ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΥΖΗΣ
Η ΕΙΣΒΟΛΗ
Τις πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου 1941 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, Πρίγκιπας Βίκτωρ Έρμπαχ επέδιδε το τελεσίγραφο-διακοίνωση στον πρωθυπουργό Κοριζή ανακοινώνοντας ότι την ίδια ώρα παραδιδόταν νότα και στον Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο. Ο Έρμπαχ ανακοίνωνε ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν εισβάλλουν στην Ελλάδα σαν εχθροί του ελληνικού λαού, αλλά για να εκδιώξουν τις βρετανικές δυνάμεις από την χώρα. Ο Κοριζής απάντησε ότι η Ελλάς, θύμα της γερμανικής επιθέσεως όπως συνέβη και με την Ιταλία, έδιδε την ίδια απάντηση όπως τον περασμένο Οκτώβριο: « Θα ανθίσταντο». Αυτό όμως δεν σήμαινε τίποτε άλλο εκτός από την αρχή του τέλους της εποποιίας του Αλβανικού Μετώπου.
Δυστυχώς με την επίθεση των Γερμανών συνέβηκε αυτό που είχε προβλέψει ο Μεταξάς όταν, σε σύσκεψη αντιστράτηγων στις 21 Μαΐου του 1940, είχε τονίσει ότι «... εάν πρόκειται να πολεμήσωμεν κατά τίνος Μεγάλης Δυνάμεως αι δυνατότητες μειούνται... διάρκεια 15-20 ήμερων υπολογίζεται καθ'ήν θα αντιταχθώμεν σθεναρώς, θα δείξωμεν τάς αρετάς μας και θα πέσωμεν έν δόξαις». Αυτό πράγματι συνέβη όχι με τους Ιταλούς αλλά με τους Γερμανούς.
Οι Γερμανοί αποδεχόντουσαν ότι λόγω κυρίως των φιλοβρετανικών αισθημάτων του Βασιλιά Γεωργίου Β' η Ελλάδα ανήκε στη σφαίρα της αγγλικής επιρροής, παρά τον τυπικά ουδέτερο προσανατολισμό της με την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η αποδοχή αυτής της στάσης γινόταν βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπήρχε παρουσία βρετανικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος που, κατά τους Γερμανούς, θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια των ρουμανικών πετρελαιοπηγών αλλά και τα νώτα του γερμανικού στρατού όταν θα άρχιζε η εισβολή του στην Σοβιετική Ένωση. Γι' αυτό άλλωστε με την έναρξη του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου ο Μεταξάς δεν επέτρεψε στις ελάχιστες μοίρες αεροπορικών δυνάμεων τις οποίες οι Βρετανοί είχαν στείλει ως βοήθεια στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσουν τα αεροδρόμια της Βορείου Ελλάδος, αφού οι Γερμανοί είχαν καταστήσει σαφές ότι κάτι τέτοιο ενόψει της απειλής που θα συνεπαγόταν όσον αφορά τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές, θα αποτελούσε casus belli.· Επίσης δεν δέχθηκε ολίγον προ του θανάτου του την περιορισμένη στρατιωτική βοήθεια που του προσέφερε ο Άγγλος στρατηγός Ουέιβελ του στρατηγείου Μέσης Ανατολής κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα από 13 έως 15 Ιανουαρίου 1941 καθ' όσον αυτή όχι μόνον δεν θα βοηθούσε, αλλά ήταν πιθανόν να προκαλούσε γερμανική κάθοδο στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας.
Παρ’ όλα αυτά οι Γερμανοί είχαν καταστρώσει ήδη από τον Δεκέμβριο του 1940 σχέδιο επιχείρησης κατά της Ελλάδος υπό την επωνυμία 'Μαρίτα' το οποίο όμως ήταν επιβοηθητικό του σχεδίου 'Μπαρμπαρόσα' που ρύθμιζε τα της εισβολής στην κομμουνιστική Ρωσία και θα εφαρμοζόταν μόνο εάν η αγγλική στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα θα απειλούσε εκτός από τα ρουμανικά πετρέλαια και τα νότια πλευρά του γερμανικού στρατού όταν θα άρχιζε η επίθεση του κατά αυτής. Όταν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει την συγκατάθεση της για την έλευση βρετανικών δυνάμεων στην χώρα τον Φεβρουάριο του 1941, και οι δυνάμεις αυτές έφθασαν τον Μάρτιο, τότε πλέον δεν ετίθετο θέμα εάν θα υπάρξει γερμανική εισβολή αλλά μόνον πότε αυτή θα ελάμβανε χώρα.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ουδετερότητα της Ελλάδος τέθηκε για τον λόγο αυτό υπό αμφισβήτηση μετά από μερικά χρόνια κατά την δίκη της Νυρεμβέργης. Όμως το δικαστήριο που δίκαζε τους Γερμανούς εγκληματίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δέχθηκε ότι η επίθεση της Γερμανίας κατά της Ελλάδος ήταν έγκλημα κατά της ειρήνης και ότι η Ελλάς απετέλεσε θύμα της γερμανικής επιθετικότητας.
Η γερμανική προπαγάνδα βέβαια προσπάθησε τότε να εμφανίσει την ενέργεια της αυτή ως αναγκαία αφού απέβλεπε μόνο στην εκδίωξη των Άγγλων και της βασιλικής κλίκας, που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα τους από την χώρα, και ότι δεν στρεφόταν κατά του ελληνικού λαού και στρατού για τους οποίους η γερμανική ηγεσία έτρεφε θαυμασμό για τον ηρωικό τους αγώνα τόσο κατά των Ιταλών όσο και στη συνεχεία και κατά αυτών των ιδίων.
Έτσι στις 8 Απριλίου 1941 αρχιπροπαγανδιστής του Χίτλερ Γκαίμπελς σημειώνει στο ημερολόγιο του: «Ο Χίτλερ θαυμάζει κυρίως το θάρρος των Ελλήνων... Απαγορεύει τον βομβαρδισμό της Αθήνας... Λυπάται πολύ γιατί είναι υποχρεωμένος να πολεμήσει τους Έλληνας...Εάν οι Άγγλοι δεν είχαν εγκατασταθεί στην χώρα ουδέποτε θα προσέτρεχε σε βοήθεια των Ιταλών».'" Και στις 9 Απριλίου γράφει «Οι Έλληνες μάχονται γενναία. Απαγορεύω στον τύπο να τους υποτιμήσουν».
Επίσης ο Χίτλερ σε συνομιλία του με τον Ούγγρο πρέσβη στο Βερολίνο κόμη Στογυάϋ στις 19 Απριλίου 1941 δήλωνε ότι: «... ο πόλεμος κατά της Ελλάδος είναι μια 'πικρή σταγόνα' μέσα στη χαρά για τις μεγάλες επιτυχίες... στην Ελλάδα διεξάγω έναν πόλεμο εναντίον των Άγγλων και όχι κατά μικρών λαών... Αν η Ελλάς δεν είχε δεχθεί στο έδαφος της τους Άγγλους, ποτέ δεν θα της επιτιθέμεθα... Η Ιταλία ποτέ δεν θα νικούσε τους Έλληνες». Ο δε Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ, δηλώνει την ημέρα της γερμανικής εισβολής, ότι οι Γερμανοί έρχονται σαν φίλοι στην Ελλάδα για να φέρουν ειρήνη.
Η αλήθεια όμως είναι ότι η Ελλάς αποτελούσε για τους Γερμανούς βασικό κρίκο κατά της αγγλοσαξονικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Γερμανοί με την κατάκτηση της Ελλάδος απέβλεπαν στο να την μετατρέψουν σε βάση ανεφοδιασμού τους για την σχεδιαζόμενη εξάπλωση τους σε Αίγυπτο και Εγγύς Ανατολή.
Επίσης με την κατοχή της οι Γερμανοί οι Γερμανοί επωφελούντο τα μέγιστα. Κατ’ αρχάς αποτρεπόταν ο κίνδυνος επίθεσης των Βρετανών κατά των ρουμανικών πετρελαιοπηγών ενώ παράλληλα δινότανε η δυνατότητα στη στην γερμανική πολεμική μηχανή για στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Μεσόγειο και ανατολικά του Σουέζ . Με την κατάκτηση της Ελλάδος αποκαθίστατο, κατά κάποιον τρόπο, από τους Γερμανούς το κύρος του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι και παράλληλα ενισχυόταν η επιρροή του Άξονα στα Βαλκάνια και αυτό μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για την Τουρκία και τη Ισπανία, οι οποίες τηρούσαν στάση ευμενούς ουδετερότητας να προσχωρήσουν ουσιαστικά στον Άξονα.
Οι Γερμανοί πάντως δεν θεωρούσαν την επιχείρηση τους στην Ελλάδα εύκολη. Στο διάγγελμα του ο Χίτλερ προς τον γερμανικό λαό στις 6 Απριλίου ανέφερε: «... μην θεωρείτε ότι η επίθεση κατά της Ελλάδος θα αποτελέσει περίπατο προς την Αθήνα... Όχι ότι αναμένεται σκληρή στρατιωτική αντίσταση, αλλά οι γεωγραφικοί παράγοντες και η οδική κατάσταση θα δημιουργήσουν εξαιρετικές δυσκολίες». Ο Γκαίμπελς δε, σημειώνει στο ημερολόγιο του στις 14 Ιουνίου 1941: «Η εκστρατεία μας στην Ελλάδα μας στοίχησε ακριβά σε υλικό».
Η ΕΠΙΘΕΣΗ
Η γερμανική επίθεση άρχισε στις 5.15 το πρωί της 6ης Απριλίου1941. Οι Γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν με σφοδρότητα κατά της Ελλάδος από την Κομοτηνή μέχρι το Τριεθνές. Οι δυνάμεις του Άξονα θα αντιμετωπισθούν από τις μικρές δυνάμεις προκαλύψεως, οι οποίες είχαν οδηγία, να επιβραδύνουν την εισβολή.
Ταυτόχρονα , εκδηλώθηκε σφοδρή αεροπορική επιδρομή εναντίον του Πειραιά και των ακτών μέχρι τον Ναύσταθμο. Για την αεροπορική επιδρομή χρησιμοποιήθηκε αριθμός αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως (Stukas) και πυκνός ποντισμός ναρκών σε όλη την περιφέρεια, ο οποίος ουσιαστικά ακινητοποίησε τα πλοία, πολεμικά ή βοηθητικά, τα οποία με πολύ μεγάλες , προσπάθειες μετεκινήθησαν στη θαλάσσια περιοχή των Μεγάρων.
Οι Γερμανοί ενήργησαν, εν πολλοίς, ανενόχλητοι, από λάθη του Ελληνικού Στρατηγείου, το οποίο είχε αναγνωρίσει αρμοδιότητα στις λιμενικές αρχές αντί η αποκλειστική ευθύνη να ανατεθεί στο Πολεμικό Ναυτικό.
Η επίθεση κατά τού Πειραιά δεν θα προκαλούσε ούτε την έκταση της καταστροφής που προκάλεσε ούτε τον σοβαρό κλονισμό του ηθικού των πολιτών, αν δεν συνοδευόταν από την καταβύθιση του αγγλικού μεταγωγικού πλοίου «Κλαν Φρέιζερ». Το πλοίο, 10.000 τόνων περίπου, βρισκόταν μέσα στο λιμάνι γεμάτο με τροτύλης, ισχυρής εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται για τη γόμωση ναρκών και εκρηκτικών βλημάτων. Οι Ελληνικές αρχές δεν ήλεγχαν τα φορτία των πλοίων. Η ευθύνη για την έκρηξη είναι αποκλειστικά των Άγγλων, διότι την ώρα που η χώρα βρισκόταν σε πολεμική κατάσταση και ο Πειραιάς ήταν σχεδόν το μόνο μεγάλο λιμάνι ανεφοδιασμού, ένα πλοίο με παρόμοιο φορτίο έπρεπε να παραμείνει εκτός του προλιμένα.
Κατά την διάρκεια της εισβολής πραγματοποιήθηκαν σκληροί βομβαρδισμοί ελληνικών πόλεων από τους Γερμανούς όπως αυτός της Δράμας, των Σερρών, των Ιωαννίνων και του Πειραιά που προαναφέραμε.
Την γερμανική δύναμη κρούσης αποτελούσε η 12η Στρατιά του στρατάρχη Λιστ που περιελάμβανε 12 τεθωρακισμένες μεραρχίες, δύο μηχανοκίνητες, τρεις ορεινές και τρία συντάγματα SS της προσωπικής φρουράς Αδόλφου Χίτλερ.
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ
Στο μέτωπο τού Έβρου, βόρεια της Νυμφαίας, ο εχθρός άρχισε να βάλλει με βαρύ πυροβολικό από της 7.30 πρωινής. Μία ώρα αργότερα εμφανίσθηκαν οι πρώτες γερμανικές μηχανοκίνητες μονάδες. Στις 11 το πρωί το οχυρό είχε περικυκλωθεί και βαλλότανε από παντού, αλλά η εχθρική επίθεση αποκρούσθηκε. Το απόγευμα η επιχείρηση επαναλήφθηκε από ξηράς και αέρος. Το οχυρό είχε υποστεί καταστροφές, αλλά αντιστεκόταν.
Στο μέτωπο τού Νέστου η επίθεση έγινε προς το οχυρό Εχίνος, με κατεύθυνση προς τη Σταυρούπολη. Το πρωί της 6ης Απριλίου εμφανιστήκαν οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι όμως, αφού εγκατέλειψαν τριάντα περίπου νεκρούς, υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν. Λίγο μετά το μεσημέρι δύο γερμανικοί λόχοι πλησίασαν βορείως του οχυρού σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων. Όταν νύχτωσε, προχώρησαν στα απέναντι υψώματα, από όπου εξαπέλυσαν ολονύκτια επίθεση με αυτόματα, χωρίς αποτέλεσμα.
Στο Μέτωπο της VII Μεραρχίας στην Ήπειρο διεξαγόταν, όπως είχε προκαθορισθεί, αγώνας επιβραδύνσεως. Ο εχθρός, αφού κατέλαβε το Κάτω Νευροκόπι, άρχισε επίθεση κατά τού οχυρού Λίσσε με τρία τάγματα ισχυρή υποστήριξη πυροβολικού. Απωθήθηκε με σοβαρές απώλειες ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις και επανέλαβε την επίθεση, αλλά και πάλι απέτυχε. Ακολούθησαν δύο επιθέσεις με άρματα, οι οποίες αποκρούστηκαν από τη φρουρά. Το εκτός οχυρού ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε επίθεση και προξένησε σημαντικές απώλειες στο εχθρικό πυροβολικό. Μετά την αποτυχία της κατά μέτωπο επιθέσεως, οι Γερμανοί επιχείρησαν επίθεση μεταξύ των οχυρών Λίσσε και Περιθώρι και προς Ουσόγια. Από εκεί έβαλλαν κατά τού οχυρού Περιθώρι, αλλά απέτυχαν. Τη νύκτα προς την 7η Απριλίου γερμανικά τμήματα επωφελούμενα της ομίχλης και της βροχής, επέτυχαν να προωθήσουν τις δυνάμεις τους.
Η ΣΗΜΑΙΑ ΤΟΥ ΟΧΥΡΟΥ
Στο οχυρό Ρούπελ, το γερμανικό πυροβολικό και η αεροπορία άρχισαν τις πρωινές ώρες της 6 Απριλίου σφοδρό βομβαρδισμό. Ακολούθησε επίθεση μηχανοκινήτων τμημάτων από πολλά σημεία, ενώ στον Στρυμόνα χρησιμοποιήθηκαν βάρκες από καουτσούκ. Οι εχθρική. προσπάθειες απέτυχαν. Καταρρίφθηκαν αεροπλάνα, αχρηστεύθηκαν τανκς και συνελήφθησαν Γερμανοί αιχμάλωτοι, οι οποίοι ανέφεραν ότι το εκεί γερμανικό πυροβολικό διέθετε 82 πυροβολαρχίες και ότι για τov αεροπορικό βομβαρδισμό διατίθεντο 120 έως 150 αεροπλάνα. Τη νύχτα εκδηλώθηκε νέα εχθρική προσπάθεια η οποία απωθήθηκε . Τα γύρω οχυρά βομβαρδιζόντουσαν αλλά προέβαλλαν επιτυχή άμυνα.
Η ίδια κατάσταση παρατηρείται σε όλη τη γραμμή των οχυρών, κατά τη διάρκεια της 6ης Απριλίου και τη νύκτα προς την 7η Απριλίου. Σε ορισμένα σημεία δίδονται μάχες και εντός των οχυρών.
Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 6ης Απριλίου επανελήφθη ο βομβαρδισμός κατά τού οχυρού Νυμφαία. Ακολούθησε επίθεση γερμανικού πεζικού που αποκρούσθηκε από τη φρουρά τού οχυρού, η οποία θα αποκρούσει και την επόμενη γερμανική επίθεση που θα εκδηλωθεί την χαραυγή. Δύο νέες γερμανικές επιθέσεις, το πρωί και το απόγευμα της 7ης Απριλίου, απέβησαν χωρίς αποτέλεσμα. Τις πρώτες νυχτερινές ώρες τα γερμανικά αεροπλάνα προκάλεσαν ζημιές στο οχυρό. Οι αμυνόμενοι, εξαιτίας των καπνογόνων χειροβομβίδων τού εχθρού, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 7ης Απριλίου, το οχυρό υπέκυψε.
Στο Ιστίμπεη η μικρή φρουρά θα υποχρεωθεί, με τη χρήση καπνογόνων, να παραδοθεί το απόγευμα της 7ης Απριλίου.
Από τις πρώτες απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας ισχυρές γερμανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις από το γιουγκοσλαβικό έδαφος κατέρχονται προς τη λίμνη Δοϊράνη. Οι μικρές ελληνικές δυνάμεις, χωρίς αεροπορική κάλυψη και μετακινούμενες συνεχώς για να προστατεύσουν την ουσιαστικά ανυπεράσπιστη Θεσσαλονίκη, περιέρχονται σε δύσκολη θέση. Τα μεσάνυχτα της 7ης Απριλίου η Δοϊράνη και η Γευγελή είχαν καταληφθεί: οι Γιουγκοσλάβοι είχαν ηττηθεί και ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη έμενε ανοικτός.
Εν τούτοις στις 8 Απριλίου και οι δυνάμεις προκαλύψεως και πολλά από τα οχυρά εξακολουθούσαν να ανθίστανται. Ήταν όμως προφανές όμως ότι αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει επί πολύ. Η μάχη συνεχιζόταν ακόμη και τη νύχτα της 8ης Απριλίου, με καιρικές συνθήκες πολύ δυσμενείς, ομίχλη και δυνατή βροχή. Το ενδιαφέρον τού εχθρού εντοπιζόταν ιδίως κατά τού οχυρού Ρούπελ, εναντίον τού οποίου επιτίθεται μια ισχυρή δύναμη πεζικού και αρμάτων. Η επίθεση δεν θα πετύχει . Μόνο μία μικρή δύναμη κατόρθωσε να προωθηθεί.
Ενώ τα οχυρά ανθίσταντο, ο εχθρός προχωρούσε σε άλλες περιφέρειες. Τα μεσάνυχτα της 8ης Απριλίου κατελήφθη το Κιλκίς και οι ελληνικές δυνάμεις υποχρεώθηκαν να συμπτυχθούν. Το Τμήμα Στρατιάς της Δυτικής Μακεδονίας διέθετε τις τελευταίες του εφεδρείες, αλλά δεν μπορούσε να εμποδίσει την εχθρική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη. Η πόλη έμεινε ανυπεράσπιστη. Τη νύχτα της 8ης προς 9 Απριλίου στάλθηκε προς τους Γερμανούς που βάδιζαν προς τη Θεσσαλονίκη Κήρυκας για την κατάπαυση των εχθροπραξιών .
Το πρωί της 9ης Απριλίου γερμανικές μονάδες αρμάτων εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη. Το πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως υπεγράφη στις 1 μετά το μεσημέρι από τον αντιστράτηγο Μπακόπουλο, Διοικητή τού Τμήματος της Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας και από τον Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή της Μεραρχίας Αρμάτων. Ακολούθησε διαταγή προς τις δυνάμεις που ευρίσκοντο ανατολικά τού Αξιού να καταθέσουν τα όπλα. Το απόγευμα οι εχθροπραξίες είχαν παύσει σε όλο το Μέτωπο του Τμήματος Στρατιάς της Ανατολικής Μακεδονίας.
Κατά τις τετραήμερες επιχειρήσεις στο Βουλγαρικό Μέτωπο οι ασήμαντες ελληνικές δυνάμεις, χωρίς σύγχρονα πολεμικά μέσα και χωρίς αεροπορική κάλυψη, πολέμησαν με παραδειγματική γενναιότητα εναντίον ενός άρτια εξοπλισμένου στρατού που διέθετε ισχυρή αεροπορική προστασία. Οι γερμανικές απώλειες των τεσσάρων ημερών υπολογίζονται σε 15.000 περίπου νεκρούς και τραυματίες.
Η ελληνική ευψυχία αναγνωρίσθηκε από τους ίδιους τους Γερμανούς . Ο Γερμανός συνταγματάρχης που παρέλαβε το οχυρό Παλιουριώνες συνεχάρη τον διοικητή τού οχυρού και τη φρουρά, εξέφρασε τον θαυμασμό του για την αντίσταση και κάλεσε τον διοικητή τού οχυρού να επιθεωρήσει μαζί του το γερμανικό τάγμα ενώ διέταξε να υψωθεί η γερμανική σημαία μόνο μετά την αναχώρηση των Ελλήνων. Ο Γερμανός αξιωματικός στον οποίο παρεδόθη το Ρούπελ εξέφρασε την υπερηφάνειά του, διότι πολέμησε εναντίον ενός τόσο γενναίου αντιπάλου.
Τελικά οι Γερμανοί στις 27 Απριλίου εισήλθαν στην Αθήνα ενώ ο αγώνας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων θα συνεχιζόταν πλέον στην Κρήτη και από εκεί στο εξωτερικό δίπλα στους Συμμάχους. Παράλληλα στο εσωτερικό της χώρας θα ξεπηδούσαν μέσα από τις στάχτες οι αντιστασιακές δυνάμεις που θα συνέχιζαν τον αγώνα μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας και την τελική νίκη.
Πηγές:
ΑΝΝΙΒΑ ΒΕΛΛΙΑΔΗ – ΚΑΤΟΧΗ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ
ΣΠ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ – ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΥΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου