Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ



Το αλάτι, πηγή ζωής για τον άνθρωπο

Η σημασία και ο ρόλος του στην ιστορία της ανθρωπότητας και του πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα

Του Χρ. Γ. Ντουμα*

Η ιστορία του ανθρώπου, τουλάχιστον από την δέκατη χιλιετία π.Χ. και εξής, είναι τόσο δεμένη με το αλάτι, ώστε η αναζήτηση τρόπων για την απόκτησή του να αποτελεί μεγάλο άλμα προς τον πολιτισμό. Οι τρόποι που άνθρωπος επινόησε για την απόκτηση αλατιού συχνά τον οδήγησαν σε τεχνικές ανακαλύψεις που σημάδεψαν την μετέπειτα ιστορία του. Και μόνο απλή νύξη για κάθε πτυχή της ιστορίας της ανθρωπότητας που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με το αλάτι είναι αδύνατο να γίνει με ένα απλό σημείωμα. Σίγουρα θα χρειαστούν περισσότερα.

Εχει υποστηριχθεί ότι, εξ αιτίας της θαλάσσιας καταγωγής όλων των ζωικών οργανισμών, το χλωριούχο νάτριο, το κοινό αλάτι, αποτελεί βασικό συστατικό στο σώμα τους. Οσον αφορά τα θηλαστικά, που αποβάλλουν καθημερινά μεγάλες ποσότητες αλατιού με τις διάφορες εκκρίσεις (ούρα, ιδρώτας, δάκρυα), είναι αναγκαία η αναπλήρωσή του, ώστε να διατηρείται σταθερά στις σωστές αναλογίες για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού τους και για την ίδια την επιβίωσή τους. Εχει υπολογιστεί ότι, ανάλογα με το κλίμα κάθε περιοχής, η ποσότητα που χρειάζεται ο άνθρωπος σε ημερήσια βάση ανέρχεται στα 5 - 30 γραμμάρια, ενώ είναι πενταπλάσια για το άλογο και δεκαπλάσια για την αγελάδα. Την ανάγκη αυτή επί δυόμισι περίπου εκατομμύρια χρόνια, κατά την λεγόμενη παλαιολιθική περίοδο, ο άνθρωπος την αγνοούσε. Το αλάτι που χρειαζόταν ο οργανισμός του το αντλούσε με την κατανάλωση ωμού ή ψητού κρέατος από τα θηράματά του, που κι αυτά με τη σειρά τους το έπαιρναν καταναλώνοντας είτε το κρέας άλλων ζώων είτε φυτά που αναπτύσσονταν σε αλατούχα εδάφη. Η διαδικασία αυτή διακόπηκε γύρω στο 10.000 π.Χ., όταν ο άνθρωπος εξημερώνοντας φυτά και ζώα πέρασε στη λεγόμενη Νεολιθική οικονομία και εγκαταστάθηκε μόνιμα σ’ ένα τόπο ασκώντας τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η μόνιμη εγκατάσταση επέφερε ριζική αλλαγή και στο διαιτολόγιο των ανθρώπων (κατανάλωση βραστού κρέατος και λαχανικών) με συνέπεια τη μείωση των ποσοτήτων αλατιού στον οργανισμό τους. Το ίδιο δε ίσχυε και για τα εκτρεφόμενα ζώα, αφού δεν ήσαν πλέον ελεύθερα να αναζητήσουν την τροφή τους. Αυτή η αλλαγή τρόπου ζωής οδήγησε τον άνθρωπο στην αναζήτηση πηγών αλατιού και στην επινόηση μεθόδων και τεχνικών για την απόκτησή του.

Χριστιανική θρησκεία

Η σημασία του αλατιού στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων καθρεφτίζεται στις θρησκευτικές δοξασίες και αντιλήψεις πολλών λαών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αρχαίοι Αιγύπτιοι, Ελληνες και Ρωμαίοι περιελάμβαναν το αλάτι στις θυσίες και τις προσφορές τους προς τους θεούς. Στην Αίγυπτο, θεωρούσαν το ορυκτό αλάτι από την όαση του Αμμωνος πιο καθαρό από το θαλασσινό και γι’ αυτό το προτιμούσαν στις θυσίες τους. «Θείον» (θεϊκό) αποκαλεί το αλάτι ο Ομηρος (Ιλ. Ι, 214), ενώ το τελετουργικό της ιουδαϊκής θρησκείας το επιβάλλει ως απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε θυσίας (Λευιτ. Β΄ 13. Αριθ. ΙΗ΄ 19). Ακόμη, στο ιουδαϊκό δείπνο της Παρασκευής το βούτηγμα ψωμιού, του κατ’ εξοχήν δώρου του Θεού, σε αλάτι συμβολίζει την τήρηση της συμφωνίας του Θεού με τον λαό του. Στη χριστιανική θρησκεία, ως συνέχεια του ιουδαϊσμού, το αλάτι εξακολουθεί να θεωρείται βασικό συστατικό της ζωής, καθώς βεβαιώνει η αποστροφή του ίδιου του ιδρυτή της προς του μαθητές του στην επί του Ορους ομιλία: «Υμείς εστέ το άλας της γης· εάν δέ το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται; εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθέν έξω καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων» (Ματθ. 5:13). Η δε Καθολική Εκκλησία, εκτός από αγιασμένο νερό, διαθέτει και ιερό «αλάτι της σοφίας» (Sal Sapientiae). Η έκφραση «μοιράζομαι ψωμί κι αλάτι», που χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει άρρηκτους δεσμούς φιλίας, είναι αποκαλυπτική της σημασίας που του αναγνωρίζεται στη ζωή. Οπως είναι αποκαλυπτική και η εμπλοκή του αλατιού σε μαγικοθρησκευτικές τελετουργίες. Για παράδειγμα, στην Ιαπωνία, σε φυλές της Αφρικής και στην Καραϊβική το αλάτι χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων, ενώ από Ιουδαίους, Μουσουλμάνους και Έλληνες θεωρείται αποτρεπτικό της βασκανίας. Οι πνευματώδεις αστεϊσμοί στην αρχαία Ρώμη αποκαλούνταν sales (αλάτια) γιατί, καθώς εξηγεί ο Πλίνιος, οι πνευματώδεις ιστορίες είναι τόσο απαραίτητες για την ξεκούραση και την αναζωογόνηση του νου, όσο είναι το αλάτι για την ίδια στη ζωή (Φυσ. Ιστορία ΧΧΧΙ 88 - 89). Αλλωστε, ακόμη και σήμερα τις «πιπεράτες» ιστορίες αλατισμένες (sal�es) τις αποκαλούν οι Γάλλοι, οι οποίοι με τη φράση «mettre son grain de sel» (βάζω τον κόκκο αλατιού μου) εννοούν την πρωτότυπη δημιουργία.

Αποθέματα στον πλανήτη

Παραμένει άγνωστο το πώς και πότε οι πρώτοι καλλιεργητές ανακάλυψαν τις πηγές αλατιού. Δεδομένου όμως ότι τα αποθέματα αλατιού στον πλανήτη είναι απεριόριστα, ο εντοπισμός τους δεν φαίνεται να ήταν δύσκολος, αν παρατηρούσαν τη συμπεριφορά των ζώων. Η περιεκτικότητα των ωκεανών εκτιμάται κατά μέσον όρο σε 35 γραμμάρια αλατιού ανά λίτρο νερού. Υπολογίζεται δε ότι από το νερό των ωκεανών θα μπορούσε να παραχθεί συνολικά ποσότητα αλατιού που ο όγκος της θα ήταν 14,5 φορές μεγαλύτερος από τον όγκο της Ευρώπης που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια του νερού. Με άλλα λόγια, αν το αλάτι αυτό σκορπιζόταν επάνω στη γη, θα κάλυπτε όλες τις ηπείρους με στρώμα πάχους της τάξεως των 35 μέτρων! Η μεγάλη αλμυρότητα της Μεσογείου σε σύγκριση με εκείνη των ωκεανών αποδίδεται όχι τόσο στο ότι είναι κλειστή και ζεστή θάλασσα, όσο στο ότι κάτω από ένα στρώμα ιζήματος στον πυθμένα της υπάρχει στρώμα αλατιού που το πάχος του ενίοτε φτάνει τα χίλια μέτρα. Αυτό φαίνεται να έδειξαν οι ωκεανογραφικές γεωτρήσεις που διενήργησε το Αμερικανικό ωκεανογραφικό Glomar Challenger το 1970. Αλλά και στη στεριά βρίσκονται μεγάλα αποθέματα αλατιού που από πολύ νωρίς ο άνθρωπος τα ανακάλυψε και άρχισε την εξόρυξή τους.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/03/2009_306346





Η παραγωγή αλατιού στην αρχαιότητα
Εγκαταστάσεις και σκεύη που βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου μαρτυρούν ποιες τεχνικές έχουν χρησιμοποιηθεί

Οι απαρχές της συνειδητής και συστηματικής προσπάθειας του ανθρώπου για την απόκτηση αλατιού ανάγονται στις αρχές της 10ης περίπου χιλιετίας π.Χ. (βλ. «Κ» 08-03-2009). Οι τρόποι παραγωγής ποικίλλουν ανάλογα με τις δυνατότητες κάθε αλατοφόρου περιοχής αλλά και με τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτήν. Για παράδειγμα, στις ακτές περιοχών όπως είναι η Μεσόγειος με ξηρό και θερμό κλίμα, η δημιουργία αλατιού από φυσική εξάτμιση του θαλασσινού νερού ήταν αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες των πρώιμων κατοίκων τους, η μόνη φροντίδα των οποίων ήταν η συλλογή του την κατάλληλη στιγμή. Ο Ηρόδοτος, κυρίως όμως ο γεωγράφος Στράβων, μας δίνουν αρκετές πληροφορίες για αλοπήγια (αυτόματα ή αυτοφυή) είτε σε παράκτιες θέσεις στον Εύξεινο Πόντο (Ηρόδ. 4. 53, Στράβ. 7.4.7) ή στην ατλαντική ακτή της Ιβηρικής Χερσονήσου (Στράβ. 3.2.6), είτε στην ενδοχώρα, όπου υπήρχαν πηγές ή λίμνες αλμυρού νερού, όπως π.χ. η λίμνη Καπαύτα ανατολικά της Αρμενίας (Στράβ. 11.13.2), η λίμνη Τάττα της Καππαδοκίας (12.5.4), το Τραγασαίον αλοπήγιον στην Τρωάδα (13. 1. 48), στην Ιλλυρία (Στράβ. 7.5.11), στη νότια Γαλλία (4.1.7). Ο Στράβων όμως αναφέρει και περιοχές, όπου υπήρχε ορυκτό αλάτι, όπως στην Ινδία (15.1.30), στην Κουλουπηνή κοντά στην Αρμενία (12.3.37), στην Ξιμηνή της Μικράς Ασίας (12.3.39), στην Αραβία (16.3.3), στην Αιθιοπία (17.2.2).

Στην Κίνα οι πιο παλιές

Η αύξηση του πληθυσμού και η διεύρυνση των ποικίλων χρήσεων του αλατιού μεγάλωσε τη ζήτηση, η οποία με τη σειρά της επέβαλε την αύξηση της παραγωγής. Σε τενάγη δηλαδή δίπλα στη θάλασσα έγιναν διαμορφώσεις που επέτρεπαν την ελεγχόμενη εισαγωγή θαλάσσιου νερού συστηματοποιώντας την εξάτμισή του για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων αλατιού με χαμηλό κόστος. Η ιδιότητα του αλατιού να διαλύεται έχει συντελέσει, ώστε να μη το βρίσκουμε σε ανασκαφικές συνάφειες. Ωστόσο, εγκαταστάσεις και σκεύη που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή αλατιού με βράσιμο αλμυρού νερού είτε από τη θάλασσα είτε από λίμνες ή πηγές έχουν εντοπιστεί σε διάφορες περιοχές της γης και αποτελούν την παλαιότερη αρχαιολογική μαρτυρία για τη δραστηριότητα αυτή. Στη βόρεια επαρχία της Κίνας Shanxi τέτοιες εγκαταστάσεις χρονολογούμενες γύρω στο 6000 π.Χ. έχουν εντοπιστεί κοντά στην αλμυρή λίμνη Yuncheng, ενώ λίγο μεταγενέστερες, μέσα όμως στην 6η χιλιετία π.Χ., είναι οι εγκαταστάσεις που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στις αλμυρές πηγές κοντά στη σημερινή πόλη Provadia της Βουλγαρίας. Ακόμη νεότερες, των μέσων περίπου της 4ης χιλιετίας π.Χ. είναι οι εγκαταστάσεις φωτιάς και οι ειδικές πήλινες χονδροειδείς ρηχές λεκάνες με λοξό περιχείλωμα που βρέθηκαν σε μεγάλες ποσότητες σε διάφορες θέσεις στη Μεσοποταμία. Χρονολογούμενες στις αρχές του πολιτισμού των πόλεων οι λεκάνες αυτές έχουν ερμηνευτεί ως μήτρες για τον σχηματισμό πλακούντων (καρβελιών) αλατιού.

Στην Ευρώπη επίσης, τεράστιοι σωροί από σπασμένες παρόμοιες πήλινες μήτρες έχουν εντοπιστεί κοντά σε αντίστοιχες εγκαταστάσεις της προϊστορικής Ευρώπης και είναι γνωστοί ως «briquetage». Κατά μήκος των ακτών του Essex (ανατολική Αγγλία) οι λεγόμενοι Κόκκινοι Λόφοι (Red Hills) πήραν το όνομά τους από τις τεράστιες ποσότητες κόκκινου καμένου χώματος που προέκυψε από την επί αιώνες παραγωγή αλατιού με βράσιμο της άρμης. Στην περιοχή του Αιγαίου, όπου η εξάτμιση του νερού με τον ήλιο αρκούσε για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων αλατιού κατά μήκος των ακτών, τέτοιες εγκαταστάσεις δεν έχουν βρεθεί. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα λεγόμενα τηγανόσχημα σκεύη του Κυκλαδικού πολιτισμού (3η χιλιετία π.Χ.) μπορεί να λειτουργούσαν ως μήτρες πλακούντων αλατιού: χάρη στα λοξά τους τοιχώματα που ανοίγουν προς τα έξω, το στερεοποιημένο περιεχόμενό τους εύκολα θα μπορούσε να απελευθερωθεί.

Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση αλατιού οδήγησε στην πιο συστηματική οργάνωση της παραγωγής με την εκτέλεση τεχνικών έργων, ώστε τα φυσικά (αυτόματα ή αυτοφυή) αλοπήγια να επεκταθούν και με διευρυμένες επιφάνειες εξάτμισης να λειτουργήσουν με ελεγχόμενη πλέον την εισροή θαλάσσιου νερού. Γύρω στα 800 π.Χ. χρονολογείται η αρχαιότερη γραπτή πηγή στην Κίνα που μιλάει για παραγωγή και εμπορία θαλασσινού αλατιού χίλια χρόνια νωρίτερα, ενώ ο Τίτος Λίβιος αποδίδει στον βασιλιά Αγκο Μάρτιο (7ος αι. π.Χ.) την πρώτη συστηματική οργάνωση αλυκών στη νότια πλευρά των εκβολών του Τίβερη, όπου ιδρύθηκε η Οστια. Ετσι δημιουργήθηκαν οι περίφημες Salinae Romanae (Ρωμαϊκές αλυκές) που εξασφάλιζαν μεγάλες ποσότητες αλατιού για τις ανάγκες της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι αλυκές στα τενάγη της αρχαίας Αθήνας και της Αλεξάνδρειας, όπου λειτουργούσαν αυτοφυή αλοπήγια, ήσαν πιο πρωτόγονες από τεχνική άποψη.

Μακριά από τη θάλασσα

Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, οι οποίες είτε βρίσκονται μακριά από θάλασσα είτε διακρίνονται για συχνές και μεγάλες βροχοπτώσεις, επινοήθηκαν άλλοι τρόποι για την παραγωγή αλατιού. Στο Bunyoro της Αφρικής, για παράδειγμα, όπου η παραγωγή αλατιού ήταν αποκλειστικά γυναικεία ενασχόληση, χώμα κορεσμένο σε αλάτι αναμειγνυόταν με νερό και στη συνέχεια διηθείτο παράγοντας άρμη, η οποία με βράσιμο εξατμιζόταν και έδινε μικρές ποσότητες αλατιού. Σε περιοχές πάλι με τροπικό κλίμα, όπως είναι η λεκάνη του Κονγκό (Δυτ. Αφρική) ή τα δάση του Δυτικού Αμαζονίου (Ν. Αμερική), οι φυλές Yoruba και Boro αντίστοιχα παράγουν αλάτι από τη στάχτη φυτών που αναπτύσσονται σε αλμυρά νερά. Διηθώντας τη στάχτη ανάμεικτη με νερό μέσα από πυκνοπλεγμένα καλάθια δημιουργούν άρμη, την οποία με βράσιμο εξατμίζουν παράγοντας αλάτι.

Από την αρχαιότητα επίσης εφαρμόζεται η εξόρυξη αλατιού από γεωλογικά κοιτάσματα. Ο Αρριανός αναφέρει ορυκτό αλάτι από την όαση του Αμμωνος που εθεωρείτο καλύτερο για τις θυσίες ως πιο καθαρό. Στη βόρεια Ευρώπη η εξόρυξη αλατιού ανάγεται στη Νεολιθική περίοδο (2η χιλιετία π.Χ.) με αρχαιότερες μαρτυρίες από την περιοχή της Κρακοβίας. Νοτιότερα, στις Αλπεις, ευρήματα μέσα σε μια ξύλινη καλύβα πιθανολογείται ότι είναι του 1300 π.Χ. Η τεκμηριωμένη πανάρχαια δραστηριότητα της εξόρυξης αλατιού στην Ευρώπη έχει αφήσει ζωηρό το αποτύπωμά της στο όνομα πολλών περιοχών, όπως είναι η Saale και η Halle της Γερμανίας, όπου η παραγωγή αλατιού ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού, η κοιλάδα Seille της Λωραίνης (Γαλλία) ή το Saltsburg και στο Hallstatt στις ανατολικές Αλπεις με αλατωρυχεία χρονολογούμενα στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.


Του Χρ. Γ. Ντουμα*

* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή:

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_31/01/2010_388598


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου