Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Η μεγάλη περιπέτεια των ελληνικών μουσείων








Οι παθογένειες του μηχανισμού μελέτης, ίδρυσης, ανέγερσης και λειτουργίας τους

Η ιλαροτραγωδία του Φιξ με τις μεγάλες καθυστερήσεις τόσο στην έναρξη των εργασιών όσο και στην αποπεράτωση του κτιρίου για να φιλοξενήσει επιτέλους το άστεγο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μας έκανε να θυμηθούμε την περιπέτεια που λέγεται προγραμματίζω, κατασκευάζω και θέτω σε λειτουργία ένα μουσείο στην Ελλάδα. Για να μην είμαστε άδικοι, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πουθενά στον κόσμο η ανέγερση κρατικών μουσείων δεν είναι απλή υπόθεση· ας μη συγχέουμε τις περιπτώσεις διάσημων ή εντυπωσιακών μουσείων που έγιναν από ιδιωτικά ιδρύματα.

Για την ελληνική δυστοκία έχει στοχοποιηθεί ο συνήθης ύποπτος, η γραφειοκρατία. Οχι ότι δεν παίζει κάποιο ρόλο το γνωστό μας τέρας, αλλά κάτω από αυτήν την πολύ βολική λέξη έχει κρυφτεί ένα πλήθος άλλων προβλημάτων χωρίς όνομα. Επίσης έχουμε την τάση να δαιμονοποιούμε τα εργολαβικά συμφέροντα, τουλάχιστον όσον αφορά στα μεγάλα έργα πολιτισμού, όπου διακυβεύονται εκατομμύρια.

Το έργο ανακατασκευής του Φιξ ανατέθηκε στην εργοληπτική εταιρεία ΒΙΟΤΕΡ Α. Ε. με έκπτωση 30% – συνήθης πρακτική σε πολλά μεγάλα έργα υποδομών, κυρίως στη δεκαετία του ’90. Οι μεγάλες εκπτώσεις μπορούν θεωρητικά να οδηγήσουν και σε μεγάλες, εκ των υστέρων, απαιτήσεις από την πλευρά του εργολάβου, προκειμένου να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Στην περίπτωση της ατυχούς ζυθοποιίας, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος· αναμένεται εξάλλου η ετυμηγορία των δικαστηρίων. Ακόμα κι αν ισχύει το χειρότερο σενάριο, δεν αναιρείται μια αλήθεια που προκύπτει μόνο από το ρεπορτάζ: τα πράγματα σε ολόκληρο το μηχανισμό ανέγερσης μουσείων στην Ελλάδα θα μπορούσε να ήταν πολύ καλύτερα χωρίς να χρειάζεται να γινόμαστε Σέρλοκ Χολμς ή να βάζουμε το χέρι στην τσέπη. Το αντίθετο. Ενας καλύτερος προγραμματισμός και η ανάπτυξη ενός εθνικού σχεδίου ίδρυσης μουσείων θα μας έσωζε από πολλές άχρηστες καθυστερήσεις, κάποια μουσεία που ίσως δεν τα είχαμε τόσο μεγάλη ανάγκη και σίγουρα κάποια εκατομμύρια ευρώ, που τόσο πολύ τα έχουμε ανάγκη αυτήν την εποχή.

Οι τέσσερις μεγάλες πληγές

Φτιάχνουμε μουσεία χωρίς να ξέρουμε τι θα βάλουμε μέσα.

Συμβαίνει το εξής παράδοξο με τα ελληνικά μουσεία. Οταν υπερπηδηθούν όλα τα άλλα εμπόδια και αρχίσει το κυρίως κατασκευαστικό έργο, κανείς δεν έχει ασχοληθεί με ένα από τα βασικότερα θέματα του νέου μουσείου. Δεν γνωρίζουμε ούτε τι θα μπει στο υπό ανέγερση κτίριο ούτε πώς ούτε πού και γιατί. Ο αρχιτέκτονας και ο εργολάβος δεν έχουν στα χέρια τους τη μουσειολογική και τη μουσειογραφική μελέτη.

Η μουσειολογική μελέτη αφορά τα αντικείμενα που θα επιλεγούν για να εκτεθούν στο νέο μουσείο, ενώ η μουσειογραφική έχει να κάνει με τον τρόπο έκθεσης των επιλεγμένων αντικειμένων. Αφορά, δηλαδή, τον σχεδιασμό των προθηκών, τις μελέτες κλιματισμού και φωτισμού των αιθουσών.

Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο σπατάλη χρόνου. Σε αυτήν τη «λεπτομέρεια» χάνονται χιλιάδες ευρώ. Οταν με το καλό οριστικοποιείται η μουσειογραφική μελέτη, οι αρχαιολόγοι και οι επιμελητές της έκθεσης προχωρούν σε παρατηρήσεις, οι οποίες απαιτούν συνήθως ανατροπή της τελικής εικόνας του χώρου. Η σπατάλη είναι συνήθως διπλή. Και ξηλώνονται εργασίες που έχουν ήδη γίνει και πληρωθεί και ο εργολάβος δικαιολογεί τη διεκδίκηση περισσότερων χρημάτων.

Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από το Μουσείο της Ακρόπολης. Λίγους μήνες πριν από τα επίσημα εγκαίνια ο οργανισμός ανέγερσης του νέου μουσείου υπέγραψε συμπληρωματική σύμβαση με την εργολήπτρια εταιρεία, ύψους 6 εκατ. ευρώ, που αφορούσε εκθεσιακές εργασίες. Σε θεσμικό επίπεδο η σχετική πρόβλεψη αφήνει περιθώρια συστηματικής παραβίασης. Πρόκειται για μια «νομιμοποιημένη» πρακτική για την οποία ευθύνες έχουν και οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι, που συχνά αρνούνται να συντάξουν μουσειογραφικές μελέτες χωρίς να δουν πρώτα «τελειωμένο» το κτίριο. «Δεν καταλαβαίνω από σχέδια», είναι μια πολύ δημοφιλής ατάκα.

Ετσι, χωρίς πρόγραμμα.

Υπάρχει ένα ανέκδοτο που κυκλοφορεί στους διαδρόμους του υπουργείου Πολιτισμού και κανείς δεν είναι σε θέση να πει με σιγουριά αν βασίζεται στην πραγματικότητα. Πάει κάπως έτσι: όταν τη δεκαετία του ’70 ο πρώην υπουργός της ΕΡΕ και βουλευτής Φλωρίνης Τάκος Μακρής πίεζε για την κατασκευή αρχαιολογικού μουσείου στην περιοχή του, οι αρχαιολόγοι τού αντέτειναν ότι δεν υπάρχουν σημαντικές αρχαιότητες για να δικαιολογήσουν ένα τέτοιο μουσείο. Τότε ο γνωστός πολιτικός γύρισε και τους απάντησε: «Αυτό δεν είναι πρόβλημα, θα τα φέρουμε από αλλού!».

Στις δεκαετίες του ’90 και του 2000 κατασκευάστηκαν, επεκτάθηκαν ή ανακαινίστηκαν εκατοντάδες μουσεία σε όλη την ελληνική περιφέρεια. Το σχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού ήταν, στην αυγή της νέας δεκαετίας, η χώρα να διαθέτει 240 αρχαιολογικά μουσεία και επισκέψιμες συλλογές σε όλη τη χώρα. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο γιατί πολύ συχνά η ίδρυση ενός μουσείου δεν υπάγεται σε ένα ολοκληρωμένο εθνικό πλάνο με βάθος χρόνου αλλά σε πιέσεις τοπικών βουλευτών ή αιρετών τοπικών αρχόντων, οι οποίοι σπεύδουν να δελεάσουν την κεντρική διοίκηση με την παραχώρηση της ενδεδειγμένης έκτασης.

«Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα εθνικό σχέδιο ίδρυσης μουσείων», λέει στην «Κ» ο κ. Bασίλης Xανδακάς, πρώην γενικός διευθυντής Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Eργων του υπουργείου Πολιτισμού. Είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους σε αυτή τη χώρα που ξέρει τόσο καλά το θέμα των μουσείων στην Ελλάδα. Η θητεία του από το 2000 μέχρι το 2006 συνέπεσε με μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους στον συγκεκριμένο τομέα. «Ο πρόσφατος αρχαιολογικός νόμος», υπενθυμίζει ο κ. Χανδακάς, «προέβλεπε την ίδρυση Συμβουλίου Μουσείων με την αρμοδιότητα να χαράσσει αυτό μια εθνικού χαρακτήρα μουσειολογική πολιτική». Το Συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα αλλά συνεδριάζει αραιά και πού, κυρίως για να το απασχολήσουν ζητήματα του Μουσείου της Ακρόπολης.

Αρχιτεκτονικός διαγωνισμός;


Πώς είπατε;

Τα μουσεία σε όλον τον κόσμο είναι εξαιρετικά «εργαλεία» για να προικιστούν χώρες, πόλεις, τόποι με αρχιτεκτονικά μνημεία υψηλών φιλοδοξιών. Στην Ελλάδα, τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια το γενικό πνεύμα δεν διέφερε δραματικά από την αντιμετώπιση ενός συμβατικού δημόσιου έργου (έναν αυτοκινητόδρομο, για παράδειγμα). Το υπουργείο Πολιτισμού προκήρυσσε διαγωνισμό για την επιλογή μελετητή με βάση κάποια αντικειμενικά προσόντα (εμπειρία, εξειδίκευση κ. λπ.). Η επιλογή του αρχιτεκτονικού γραφείου δεν συνδεόταν, δηλαδή, με κάποιο σχέδιο αλλά με σειρά τυπικών προσόντων. Η αρχιτεκτονική πρόταση ερχόταν μετά και σε όποιον άρεσε.

Το 2000 είχαμε μια βελτιωμένη εκδοχή της παλιάς πρακτικής. Με πρωτοβουλία του κ. Χανδακά. Ενας περιορισμένος αριθμός μελετητών που διέθεταν τα τυπικά προϊόντα (έως 15) είχαν την υποχρέωση να εκπονήσουν αρχιτεκτονική προμελέτη, την οποία θα έκρινε κριτική επιτροπή. Σε αυτήν την περίπτωση το ουσιαστικό αρχιτεκτονικό έργο αναγορευόταν ισάξιο τουλάχιστον των πτυχίων και του βαθμού εμπειρίας του μελετητή. Ταυτόχρονα υπήρχε και πρόβλεψη για δεσμευτικό προϋπολογισμό, προκειμένου να αποφευχθεί το σύνηθες έργο των ανακοστολογήσεων κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών. Για αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, φυσικά, ούτε λόγος. Η σπάνια αυτή πρακτική προορίζεται για εξαιρετικές περιπτώσεις (π. χ. Μουσείο της Ακρόπολης) καθώς ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός θεωρείται «χρονοβόρος» διαδικασία. Με απλά ελληνικά: θα χαθεί πολύς χρόνος και υπάρχει ο κίνδυνος να κάνουμε «εμείς» το διαγωνισμό και τα εγκαίνια οι «επόμενοι» (στην κυβέρνηση).

Ωραία και το φτιάξαμε.


Και τώρα;

Δεν είναι μόνο ότι ο εργολάβος ετοιμάζεται να παραδώσει το μουσείο και δεν υπάρχει μουσειογραφική μελέτη, αλλά φαίνεται να απουσιάζει ένα πλαίσιο που να εξασφαλίζει ότι το νέο μουσείο θα λειτουργεί με βάση τις σύγχρονες ανάγκες και όχι όπως η τελευταία δημόσια υπηρεσία. Η στελέχωση των νέων μουσείων είναι ένα κρίσιμο στοίχημα. Στα περιφερειακά μουσεία είναι περίπου κανόνας τη διεύθυνση του νέου οργανισμού να αναλαμβάνει ο προϊστάμενος της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων. Κανένα πρόβλημα, αλλά συνήθως ο τοπικός έφορος έχει ένα σωρό άλλες αρμοδιότητες, που δεν του επιτρέπουν να αφοσιωθεί στα νέα του καθήκοντα. Μόνο τα τελευταία χρόνια δείχνει να υπάρχει μια νέα γενιά διευθυντών μουσείων βάσει συγκεκριμένων προσόντων, οι οποίοι όπως είναι φυσικό προωθούνται στα μεγάλα μουσεία της χώρας.

Ακόμα πιο ζωτικής σημασία για την επιβίωση των νέων μουσείων είναι η ενίσχυσή τους με μόνιμο προσωπικό και φύλακες. Εδώ ανοίγουμε μια μεγάλη πληγή των ελληνικών μουσείων, αφού ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων είχαν προσληφθεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η λήξη περίπου 4.000 συμβάσεων εξ αυτών στις 31 Δεκεμβρίου του 2009 έφερε στην επιφάνεια το τεράστιο αυτό θέμα, καθώς το υπουργείο Πολιτισμού προχώρησε στην αναστολή λειτουργίας 22 αρχαιολογικών χώρων της περιφέρειας, καθώς και μεγάλου αριθμού κεντρικών και επαρχιακών μουσείων.

Για τον ίδιο λόγο δεν λειτουργούν όλος ο όροφος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (16 αίθουσες), ο β΄ όροφος του Νομισματικού Μουσείου, ολόκληρο το Βυζαντινό Μουσείο στην Αθήνα και επτά αίθουσες του Βυζαντινού Θεσσαλονίκης!

Το πάρτι τελείωσε;

Ετσι φαίνεται. Τα τρία Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και ακόμα παλαιότερα, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, στήριξαν οικονομικά την πιο παραγωγική, ίσως, περίοδο σε νέα μουσεία από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Μόνο το δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα κατασκευάζονταν σε όλη τη χώρα 75 (!) νέα αρχαιολογικά μουσεία. Τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης τελείωσαν και ο διάδοχός τους, το περίφημο ΕΣΠΑ (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007 - 2013), εξασφαλίζει μεν πόρους για την Ελλάδα αλλά λιγότερους σε σχέση με το παρελθόν.

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δυσκολεύει την κατάσταση, καθώς θα πρέπει να περιμένουμε δραματική συρρίκνωση της εθνικής συμμετοχής σε μεγάλα έργα πολιτισμού. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή των έργων που θα χρηματοδοτηθούν με κοινοτικά κονδύλια θα είναι αυστηρότερη από ποτέ. Ως μοναδική λύση εμφανίζονται οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), ένα μοντέλο που ίσως δεν ενθουσιάζει πολλούς στο υπουργείο Πολιτισμού, καθώς το έργο κατασκευάζεται από ιδιώτες οι οποίοι αποπληρώνονται αναλαμβάνοντας τη διαχείριση και εκμετάλλευση τμήματος ή και του συνόλου των νέων υποδομών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση των μουσείων δεν μιλάμε για τα εισιτήρια αλλά για τα έσοδα από το πωλητήριο ή το εστιατόριο του νέου χώρου.

Του Δημητρη Pηγοπουλου

Πηγή:

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_24/01/2010_387676

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου