Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ





Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,

ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει

και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.


Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,

των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν

κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,

να πού βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!


~Α! πώς είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει

(είταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)

σαν και τ' άλλα σου αδέρφια να σ' είχα γεννήσει

κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!


Ένα κόκκινο σπίτι σ' αβλή με πηγάδι...

και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...

νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,

το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.


Κι αμ' ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,

με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,

(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) ή συμβία περιστέρι

ν' ανασαίνει βαθιά τ' όλο κέδρον αγέρι.


Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει

τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,

ή ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,

ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.


Κι ό κατόχρονος θάνατος θα φτάνε μέλι

και πολλή φύτρα θα φηνες τέκνα κι αγγόνια

καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,

τ' αργαστήρι εκείνου, πού την τέχνη σου θέλει.


Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,

για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...

Ξεφαντώνουν; τ' αηδόνια στα γύρο περβόλια,

λεϊμονιάς σε κυκλώνει, λεπτή μοσχοβόλια.


Φέβγεις πόνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,

Άνοιξη μου γλυκιά, γυρισμό πού δεν έχεις.

Ή ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!


Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,

ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.

Στύλωσε μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:

τρέχουν αίμα τ' αστήθια, πού βύζαξες γάλα.


Πώς αδύναμη στάθηκες τόσο ή καρδιά σου

στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!

Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)

δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομα σου!


Κει στο πλάγι δάγκαναν οι οχτροί σου τα χείλη.

Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη

κι όσο ο γήλιος να πέσει και να ρθει το δείλι,

το σταβρό σου κάρφωσαν οι οχτροί σου κ' οι φίλοι.


Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

σα ρωτήσανε: «Ποιος ό Χριστός» τί πες «Να με»!

"Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια μου δε σ' εμαθ' ακόμα!


κωςτας Βάρναλης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου