Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ FOCUS





Επειδή το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η ομοτράπεζός μας στην Ε.Ε. Γερμανία παρουσιάζει μια ρατσιστική συμπεριφορά έναντι των Ελλήνων, ανασύραμε, από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, τα αποτελέσματα της ναζιστικής τους θηριωδίας εις βάρος της Ελλάδος, για να υπενθυμίσουμε στους σημερινούς Γερμανούς συμμάχους, ότι μας χρωστούν πολλά, που αν και η εκάστοτε ηγεσία μας δεν είχε το ανάστημα να τους το θυμίσει, αυτό μπορεί να το κάνει κάλλιστα και μόνος του ο Ελληνικός Λαός.






Εκτέλεση ομήρων



Οι Γερμανοί θα πρέπει κάποια στιγμή να αντιληφθούν ότι οι Έλληνες σαν ειρηνικός Λαός που είναι προσπάθησε να τους συγχωρήσει την τότε συμπεριφορά τους σαν δυναστών και να θέσει στην άκρη μίση και πάθη προκειμένου να υπάρξει η λήθη στο όνομα της συμπόρευσης και της προοπτικής για μια Ενωμένη Ευρώπη. Αυτό όμως φαίνεται , με την συμπεριφορά τους και τα απαράδεκτα δημοσιεύματά τους, δεν το επιθυμούν οι «φίλοι» Γερμανοί, που δυστυχώς φαίνεται να ξεχνούν το παρόν, το πρόσφατο παρελθόν και την ναζιστική Γερμανία που αιματοκύλισε τον κόσμο.



Ας τους θυμίσουμε λοιπόν για το παρόν ότι το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ των δύο χωρών μας ευνοεί υπέρμετρα την Γερμανία, αφού η Ελλάδα καταναλώνει γερμανικά προϊόντα και αγοράζει γερμανικά οπλικά συστήματα.


Για το πρόσφατο και για το μεταπολεμικό παρελθόν τους ας υπενθυμίσουμε ότι Έλληνες βοήθησαν στην ανοικοδόμηση της Γερμανίας και η Ελλάδα, σαν μέλος της ΕΕ, συνεισέφερε και αυτή μέσα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τα ποσά για την ενοποίηση της Γερμανίας.


Πιο συγκεκριμένα μέσα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έλαβε 60 δισ. το 1990-2005 για την διαρθρωτική ανάπτυξη των περιοχών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.


Με δηλώσεις του ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Φ. Πετσάλνικος, τονίζει ότι είναι ανακριβές ότι από το 1981 οι Έλληνες μόνον εκταμίευαν και δαπανούν συνεχώς ενώ οι Γερμανοί χρηματοδοτούν μόνο και επιβεβαιώνει τα παραπάνω αναφερθέντα.

Ακόμη για την περίοδο 2007-2013 αναλογούν για τη Γερμανία 26,3 δισ. από τα διαρθρωτικά ταμεία της Εκ, ενώ για την Ελλάδα 20,4 δισ. Επίσης από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, επωφελήθηκαν οι Γερμανοί αγρότες. (Είναι γνωστοί οι χαρακτηρισμοί "επιδοτούμενα βουνά βουτύρου", αναφέρει ο κ. Πετσάλνικος).

Η Γερμανία - άλλωστε - είναι η ευρωπαϊκή εκείνη χώρα που περισσότερο επωφελήθηκε από την δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου: Οι εξαγωγές της προς τις χώρες της ΕΕ το 2007 ανήλθαν σε ποσοστό 64,6% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας. Το 14% εξ αυτών "είναι προς χώρες που χαρακτηρίζετε "γουρουνοοικονομίες της ΕΕ" (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία)".

Υπενθυμίζει επιπλέον πως κύριος προμηθευτής των αμυντικών συστημάτων της χώρας μας - τα κονδύλια για τα οποία ανέρχονται στο 4,2% του ΑΕΠ - είναι η Γερμανία.

Καθώς το άρθρο στο οποίο απαντά ο κ. Πετσάλνικος αναφέρεται στην διάσωση εκ μέρους των Γερμανών, των τραπεζών τους, αναρωτιέται "ποιος προκάλεσε την τραπεζική αυτή κρίση που αστραπιαία μετεξελίχθηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση" και προσθέτει: "Σίγουρα όχι εμείς οι Έλληνες".

Ο πρόεδρος της Βουλής επισημαίνει επιπλέον: "Το απολύτως παράλογο: Σήμερα κερδοσκοπούν σε βάρος της Ελλάδας, αυτοί που προκάλεσαν την διεθνή κρίση, επιτιθέμενοι και στην Ευρωζώνη και συνιστά: "Μην βλέπετε το δέντρο και χάνετε το δάσος".






Όσο για το απώτερο και ναζιστικό παρελθόν τους θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους Γερμανούς ότι κατέστρεψαν την Ελλάδα και φεύγοντας της κληροδότησαν πέραν από την καμένη γη και ένα υπερπληθωρισμό που έχει μείνει σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερπληθωρισμού στην φιλολογία των οικονομικών του πολέμου.


Η πρωτογενής αιτία των υψηλών ρυθ­μών του πολεμικού πληθωρισμού ήταν η κάλυψη των δαπανών συντήρησης των στρατευμάτων Κατοχής, αλλά και των δαπανών των κατοχικών κυβερνή­σεων, με χρήμα νέας κοπής -δηλαδή με πληθωριστικό χρήμα.


Στα πρωτογενή αυτά αίτια πρέπει να προσθέσουμε την όλο και μεγαλύτερη μείωση της προ­σφοράς (παραγωγής) αγαθών και την κερδοσκοπία, που οδήγησαν στα χρόνια 1941-1944 σε άνοδο των τιμών με­γαλύτερη από την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας.


Η μεγάλη αύξηση που εμφάνισαν οι δείκτες των τιμών καταναλωτή και της νομισματικής κυκλοφορίας δεν είναι ά­σχετη από το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές Κατοχής - παρά τα διεθνή νόμι­μα, τη συμφωνία της Χάγης, αλλά και τη δική τους συμφωνία της Ρώμης τον Μάρτιο του 1942 - εισέπρατταν χρημα­τικά ποσά μεγαλύτερα από τα προβλε­πόμενα για τη συντήρηση των δυνάμε­ων της κατοχής. Με βάση τη συμφωνία της Ρώμης, οι κατά μήνα αναλήψεις πέ­ραν του 1,5 δισεκατομμυρίου δολα­ρίων -δηλαδή πέραν του ποσού που α­ντιπροσώπευαν τα έξοδα Κατοχής- θα πιστώνονταν στην Ελλάδα ως δάνειο της προς τη Γερμανία και την Ιταλία. Έτσι, οδηγηθήκαμε στο λεγόμενο πρόβλημα του κατοχικού δανείου. Το πο­σό του κατοχικού δανείου, ανατοκιζόμενο από το 1945 έως το 2000, ανήρχε­το, σε τιμές του 2000, στα 18 δισεκα­τομμύρια δολάρια. Σήμερα το ποσό αυτό ανατοκιζόμενο φθάνει σε λίαν υψηλότερες τιμές.


Η «υπέρβαση» αυτή των κατοχικών στρατιωτικών δαπανών - η οποία συν­δέεται, εκτός των άλλων, και με τη χρη­ματοδότηση της εκστρατείας του Άξονα στην Αφρική- συνάντησε την αντί­δραση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αντίδραση που δεν άφησε «ασυγκίνητες» ακόμη και τις κα­τοχικές κυβερνήσεις. Άλλωστε, η ανα­τροπή και αντικατάσταση διαδοχικών κατοχικών κυβερνήσεων δεν είναι διό­λου άσχετη και με τις τροποποιήσεις που επιβάλλοντο κάθε φορά στους όρους της συμφωνίας της Ρώμης.


Ο οικονομικός σφετερισμός που α­κολούθησαν οι κατακτητές μπορούσε να υλοποιηθεί με δύο πολιτικές: την πολιτι­κή της απόσπασης και την πολιτική της αναπαραγωγής. Στις συγκεκριμένες συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου, οι Γερμανοί υιοθέτησαν την πολιτική της απόσπασης, η οποία οδήγησε σε κατα­σχέσεις και επιτάξεις αποθεμάτων και παραγωγικών μέσων της κατεχόμενης χώρας. Όταν, όμως, η πολιτική της απόσπασης έγινε -λόγω της ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος- ατελέ­σφορη, η καταφυγή στην κοπή μεγαλύ­τερης ποσότητας χρήματος κατέστη το τελευταίο μέσο των κατακτητών.





ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΝΑΖΙ

Αλλά ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες πώς φθάσαμε ως εκεί:


Το Βασι­κότερο σημείο για να αντιληφθεί κανείς τι επακολούθησε στη διάρκεια της Κατοχής είναι ότι προπολεμικά η μεν ύπαιθρος μπο­ρούσε να θρέφει τον εαυτό της, όχι όμως και οι πόλεις. Η βιομηχανία απέδιδε το 25 % του ε­θνικού εισοδήματος, απασχολούσε όμως μόνο 4% του πληθυσμού. Ο μεγάλος όγκος των κατοίκων των πόλεων και ιδιαίτερα του πολεοδομικού συ­γκροτήματος Αθήνας και Πειραιά απασχολούνταν στο λεγόμενο τριτογενή τομέα, ιδιαίτερα αναπτυγ­μένο λόγω της γραφειοκρατικής διάρθρωσης της οικονομίας και της έντονης κρατικής παρέμβασης.


Το ένα έβδομο του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν συγκεντρωμένο στην Αθήνα και τον Πειραιά. Πώς θα τρέφονταν όλοι αυτοί σε περίπτω­ση πολέμου και άρα διακοπής των εισαγωγών τρο­φίμων; Δυστυχώς το ζήτημα αυτό δεν είχε απασχολήσει κανέναν από τους τότε αρμοδίους. Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο αναγκαστικής συγκέντρωσης και διανομής των τροφίμων και όταν η κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γ. Τσολάκογλου δοκίμασε να εφαρμόσει ένα αυτοσχέδιο σύστημα, απέτυχε παταγωδώς.



Πώς η φτώχεια γίνεται πείνα


Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και ι­διαίτερα με την έναρξη της στρατιωτικής κατοχής της χώρας, συνέβησαν ταυτοχρόνως τρία πράγματα, που το καθένα από αυτά θα ήταν καταστροφικό για μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής:


α) Μειώθηκε η υλική παραγωγή, σε ποσοστό πάνω από το 50% και η μείωση αυ­τή διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής.


β) Διακόπηκε (σχεδόν πλήρως) το εξωτερικό εμπόριο. Μόνο το 6% του προπολεμικού εξωτερικού εμπορίου επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της Κατο­χής. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν οι πόλεις χωρίς τρόφιμα.


γ) Αυξήθηκε η ζήτηση εμπορευμάτων, από το Στρατό αρχικά και από τις δυνάμεις κατοχής στη συνέχεια. Οι δυνάμεις κατοχής προέβαιναν σε επιτάξεις, αλλά κυρίως σε αγορές εμπορευμάτων, με κατοχικά χαρτονομίσματα ή με δραχμές που εξασφάλιζαν δωρεάν από την κατοχική κυβέρνηση.


Το συνδυαστικό αποτέλεσμα ήταν η πλήρης έλλειψή τροφίμων και η άνοδος των τιμών, η οποία ο­δήγησε κατ' αρχάς σε ραγδαίο υποσιτισμό των α­πόρων, εν συνεχεία των φτωχότερων και μετά των μικροαστικών οικογενειών των πόλεων.


Η κυβέρνηση Τσουδερού (που φεύγοντας από την Αθήνα πήρε μαζί της το απόθεμα σε χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδος) επιχείρησε το 1941 να ορ­γανώσει τη μεταφορά σιτηρών στην Ελλάδα, μέσω ουδέτερων χωρών, αλλά οι Βρετανοί επέβαλαν αυστηρή απαγόρευση για στρατιωτικούς λόγους. Μό­νον όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε, με τον πολ­λαπλασιασμό των θανάτων από ασιτία, δέχθηκε η βρετανική κυβέρνηση να δημιουργηθεί ένα ανεπαρκές δίκτυο τροφοδοσίας στην Ελλάδα.


Μέχρι την άνοιξη του 1943, δεκάδες χιλιάδες άν­θρωποι, ιδιαίτερα στο πολεοδομικό συγκρότημα Αθηνών, πέθαναν από ασιτία. Έκτοτε, η κατάσταση βελτιώθηκε και η θνησιμότητα περιορίστηκε στα ε­πίπεδα που βρισκόταν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο λόγος της βελτίωσης ήταν η συστηματική αποστολή τροφίμων και η διενέργεια συσσιτίων και διανομών, με πρωτοβουλία που ξεκίνησε ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός. Συχνά μας διαφεύγει ότι αν δεν είχε εκδηλωθεί η σουηδική πρωτοβουλία, ελάχιστοι Έλληνες θα είχαν απομείνει ζωντανοί για να «απελευθερωθούν», όταν οι γερμανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Ελλάδα.







Δημοσιονομική διαχείριση της πείνας


Το 1942 το εγχώριο εισόδημα μειώθηκε ακόμη περισσότερο, αλλά κανείς πια δεν δοκίμαζε να το μετρήσει.


Τα μόνα τρόφιμα στα οποία μπορούσαν να υπολογίζουν οι Έλληνες ήταν το λάδι, οι ελιές, οι σταφίδες και τα σύκα. Τα υπόλοιπα διαθέσιμα τρόφιμα αποτελούσαν μικρό κλάσμα μόνο των ήδη ανεπαρκών προπολεμικών ποσοτήτων.


Όμως, ακόμη και η ελαττωμένη παραγωγή δεν μπορούσε να φτάσει στις πόλεις: Πρώτον, διότι : Ελλάδα ήταν χωρισμένη σε διάφορες ζώνες κατοχής με αυτοτελείς στρατιωτικές διοικήσεις που δεν λογοδοτούσαν πουθενά (στα Δωδεκάνησα οι Ιταλοί είχαν επιτάξει για λογαριασμό του ιταλικού κρατικού μονοπωλίου ακόμη και τους αναπτήρες και τις τσακμακόπετρες). Δεύτερον, διότι δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα. Τρίτον, διότι οι αρχές κατοχής απορροφούσαν ένα πολύ μεγάλο μέρος (περί το 40%) της ελάχιστης υλικής παραγωγής.


Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα, διέθε­ταν ήδη κατοχική εμπειρία και γνώριζαν ότι οι επιτάξεις και οι αρπαγές μπορούσαν να χρησιμο­ποιηθούν επικουρικώς, αλλά όχι ως κύριος τρόπος εξασφάλισης των αναγκαίων τροφίμων και των άλ­λων εμπορευμάτων. Η ζήτηση αγαθών από τις αρ­χές κατοχής ήταν το βασικό στοιχείο, στο οποίο ε­πικεντρώθηκε τόσο η δημοσιονομική πολιτική ό­σο και η λεγόμενη μαύρη αγορά. Οι σημαντικότε­ρες εμπορικές συναλλαγές γίνονταν μεταξύ της κατοχικής γραφειοκρατίας και του τοπικού εμπορί­ου. Αντίθετα προς τη γενική αντίληψη ότι η «μαύ­ρη αγορά» αφορούσε τη διάθεση τροφίμων στο κοι­νό, έστω και σε υψηλές τιμές, το όλο κύκλωμα απόκρυψης τροφίμων είχε σκοπό τη διοχέτευση του προς τις δυνάμεις κατοχής. Οι τελευταίες εμφανί­ζονταν ως αγοράστριες, πλειοδοτώντας στις τιμές και εξασφαλίζοντας έτσι ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής.


Σε πρώτη φάση, για να αγοράσουν τα προϊόντα που επιθυμούσαν, εισήγαγαν τραπεζογραμμάτια κα­τοχής (γερμανικό στρατιωτικό μάρκο και ιταλικές «μεσογειακές δραχμές»). Τα χαρτονομίσματα αυτά κυκλοφορούσαν μόνο στις κατεχόμενες χώρες, όχι όμως και στο μητροπολιτικό έδαφος της Ιταλίας και της Γερμανίας. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου ζήτησε και πέτυχε την απόσυρση τους τον Ιούνιο του 1941, με το σκεπτικό ότι δεν ελεγχόταν η νομισματική κυκλοφορία. Για να αναπληρωθεί το κενό, η κυ­βέρνηση δέχθηκε να χορηγεί δραχμές στις αρχές κατοχής, ώστε οι αγορές να γίνονται με ελεγχόμε­νο νόμισμα.


Οι μαρτυρίες για τις σχετικές συζητήσεις (αν και μειωμένης αξιοπιστίας) δείχνουν ότι οι οικονομολόγοι που συμβούλεψαν την κυβέρνηση δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το μέγεθος του προβλή­ματος, ενώ το σύνολο του πολιτικού κόσμου της Αθήνας (που αναγνώρισε έστω και έμμεσα την κυ­βέρνηση Τσολάκογλου μέχρι τον Αύγουστο του 1942) νόμιζε ότι οι αρχές κατοχής δεν θα ξεπερ­νούσαν ένα ορισμένο όριο στην απόσπαση του εγ­χώριου προϊόντος, με βάση το διεθνές δίκαιο.


Η κατεχόμενη χώρα ήταν υποχρεωμένη να «φιλοξενεί» τις απαραίτητες για την κατοχή στρατιωτικές δυνάμεις. Αλλά πόσες ήταν αυτές οι δυνάμεις και ποιο ήταν το όριο μεταξύ «φιλοξενίας» και λιμοκτονίας; Ποιο ήταν το αναγκαίο ύψος δαπανών κα­τοχής; Μόνο το φθινόπωρο του 1942 έγινε σαφές ό­χι οι κατακτητές δεν ενδιαφέρονταν αν θα κατέρρεε η ελληνική οικονομία. Ορισμένες γερμανικές υπηρεσίες έδειξαν να συμμερίζονται το πρόβλημα, αλλά οι ενδογραφειοκρατικές αντιθέσεις τους (ιδι­αίτερα μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών υπηρε­σιών) αποδείχθηκαν αξεπέραστες.


Οι αναλήψεις μετρητών από τους Γερμανούς δεν μπορούσαν να ελεγχθούν, αν και η πρακτική έδει­ξε ότι οσάκις η κατοχική κυβέρνηση αρνήθηκε να καταβάλει δραχμές μέσω της Τράπεζας της Ελλά­δος, οι Γερμανοί ξεκίνησαν διαδικασίες «διαπραγμάτευσης», οι οποίες όμως δεν έλυναν το πρόβλη­μα. Η κυριότερη από αυτές έγινε τον Οκτώβριο του 1942, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, με συνέπεια την παραίτηση του Γ. Τσολάκογλου. Η επόμενη πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1943, με συνέ­πεια τη νέα κυβερνητική μεταβολή. Έκτοτε, δεν υ­πήρξε καμία σοβαρή προσπάθεια περιορισμού της γερμανικής ασυδοσίας, με αποτέλεσμα μέχρι το τέ­λος της Κατοχής οι Γερμανοί να έχουν εισπράξει έ­να τεράστιο ποσόν (δεκάδες τετράκις εκατομμύρια), που αντιστοιχούσαν σε 10.500.000 χρυσές λίρες ή το 40% του.





Πληθωρισμός


Η στρατηγική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις κατοχής για να ανταποκριθούν στις γερμανικές α­παιτήσεις ήταν η αύξηση των φόρων [που έφτασαν το 1941 να καλύπτουν ποσοστό 39% (!) του εθνικού εισοδήματος] και κυρίως η συνεχής έκδοση χαρτο­νομίσματος. Η τελευταία οδηγούσε σε σπειροειδή αύξηση των τιμών και σε καλπάζοντα, ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.


Η στρατηγική που ακολούθησε το εμπόριο ήταν η χρήση της χρυσής λίρας ως μέσου διαφύλαξης αγο­ραστικής δύναμης, ως μονάδας μέτρησης αξιών και ως μέσου πληρωμής, αποφεύγοντας και υποκαθι­στώντας τη δραχμή. Η χρήση δύο νομισμάτων, ενός καλού κι ενός κακού, υπήρξε πρόσθετος λόγος δη­μιουργίας πληθωρισμού. Η τιμή της χρυσής λίρας σε δραχμές αυξανόταν συνεχώς, λόγω του δραχμι­κού πληθωρισμού και προκαλούσε με τη σειρά της αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων και τελικώς αύξηση του όγκου των δραχμών που ήταν απαραί­τητες για την αγορά της ίδιας ποσότητας αγαθών.


Ανάλωση κεφαλαίου


Εκτός από τη διαρπαγή της ετήσιας παραγωγής, οι κατακτητές κατέσχεσαν ή κατέστρεψαν σημαντικό τμήμα του εθνικού πλούτου: το μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, των μεταφορικών υποδομών και το 25% των κτισμάτων δεν υπήρχαν πλέον τον Οκτώβριο του 1944. Η Ελλάδα υπολόγισε τις ζημίες σε 18 δισεκατομμύρια δολάρια (αξίας 1938), από τα οποία έλαβε μόνο 300 εκατομμύρια με­ταπολεμικά δολάρια. Οι απώλειες της καλύφθηκαν κατά 1,5% περίπου.


«Αι ζημίαι δεν πτοούν γενναίους ανθρώπους. Αυ­τές αποκαθίστανται και θα αποζημιωθούν. Όλοι οι Έλληνες θα συμμερισθώμεν τας ζημίας και θα τας διανείμωμεν με εκείνους που θα τας υποστούν. Τούτο είναι ιερά και απαράβατος υποχρέωσις. Καρτερείτε», έγραφε στο διάγγελμα του ο πρωθυπουργός Τσουδερός, την ημέρα που η κυβέρνηση του έφευγε από την Αθήνα για την Κρήτη. Οι ζημίες ήταν μεγαλύτερες α­πό όσο μπορούσε ίσως να φανταστεί ο Τσουδερός. Οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί από ασιτία, τα θύματα της Κατοχής, δεν μπορούσαν να αναστηθούν. Η Ελλάδα δεν αποζημιώθηκε. Επιβίωσε μεταπολεμική χάρη στη διεθνή φιλανθρωπία και το σχέδιο Μάρσαλ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.









Οι ανθρώπινες ζημίες υπολο­γίζονται ως έξης :


Φονευθέντες στον πόλεμο 16.000

Από ωμότητες Γερμανών, Βουλγάρων & 'Ιταλών, 41.000

Από βομβαρδισμούς και ναυάγια 7.000

Από αντίποινα ανταρτοπόλεμου 30.000

Από την πείνα 300.000

Από μη επιστροφή εξ εκπατρισμού 80.000


Σύνολο 474.000 θύματα


ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ


Εις τους αριθμούς αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ζημιές που προέρχονται από την αύξηση της θνησιμότητας από τις στερήσεις και από την μείωση των γεννήσεων κατά την περίοδο της Κατοχής, πού υπολογίστηκαν σε 300.000.. Τέλος στους παραπάνω αριθμούς δεν περιλαμβάνονται αυτοί που κατάντησαν ανίκα­νοι προς εργασία, ανάπηροι και ασθενείς. Επομένως οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό πλησιάζουν το εκατομμύριο.




Όσον άφορα τις υλικές ζημίας έχουμε:


α) Διαρπαγή του γεωργικού καλλιεργητικού κεφαλαίου και μείωση της παραγωγής, που υπολογίστηκε στο τέλος του πολέμου σε 40% για τα δημητριακά, 80% για τον καπνό, 70% για το βαμβάκι, 60% για την σταφίδα, 50% για τα αμπέλια κ.ο.κ.

β) Μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου που υπολογίστηκε σε απώλειες του 50% για τα μεγάλα ζώα και σε 30% για τα μικρά.

γ) Ελάττωση των δασών μας κατά 20%.

δ) Νέκρωση της μεταλλευτικής κινήσεως και καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων.

ε) Ελάττωση της βιομηχανικής παραγωγής στο 50% σχεδόν, με ζημιές στο βιομηχανικό κεφάλαιο.

στ) Καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή

  • του μεγαλύτερου μέρους του σιδηροδρομικού υλικού,
  • του μεγαλύτερου μέρους του σιδηροδρομικού δικτύου
  • του μεγαλύτερου μέρους των γεφυρών,
  • μεγάλες βλάβες στο οδικό δίκτυο
  • διαρπαγή του 70% των αυτοκινήτων,
  • καταστροφή των λιμενικών εγκαταστάσεων και της διώρυγας της Κορίνθου.

ζ) Απώλεια του 73% της εμπορικής και της επιβατηγού ναυ­τιλίας της Χώρας.

η) Καταστροφή ολική 100.000 περίπου κατοικιών και με­ρική 50.000 περίπου κατοικιών.

θ) Καταστροφή πολλών δημοσίων και παραγωγικών έργων.

ι) Υποτίμηση μέχρις εξαφανισμού της αξίας της δραχ­μής.



Κατά την απελευθέρωση 1944 και σε σχέση με τον Απρίλιο τού 1941

το κόστος ζωής ήταν αυξημένο κατά 2.305.986.911 φορές

η νομισματική κυκλοφορία ήταν αυξημένη κατά 8.276.320 φορές και

η τιμή της χρυσής λίρας ήταν αυξημένη κατά 1.633.540.989 φορές.



Πηγές:

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ (ΕΠΤΑ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ) τ. ΚΘ

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ τ. 8

http://greece-salonika.blogspot.com/2010/02/blog-post_4106.html

http://www.hri.org/news/greek/eragr/2010/10-02-22_2.eragr.html

ΙΝΤΕΡΝΕΤ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου