Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Σκηνές από μια παρέλαση…



Ημέρα ήταν ηλιόλουστη, διαυγής, ανοιξιάτικη. Το Μαρούσι έλαμπε. Είχα υποσχεθεί στα παιδιά να πάμε στην παρέλαση. Το περίμεναν με χαρά. Περπατήσαμε μέχρι την πλατεία. Κάναμε μερικές βόλτες και πήραμε θέση. Με χαρά είδα ότι η δημοτική κατ’ ευφημισμόν αστυνομία επιτελεί έναν κοινωφελή ρόλο - έστω αυτόν του ταξιθέτη.

Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται. Οι επίσημοι έκαναν την εμφάνισή τους. Επικεφαλής της πομπής ο δήμαρχος με τη θεαματικά καλλωπισμένη σύζυγό του. Ή μάλλον, ορθότερα, η θεαματικά καλλωπισμένη κυρία δημάρχου με τον σύζυγό της. Συμβολικά ενδιαφέρον θέαμα. Ο δήμαρχος-συνοδός, δίκην εθνάρχου χαιρετούσε τα πλήθη. Δεν ήταν σαφές αν η χαρά του προερχόταν από το γεγονός ότι συνόδευε την ύφους Εβίτας Περόν σύζυγο, ή από τον πανηγυρικό που σε λίγο θα εκφωνούσε.

Η ομιλία του ήταν τόσο τετριμμένη όσο πεπατημένη είναι η άσφαλτος της οδού Χαμοστέρνας. Είναι εντυπωσιακή η ανικανότητα των «επισήμων» να εκφωνήσουν μια στοιχειωδώς μεστή και, αν όχι πρωτότυπη, τουλάχιστον όχι κατάφωρα κοινότοπη, επετειακή ομιλία. Αναγνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο. Οι επετειακές ομιλίες θέλουν καλλιέργεια. Είναι απίθανο να βρεθεί στα δημαρχιακά μέγαρα. Η πεπατημένη είναι πάντοτε ο εύκολος δρόμος. Το παραμυθητικό λογοπλαίσιο περί του «ένδοξου έθνους», προϊόν παρωχημένων εποχών, το οποίο τουλάχιστον συχνά προέρχονταν από αληθινά εγγράμματα δημόσια πρόσωπα, είναι δουλεμένο επί δύο σχεδόν αιώνες, προσφέρεται για έτοιμη κατανάλωση.

Ο κ. δήμαρχος δεν απέφυγε τις αναφορές στην τρέχουσα συγκυρία. Ο λαϊκισμός που ανάγει τον «λαό» σε θύμα, προσφέρει απλόχερα τη συμβολική πρώτη ύλη για επίκαιρους συλλογισμούς. Μας κάλεσε να αντισταθούμε στα «κοράκια της εγχώριας και διεθνούς κερδοσκοπίας» που απεργάζονται το κακό της χώρας. Ζήτησε «ομοψυχία» και «συναίνεση» «τούτες τις δύσκολες ώρες». Εννοούσε, φυσικά, «συναίνεση» γύρω από ηγέτες του αναστήματός του. Οι επιμέρους εξουσίες στην Ελλάδα έχουν μάθει να ζητάνε τη «συναίνεση», αλλά δεν διερωτώνται τι κάνουν για να την κερδίσουν, ούτε γνωστοποιούν πώς θα τη χρησιμοποιήσουν. Η πρωτοφανής κατάντια της χώρας, αντί να προσφέρει υλικό για ζωογόνο αναστοχασμό σε μια εθνική επέτειο, για εύστοχες ιστορικές αναλογίες, για διαυγέστερη αυτογνωσία, προάγει την εθνική αυτολύπηση ανάμεικτη με ναρκισσισμό.

Ολοι παίξαμε τον ρόλο μας. Ο κ. δήμαρχος εκφώνησε τον δεκάρικό του, κι εμείς υπομονετικοί ακροατές τον ανεχθήκαμε. Αρχισε η κατάθεση στεφάνων. Ατέλειωτη. Οι εκπρόσωποι πολυάριθμων Αρχών, των κομμάτων, κομματικών νεολαιών, και αναρίθμητων συλλόγων κατέθεταν στεφάνια. Αισθητή ήταν η παρουσία του συλλόγου αγγειοπλαστών! Η τελετή μάκραινε κουραστικά. Ο κόσμος άρχισε να χάνει την υπομονή του. Αρκετοί άρχισαν να σφυρίζουν αποδοκιμαστικά, άλλοι να φωνάζουν. «Τελειώνετε, ρε». «Ελεος πια». Γνώριμες ελλαδικές σκηνές…

Η παρέλαση αρχίζει. Το δημαρχιακό ζεύγος, μόνο αυτό, στέκεται όρθιο στην εξέδρα των καθιστών «επισήμων» και χαιρετά τα παρελαύνοντα τμήματα. Εικόνα αμερικανικού προεδρικού ζεύγους, προσαρμοσμένη σε μεσανατολίτικα ήθη. Πρώτο τμήμα αυτό των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, σεβάσμια γεροντάκια που εμπνέουν στοργή και σεβασμό. Περίμενα χείμαρρο χειροκροτημάτων. Ηταν ελάχιστα.

Πολλούς παρευρισκόμενους δεν τους ενδιέφερε η παρέλαση ως τέτοια, αλλά η φωτογράφιση ή βιντεοσκόπηση των παιδιών τους. Η άλλη όψη του ελλαδικού ναρκισσισμού: ο σημερινός Ελληνας δεν νιώθει ότι υπάρχει αν δεν βλέπει τη φάτσα του στην οθόνη, στον καθρέφτη ή στη φωτογραφία - ή αν δεν τσακώνεται. Αλλοι έτρεχαν πάνω-κάτω, κατά μήκος της παρέλασης, σαν να ήταν επαγγελματίες φωτογράφοι, κι άλλοι, που διαγκωνίζονταν για καλύτερη θέα, έμπαιναν μπροστά από άλλους, για να διαπληκτιστούν στη συνέχεια για το ποιος-ήρθε-πρώτος. Είναι σχεδόν αδύνατον μια ομάδα Ελλήνων να βρεθεί στον ίδιο χώρο χωρίς να ξεσπάσουν καβγάδες.

Οι μαθητές παρελαύνουν - όσο μεγαλύτεροι, τόσο πιο βαριεστημένοι. Ευσυνείδητοι καθηγητές προσπαθούν να κρατήσουν συντεταγμένη πορεία. Εντυπωσιάζουν οι πρόσκοποι, τα πιτσιρίκια που κρατάνε από τις τέσσερις άκρες την ελληνική σημαία, και… οι μαθήτριες με το μίνι. Με τρία δάχτυλα φούστα, ντύθηκαν λες και θα πήγαιναν σε παραλία ή γήπεδο τένις, όχι σε παρέλαση εθνικής επετείου. Συγχέουν την εθνική επέτειο -μια επίσημη εθιμοτυπική εκδήλωση που καλεί σε γιορτή και περισυλλογή ταυτόχρονα- με βραδινή έξοδο σε «ελληνάδικο». Σύγχυση πλαισίων αναφοράς - άλλη μια σύγχρονη ελλαδική ασθένεια. Οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν τους θύμισαν την ιδιαιτερότητα της τελετής, το context που ρυθμίζει συμπεριφορές και ενδυματολογικές συνήθειες. Στο έθνος του Βουλγαράκη όλα επιτρέπονται. Στη χώρα του Τσίπρα απαγορεύεται το απαγορεύειν.

Η παρέλαση τελειώνει. Τελειώνει; Οχι ακριβώς! Μετά και το τελευταίο μαθητικό τμήμα ακολουθούν οι… συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ! Παρελαύνουν συντεταγμένα, κρατούν παραταξιακές σημαίες, και κραυγάζουν: «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, όχι τα κέρδη του κεφαλαιοκράτη». Μια εθνική επέτειος τελειώνει με κομματικά συνθήματα.

Κατακαημένη Ελλάδα, είναι τυχαίο που κατάντησες ο ζητιάνος της Ευρώπης; Εχασες τον μπούσουλα, ξέχασες τι σημαίνει συλλογικότητα, εθνική αυτοπεποίθηση, δεν ξέρεις να τιμάς και να αναστοχάζεσαι, δεν έχεις καν την αίσθηση του γελοίου, «δεν ξέρεις πού πατάς και πού πηγαίνεις». Εμαθες κυρίως να καταναλώνεις και να επιδεικνύεσαι, να κατηγορείς και να διαμαρτύρεσαι, να αυθαιρετείς και να κομπάζεις. Κάθε συλλογική σου εκδήλωση αποτυπώνει την παθολογία σου. Κάθε θεσμική συμπεριφορά σου εκφράζει τη βαλκανική γελοιότητά σου. Ακόμα και οι εθνικές γιορτές αντανακλούν τα παρηκμασμένα ήθη σου.

Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

Πηγή:

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_11/04/2010_397176

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου