Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ



Τώρα που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το γλυκό καλοκαιράκι και ο φοβερός Σεπτέμβρης, με τα παραπλανητικά χαμόγελά του, είναι έτοιμος να καταλάβει τη θέση του, τώρα που η διψασμένη γη προσμένει ένα βίαιο μπουρίνι, που άλλοτε έκανε το χώμα να μυρίζει και καθάριζε τα δένδρα από τον μπουχό ξαναδίνοντάς τους το πράσινο λαμπερό τους χρώμα, ας αποπειραθούμε μια αναδρομή σε χρόνια περασμένα, τότε που όλα ήσανε τόσο διαφορετικά από το ξερό και αδιάφορο σήμερα. Εκείνο που χαρακτήριζε το αθηναϊκό καλοκαίρι τότε ήταν ένας ιδιαίτερος τρόπος ζωής, που όσοι τον έζησαν τον θυμούνται, κανένας τους όμως δεν τον νοσταλγεί... Είχαμε το αιγινήτικο κανάτι πίσω από τα κουφωτά παντζούρια, τυλιγμένο με μια μουσκεμένη πετσέτα για να δροσίσει το νερό πιο γρήγορα, να πάνε κάτω τα «γεμιστά» του μεσημεριανού φαγητού και τ' απομεσήμερο να συνοδέψει τον καφέ και το φτιαγμένο απ' τη γιαγιούλα βύσσινο γλυκό, που τα σέρβιρε με την ευχή «τη δροσιά τους να 'χεις...».

Κι ακόμα, το καρπούζι για να γίνει... μπούζι το κατέβαζαν μ' έναν κουβά στα έγκατα του πηγαδιού για να αποκτήσει την οικολογική του... ψύξη. Ό,τι παρέμεινε ζωντανό από τα χρόνια εκείνα μέχρι τις μέρες μας είναι τα θερινά σινεμαδάκια που χρωστούν εν πολλοίς την ύπαρξή τους στον Λουκιανό Κηλαηδόνη που τα τραγούδησε μιλώντας σ' ευαίσθητες ψυχές και σε μερικούς εμπνευσμένους δημάρχους που τους έδωσαν το φιλί της ζωής. Είναι βέβαια τα τωρινά τα σινεμά πολύ πιο κυριλέ από τους... προγόνους τους. Δεν στέκεται πια στην είσοδό τους ο στραγαλατζής με το φως της ασετυλίνης και την ιδιάζουσα οσμή της να φωτίζει την πραμάτεια του απλωμένη στο καρότσι, ούτε ο άγρυπνος «φορατζής» δίπλα στο ταμείο, να ελέγχει τα εισιτήρια μήπως κάποιος δεν κατέβαλε τον «φόρο δημοσίων θεαμάτων». Ούτε υπάρχει στους σημερινούς η στριγκιά φωνή του «μηχανικού προβολής» να προαναγγέλλει από μικροφώνου στο διάλειμμα το έργο που θα προβληθεί «προσεχώς». Ούτε το κακοτυπωμένο πρόγραμμα υπάρχει, με τα λίγα ακαταλαβίστικα λόγια για την «υπόθεση του έργου» και το «συνέχεια επί της οθόνης» πλαισιωμένο με τη διαφήμιση του κομμωτηρίου κάποιου σεινάμενου κουνάμενου Ζωρζ, που σου πάσαρε η ταξιθέτρια με τη μαύρη ποδιά, εισπράττοντας το φτωχικό πενηνταράκι σου.

Η μεταμεσημβρινή ζωή στις γειτονιές της πρωτεύουσας άρχιζε ακριβώς στις πέντε το απόγευμα, ώρα λήξεως των «περί κοινής ησυχίας» αστυνομικών διατάξεων και ο παγωτατζής με το τρίτροχο χειράμαξό του, στημένος από ώρα κάτω από το παράθυρο ενός «σίγουρου» κατά τεκμήριο πελάτη, μόλις γινόταν πέντε ενεργούσε σαν ξυπνητήρι στη σιέστα των θνητών και με βροντώδη φωνή διαλαλούσε: «Έβγα. Έβγα παγωτά...» δίνοντας χρώμα και τόνο στη διπλή σημασία του «έβγα». Ύστερα ερχότανε το βυτιοφόρο του δήμου και κατάβρεχε με θαλασσινό νερό τους γύρω χωματόδρομους να κατακάτσει ο κουρνιαχτός και να δροσίσει ο τόπος. Τρέχανε ξυπόλυτα τα πιτσιρίκια με χαρούμενες φωνούλες ξοπίσω του και πλατσουρίζανε μες στα νερά που εκσφενδόνιζαν οι πλαϊνοί εκτοξευτήρες, ενώ οι αγωνιώδεις κραυγές των μανάδων τους, μαζί με τις βλαστήμιες του οδηγού (που πάλι επίκεντρο τις μανάδες είχαν) προσπαθούσαν να τα περιμαζέψουν μην παρασύρει κανένα μούλικο τ' αμάξι. Προχωρούσε αργά καταβρέχοντας και το θαλασσόνερο έκανε μια κρούστα πάνω στο χώμα που στέγνωνε ακαριαία.

Έβγαινε κι ο... φαμιλιάρχης με το φανελάκι και το παντελόνι της πιτζάμας και με το λάστιχο ή με το ποτιστήρι πότιζε τα δειλινά με τα μωβ και κίτρινα χωνάκια που τέτοια ώρα ανθίζουνε και τη λουίζα με τα μυρωδάτα φύλλα της που την περιποιόταν, να την έχει... «πόρτα για τον χειμώνα», τότε που θα τον ανταμείβει με τα ζεστά αφεψήματά της. Ποτίζει και το απαραίτητο γιασεμί που μοσχοβολάει και η Μαιρούλα, η γειτονοπούλα τους, σκαρφαλώνει στον μαντρότοιχο και μαζεύει γιασεμιά και τα κάνει μπουκέτο καρφώνοντάς τα στις βελόνες απ' το κλαδάκι ενός πεύκου. Πού και πού, όταν έχει σουρουπώσει πια για τα καλά, επισκέπτεται το πλακόστρωτο της αυλής κάποιος περιπλανώμενος φρύνος να χοροπηδήσει στα νερά με τις τεράστιες πισινές ποδάρες του. Κι ύστερα, όταν πέσει το σκοτάδι, ένα σαμιαμίδι θα βολτάρει στου τοίχου τα ψηλά, κυνηγώντας τα επιούσια έντομα του πιάτου της ημέρας του.

Ούτε βουκολική ούτε ρομαντική ήτανε η ζωή τα χρόνια εκείνα. Και φτώχεια υπήρχε πολλή και καημοί και βάσανα. Οι άνθρωποι ονειρεύονταν καλύτερες μέρες και οι πιο αθυρόστομοι στα μεράκια τους δογματίζανε πως «θα γυρίσει ο τροχός». Αργά το βράδυ, οι νοικοκυρές βγάζαν τα σκαμνιά τους στον δρόμο σε τακτική γενική συνέλευση κι αρχινάγανε το λακριντί για φαγητά ή για δουλειές του σπιτιού και άλλοτε σχολίαζαν τα συμβαίνοντα στα πέριξ. Συχνότερα όμως «θάβανε» την κοπελιά που έφυγε το σούρουπο παρφουμαρισμένη και γύρισε αναμαλλιασμένη τ' άγρια μεσάνυχτα, δηλαδή γύρω στις 10 παρά κάτι...

Εκείνο που χάθηκε όμως για πάντα και που πραγματικά λείπει σε όσους το πρόλαβαν, είναι το ταβερνάκι στην αυλή της μονοκατοικίας. Μια γιρλάντα με λαμπιόνια των 25 βατ έκανε από μακριά αισθητή την παρουσία του και ο δροσερός του κήπος προσκαλούσε τους πελάτες να περάσουν λίγες ώρες ξενοιασιάς με ταπεινούς μεζέδες και ρετσίνα. Ήταν τελείως αυτοσχέδιος ο διάκοσμός του με στρωμένο ψιλό γαρμπίλι καταγής όπου προσπαθούσαν να ισορροπήσουν μερικά χωλαίνοντα τραπέζια. Στην άκρη της μάντρας, κάτι ήλιοι με θεόρατα λουλούδια σαν πιάτα της σούπας κοίταζαν τους πελάτες κατάματα θαρρείς, παρέα με το απλωμένο αγιόκλημα. Συνήθως ήταν μοναχικά τα ταβερνάκια ανάμεσα σε άχτιστα οικόπεδα και καθώς τα σπίτια ήταν σχεδόν όλα μονώροφα όπου κι αν βρισκόσουν έβλεπες το φεγγάρι να ξεμυτίζει από τον Υμηττό και να σε καρφώνει γεμάτο ειρωνεία... Κι ο κάπελας να σου απαγγέλλει νεράκι το μενού με τον καθιερωμένο του επίλογο: «Σαλάτες, τυριά, κρασιά... Ε, αυτά!».

Πέρα από το ταβερνάκι της γειτονιάς, για τις κάπως... ανώτερες τάξεις, υπήρχε το πιο κουλτουριάρικο χαζοξενύχτι, στο «Βυζάντιο» ή στον «Μπιντέ» της πλατείας Κολωνακίου, το «Σελέκτ» της Φωκίωνος Νέγρη και το «Άττικα» της πλατείας Αμερικής, που απεκαλείτο και πλατεία Αγάμων, όπου οι... έγγαμοι στις γύρω μοδάτες πολυκατοικίες δεν έκλειναν μάτι από τις φωνές των καλλιτεχνών που βυσσοδομούσαν το «γύρισμα ταινίας». Είχε κάτι ξεχωριστό το αθηναϊκό καλοκαίρι εκείνα τα χρόνια. Ένα καλοκαιράκι που κυριαρχούσε στα στέκια η επιβλητική παρουσία του Μίμη Χριστοδούλου ή του Γιάννη Αργύρη στις «Εσπερίδες», όπου όταν δεν αναζητούσε το «Ιδανικό του» εξομολογείτο πως μένει στην «Οδό Τρικολάου Χαρούπη» αναγραμματίζοντας τον δύστυχο Χαρίλαο Τρικούπη.

«Νύχτες που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν, μ' αγιόκλημα και γιασεμιά» τραγουδά ο Κηλαηδόνης...

Μια φορά και έναν καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ

Πηγή:
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=57318&colid=64&dt=2010-08-08%200:0:0&page=2&mode=1


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου