Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ




Συλλογικά και ατομικά άλγη στη Λευκάδα


Καταγραφές θανάτων στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου κατά τον 18ο αιώνα

Του Σπυρου I. Aσδραχα*

Ολοκληρώνοντας την περιπλάνηση στα παλιά ληξιαρχικά βιβλία, θα πρέπει να υπομνήσω ότι εκείνα της Λευκάδας του 19ου αιώνα έχουν χρησιμοποιηθεί ως πηγές της ιστορικής δημογραφίας με τρόπους προσφυείς από τη Σταματία Τομαρά και τον Νίκο Σιδέρη (1986, σχετικώς κοντινή χρονολογία, αλλά συνάμα και προδρομική). Βέβαια, είχαν χρησιμοποιηθεί σε ιστορική προοπτική, αλλά προς διαφορετική κατεύθυνση: βιογραφικές εξακριβώσεις, κατάστρωση γενεαλογικών δέντρων, με έξεργο παράδειγμα, ως προς την τοπική ιστορία, εκείνο του Πάνου Ροντογιάννη.

Εξυπακούεται ότι οι πρώτοι «πολιτειογράφοι» και οι κατοπινοί δημογράφοι (με συγχρονικά και διαχρονικά ενδιαφέροντα) είχαν ήδη θεμελιώσει την ιστορική δημογραφία: από τη χορεία τους θα αναφέρω ένα και μόνο όνομα, της πρόωρα χαμένης Ευτυχίας Κοσμάτου, που μας άφησε (1999) μια σύνθεση ιστορικής δημογραφίας των νησιών του Ιονίου. Ειδικότερα ως προς τη Λευκάδα θα πρέπει να θυμίσω τις πιο καίριες συμβολές: πάλι τα δημογραφικά του Π. Ροντογιάννη και μάλιστα τις νεότερες εργασίες της Σεβαστής Λάζαρη. Ωστόσο, το εμπειρικό υλικό των εργασιών τους δεν ήταν οι ληξιαρχικές πράξεις, αλλά οι απογραφές. Ας ξαναγυρίσουμε στα κορφολογήματα.

Ο φορέας

Συλλογικά άλγη: εκείνα που προκαλούν οι επιδημίες, η πανώλη, αλλά και οι παιδικές αρρώστιες. Το 1742 έπληξε τη Λευκάδα η πανώλη, φερμένη από τη Μεσσήνη της Ιταλίας: τα θύματα ήταν πολλά (ο πιθανότερος αριθμός ανέρχεται στην πόλη σε 1.028 ψυχές, σε ένα σύνολο 3.457). Τα θύματα, όπως έχω ήδη επισημάνει, δεν καταγράφονται στα ληξιαρχικά βιβλία, παρά μόνο τυχαίως. Ο φορέας του μικροβίου, ταξιδευτής, κατοικοέδρευε στην «κοντράδα» (συνοικία) του Αγίου Δημητρίου: «1743, Μαΐου 27. Απέτυχε της παρούσης ζωής ο Ζάχος Ρογκότης, ετάφη εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου έσωθεν, ήτον χρονών 35 ιντζίρκα. [Μετά την τυπική αναγραφή, στριμωγμένα τα ακόλουθα:] Ο άνωθεν Ζάχος Ρογκότης, ήφερε την πανούκλα από Μεσσήνα και εβάσταξε δύο χρόνους και απέθαναν χιλιάδες, 2.000». Με την προσθήκη αυτή η ληξιαρχική πράξη γίνεται «βραχύ χρονικό», ενθύμηση. Λίγες μέρες μετά (10 Ιουνίου 1743) «απέτυχε της παρούσης ζωής ο Ιωάννης, παιδίον του ποτέ Νικολάου Βαλιάνου, ψυχοπαίδι του Ρογκότη, ετάφη εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου έξωθεν, ήτον χρονών δέκα ιντζίρκα». Ας προσέξουμε: καμιά αναφορά στην αιτία του θανάτου· ορφάνια και υπηρεσία (δεν πρόκειται για υιοθεσία)· «έσωθεν» ο ένας, «έξωθεν» ο άλλος (αν ήταν στενοί οι τάφοι, ίσως γιατί δεν είχε λιώσει ο ψυχοπατέρας). Η Μαρίνα ψυχοπαίδα του Signor Μαρίνου Δοξαρά 18 χρονών, θάβεται «ένδον της εκκλησίας»: προνομιακή αλλιώς διαχείριση του θανάτου. Συνεχίζω με τα συλλογικά άλγη, τη βλογιά που θερίζει τα νήπια και τα παιδιά.

Κατά τα έτη 1778-1781 η βρεφική και παιδική θνησιμότητα ανέρχεται στο 50% του συνόλου των θανάτων: σε απόλυτους αριθμούς αντιστοίχως 58 ανεξαρτήτως ηλικίας και 29 βρεφικοί και παιδικοί θάνατοι. Τα μέγιστα των ηλικιών κυμαίνονται ανάμεσα στους 60 ώς 75 χρόνους, κατά μέσο όρο 67,5. Τα ελάχιστα (ετήσιοι μέσοι όροι που περιλαμβάνουν μέρες, μήνες και έτη), ανάμεσα σε 7,6 και 7,9 χρόνους: μέσος όρος, 77,25. Η βρεφική και παιδική θνησιμότητα εμφανίζει μια αιχμή στα 1780, προφανώς κατά την έξαρση της ασθένειας: 72,7% του συνόλου, με μέση ηλικία 7,8.

Το συμπέρασμα είναι προφανές: η επιδημία «απορροφάται», σύντομα, από τη σταθερή βρεφική και παιδική θνησιμότητα. Τα βρέφη και τα παιδιά έτσι κι' αλλιώς θα πέθαιναν· μερικά τα πρόλαβε η βλογιά. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στα 1779 πέθαιναν από βλογιά μόνο το 3% των βρεφών και παιδιών, όταν η θνησιμότητά τους ανέρχεται στα 46,2% του συνόλου. Το ίδιο θα συμβεί με την πανώλη του 1742 που φέρνει στον τάφο το 1/3 του πληθυσμού της πόλης, ο οποίος θα ανασυγκροτηθεί με την κοινωνική και όχι με τη βιολογική αύξηση, για να διαιωνίσει στη συνέχεια την ίδια δομή και αναλογία γεννήσεων και θανάτων.

Οι τελευταίοι, είπαμε, δεν είναι αποκλειστικά «φυσιολογικοί», αλλά και βίαιοι. Ανθολογώ παραδείγματα. Προηγουμένως όμως ας καταχωρίσω μια εγγραφή θανάτου αναφερόμενη στη βλογιά: «1779, Γεναρίου 10. Επέρασε ο υιός του Γεωργίου [τίνος;] εις την άλλην ζωήν από βλογιά και εθάπτη εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου έξω της εκκλησίας· ήτον μηνών 18, το όνομά του Χρίστος».

Ας έρθουμε στους βίαιους θανάτους, που δεν είναι σχετικώς πολλοί και στα ατυχήματα: ετούτοι και εκείνα δεν μαρτυρούν το φυσιολογικό προσδόκιμο της ζωής. «1791, Δεκεμβρίου 24. Απέρασε εις την άλλη ζωήν ο Σπυρίδων Βρετός από φόνον, όπου τον εφόνευσαν εις το καλντερίμι στη Βροντισμένη και εθάπτη εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου έσω της εκκλησιάς εις τον τάφον των γονέων του· ήτον χρονών σχεδόν εικοσιεννέα - 29». Δυο παρατηρήματα, χωρίς απαντήσεις, και έξω από το προκείμενο: Βροντισμένη, δηλαδή κεραυνόπληκτη, τοποθεσία της πόλης (αφού σ' αυτή την τελευταία υπήρχε καλντερίμι, αλλιώς λιθόστρατο), μικροτοπωνύμιο αθησαύριστο· «καλντερίμι» τουρκικός όρος πολεοδομικός, ενώ στην αρχιτεκτονική επικρατούν οι ιταλικοί και ελληνικοί. Ας συνεχίσουμε με τις μνείες μη φυσιολογικών θανάτων. «1792, Ιανουαρίου 20. Απέρασαν εις την άλλην ζωήν ο Πάνος Μαλτέζος και ο Αντώνης Κοντολιός από πνιγμόν όπου επνίγησαν εις τον αβλαίμονα πηγαινάμενοι να ψαρέψουν και τα θάψαν εις έναν τάφο εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου έξω της εκκλησίας· ήτον ο Πάνος χρονών 17 και ο Αντώνης 13». Αναγκαίο, αλλά όχι πρωτότυπο σχόλιο: οι ηλικίες, δεκατριών χρόνων ο Αντώνης («ένα παληκάρι δώδεκα χρονώ | τ' άρματα του δώσαν για τον πόλεμο»)· η ταφή στον ίδιο τάφο, χωρίς να υπάρχει κάθετη συγγένεια (δεν είναι βέβαια η μοναδική περίπτωση)· «έξω» και όχι «έσω» του ναού, γιατί, προφανώς, δεν είχαν άλλα δικαιώματα από εκείνα του ενορίτη.

Στην Περατιά

Το 1794, Ιουνίου 16 θάβεται ο Ιωάννης Αυλωνίτης λεγόμενος Καμινάρης (το επίθετο και το προσωνύμιο σώζονται ώς σήμερα) «από φόνον, όπου τον εσκότωσαν οι Περατιανοί εις το πέλαγος»· θάβεται και αυτός «έξω» και «ήτον χρονών σχεδόν 49». Στο πέλαγος: πηγαίνοντας στην Περατιά, παλιό χωριό της απέναντι Ακαρνανίας, ή επιστρέφοντας απ' αυτήν με «μονόξυλο». Θα ήθελα να αξιωθώ να γράψω κάτι γι' αυτή την Περατιά, εδώ ή αλλού, που παίρνει τ' όνομά της από τη Λευκάδα. Το 1795, Φεβρουαρίου 3, θάβεται ο Δημήτριος Κοντολιός «υιός του ποτέ Ανδρέου από φόνον, όπου τον εφόνευσε ο Φώτος Βλάχος στην πόρτα του»· ήταν χρονών σχεδόν 18 και θάφτηκε «έξω». Στην πόρτα του: δεν είναι ασυνήθιστη δολοφονία. Στα 1799 ένας κλέφτης γράφει: «Εγώ, μου δίνει όλος ο κόσμος ψωμί. Διατί αν δεν μου δώκει […] φυλάγω μες στην πόρτα του και τον σκοτώνω». 1796, Μαρτίου 28. Τότε θάβεται ένας γόνος «καλής» οικογένειας, «έσω», ο Μάριος Γιούργας, «τον οποίον εφόνεψε ο γιος του Λαλαγιάννη […] ήτον χρονών σχεδόν 45». Αυτός ο Λαλαγιάννης θα ήταν γνωστό πρόσωπο· το αγνοώ, όπως αγνοώ τα κίνητρα του φόνου. Συνειρμικώς σκέφτομαι ένα Λαλαγιώργο, αρματολό του Βάλτου, που τα παιδιά του τον εκδικούνταν λίγα χρόνια πριν σπάζοντας την οικογενειακή συνοχή τους με προεξάρχοντες αυτού του αρματολικιού, του Βάλτου, τους Σταθαίους. Ο συνειρμός θέλει απλώς να υπομνήσει τη συνθετότητα των αιτίων των βίαιων θανάτων. Δεν λείπει και η αυτοκτονία.

Συνεπάγεται τη διατάραξη του τελετουργικού και δεν χωρά η ικεσία για τη σωτηρία της ψυχής: ο Αμλετ απόδιωξε αυτή τη λύση, γιατί ο θεός τιμωρεί τον αυτοκτόνο. Αποκαθίσταται η τελετουργική τάξη, αν ο θάνατος δεν είναι ακαριαίος και δοθεί χρόνος για τη μετάνοια - «1761, Αυγούστου 31 […] Εφαρμακώθη η Χρυσάντζα, γυνή του Νικολάου Δε Βενέτζια, λεγομένου Μπαμπανάτζα [:ας πούμε Πολέντα ή Μπαζίνα], και θυγατέρα του Δημητρίου Καμινάρη· έζησε ημέρας δεκαπέντε, εξομολογήθη και έλαβε τα μυστήρια και εθάπτη έξω της εκκλησίας εις το ταφείον των γονέων της, ούσα ετών 20 περίπου». Λυτρωμένη, η φαρμακωμένη ξαναγυρίζει στην οικογένειά της.

* Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.

Υ.Γ.: Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή την Ελένη Γράψα, προϊσταμένη των ΓΑΚ Νομού Λευκάδας που, ανταποκρινόμενη σε ζήτησή μου, εντόπισε και έθεσε στη διάθεσή μου το καταχωριζόμενο ανέκδοτο σχέδιο.

Πηγή:

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_07/03/2010_392938



Κοινωνικές και αξιολογικές διακρίσεις στον μικρόκοσμο της ενορίας


Τα εξώγαμα τέκνα, φυσικά, δεν σπάνιζαν και το εγχώριο σκώμμα «σκύλοι, μούλοι και παπάδες» έχει κάτι να πει, μολονότι ως «μούλοι» ή κατ’ ευφημισμό «κόνσολες» χαρακτηρίζονται τα ατίθασα παιδιά, οι «αγυόπαιδες». Ετσι, στις 4 Δεκεμβρίου 1747 πεθαίνει «ο Σπύρος ο μούλος της Ζαμπέτας, της κοπελός του Καπετάν Τενέντε» και θάβεται «απέξω» - μόλις «μηνών πέντε ιντζίρκα». Βέβαια, καμία μνεία του ονόματος του φυσικού πατέρα, αλλά ούτε το όνομα του μητρικού πάππου – μόνο η επαγγελματική του ιδιότητα. Αβλεψία του ληξίαρχου ή κάτι σαν την ισόρροπη αριστοτελική πόλη, όπου ο κάθε πολίτης πρέπει να γνωρίζει τους άλλους; Αυτό φαίνεται ότι ισχύει. Η πράξη βάφτισης του άτυχου βρέφους (1747, 23 Ιουλίου): ο Γιάννης Μεσσήνης «ανεδέχθη […] παιδίον αρσενικόν της Ζαμπέτας, θυγατρός του Γερόλιμου Γαλάτη νόθο» και το ονόμασε Σπύρο· «ήτον μερών τεσσάρων».

Ενώ στον μικρόκοσμο της ενορίας (αν όχι όλης της πόλης) ο ένας γνωρίζει τον άλλον με τ’ όνομά του, συμβαίνει ωστόσο να εμφιλοχωρεί στις ληξιαρχικές πράξεις ένα συγγενικό ισχυρό όνομα, όχι μόνο (γιατί συμβαίνει κι αυτό) για μεγαλύτερη ακρίβεια, αλλά και για επισήμανση του κοινωνικού κύρους της οικογενειακής συνάφειας του νεκρού. Ενδεικτικό παράδειγμα: το 1791, 22 Σεπτεμβρίου συγχωριέται «η Στελιανή, γυνή του Φιλίππου, λέγω η πεθερά του Μήτζου Μαυρομάτη», δηλαδή του ισχυρού προύχοντα της Κατούνας του Ξηρόμερου, γόνου μιας μεγάλης οικογένειας με σημαντικά μέλη πριν απ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν, σημαντικά κοινωνικώς και πνευματικώς· ήταν η μακαρίτισσα «χρόνων σχεδόν 52» και θάβεται «έσω». Ελάχιστη συμβολή στα γενεαλογικά των Μαυρομματαίων με τις ρητές και άλλες συγγένειες, αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτό: πρόκειται για τις κοινωνικές και αξιολογικές συνδηλώσεις που ανακράτουν αυτά τα τυπικά τεκμήρια. Τα άτομα δεν εξισώνονται ούτε την ώρα του θανάτου.

Θα μπορούσε να σταχυολογήσει κανείς πολλά δείγματα της διαφοροποιημένης καταγραφής των φάσεων της ζωής, από τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο καταγράφονται οι θάνατοι των κληρικών ώς τις διακρίσεις που δηλώνουν οι χαρακτηρισμοί «σιορ» και signore (που είναι το ίδιο πράγμα), «κυράντζα»· έχουμε επίσης και αναγραφές τίτλων ευγενείας: «1814, Απριλίου 24. Απέτυχε τούδε του βίου η κυρία Αννα κοντέσα του Signor Σπυρίδωνος Σεντίνη γυνή και εθάπτη έσω του ναού εις τον τάφον της μητρός της, ήτον χρόνων 50 ιντζίρκα». Δεν σχολιάζω τα γενεαλογικά των Σετίνηδων και όσα αφορούν την οικονομική τους προαγωγή: για να γίνει συστηματικώς αυτό, χρειάζεται έναν αρχειοδιφικό μόχθο που δεν έχω κάμει, ώστε να διατυπωθεί μια συνθετική φράση, που θα μπορούσε εντούτοις να χαραχτεί από όσα ήδη γνωρίζουμε. Η ιστοριογραφία, ωστόσο, έχει τα δικά της ερευνητικά προαπαιτούμενα: ο αφαιρετικός λόγος προϋποθέτει την πραγματογνωμοσύνη.

Θα μπορούσα να συνεχίσω προσάγοντας παραδείγματα και να επισημάνω τα εναύσματα που δίνουν οι διαφοροποιημένες, καθώς έχουμε υπομνήσει, καταγραφές των φάσεων της ζωής: ανάμεσα στα εναύσματα αυτά η (κληρονομική ίσως) «τάρα» των οικογενειών· για το «χτικιό» κάνουν λόγο, για παράδειγμα, τα δικά μας τεκμήρια. Θα μπορούσαμε, παραδειγματολογώντας, να υποδηλώσουμε τις πληθυσμικές εισροές: όλα αυτά, και πολλά άλλα, επιβάλλουν την ποσοτική κατηγοριοποίηση του ποιοτικού και τούτο συνεπάγεται άλλον τρόπο γραφής, διαφορετικό από εκείνον αυτών των υπαινικτικών σημειωμάτων.

Πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_07/03/2010_392939

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου