή Όθωνα Κάπαρη και το Επαρχείο Πά­ρου, θα παραμείνει ανοιχτή στο μικρό, αλλά ενδιαφέρον, μουσείο της Νάουσας, έως 25 Σε­πτεμβρίου.

Είναι αφιερωμένη στους Κυκλαδίτες νομισματολόγους Ιωάννη Σβορώνο (1863-1922) και την Ειρήνη Βαρούχα - Χριστοδουλοπούλου (1896-1979). Μπορεί οι Μυκονιάτες συμπατριώτες του πρώτου να τον ξεχνούν, αλλά τον θυμού­νται οι γείτονες Παριανοί. Όπως θυμούνται και τιμούν την αρχαιολόγο συμπατριώτισσα τους, που διατέλεσε, επίσης, διευθύντρια του Νομι­σματικού Μουσείου Αθηνών (ο Σβορώνος τα χρόνια 1890-1922 και η Βαρούχα 1940-1963). Πρόσφατα, μάλιστα, σημείωσαν και τα 30 χρό­νια από τον θάνατο της τελευταίας.

Εκτός από μια πλήρη σειρά νεοελληνικών νο­μισμάτων στην έκθεση έχουν συγκεντρωθεί 250-300 νομίσματα, που κυκλοφορούσαν στα Κυκλαδονήσια από την εποχή της φραγκοκρατίας. Στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές Παριανών. Οι Παριανοί ή παρεπιδημούντες φιλίστορες στο νησί δεν εί­ναι τόσο σπάνιοι. Τουλάχιστον, όσο μερικά νομίσματα...

-->
Ευρωπαϊκά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στις Κυκλάδες μέχρι και τον 19ο αιώνα. Κυριαρχούσαν όσα είχαν μεταλλική αξία. Χρυσά τζεκίνια, αργυρά δουκάτα, αλλά και χάλκινα βενετσιάνικα σολδίνια και τορνέσια. Ακολουθού­σαν τα ισπανικά, τ' αυστροουγγρικά κ.ά. Σπανίζουν τ' αναξιόπιστα οθωμανικά.


-->
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Ταξιδεύοντας
στο Αιγαίο
με κυκλαδίτικα χρήματα
Πτυχές της ιστορίας μέσα από το κέρματα που κυκλοφορούσαν στην περιοχή και αποτυπώνουν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση

Η ΠΑΡΟΣ, όπως άλλα νησιά των Κυκλάδων κι ελληνικές πόλεις-κράτη, αποκτά νομίσματα λίγο αργότερα από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα. Έχουν προη­γηθεί η Αίγινα, η Κόρινθος και η Αθήνα στον κυρίως ελλαδικό χώρο, μετά την εμφάνιση των πρώτων κερμάτων στη μικρασιατική Λυδία και Ιωνία.

Το ήλεκτρο (φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου) έχει αντικαταστήσει τώρα ο άργυρος. Έτσι, στην Πάρο «κόβονται» ασημένιοι στατήρες, σύμφωνα με το αιγινίτικο πρότυπο. Τα κατοπινά χρόνια θα εφαρμοστούν κι άλλα νομισματικά συστήματα - αθηναϊκό, ροδίτικο ή ελεύ­θερο. Αναλόγως με τους εκάστοτε επικυρίαρχους στο νησί.

Όπως εξηγεί ο υπεύθυνος του μουσεί­ου ΚΑΠΑΡΗ, «ψυχή» της έκθεσης και αυτοδίδακτος νομισματολόγος, με αξιοζήλευτη συλλε­κτική εργασία, Ιωάννης Βασιλειόπουλος: «τα νομίσματα κάθε πόλης έφεραν τα σύμβολα της, που έδειχναν την ενασχό­ληση των κατοίκων της και θρησκευτικά σύμβολα. Η Πάρος έχει σύμβολο τον τράγο και το δελφίνι, που δηλώνουν την αγροκτηνοτροφική και ναυτική ζωή των Παριανών. Η Νάξος στα νομίσματα της απεικονίζει κάνθαρο (αγγείο κρασιού) με φύλλα κισσού και σταφύλια, σύμβο­λα του Διόνυσου...».

«Ανάγνωση». Στο μπροστινό μέρος του παριανού δίδραχμου (1 στατήρας =2 δραχμές) αποτυπώνεται μια κατσίκα που τρέχει, γυρνώντας το κεφάλι προς τα πίσω. Κάτω από τα πόδια της δελφίνι κο­λυμπά προς αντίθετη κατεύθυνση. Στο πίσω μέρος του δεν έχει παράσταση, αλ­λά εγχάρακτο κοίλωμα, όπως όλα σχεδόν τα νομίσματα της ίδιας περιόδου.

Οι νομισματολόγοι έχουν δώσει διάφορες εξηγήσεις γι' αυτόν τον τύπο του έγκοιλου οπισθότοπου. Το πιο πιθανό είναι ότι η τεχνική, σ' ένα πρώτο στάδιο, επιτρέπει την κατασκευή κερμάτων μίας όψεως. Στο πίσω μέρος απλώς αποτυπώνεται η βάση πάνω στην οποία διαμορφώνεται το μέταλλο σε νόμισμα ή κάποιο γεωμετρικό σχήμα, έχοντας θέση σφραγίδας για τη γνησιότητα του.

Σε μια πιο προσεκτική «ανάγνωση» του παριανού «τράγου» και συνδυάζοντας πληροφορίες για την προέλευση των Παριανών της αρχαϊκής εποχής, οι δυο παραστάσεις υποδηλώνουν τους Αρκάδες αγρότες και κτηνοτρόφους οικιστές του νησιού (9ος π.Χ. αιώνας), που αναμειγνύονται με τους Ίωνες ναυτικούς και εμπόρους (εγκαθίστανται στο νησί στα μισά του ίδιου αιώνα). Μαζί με τους στατήρες στην Πάρο κυκλοφορούν, φυ­σικά, ασημένιες δραχμές και οβολοί (1 δραχμή = 6 οβολοί).

Η κοπή των παριανών αρχαϊκών νομισμάτων συμπίπτει, βεβαίως, με την ακμή και την οικονομική ισχύ του νησιού. Η Πάρος είναι μια περιφερειακή δύναμη, μετά τον αποικισμό της Θάσου (8ος-7ος π.Χ. αιώνας). Έχουν δημιουργηθεί ονομαστές σχολές στις τέχνες (αγγειοπλα­στική, γλυπτική, αρχιτεκτονική) και τα γράμματα.

Στο νησί του λυχνίτη (το περίφημο παριανό μάρμαρο) θα σημειωθεί με τον Αρχίλοχο η στροφή της ποίησης από το έπος, δηλαδή τις διηγήσεις για θεούς, άρχοντες και ήρωες προς τον κοινό θνη­τό. Ο Αρχίλοχος είναι ο πρώτος «ατομικός ποιητής της Ευρώπης», όπως χαρακτη­ριστικά τον ονόμαζε ο καθηγητής Αρ. Σκιαδάς.

Στις συνθήκες αυτές τα νομίσματα της Πάρου γίνονται υπερτοπικά. Έχουν κά­ποια διεθνή συναλλακτική αξία. Κυκλο­φορούν στη Μήλο, τη Σίφνο, τη Θήρα, τη Β. Ελλάδα και, προφανώς, σε άλλες περιοχές τού κυρίως ελλαδικού χώρου. Ακόμη και στην Αίγυπτο έχουν βρεθεί παριανά νομίσματα που «κόβονται» στην Πάρο (τέλη 6ου - αρχές 5ου π.Χ. αιώνα).



-->
ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

ΟΙ ΚΥΚΛΑΔΕΣ, σε καίρια σημεία του Αιγαίου, είχαν τη δυνατότητα ν' αποκτήσουν από νωρίς δικά τους νομίσματα. Η ίδια, ωστόσο, θέση τους καθόρισε την πορεία τους και αρνητικά. Τον ίδιο χώρο διεκδικούσαν οι ισχυροί κάθε εποχής και γνώρισαν την κατοχή και την εξάρ­τηση σε μόνιμη βάση μετά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Προσδέθηκαν στα «κατοχικά» νο­μισματικά συστήματα (Ρωμαίοι, Φράγκοι, Βενετοί, Οθωμανοί). Κι όλα αυτά υπό συνεχή κα­ταπίεση και οικονομική αφαίμαξη που προκάλεσαν αιώνες πειρατικών επιδρομών, λεηλασι­ών και σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή αποδυνάμωση και ο οικονομικός μαρασμός, παρά τις σημαντικές πηγές φυσικού πλούτου που είχαν.

-->
-->
-->
Κέρματα κάθε είδους και αξίας από όλο τον κόσμο
Χάρτης του Νοτίου Αρχιπελάγους από γεωγραφικό εγχειρίδιο του 17ου αιώνα. Στη δεξιά φωτογραφία υδατογραφία Κυκλαδίτη εμπόρου τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Μέσα από την έντονη νομισματική δραστηριότητα στην περιοχή προβάλλει η σπουδαιότητα του Αιγαίου στην αέναη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών και αγαθών * (οι εικόνες από το βιβλίο της Κ. Ραγκούση-Κοντογιώργου «Πάρος-Αντίπαρος. Με τα μάτια των χαρτογράφων...»).
ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η ΑΚΜΑΖΟΥΣΑ Πάρος (φθάνει να έχει μέχρι και 40.000 κατοίκους) «κόβει» δι­κά της νομίσματα, όπως κάθε πόλη-κράτος που σέβεται τον εαυτό της κι έχει επεκτατικές βλέψεις. Όταν αναγκάζεται να προσχωρήσει στην αθηναϊκή συμμα­χία, μαζί με την πλήρη ανεξαρτησία, χάνει και το νόμισμα της.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΣΟΣ
ΜΕΤΑ την απαλλαγή από την αθηναϊκή επικυριαρχία (τέλη 5ου π.Χ. αιώνα) η Πάρος, όπως και τα περισσότερα νησιά, απο­κτούν ξανά δικά τους ασημένια και χάλκι­να νομίσματα. Έχουν πια μικρότερη ανταλλακτική αξία και εικονογραφούνται με τοπικά προϊόντα ή θρησκευτικές παραστάσεις.
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ της ρωμαϊκής κατοχής (1ος π.Χ. αιώνας) επιβάλλεται το αυτοκρατορικό νόμισμα. Τις κατοπινές εποχές τα νομίσματα σπανίζουν, όπως και οι κάτοι­κοι. Ανήκουν στους κάθε φορά κυρίαρχους του νησιού και των Κυκλάδων. Κατά την τουρκοκρατία δεσπόζουν τα ευρωπα­ϊκά κι όχι τα επισφαλή οθωμανικά.
-->
ΚΑΤΟΠΤΡΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Αρχαίοι οβολοί και χάλκινοι «λιαστοί»

ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ εποχή (5ος-4ος π.Χ. αιώνας) στο νομισματοκοπείο της Πάρου «κόβονται» νομίσματα περισσό­τερων ειδών από την αρχαϊκή. Εκτός από στατήρες, δραχμές και οβολούς, κυκλο­φορούν ημίδραχμα, τετράδραχμα, χάλ­κινοι ημιόβολοι και διόβολοι.

Σε σύγκριση με την αρχαϊκή οι ειδικοί διαπιστώνουν τις εξής διαφορές: ·Εμφανίζονται κεφαλές θεών (Δήμητρα, Διόνυσος, Περσεφόνη). · Οι παραστάσεις αποδίδονται πιο φυσικά. · Πολλαπλα­σιάζονται οι εικόνες με τοπικά προϊόντα (στάχυα, καλαμπόκια, σταφύλια).

Πρόκειται για τη δεύτερη περίοδο ακμής του νησιού, που θα κλείσει κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Κυκλοφορούν τότε δραχμές, δίδραχμα, τετράδραχμα, διόβολοι και προστίθενται δύο νέα στοι­χείο στις παραστάσεις: · Αναφέρονται ονόματα αρχόντων της Πάρου. · Εμφα­νίζονται ανθρώπινες μορφές.
Τα τελευταία ντόπια νομίσματα ακο­λουθούν τον ροδιακό κανόνα, ο οποίος αντιπροσωπεύει την πολιτικο-οικονομική συμμαχία του «Κοινού των νησιωτών».

Όσα θα κυκλοφορήσουν αργότερα, κατά τη ρωμαιοκρατία, δεν θα έχουν χρη­στική αξία και θ' ανήκουν στην κατηγορία των αναμνηστικών. Τέτοιο δείγμα προπαγανδιστικού νομίσματος χρονολογεί­ται τον 2ο μ.Χ. αιώνα όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Στη μια όψη εικονίζεται η αυτοκράτειρα Φαυστίνα και επιγραφή με τ' όνομα της και το χαρα­κτηρισμό «Σεβαστή Παρίων». Στην άλλη όψη χορός των τριών Χαρίτων.

Η διάδοση. Σύμφωνα με τους μελετητές η διάδοση του παριανού νομίσματος όλες αυτές τις εποχές δείχνει ότι από πολύ νωρίς είχαν διαμορφωθεί στο νησί συνθήκες ανεπτυγμένου εμπορίου. Μερικοί, μάλι­στα, διατυπώνουν την άποψη ότι η συγκέντρωση των νομισμάτων στα χέρια λίγων δημιούργησε έντονες ταξικές διαφορές. Σ' αρκετές περιπτώσεις αυτές εκδηλώθη­καν με σκληρούς πολιτικούς αγώνες. Πάντως, η Πάρος παρέμεινε στον ένα ή άλλο βαθμό μια ολιγαρχική κοινωνία.

Τοπικό νόμισμα στη διαδρομή των αιώνων θα γνωρίσουν ξανά η Πάρος και οι Κυκλάδες κατά τη Φραγκοκρατία. Τον 14ο αιώνα νομίσματα κόβουν οι ηγεμόνες του Αρχιπελάγους (Σανούδοι κ.ά.). Πρόκειται για χάλκινα βενετσιάνικα κέρ­ματα, που εκείνη την περίοδο, αλλά και αργότερα «κόβονται» από τους Φράγκους στην Αχαΐα, την Αθήνα, την Κρήτη κ.ά.

Όπως σημειώνουν οι νομισματολόγοι την ευρύτερη περίοδο, που φθάνει ως την απελευθέρωση των Κυκλάδων, τα νομίσματα στην περιοχή είναι «μητρο­πολιτικά». Τα χρυσά τσεκίνια, τα γκροσέτα για τι ναυτικές συναλλαγές κ.ά. Αυτά, μαζί μ' άλλα, τα χαρακτηρίζουν «νομίσματα ανάγκης και σωτηρίας».
Το χαρακτηριστικό όλων αυτών των νομισμάτων και των άλλων ευρωπαϊκών που κυκλοφορούσαν στην Πάρο και τις Κυκλάδες είναι πως είχαν μεταλλική αξία. Όλα ζυγίζονταν και δοκιμάζονταν και οι ντόπιοι τ' αποκαλούσαν λιαστούς. Ίσως η λέξη σημαίνει λιανά (ψιλά).
(Τα νομισματικά στοιχεία αντλούνται από κείμενα που συνοδεύουν τα εκθέματα της Νάουσας και από μελέτες του Ι. Βασιλόπουλου)
ΠΑΡΙΑΝΑ ΛΕΠΤΑ
ΜΕΤΑ την τουρκοκρατία και την απελευθέρωση των Κυκλάδων υπήρξε μια περίοδος που η Πάρος απέκτησε ξανά «ντόπιο» νόμισμα. Η «Ελληνική Εταιρεία Μαρμάρων» (ιδρύθηκε στο νησί με βελγικά, κυρίως, κεφάλαια τη δεκαετία του 1870) κυκλοφορεί και συναλλάσσεται για τις ανάγκες της με δικό της μεταλλικό νόμισμα (μάρκες στην ελληνική ορολογία ή tokens στη διεθνή). Το σήμα της είναι βαριοπούλα και σφυρί στο μπροστινό μέρος των κερμάτων και η επωνυμία της εταιρείας πίσω. Κυκλοφορούν των 25,10 και 5 λεπτών, που προορίζονται για τη μισθοδοσία των εργατών και τις τοπικές συναλλαγές. Γρήγορα, όμως, χρεοκοπεί (τέλη δεκαετίας 1880).


Πηγή:
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"
6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2009
ΛΙΓΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟ

-->
1. Γεωγραφία – περιβάλλον

Στην καρδιά των Κυκλάδων βρίσκεται το τρίτο σε μέγεθος νησί του συμπλέγματος, η όμορφη Πάρος. Στην ακτογραμμή της σχηματίζονται μικροί και μεγάλοι όρμοι με αμμώδεις παραλίες. Σε αντίθεση με τον ορεινό όγκο που υψώνεται στο εσωτερικό του νησιού, τον Προφήτη Ηλία (με υψόμετρο 770 μ.), στην περιφέρεια η γη είναι πεδινή, με πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ο συγκερασμός των παραπάνω στοιχείων κάνουν το νησί να παρουσιάζει μεγάλο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον. Τα δέντρα που ευδοκιμούν εδώ είναι το πεύκο της θάλασσας, οι κουκουναριές, οι λεύκες, τα εσπεριδοειδή και μεγάλη ποικιλία φρυγάνων. Πολλά είδη θάμνων είναι αρωματικά. Αρχαιότατο και σημαντικότατο φυτό είναι ο κρόκος (crocus salivus
) ή ζαφορά ή σαφράνι.

Πολλές περιοχές της Πάρου είναι υγρότοποι με ιδιαίτερη σημασία για τη χλωρίδα και την πανίδα του νησιού. Η ορνιθοπανίδα της Πάρου είναι πολύ σημαντική καθώς αποτελείται από τριακόσια και πλέον είδη. Στους υγρότοπους βρίσκουν καταφύγιο πολλά είδη μεταναστευτικών και ενδημικών πουλιών, ανάμεσα στα οποία και ορισμένα σπάνια όπως ο θαμνοψάλτης (prunella modularis
) και ο αιγαιόγλαρος (larus audouinii).

Η Πάρος παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία θαλάσσιων βιοτόπων, που φιλοξενούν πολλούς και σπουδαίους θαλάσσιους οργανισμούς. Το σημαντικότερο θηλαστικό είναι η μεσογειακή φώκια (monachus monachus
).

Στα δυτικά της Πάρου βρίσκεται η τοποθεσία Ψυχοπιανά, περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, καθώς εδώ βρίσκουν καταφύγιο αμέτρητες πολύχρωμες πεταλούδες του είδους panaxia quadripunctaria
.

Το έδαφος της Πάρου αποτελείται από μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως μάρμαρα, σχιστόλιθους και μικρή ποσότητα σμύριδας. Σε μεγάλα κοιτάσματα βρίσκεται το παριανό μάρμαρο.

2. Ιστορία

2. 1. Προϊστορική περίοδος

Η Πάρος κατοικήθηκε από τις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου (Κουκουναριές), αλλά τα πρώτα σημαντικά δείγματα εγκατάστασης στο νησί προέρχονται από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3200-2000 π.Χ.), όπως μαρτυρούν οι οικισμοί και τα νεκροταφεία που έχουν ανακαλυφθεί. Οι πιο πολλές θέσεις βρίσκονται παραθαλάσσια στον Δρυό, στον Κάμπο, στον Πύργο, στη θέση Πλαστηράς, και στον κόλπο της Παροικιάς, στις τοποθεσίες Δήλιο και Κάστρο (κάτω από τον Άγιο Κωνσταντίνο). Στο νησί φαίνεται ότι είχαν εγκατασταθεί Μινωίτες, όπως δηλώνουν και οι παλαιές ονομασίες του, Μινωίς και Μινώα. Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της εποχής του Χαλκού (1200-1000 π.Χ.), ένας πολύ σημαντικός οχυρωμένος οικισμός αναπτύχθηκε στις Κουκουναριές, στον κόλπο της Νάουσας.

2. 2. Αρχαιότητα

Το σημερινό όνομα του νησιού, σύμφωνα με τη μυθολογία, το κληροδότησε στο νησί ο οικιστής του Πάρος από την Αρκαδία. Στην αρχή της 1ης χιλιετίας π.Χ. κατέφθασαν από την Αττική ιωνικά φύλα, που έβαλαν τις βάσεις για την ανάπτυξη της Πάρου και την ανάδειξή της στο Αιγαίο. Πράγματι, κατά την Αρχαϊκή και Κλασική εποχή η Πάρος αποτελούσε σημαντική οικονομική δύναμη και σπουδαίο καλλιτεχνικό κέντρο. Την ευημερία της στην Αρχαιότητα την οφείλει στο εμπόριο, στην ίδρυση αποικιών και στην εκμετάλλευση του ντόπιου μαρμάρου. Η σπουδαιότερη αποικία της Πάρου ήταν η Θάσος που ιδρύθηκε το 680 π.Χ. Άλλες αποικίες ήταν η Γαληψός, η Αισύμη, η Στρύμη, το Πάριον στον Ελλήσποντο και ο Φάρος στην Αδριατική.

Στους Μηδικούς πολέμους (490-479 π.Χ.) το νησί χρησιμοποιήθηκε ως ναυτική βάση των Περσών. Ύστερα, με την Α΄ και Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, που ιδρύθηκαν το 478 και 377 π.Χ. αντίστοιχα, πέρασε στην επικυριαρχία των Αθηναίων, αργότερα των Μακεδόνων και από το 140 π.Χ. των Ρωμαίων.

Στην Πάρο έζησε ο πρώτος λυρικός ποιητής της Αρχαιότητας, ο Αρχίλοχος. Από την Πάρο κατάγονταν ορισμένοι από τους λαμπρότερους γλύπτες της Κλασικής εποχής, όπως ο Αγοράκριτος και ο Σκόπας.

2. 3. Βυζαντινή περίοδος – Νεότεροι χρόνοι

Από την Πρωτοβυζαντινή περίοδο στην Πάρο δεν είναι γνωστοί οικισμοί ή σημαντικά κτίσματα, μόνο λίγες εκκλησίες. Κατά τη Βυζαντινή εποχή, από τον 7ο ως το 12ο αιώνα, η Πάρος γνώρισε περιόδους ακμής λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των προνομίων της, αλλά και περιόδους αναταραχής και ερήμωσης από τις πειρατικές, σλαβικές και αραβικές επιδρομές και τέλος από σεισμούς. Το 1207 με την ίδρυση του δουκάτου του Αιγαίου το νησί πέρασε διαδοχικά στην επικυριαρχία ισχυρών ενετικών οικογενειών όπως των Κρίσπι, των Σομμαρίπα και των Βενιέρηδων. Μετά το 1260 κατασκευάστηκαν τρία κάστρα, στο λιμάνι της Νάουσας, στον Κέφαλο και στην Παροικιά. Το 1537, ωστόσο, η Πάρος καταλαμβάνεται από το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ύστερα από πολιορκία του κάστρου του Κεφάλου. Το νησί, όπως και άλλα κυκλαδονήσια, παραχωρείται από τους Οθωμανούς στον Εβραίο διπλωμάτη Ιωσήφ Νάζι από το 1566 έως το 1579, οπότε εντάσσεται πλήρως στην οθωμανική επικράτεια.

Στους επόμενους αιώνες η Πάρος βρίσκεται στο επίκεντρο των συγκρούσεων του πολέμου μεταξύ Βενετών και Οθωμανών. Τότε καταστρέφεται ολοσχερώς η Παροικιά. Έναν αιώνα μετά, κατά τη διάρκεια του ρωσο-οθωμανικού πολέμου (1768-1774) η Νάουσα γίνεται βάση του ρωσικού στόλου.

Το κενό εξουσίας που προέκυπτε συχνά από τις αντιπαραθέσεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκμεταλλεύονταν, εις βάρος πάντα των νησιωτών, οι πειρατές. Μόνιμα ορμητήριά τους ήταν τα στενά μεταξύ Πάρου και Αντιπάρου και η Νάουσα.

Στις 24 Απριλίου 1821 ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, κήρυξε την επανάσταση στην Πάρο. Στο νησί πέθανε η ηρωίδα της επανάστασης Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840). Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830, η Πάρος εντάσσεται στην ελληνική επικράτεια, όπως άλλωστε και όλες οι υπόλοιπες Κυκλάδες.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Πάρος εντάχθηκε αρχικά, το 1941, στην ιταλική διοίκηση, στα πλαίσια της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, το νησί εντάχθηκε στη γερμανική διοίκηση ως την απελευθέρωσή του το 1944. Σημαντικότατη ήταν η συνεισφορά των Παριανών, καθώς η Αντίσταση είχε εγκαταστήσει στην Αντίπαρο μυστική βάση, από την οποία φυγαδεύονταν με υποβρύχια και καΐκια αγωνιστές στη Μέση Ανατολή.

3. Οικονομική ζωή

Οι Παριανοί εκμεταλλεύτηκαν κάθε κλιματική, εδαφική και γεωγραφική παράμετρο του τόπου τους. Από τις πρώτες ασχολίες τους ήταν η αλιεία και το εμπόριο. Κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή του νησιού από την Αρχαιότητα ως τα Νεότερα χρόνια αποτελούσε το περίφημο παριανό μάρμαρο.

Σε όλες τις περιόδους κατοίκησης καλλιεργούνταν σιτηρά, κριθάρι, αμπέλια και ελιές. Στις αρχές του 18ου αιώνα η Πάρος περιγράφεται από ξένους περιηγητές σαν ένα εύπορο νησί με καλλιέργειες και εμπόριο κρασιών, τυριών, κριθαριού και βαμβακιού.

Η έξωση των ελληνορθόδοξων της Μικράς Ασίας από τις πατρίδες τους το 1922 επηρέασε την οικονομική ζωή του νησιού όταν αρκετές οικογένειες προσφύγων εγκαταστάθηκαν στην Πάρο ανανεώνοντας τη γεωργία. Δυστυχώς η γερμανική κατοχή ανέκοψε την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου. Στη δεκαετία του 1950, άρχισε η μετανάστευση των κατοίκων του νησιού τόσο προς την Αθήνα όσο και προς την Ευρώπη και την Αμερική. Η γεωργία και η κτηνοτροφία παραμελήθηκαν, γενικά η οικονομική δραστηριότητα εξασθένησε και η Πάρος μαράζωσε.

Στις μέρες μας σημαντική είναι μόνο η παραγωγή κριθαριού. Η αλιεία επίσης είναι από τις λίγες πλουτοπαραγωγικές πηγές του νησιού και ο αλιευτικός στόλος της Πάρου από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα. Στα οινοποιεία της Πάρου παρασκευάζονται λευκά και κόκκινα κρασιά από τα ντόπια σταφύλια. Το πιο γνωστό κρασί της Πάρου είναι το ξηρό κόκκινο Ονομασίας Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας (ΟΠΑΠ).

Τα τελευταία χρόνια η Πάρος παρουσιάζει μεγάλη τουριστική ανάπτυξη και οι Παριανοί ασχολούνται κυρίως με ξενοδοχειακές και άλλες τουριστικές επιχειρήσεις.

4. Το μάρμαρο της Πάρου

4. 1. Η «παρία λίθος» και η ανάπτυξη της γλυπτικής

Η Πάρος οφείλει τη μεγάλη ανάπτυξή της κατά την Αρχαιότητα στη συστηματική εξόρυξη και εκμετάλλευση του παριανού μαρμάρου, η οποία άρχισε τον 7ο αι. π.Χ. για να συνεχιστεί σχεδόν ασταμάτητα ως το 1881.

Η «παρία λίθος», όπως ονόμαζαν οι αρχαίοι το τοπικό μάρμαρο, είναι μοναδικής ποιότητας: λευκό, καθαρό, σχεδόν διάφανο και λεπτόκοκκο, με κρυσταλλική υφή. Άλλες ονομασίες που παραδίδονται είναι λυχνίτης, λυχναίος, λυχνίας ή λυχνεύς. Πιθανότατα οι χαρακτηρισμοί αυτοί οφείλονται στη διαύγεια και τη λαμπρότητά του ή στον τρόπο εξόρυξης, καθώς οι στοές στο λατομείο φωτίζονταν με λύχνους.

Λόγω των εξαιρετικών ιδιοτήτων του το παριανό μάρμαρο ήταν η τέλεια πρώτη ύλη για την αρχαία γλυπτική τέχνη και την αρχιτεκτονική. Τα πρώτα μαρμάρινα έργα τέχνης ήταν τα κυκλαδικά ειδώλια και αγγεία. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Παριανοί δεν περιορίστηκαν μόνο στο εμπόριο του μαρμάρου, που τους εξασφάλιζε πλούτο και δύναμη. Η Πάρος εξελίχθηκε σε μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο με περίφημους γλύπτες και ιδιαίτερη παράδοση. Ορισμένοι από τους σημαντικότερους γλύπτες της Κλασικής εποχής, όπως ο Αγοράκριτος, ο Σκόπας, ο Αριστίων, ο Αρκεσίλαος, ο Θρασυμήδης κατάγονταν από εδώ. Τα περίφημα έργα τους στόλιζαν τα σημαντικότερα μνημεία της Αρχαιότητας, ανάμεσά τους τον Παρθενώνα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ενώ ορισμένα από τα ωραιότερα αγάλματα της Αρχαίας περιόδου ήταν από παριανό μάρμαρο: η Νίκη του Παιωνίου, ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Νίκη της Σαμοθράκης, η Αφροδίτη της Μήλου.

4. 2. Τα λατομεία μαρμάρου στο Μαράθι

Στην τοποθεσία Μαράθι, 5 χλμ. ΒΑ από την Παροικιά, βρίσκεται το αρχαίο λατομείο μαρμάρου. Οι στοές έχουν συνολικό μήκος 190 μ. και εκτείνονται σε μεγάλο βάθος κάτω από την επιφάνεια της γης. Από τις τρεις εισόδους των λατομείων μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νότια. Στην αριστερή πλευρά της υπάρχει ένα ανάγλυφο της Ελληνιστικής εποχής αφιερωμένο στις Νύμφες, με την επιγραφή: «ΑΔΑΜΑΣ ΟΔΡΥΣΗΣ ΝΥΜΦΑΙΣ», από την οποία το λατομείο ονομαζόταν «λατομείο των Νυμφών». Στην παράσταση, αποσπασματικά σωζόμενη σήμερα, απεικονίζονται διάφορα πρόσωπα να παίρνουν μέρος σε μια τελετή ή γιορτή. Ακόμη διατηρούνται από την Αρχαιότητα οι κολόνες στήριξης, σκαλοπάτια και προστατευτικοί τοίχοι στις πλευρές των στοών από λατύπη και κομμάτια μαρμάρου που αποκόπηκαν κατά την εξόρυξη.

Η εμπορική εκμετάλλευση του λυχνίτη, ύστερα από μια μεγάλη παύση στα Βυζαντινά χρόνια, γνώρισε νέα ανάπτυξη κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας. Ο δούκας της Πάρου Κρουσίνο Σομμαρίπα, έκανε εξαγωγή του μαρμάρου στη Χίο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ακόμη και στη Βενετία. Μετά την Ελληνική Επανάσταση ανέλαβαν την εκμετάλλευση των λατομείων ξένες εταιρείες. Από το 1844 ως το 1877 ανέλαβε τα λατομεία η Γαλλική Εταιρεία Μαρμάρου και από το 1878 η Βελγική Εταιρεία Μαρμάρου. Η τελευταία φαίνεται ότι είχε μεγαλόπνοα σχέδια, καθώς χτίστηκαν εγκαταστάσεις στο Μαράθι, κατασκευάστηκε σιδηροδρομική γραμμή για τη μεταφορά του μαρμάρου στο λιμάνι της Παροικιάς και κόπηκε νόμισμα για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων και τις συναλλαγές της εταιρείας. Δυστυχώς αυτή ήταν μόνο μια σύντομη οικονομική αναλαμπή για την Πάρο, αφού λίγα χρόνια αργότερα η εταιρεία μαρμάρου λόγω οικονομικών δυσκολιών σταμάτησε τη λειτουργία της. Από το 1881 η εκμετάλλευση των λατομείων πέρασε στα χέρια της Ελληνικής Εταιρείας των Μαρμάρων της Πάρου. Ο χώρος των λατομείων σήμερα αποτελεί επισκέψιμο μνημείο βιομηχανικής αρχαιολογίας. Στη σύγχρονη εποχή συνεχίζεται η εξόρυξη του μαρμάρου από λατομεία σε άλλα σημεία της Πάρου αλλά η ποσότητα είναι περιορισμένη.
Πηγή: ΙΜΕ
-->


Η υπέρβαση της μικρόχαρης ζωής
Η οικονομική διαστρωμάτωση στην Πάτμο, η πολιτισμική κίνηση και η έξοδος των κατοίκων της σε Αδριατική και Μεσόγειο
Του Σπ. Ι. Ασδραχα*
Εκείνοι οι «οικοκυροί» της Πάτμου, για τους οποίους μιλούσαμε στο προηγούμενο σημείωμα, ανήκουν σε μια δίσημη πληθυσμική κατηγορία: αν στο φοροτεχνικό επίπεδο δηλώνουν απλώς τους εγγάμους, στο κοινωνικο-οικονομικό δηλώνουν παράλληλα και τους εύπορους, αυτούς που στο τρέχον γλωσσάρι φέρονται ως «νοικοκυραίοι» – με άλλα λόγια «μικρομεσαίοι» και «πλούσιοι». Οι πλούσιοι συμβαίνει, όχι βέβαια μόνο στη Πάτμο, να φέρονται ως «άρχοντες» ή «άρχοι» – η τελευταία λέξη έχει γίνει και οικογενειακό επίθετο. Είδαμε, ως προς την έγγεια κτήση, την κλιμάκωση της οικονομικής διαφοροποίησης στο νησί του Οσίου Χριστοδούλου ή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, της Αποκάλυψης. Αν, αντί για τη κυριότητα στη γη, αναφερόμαστε στην εισοδηματική κατάσταση, όπως την εκφράζει το ύψος «της τάνσας», θα καταλήγαμε σε μιαν ισοδύναμη οικονομική διαστρωμάτωση· το ίδιο θα προέκυπτε αν ως βάση παίρναμε τον κεφαλικό φόρο, το χαράτσι (ή «τζιζιγιέ», όπως φέρεται στην επίσημη ορολογία). Δεν θα ήθελα να ξαναναρκώσω και σήμερα τον αναγνώστη με απόλυτους και σχετικούς αριθμούς, αλλά να κορφολογήσω κάτι από τα σήματα του πλούτου.
Πρίν απ’ αυτό, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι οι Πάτμιοι (οι «Πατινιώτες», όπως τους έλεγαν) από τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν επανεξοικίζεται το νησί τους από τον Οσιο Χριστόδουλο, δεν είναι αποκλειστικά «εμπεπηγμένοι τη βόλω», δηλαδή καλλιεργητές, όπως ήταν και εκείνοι του μικρασιατικού εξαρτήματος του μοναστηρίου, αλλά ήταν συγχρόνως και ταξιδευτές με τα δικά τους πλεούμενα, αρχικώς τα «σανδάλια» · ότι με την πάροδο του χρόνου έγιναν μετανάστες, από τη Μινόρκα και τα ιταλικά λιμάνια ώς την Ολλανδία και ότι οι μετανάστες αυτοί ήταν κυρίως μετανάστες εμπορικοί· ότι εμπορεύονται με τα δύο κομμάτια της Μεσογείου κι ακόμη ότι θεωρούν οικονομικό κέντρο τη Δύση, την Αδριατική – γι’ αυτό και αποκαλούν «μέσα ταξίδι» τους πλόες τους προς τα λιμάνια της Αδριατικής, πρωτίστως τη Βενετία. Μετέχουν στο μετρικό και νομισματικό σύστημα της Ανατολής – μετρούν σε «καφίδια» που τα βρίσκουμε στο Ιράκ, και με «μαϊδία» και όχι με «παράδες» (υιοθετούν συνεπώς το αιγυπτιακό νομισματικό σύστημα) · παρουσιάζουν, επίσης, αξιοσημείωτες πολιτισμικές (θρησκευτικές) ωσμώσεις, υπαγορευόμενες μάλλον από λόγους συγκυριακούς.

Tο εμπόριο
Με δυο λόγια, είναι ένα νησί της Ανατολής που «εκπολιτίζεται» από τη Δύση (θα μιλούσαμε μια αρμονική, όχι αποδιαρθρωτική acculturation ή για transculturation, για να εκφραστούμε στα φραγκοχιώτικα. Transculturation: τι μεταδίδει σ’ αυτό που σημαίνει η λέξη, δηλαδή την αμφίδρομη πολιτισμική κίνηση; Εξυπακούεται, προϊόντα που όλα τους δεν είναι μεταποιήσιμα, ανάμεσά τους γεύσεις και θερμίδες, αλλά και έτοιμα ενδύματα για τους φτωχούς. Οχι μόνο την εμμονή στους τόπους υποδοχής στα πάτριά του: αμφίδρομη, λοιπόν, πολιτισμική κίνηση και στο εσωτερικό ενός πολιτισμικού συνόλου. Δεν επεκτείνομαι σ’ αυτό το «κεφάλαιο» που το έχει οριοθετήσει ο Φίλιππος Ηλιού γράφοντας για τον Κοραή του Αμστερνταμ ή τον Πάτμιο Σταμάτη Πέτρου.
Δεν διαθέτουμε επακριβή στοιχεία, ώστε να καθορίσουμε το δημογραφικό βάρος των ανθρώπων του εμπορίου και της θάλασσας. Ωστόσο, μια απογραφή της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα είναι αποκαλυπτική. Το ψυχομέτρι (χωρίς τους μοναχούς) έδωσε 2.815 άτομα: ο ενεργός αρσενικός πληθυσμός, 644. Απ’ αυτόν, οι έμποροι και οι θαλασσινοί αντιπροσωπεύουν το 56,7% (οι ναύτες το 37% περίπου) οι γεωργοί το 10,5%, ενώ οι «κτηματίες», μόλις οχτώ, το 1,2%. Προφανώς, οι τελευταίοι είναι όσοι διαθέτουν σχετικώς αξιόλογη έγγεια κτήση. Ο διακινούμενος και συγχρόνως εδραίος πληθυσμός φέρνει τον πλούτο, χωρίς, όπως έχουμε υπομνήσει, ο πλούτος αυτός να έχει ως αξιοσημείωτο έδρασμα το εγχώριο προϊόν.
Ας επιμείνουμε λίγο στα στοιχειώδη δημογραφικά. Στις 2.815 ψυχές, το μερίδιο των γυναικών ανέρχεται στο 54%, οχτώ εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τον αρσενικό πληθυσμό (46%). Ηδη από παλιά οι παρατηρητές είχαν επισημάνει την υπεροχή του γυναικείου πληθυσμού. Το ποσοστό του εξαρτημένου πληθυσμού (όπου είναι επόμενο να κυριαρχεί η βαθμίδα της παιδικής ηλικίας) είναι επίσης υψηλό, περίπου το 50%. Το υψηλό ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού υποδεικνύει το αντίστοιχο των χηρών (κατά τα έτη 1671, 1677, 1681): κατά μέσον όρο 25,5% έναντι 14,4% των αγάμων. Τα ποσοστά δεν μεταβάλλονται αν συνυπολογισθεί και ο αριθμός των μοναχών. Γιατί αυτή η γυναικεία υπεροχή που, μετριότερα, παρουσιάζεται και αλλού; Καθώς λείπουν τα στοιχεία για τον έλεγχο της γεννησιμότητας κατά φύλο, απομένουν δύο εύλογες υποθέσεις: ανδρική μετανάστευση και οι κίνδυνοι της θάλασσας· το ποσοστό των χηρών οφείλεται, ίσως, περισσότερο σ’ αυτούς τους κινδύνους παρά στη διαφορά της γαμήλιας ηλικίας των δύο φύλων. Ή και στις δυο αιτίες.

O πλούτος
Αυτός ο μικρόκοσμος είχε συνείδηση της σύνθεσης του πλούτου του, της πηγής του, δηλαδή της ναυτεμπορικής διακίνησης και μάλιστα τον περιοδολογεί.
Ενα χρονικό του 1751 (που αναπαράγει προφανώς προγενέστερα) εξιστορεί τον όλεθρο της Πάτμου: οφείλεται στον βενετοτουρκικό πόλεμο που κατέληξε (1669) με την κατάληψη της Κρήτης: ο πόλεμος αυτός τους έκοψε το «νεγότζιο» με τη Βενετία και την Κρήτη, που αυτό ήταν η ζωή του νησιού· επιπροσθέτως, διπλή φορολογία, στους Βενετούς (επαχθέστερη) και στους Τούρκους· λεηλασίες, σκλαβιές και εξαγορές των κατοίκων, άνοδος της τιμής των σιτηρών (ο κόσμος τρεφόταν με ρύζι), αχρηματία (έλειπαν τα «άσπρα») υπήρχε, ωστόσο ο αποκτημένος πλούτος και μ’ αυτόν αντεπεξήλθαν. Τι ήταν, κατά το χρονικό, αυτός ο πλούτος; Χρυσάφι, ασήμι, μαργαριτάρι – τον κουβαλούσαν με τα σακιά στις γαλέρες. Αυτόν τον πλούτο (ό, τι απέμεινε) τον σκόρπισαν στην Αίγυπτο, στη Ρόδο, στην Κω, στη Χίο, στη Θεσσαλονίκη, για να αποκτήσουν τα προς το ζην. Τον ανέκτησαν τον επόμενο αιώνα με τους ίδιους τρόπους, με το νεγότζιο, ανάμεσα στα δυο τμήματα της Μεσογείου με προεξάρχουσα την Αδριατική – όχι μόνο τη Βενετία, αλλά και τα άλλα λιμάνια.
Αυτός ο πλούτος, τα χρυσάφια (πολλά «φάλτσα»), τα ασήμια, τα μαργαριτάρια και μάλιστα τα υφάσματα ήταν διαδεδομένος σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ανισομερώς, βέβαια. Διεδραμάτιζε οικονομικούς και κοινωνικούς ρόλους: διατήρηση των αξιών ανταλλαγής, σύμβολο του κοινωνικού κύρους, αλλά και καταφύγιο σε ώρα ανάγκης (γινόταν ενέχυρο προς ιδιώτες και προς τις κοινοτικές αρχές έναντι της αποπληρωμής της φορολογικής υποχρέωσης· ενέχυρα αλλιώς αμανέτια ή «ταμάχια».
Αν απαριθμούσαμε τα είδη που συνθέτουν αυτόν τον πλούτο, έναν πλούτο κατ’ εξοχήν οικιακό, ο κατάλογος θα ήταν μακρύς: πρόκειται για τη σκευή του σπιτιού, για την ένδυση και τον στολισμό του σώματος. Πόσες ήταν οι ευκαιρίες για την τελευταία χρήση που αφορούσε κυρίως τις γυναίκες; Πόσες ήταν οι ευκαιρίες για τη «σωματοποίηση» του επιδεικτικού μοντέλου; Αν τα στολίδια (βραχιόλια, δαχτυλίδια, «λαιμοί» – δηλαδή χρυσά και ασημένια κολιέ, αν τα μαργαριτάρια και τα όσα μύρια μπορούσαν να φορεθούν, δεν εντάσσονταν στην καθημερινή αλλά πρωτίστως στην τελετουργική επιδεικτικότητα, αποτελούσαν ένα κεφάλαιο που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την προίκα που μεταδιδόταν από θηλυκό σε θηλυκό και μπορούσε επίσης να γίνεται χαρά των ματιών, όταν τα αναμετρούσαν ή τα σκέφτονταν οι γυναικείοι συντελεστές της καλοπορευόμενης κοινωνίας.
Η οικιακή σκευή, από τον «απομπατόρο» (το διαχωρισμένο χώρο του κρεβατιού) με τις κεντητές κουρτίνες του – τις «πρεσβερόπορτες») ώς τα φωτιστικά και τα διάφορα δοχεία και πιατικά, απορροφούσε (στο μέτρο όπου μπορούμε να υπολογίσουμε) σημαντικό τμήμα των χρηματικών διαθεσιμοτήτων της οικογένειας. Κι αυτά τα πλούτη δεν ήταν μόνο κληροδοτημένα, αλλά αποκτήματα των «οικοκυρών». Μεγάλο τους τμήμα πήγαινε, μαζί με τα μητρικά αγαθά, στις θυγατέρες· οι πλουσιότερες θα δίνονταν σε πλούσιους συζύγους.
Τούτο δεν είναι χωρίς σημασία: αν οι Πάτμιοι το 1767 διατείνονται ότι οι θυγατέρες προικίζονται από τα μητρικά αγαθά και δεν προικοδοτούν (προφανώς με χρήματα – «τράχωμα» – τον γαμπρό, η πρακτική τους διαψεύδει: χωρίς την πατρική συμβολή στην προίκα των θηλυκών, η κοινωνική διαφοροποίηση θα είχε ανακοπεί και, σε μια κοινωνία που συνδύαζε την οριζόντια με την κάθετη κινητικότητα, η διαφοροποίηση αυτή θα επαφιόταν μόνο στο οικογενειακό όνομα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν οι φεουδαλικού τύπου σχέσεις που θα μπορούσαν να το στηρίξουν, όπως, λόγου χάρη, συνέβαινε στη Νάξο.

Eξαγωγές
Αυτόν το μέτριο, συγκριτικά, πλούτο τον έφερναν οι διακινούμενοι έμποροι, οι άνθρωποι της θάλασσας. Στη σύνθεσή του αναλογεί στην αντίστοιχη του βενετικού εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο κατά τον φθίνοντα 18ο αιώνα, γιατί η μήτρα του ήταν η βενετσιάνικη βιοτεχνική παραγωγή με τις τοπικές εξακτινώσεις της βέβαια. Για να τον αποκτήσουν, δεν περίμεναν να τους τον φέρουν, αλλά πήγαιναν οι ίδιοι στις πηγές του, μεταφέροντας τα προϊόντα της Ανατολής: νήματα, μαλλιά και βαμβάκια, σφουγγάρια, ακόμη και χαλκώματα και τα λιγοστά προϊόντα της οικοτεχνίας τους, τις πατινιώτικες «κάλτσες». Δεν μετείχαν στο σύνολο (τουλάχιστον όσο ξέρω) των εξαγόμενων προϊόντων της Ανατολής, τα δημητριακά, λόγου χάρη, και το λάδι ή τη σταφίδα. Κοντά στα σύμβολα του πλούτου, έφερναν εργαλεία. Με ένα λόγο γίνονταν αγωγοί ευρύτερων ωσμώσεων, τελικώς πολιτισμικών. Δίπλα στ’ αγκίστρια, τα δίχτυα, τα τακούνια για γόβες, τέλια του ταμπουρά και τόσα άλλα, έφερναν και βιβλία – όχι μόνο εκκλησιαστικά. Δίπλα στις εικόνες έφερναν και στάμπες ή ζωγραφιές με κοσμικά θέματα. Δεν ήταν, εξυπακούεται, οι μόνοι.
Αλλά οι Πάτμιοι (και όχι μόνον αυτοί) είχαν διασπαρεί στη Μεσόγειο και πέρα απ’ αυτήν. Η διασπορά αυτή διαφοροποίησε και τα «γούστα», ενοφθαλμίζοντας σ’ αυτά αντικείμενα που υπερέβαιναν ή κυριολεκτικότερα συμπλήρωναν την πολιτισμική ώσμωση που είχε ως κύρια κοιτίδα την Αδριατική: και πάλι όμως μέσα στο πλαίσιο του αρμονικού «εκπολιτισμού». Αλλά για το ζήτημα αυτό θα κορφολογήσουμε ένα ατομικό παράδειγμα στο επόμενο σημείωμα.
*Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.
Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_15/11/2009_337122

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου