Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ




Η ανταλλαγή των πληθυσμών Ο επίλογος της Μικρασιατικής Καταστροφής έφερε πόνο στις δύο πλευρές, αλλά και την ειρήνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας

Επιμέλεια: Στεφανος Xελιδονης


Στις 20 Νοεμβρίου 1922, επαύριο της ελληνικής ήττας στη Μικρά Ασία, άρχισε στη Λωζάννη η Συνδιάσκεψη Ειρήνης, με σκοπό οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε μια νέα Συνθήκη που θα αντικαθιστούσε τη Συνθήκη των Σεβρών, την οποία η νέα τουρκική κυβέρνηση υπό τον Μουσταφά Κεμάλ δεν αναγνώριζε. Ο Κεμάλ είχε επίσης ξεκαθαρίσει ότι σκόπευε να διώξει το συντομότερο από τα εδάφη της Τουρκίας όσους Ελληνες είχαν απομείνει και είχε μάλιστα ορίσει προθεσμία τις 13 Δεκεμβρίου. Στις 30 Ιανουαρίου 1923, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Πασάς (αργότερα Ινονού) υπέγραψαν στη Λωζάννη δύο συμβάσεις - μία για την ανταλλαγή των ομήρων και των αιχμαλώτων πολέμου και μία για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών με μοναδικό κριτήριο το θρήσκευμα των «ανταλλάξιμων», την οποία είχε εισηγηθεί ο Νορβηγός αντιπρόσωπος της Κοινωνίας των Εθνών, Φρίντχοφ Νάνσεν, στη συνέχεια κατέστη μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923. Η Σύμβαση άρχισε να εφαρμόζεται από τον Αύγουστο του 1923, η δε μεικτή επιτροπή επιφορτισμένη με την εκτίμηση και εκκαθάριση των περιουσιών που θα άφηναν πίσω τους οι πληθυσμοί περάτωσε το έργο της το 1925. Η ανταλλαγή των πληθυσμών μπορεί δικαίως να θεωρηθεί ο επίλογος της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς -πέρα από το ότι αποτελούσε μια ηπιότερη μορφή εθνοκάθαρσης- ουσιαστικά νομιμοποιούσε στη διεθνή κοινότητα το τέλος της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στην Ιωνία. Ηταν η πρώτη μεγάλη ανταλλαγή πληθυσμών στον 20ό αιώνα, μια πρακτική που κατόπιν εφαρμόστηκε και σε άλλα μέρη του κόσμου, και την οποία σήμερα ο ΟΗΕ καταδικάζει ως παραβίαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.







Ο δύσκολος δρόμος προς την ομοιογένεια


Του Bruce Clark*
Για τον άνθρωπο του 21ου αιώνα, που τη διαβάζει για πρώτη φορά, η Σύμβαση της ανταλλαγής πληθυσμών έχει κάτι το φρικιαστικά ψυχρό. Με γραφειοκρατική αλλά σαφέστατη γλώσσα, διατάζει την απέλαση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, ανεξαρτήτως της πολιτισμικής τους ταυτότητας ή των προσωπικών τους αισθημάτων. Η ιδέα αυτή καθαυτήν ότι ένα κράτος μπορεί να «ανταλλάξει» μέρος του πληθυσμού του με μιαν άλλη ομάδα ανθρώπων συνεπάγεται κάτι το τρομακτικό για τη σχέση μεταξύ πολίτη και κράτους. Δείχνει ότι το κράτος «κέκτηται» των ανθρώπων που βρίσκονται υπό την εξουσία του με τον ίδιο τρόπο που του ανήκει μία ράβδος χρυσού ή ένα θωρηκτό.

Στην εφαρμογή της, η Σύμβαση είχε όντως ορισμένες σκληρές συνέπειες για σχεδόν δύο εκατομμύρια ανθρώπους, αυτές δε οι συνέπειες δεν ήταν ούτε απλές ούτε ομοιόμορφες. Για το ένα εκατομμύριο περίπου Ελληνορθοδόξους, που είχαν ήδη τραπεί σε φυγή από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη (και συνωστίζονταν στα λιμάνια, στις πόλεις και στα νησιά της Ελλάδας, σε μία κατάσταση απόγνωσης και ένδειας), η Σύμβαση υποδήλωνε αποδοχή ότι δεν θα επέστρεφαν στις γενέτειρές τους. Για τουλάχιστον 150.000 Οθωμανούς Ελληνες, των οποίων η εκδίωξη (από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και την ενδοχώρα της) βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, η Σύμβαση ηύξανε την πιθανότητα ότι τουλάχιστον θα έφευγαν από την Τουρκία ζωντανοί. Πολλοί άνθρωποι που ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία ήταν σε κακή φυσική κατάσταση ως αποτέλεσμα μακρών αναγκαστικών πορειών και μεταδοτικών νοσημάτων. Για 50.000 ή περισσότερους ορθόδοξους χριστιανούς στην Καππαδοκία, πολλοί από τους οποίους ήταν τουρκόφωνοι, η Σύμβαση σήμαινε τη συντονισμένη απέλαση από μια πατρίδα που δεν την άγγιξε ο πόλεμος και στην οποία ήλπιζαν να παραμείνουν. Και για σχεδόν 400.000 μουσουλμάνους που ζούσαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, η Σύμβαση σήμαινε κάτι παρόμοιο: μία συντονισμένη αλλά οδυνηρή απέλαση από εδάφη με τα οποία ήταν στενά συνδεδεμένοι.

Παρά τον ανθρώπινο πόνο που αναπόφευκτα θα προκαλούσε, σχεδόν όλοι όσοι είχαν επιρροή στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης θεώρησαν το σύμφωνο της ανταλλαγής πληθυσμών μία ευπρόσδεκτη εξέλιξη και ένα ορόσημο στον δρόμο για μακροχρόνια ειρήνη. Ο Φρίντχοφ Νάνσεν, ο Νορβηγός εξερευνητής και αντιπρόσωπος της Κοινωνίας των Εθνών, μιλούσε με ενθουσιασμό για την «αμιγοποίηση του πληθυσμού» της περιοχής του Αιγαίου ως προπομπό μακροχρόνιας σταθερότητας. Επίσης, η συμφωνία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και της Τουρκίας και της Ελλάδας, για διαφορετικούς όμως λόγους την κάθε μία. Ηδη, από τις τουρκικές νίκες του προηγούμενου φθινοπώρου, και οι δύο κυβερνήσεις είχαν δεσμευτεί για μία ανταλλαγή πληθυσμών, η οποία θα μετέβαλλε τις χώρες τους σε σχετικά ομοιογενείς χώρους, από θρησκευτικής απόψεως.

Οι προσδοκίες των Τούρκων

Αλλά στους τέσσερις μήνες που είχαν μεσολαβήσει από τη νίκη της Τουρκίας, είχε επίσης γίνει ξεκάθαρο ότι οι δύο χώρες, τουλάχιστον αρχικά, προσδοκούσαν πολύ διαφορετικά πράγματα από μία ανταλλαγή πληθυσμών. Ενεργώντας ως μεσολαβητής, ο Νάνσεν έπρεπε να εξηγήσει τη θέση της μιας χώρας στην άλλη και να προσπαθήσει να τις συμφιλιώσει. Τι ήθελε η Τουρκία από μία ανταλλαγή πληθυσμών; Εχοντας εδραιώσει τον πλήρη έλεγχο της Ανατολίας, οι νέες τουρκικές αρχές είχαν καταστήσει σαφές ότι οι εναπομείνασες ελληνικές και αρμενικές μειονότητες είχαν χάσει το δικαίωμά τους να ζήσουν στο κράτος που τώρα θα ιδρυόταν. Ηταν «εχθροί αλλοδαποί» που είχαν συμπεριφερθεί ως προδότες, υποστηρίζοντας τους κατακτητές της Σμύρνης.

Ειδικά στις πάλαι ποτέ ζώνες πολεμικών επιχειρήσεων, ουσιαστικά όλοι οι Ελληνες ικανοί για στρατιωτική υπηρεσία αιχμαλωτίστηκαν και οι περισσότεροι από αυτούς δεν επέζησαν, ενώ στις γυναίκες, στα παιδιά και στους ηλικιωμένους δόθηκαν λίγες εβδομάδες για να φύγουν από τη χώρα. Οπότε, η αποφασιστικότητα της Τουρκίας να απελάσει τους περισσότερους από τους χριστιανούς υπηκόους της ουσιαστικά δεν αμφισβητείτο. Το θέμα ήταν αν αυτή η απέλαση θα ήταν μονομερής ή συμπεφωνημένη. Αν η δεύτερη επιλογή ήταν δελεαστική, αυτό συνέβαινε εν μέρει επειδή οι νέοι κυβερνήτες της Τουρκίας ήταν ευαίσθητοι έναντι της διεθνούς γνώμης. Ισως ορθά θεωρούσαν ότι οι δυτικές δυνάμεις χρησιμοποιούσαν το «μητρώο ανθρωπίνων δικαιωμάτων» της Τουρκίας ως έναν τρόπο για να ασκήσουν πίεση στο νέο κράτος και να κερδίσουν έδαφος σε διαπραγματεύσεις άλλων ζητημάτων, όπως του πετρελαίου και των ναυτιλιακών δικαιωμάτων. Αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει την Τουρκία για απέλαση χριστιανών, αν η κατ’ εξοχήν χώρα που μιλούσε για λογαριασμό αυτών των χριστιανών, η Ελλάδα, είχε αποδεχθεί την απέλαση ως νόμιμη.





Η εγκατάσταση των προσφύγων και οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης


Τι προσδοκούσε η Αθήνα από την ανταλλαγή; Ρεαλιστικά, με το να δεχτεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας δεν θα επέστρεφαν ποτέ στις εστίες τους, η Ελλάδα δεν είχε να χάσει και πολλά. Το κύριο όφελος για την Ελλάδα από μία ανταλλαγή πληθυσμών ήταν απλούστατα ότι με το να απαλλαγεί από τη μουσουλμανική μειονότητα της χώρας, ή το μεγαλύτερο μέρος της, θα αποκτούσε αρκετό χώρο ώστε να στεγάσει τους άρρωστους, πάμπτωχους ανθρώπους που συνωστίζονταν στα λιμάνια της. Υπήρχαν κάποια θέματα πρακτικής φύσεως. Οσο πιο σύντομα εγκαθίσταντο οι πρόσφυγες σε αγροτική γη ή σε βιώσιμους αστικούς οικισμούς, τόσο το συντομότερο θα μπορούσαν να στηρίξουν τους εαυτούς τους και να πάψουν να είναι βάρος στο ελληνικό κράτος.

Και οι δύο χώρες είδαν δυνητικό όφελος σε μία ανταλλαγή πληθυσμών, αλλά, όπως σύντομα ανακάλυψε ο Νάνσεν, αυτό σήμαινε κάτι διαφορετικό για την κάθε μία. Το ερώτημα–κλειδί ήταν αν θα συμπεριλαμβανόταν στη Σύμβαση η Κωνσταντινούπολη, η οποία βρισκόταν ακόμη υπό την κατοχή μιας συμμαχικής δύναμης, στην οποία κυριαρχούσε η Βρετανία. Ο Μουσταφά Κεμάλ ήθελε μία «συνολική, υποχρεωτική» ανταλλαγή – με άλλα λόγια, μία που οπωσδήποτε θα περιελάμβανε τους Ελληνες της Κωνσταντινούπολης. Για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και άλλους Ελληνες αξιωματούχους, αυτό ήταν κάτι τρομακτικό. Μία νέα συρροή προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη θα εξουδετέρωνε κατά πολύ το «κέρδος» του ελληνικού κράτους από την απέλαση του μουσουλμανικού πληθυσμού του και την οικειοποίηση των σπιτιών τους. Σχεδόν αντίθετη ήταν η λογική των Τούρκων εθνικιστών. Με την ανακατάληψη της Ιστανμπούλ και την οικειοποίηση των κεφαλαίων που βρίσκονταν συγκεντρωμένα σε χριστιανικά χέρια, οι Τούρκοι ήλπιζαν να δείξουν ότι ήταν αληθινά κυρίαρχοι στη χώρα τους. Μία στενά σχετιζόμενη τουρκική απαίτηση ήταν η εκδίωξη του Πατριαρχείου από την αρχαία του εστία. Οι Τούρκοι έλεγαν ότι αυτός ο θεσμός ήταν ένα σύμβολο χριστιανικής θεοκρατίας, που δεν είχε θέση σε ένα κοσμικό κράτος.
Αυτές οι αντικρουόμενες θέσεις οδήγησαν σε κάποιες έντονες παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις τον Δεκέμβριο του 1922 και τις αρχές του 1923. Οι Βρετανοί υποστήριζαν σθεναρά το δικαίωμα του Πατριαρχείου να παραμείνει, αλλά συμφώνησαν ότι ο ρόλος του θα έπρεπε να είναι θρησκευτικός και όχι πολιτικός ή διοικητικός. Τελικά, συμφωνήθηκε ότι ο Πατριάρχης και το «ντόπιο» του ποίμνιο, με άλλα λόγια οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης (κάπως στενά προσδιορισμένοι) θα εξαιρούνταν της ανταλλαγής. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της δυτικής Θράκης θα έχαιρε αντίστοιχης απαλλαγής.

Από μία άποψη, οι υπολογισμοί των πολιτικών που υπέγραψαν την ανταλλαγή των πληθυσμών αποδείχθηκαν απολύτως ακριβείς. Οσο και να υπέφεραν τα «θύματα» της ανταλλαγής, υλικά ή ψυχολογικά, ποτέ ξανά δεν έγιναν αιτία προβλημάτων στις διακρατικές σχέσεις. Η Ελλάδα έχασε κάθε ενδιαφέρον για τους μουσουλμάνους πρώην πολίτες της που πήγαν στην Τουρκία, και το τουρκικό κράτος δεν έδειξε περαιτέρω ενδιαφέρον για τους χριστιανούς πρώην υπηκόους του. Αν ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν συνεχίσει να προξενούν προβλήματα στις διακρατικές σχέσεις, αυτά αφορούν αποκλειστικά τους ανθρώπους που παρέμειναν, με άλλα λόγια τους Ελληνες της Κωνσταντινούπολης και τους μουσουλμάνους της δυτικής Θράκης. Η συνθήκη της Λωζάννης έδωσε σε κάθε κράτος το δικαίωμα, και σχεδόν την υποχρέωση, να ασκεί πολιτική πίεση για τα συμφέροντα και τα πολιτισμικά δικαιώματα των «δικών του» ανθρώπων στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Ενα κυνικό συμπέρασμα
Ορισμένοι μπορεί να βγάλουν ένα πολύ κυνικό συμπέρασμα από αυτό. Ενας τρόπος για να εξασφαλίσει κανείς ότι οι μειονότητες δεν θα προξενούν προβλήματα στις διακρατικές σχέσεις είναι απλά να μην έχει μειονότητες. Αν υπάρχουν μειονότητες και τα δικαιώματά τους είναι επίσημα αναγνωρισμένα, αναπόφευκτα θα προκύψουν προβλήματα. Αλλά αυτή η λογική έχει παραγκωνιστεί, τουλάχιστον θεωρητικά, από έγγραφα όπως ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η Τελική Πράξη του Ελσίνκι. Σύμφωνα με τις αρχές των διεθνών σχέσεων και των πολιτικών δικαιωμάτων, μετά το 1945, τα κράτη οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα όλων των πολιτών (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματός τους να ασκούν οποιαδήποτε θρησκεία και να παραμένουν στις εστίες τους χωρίς φόβο εκδίωξης) άνευ όρων. Αλλά ο κόσμος έχει ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να εφαρμόσει αυτές τις αρχές. Η ελληνική λέξη υποκρισία πλάστηκε πολύ πριν από τον Ιανουάριο του 1923, και η χρήση της συνεχίζεται.


* Ο κ. Bruce Clark είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Δυο φορές ξένος: Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν την σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ. Είναι επίσης αρχισυντάκτης σε θέματα διεθνούς ασφάλειας στο περιοδικό Economist.


Οι συνέπειες της Σύμβασης


1.000.000 Ελληνορθόδοξοι, που είχαν ήδη τραπεί σε φυγή από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη, δεν θα επέστρεφαν στις γενέτειρές τους.

150.000 Οθωμανοί Ελληνες από τον Πόντο, των οποίων η εκδίωξη βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, θα έφευγαν από την Τουρκία ζωντανοί.

50.000 Ορθόδοξοι χριστιανοί στην Καππαδοκία, πολλοί από τους οποίους ήταν τουρκόφωνοι, θα άφηναν τις εστίες τους για την Ελλάδα.

400.000 Μουσουλμάνοι, που ζούσαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, θα υφίσταντο την αντίστοιχη απέλαση, με προορισμό την Τουρκία.



Πηγή Εφημερίδα " Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" /6.12.09

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100005_06/12/2009_382204

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100006_06/12/2009_382203

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου