Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΩΝ




Όλα αυτά που συμβαίνουν και όλα αυτά που τραβάει σήμερα ο Ελληνικός Λαός, μετά την επιβολή του περιβόητου ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ της τρόικας με την συμβολή της Κυβέρνησης Παπανδρέου και των πρόθυμων συνοδοιπόρων της, πιθανότητα να μην συνέβαιναν αν υπήρχε στην χώρα μας ο  θεσμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου που θα μας προστάτευε από την κατά πολλούς αντισυνταγματική ενέργεια της Κυβέρνησης Παπανδρέου να εκχωρήσει ένα σοβαρό μέρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στην τρόικα.

Στις σκέψεις αυτές με οδήγησε ένα άρθρο του καθηγητή κ. Χρήστου Γιανναρά με τίτλο  " Δύο  οι ευνοημένοι της Ιστορίας που δημοσιεύθηκε στις 11.07.2010 στην εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" και του οποίου ένα πολύ μεγάλο απόσπασμα, που θα ταίριαζε στην συγκεκριμένη περίπτωση, δημοσιεύεται παρακάτω.

Συμπληρωματικά προς αυτό παραθέτω από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ το σχετικό λήμμα περί ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ καθώς και ένα σχετικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα E-LAWYER (http://elawyer.blogspot.com/2006/06/blog-post_115160882111182650.html) και  το οποίο σας συνιστώ να διαβάσετε και εκεί μαζί με τα σχόλια των αναγνωστών της ιστοσελίδας.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΑ



Ορος-προϋπόθεση της αντιπροσωπευτικής - κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι να υπάρχουν κόμματα. Ποιος θέτει τους όρους για να λειτουργήσει η δημοκρατία; Τους θέτει το σύνταγμα. Αρα το σύνταγμα, ως θεσμικό δεδομένο (γενεσιουργός της δημοκρατίας σύμβαση - συμφωνία - έκφραση του λαϊκού σώματος), είναι υπέρτερο των κομμάτων. Δεν προηγούνται τα κόμματα για να καθορίσουν την οργάνωση και λειτουργία της δημοκρατίας, προηγείται το σύνταγμα που επιβάλλει τους όρους ύπαρξης και λειτουργίας κομμάτων. Το σύνταγμα το συντάσσει Συντακτική Εθνοσυνέλευση με εντολοδόχους του λαού εκλεγμένους γι’ αυτόν ειδικά τον σκοπό.

Στην Ελλάδα την αυτοπροστασία του το σύνταγμα (την επαγρύπνηση και τον έλεγχο για τη συνεπή τήρηση των διατάξεών του) την ταυτίζει με τον «πατριωτισμό των Ελλήνων», δεν την εμπιστεύεται στον «πατριωτισμό των κομμάτων» (που είναι σχήμα οξύμωρο, αφού τα κόμματα εκφράζουν συμφέροντα ταξικά, συντεχνιακά, επαγγελματικές επιδιώξεις εξουσίας). Αν ένα κόμμα παραβιάζει ή αθετεί αρχές ή διατάξεις του συντάγματος, το σύνταγμα επιτάσσει να αντιδράσει ο πατριωτισμός του λαού για να προστατεύσει τη δημοκρατία.

Να αντιδράσει πώς ο λαός; Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες προβλέπεται Συνταγματικό Δικαστήριο, στο οποίο μπορεί να προσφύγει ο κάθε πολίτης καταγγέλλοντας παραβιάσεις του συντάγματος από κάποιο κόμμα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο προστατεύει το σύνταγμα από τις αυθαιρεσίες και την ιδιοτέλεια των κομμάτων είτε μετά από καταγγελία είτε και αυτεπαγγέλτως. 

 Στην Ελλάδα αυτόν τον ρόλο του Συνταγματικού Δικαστηρίου τον αναλάμβαναν κάποτε, αυτόκλητοι, κάποιοι εύτολμοι ή ολίγον ψυχοπαθείς αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Γι’ αυτό και τα κόμματα φρόντισαν, ώστε «κατάλυση της δημοκρατίας» να θεωρείται (θεσμικά) η παραβίαση άρθρων του συντάγματος από οποιονδήποτε άλλον εκτός από τα κόμματα. Εχουν επιβάλει (θεσμικά) την ψευδαίσθηση ότι η δημοκρατία απειλείται μόνο από εξωκομματικούς παράγοντες, ποτέ από κόμμα ή κόμματα.

Το σύνταγμα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία προβλέπει και «φύλακες» της νομιμότητας, ένοπλους κοινωνικούς λειτουργούς (αστυνομία, στρατό) επιφορτισμένους επαγγελματικά με το χρέος να επιβάλλουν την τήρηση του συντάγματος και των νόμων. Για να αποφεύγεται η παράχρηση αυτού του λειτουργήματος (οι ιδιοτελείς εξουσιαστικές παρεκτροπές των ενόπλων κοινωνικών λειτουργών), το σύνταγμα απαιτεί τον απόλυτο έλεγχο των «φυλάκων» της νομιμότητας από την εκάστοτε εκλεγμένη (κομματική) κυβέρνηση.

Ετσι το τελικό (και πρακτικό) ερώτημα στο οποίο οδηγεί ο προβληματιμός για την προστασία του συντάγματος και της δημοκρατίας, είναι: Οταν οι κομματικοί άρχοντες καταλύουν τη συνταγματική νομιμότητα ή ανέχονται αδρανώς την κατάλυσή της, ποιος θα δώσει την εντολή στους ένοπλους φύλακες να την προστατεύσουν; 

Δεν απαγορεύει η δημοκρατία να υπάρχουν ακόμα και κόμματα που θέλουν την κατάργησή της. Αναστέλλει όμως τη λειτουργία τους, όταν προσπαθούν να επιβάλουν με τη βία στους πολλούς την προτίμηση των λίγων. Εξ ορισμού η δημοκρατία ταυτίζεται με την άμυνα της κοινωνίας απέναντι στον φασισμό.

Τα κόμματα αποφεύγουν τη σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου, γιατί χωρίς αυτό «έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι».

Τα κόμματα φτιάχνουν το σύνταγμα, με κάθε «αναθεώρηση» μετασχηματίζουν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα σε συνταγματικές επιταγές. Η Συντακτική Εθνοσυνέλευση μένει θολή ιστορική ανάμνηση, άσαρκη ιδέα, μακρινή, χαμένη σε βάθος χρόνου. Ρομαντικό παραμύθι η αδιαμεσολάβητη λαϊκή βούληση, το κράτος-του-δήμου, το σύνταγμα που θεσμοθετεί φραγμούς στην ιδιοτέλεια των κομμάτων, στα κοινωνικά εγκλήματα των κομμάτων.

Ολο και πιο ασφυκτικά αποκλείεται η δυνατότητα να εκφραστεί ενεργά η λαϊκή βούληση, η ανάγκη, η ελπίδα. Ακόμα και με τρία εκατομμύρια υπογραφές δεν έχει ο λαός το δικαίωμα να ζητήσει δημοψήφισμα. Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον εκλέγουν τα κόμματα, γυμνωμένον από κάθε αρμοδιότητα, να διακοσμεί την κομματική αυθαιρεσία. Κάθε κομματική κυβέρνηση εκλέγει δικό της πρόεδρο της Βουλής, δικούς της προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων και αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Επιβάλλει δεκάδες χιλιάδες κομματικούς εγκαθέτους στον κρατικό μηχανισμό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Τα κόμματα χειραγωγούν την τοπικκή αυτοδιοίκηση (με τον «Καλλικράτη» εξαλείφονται και οι ελάχιστες εξαιρέσεις). Δημοτικά και νομαρχιακά συμβούλια, γενικές συνελεύσεις πανεπιστημιακών Τμημάτων, επιστημονικών εταιρειών, συνδικαλιστικών σωματείων και ομοσπονδιών, όλες απαρέγκλιτα οι μορφές συλλογικότητας, συγκροτούνται από κομματικούς εκπροσώπους, αποβλέπουν κατά προτεραιότητα στην προώθηση των κομματικών συμφερόντων.

Μόνο στον τύπο της μεσαιωνικής «απόλυτης μοναρχίας» θα βρούμε το ιστορικό ανάλογο του καθεστώτος της κομματοκρατίας που δυναστεύει την Ελλάδα σήμερα – τέτοιαν απογύμνωση του λαού από πολιτικά δικαιώματα. Μας επιτρέπουν ακόμα την ψήφο, επειδή μπορούν άνετα να την υποκλέπτουν, να παραμυθιάζουν τους αφελείς και να μαγειρεύουν τους εκλογικούς νόμους. Και τώρα επιβάλλουν στην απεγνωσμένη φτωχολογιά και τον εξευτελισμό, τον πανικό της πείνας, για να πληρώσουν τα θύματα τις τερατώδεις σπατάλες τριάντα χρόνων κομματοκρατίας.

Στα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων, δύο μόνο άνθρωποι έχουν σήμερα το απίστευτο προνόμιο να μπορούν, ο καθένας από μόνος του, να αντιστρέψουν την πορεία του τόπου: να καταλύσουν την κομματοκρατία, να οδηγήσουν τη χώρα σε Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Ο πρωθυπουργός, συγκροτώντας κυβέρνηση προσωπικοτήτων. ΄Η ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παζαρεύοντας την παραίτησή του με τον ίδιο στόχο.

Απόσπασμα από το "Δύο οι ευνοημένοι της Ιστορίας" του κ. Χρ. Γιανναρα.




 Ο θεσμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου

Συνταγματικό δικαστήριο ονομάζεται το δικαστήριο το οποίο ελέγχει την εφαρμογή του Συντάγματος σε ένα κράτος. Η εφαρμογή αυτή μπορεί να αφορά είτε τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων είτε και τις υπόλοιπες πράξεις των οργάνων της πολιτείας (Κοινοβουλίου, Ανώτατου Άρχοντα κλπ.).


Έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

Κύριο έργο ενός συνταγματικού δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, η κρίση δηλαδή περί του αν ένας νόμος εναρμονίζεται ή παραβιάζει το Σύνταγμα. Αποτέλεσμα του ελέγχου της συνταγματικότητας ενός νόμου είναι η κήρυξή του ως άκυρου. Αυτής της μορφής ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων που γίνεται αποκλειστικά από ένα δικαστήριο ονομάζεται συγκεντρωτικός, σε αντίθεση με τον διάχυτο έλεγχο, που διενεργείται από όλα τα δικαστήρια.

Το συνταγματικό δικαστήριο ελέγχει με αυτόν τον τρόπο αν η νομοθετικη εξουσία τηρεί το Σύνταγμα και εγγυάται τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών.


Έλεγχος των πολιτειακών οργάνων

Σε ορισμένες χώρες το συνταγματικό δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει και τις πράξεις ή παραλείψεις των πολιτειακών οργάνων. Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να είναι η διάλυση της Βουλής από τον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα (Πρόεδρο Δημοκρατίας ή Βασιλιά), η άρνηση του τελευταίου να υπογράψει νόμο που έχει ψηφίσει η Βουλή. Σημαντική τέτοια περίπτωση είναι και η προστασία της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας (αντιπολίτευσης) από αντισυνταγματικές ενέργειες της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το συνταγματικό δικαστήριο θα ελέγξει (κατόπιν προσφυγής) αν τηρήθηκαν οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Αν π.χ. το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο ανώτατος άρχοντας μπορεί να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές μόνο σε περίπτωση μείζονος εθνικού ζητήματος και ο ανώτατος άρχοντας το κάνει χωρίς να συντρέχει κάτι τέτοιο, το συνταγματικό δικαστήριο θα έχει την εξουσία να κηρύξει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών άκυρες.

Η ανάθεση τέτοιων αρμοδιοτήτων στο συνταγματικό δικαστήριο εξασφαλίζει την τήρηση του Συντάγματος από όλα τα πολιτειακά όργανα. Αποφεύγονται έτσι και οι συνταγματικές/πολιτειακές κρίσεις που οδηγούν σε ταραχές, αφού υπάρχει ανεξάρτητο όργανο που αποφαίνεται οριστικά αν μια πολιτειακή πράξη είναι σύμφωνη ή όχι με το Σύνταγμα της χώρας. Ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος της υπερβολικής ανάμειξης της δικαστικής εξουσίας στα της εκτελεστικής ή της νομοθετικής, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη διάκριση των λειτουργιών.


Άλλες αρμοδιότητες

Μια άλλη περίπτωση αρμοδιότητας του συνταγματικού δικαστηρίου είναι στα ομοσπονδιακά κράτη η επίλυση διαφορών ή συγκρούσεων αρμοδιότητας μεταξύ κεντρικού κράτους και ομόσπονδων κρατιδίων.

Επίσης κατά κανόνα στα κράτη που υπάρχει συνταγματικό δικαστήριο, αυτό είναι αρμόδιο για τον έλεγχο των εθνικών εκλογών και την εκδίκαση των σχετικών ενστάσεων.


Συνταγματικοι δικαστές

Σημαντικός είναι ο τρόπος επιλογής των δικαστών του Συνταγματικού δικαστηρίου. Συνήθως πρόκειται για μικρό αριθμό έμπειρων δικαστών, καθηγητών Πανεπιστημίου ή και πολιτικών προσωπικοτήτων. Η επιλογή τους μπορεί να γίνεται είτε από μία από τις τρεις λειτουργίες είτε από περισσότερες σε συνδυασμό. Η επιλογή τους από τους ίδιους τους δικαστές εγγυάται στο δικαστήριο τη μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα στο δικαστήριο πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης: ένα όργανο που δεν έχει εκλεγεί από τον λαό ελέγχει τις πράξεις των δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων. Αν πάλι επιλέγονται οι συνταγματικοί δικαστές από την Κυβέρνηση ή από την πλειοψηφία της Βουλής, έχουν μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση, είναι πιθανόν όμως να επιλέγονται οι πιο «συνεργάσιμοι» και «φιλικοί» προς την κυβερνητική πλειοψηφία και να τορπιλλίζεται έτσι στην ουσία ο έλεγχος της τήρησης του Συντάγματος.

Συνήθης είναι ο διορισμός των δικαστών για μη ανανεώσιμη θητεία ορισμένου χρόνου. Η θητεία είναι μη ανανεώσιμη, ώστε να μην μπαίνουν οι δικαστές στον πειρασμό να γίνουν αρεστοί με τις αποφάσεις τους σε αυτούς που τους επιλέγουν, αλλά να επιδοθούν απερίσπαστοι στο έργο τους.


Παραδείγματα

Δεν έχουν όλες οι χώρες συνταγματικό δικαστήριο. Η Ελλάδα και οι ΗΠΑ ανήκουν στις χώρες που δεν έχουν. Η Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά Συνταγματικό δικαστήριο επί χούντας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1973 βάσει του θεσμικού νόμου 803/70 (Συνταγματικό δικαστήριο 1973), αλλά καταργήθηκε σε μήνες, στις 26 Νοεμβρίου 1973 με την νέα Χούντα του Ιωαννίδη. Ορισμένες αρμοδιότητες συνταγματικού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.  .

Χώρες που δεν έχουν αυστηρό Σύνταγμα (Σύνταγμα με υπερνομοθετική ισχύ) δεν έχουν και συνταγματικό δικαστήριο. Τέτοια χώρα είναι η Μεγάλη Βρετανία.
Το πρώτο συνταγματικό δικαστήριο θεσπίστηκε στην Αυστρία το 1920.

Στη Γαλλία ρόλο συνταγματικού δικαστηρίου έχει το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel), το οποίο είναι αρμόδιο μόνο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
Στη Γερμανία το αντίστοιχο όργανο ονομάζεται Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht) και έχει ευρύτατες αρμοδιότητες και ως προς τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και ως προς τον έλεγχο των πολιτειακών οργάνων.

Ένα είδος συνταγματικού δικαστηρίου υπό ευρεία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Δεν υφίσταται βέβαια ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αλλά στις αρμοδιότητες του ΔΕΚ εντάσσεται ο έλεγχος της τήρησης των ευρωπαϊκών Συνθηκών και από την εκτελεστική αλλά και από την (ευρωπαϊκή) νομοθετική εξουσία. Έχει εξουσία να ελέγχει τη συμβατότητα του παραγώγου κοινοτικού δικαίου με τις Συνθήκες και διασφαλίζει την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών της Κοινότητας (ελευθερία κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών, εργαζομένων και κεφαλαίου).

Πηγή:

Συνταγματικό δικαστήριο - Βικιπαίδεια



Γιατί χρειαζόμαστε Συνταγματικό Δικαστήριο

 

Σήμερα θα εξηγήσω για ποιο λόγο η ίδρυση και λειτουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου θα εξορθολογήσει το δικαιοδοτικό σύστημα της Χώρας και θα ενισχύσει το κράτος δικαίου και την προστασία των ατομικών ελευθεριών.

Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα επικρατεί το καθεστώς του διάχυτου αλλά παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας: κάθε δικαστής, από τον κατώτατο έως τον πρόεδρο των ανώτατων υποχρεούται να μην εφαρμόζει διάταξη νόμου, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (διάχυτος έλεγχος). Η εξέταση όμως αυτή είναι «παρεμπίπτουσα», που σημαίνει ότι ο πολίτης δεν μπορεί να στραφεί ενώπιον της Δικαιοσύνης ευθέως κατά ενός αντισυνταγματικού νόμου, αλλά ο έλεγχος συνταγματικότητας γίνεται μόνο στο πλαίσιο μιας διαφοράς που συνοδεύεται και από άλλα αιτήματα (αποζημίωση, ακύρωση πράξης, διάγνωση έννομης κατάστασης, υπεράσπιση κλπ). Δηλαδή με το ισχύον σύστημα ο πολίτης δεν έχει το δικαίωμα μιας «συνταγματικής προσφυγής», ώστε να βάλλει ευθέως κατά του νόμου που μπορεί να τον θίγει. Μια τέτοια δυνατότητα δίνεται κατά το μοντέλο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως έχει αναπτυχθεί στις έννομες τάξεις άλλων χωρών. Δεν θα σταθώ όμως σε αυτό το θέμα, γιατί θέλω να εξετάσω το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου που ενισχύεται με την ίδρυση ΣΔ.

Με το ισχύον σύστημα, για να έχουμε μια τελειωτική απόφαση, η οποία καθιστά ανενεργό μια αντισυνταγματική διάταξη, πρέπει η υπόθεση να έχει φτάσει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100 Σ.). Οποιαδήποτε άλλη απόφαση για την αντισυνταγματικότητα (του ΣτΕ, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των κατώτατων δικαστηρίων), απλώς περιστασιακά μπορεί να κρίνει ότι μια διάταξη είναι αντισυνταγματική και να μην την εφαρμόσει στην προκειμένη –και μόνο!- υπόθεση. Το οποίο σημαίνει ότι ένα άλλο δικαστήριο, λόγω της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της μη δέσμευσης από τη νομολογία, μπορεί να κρίνει αντίθετα και να θεωρήσει ότι η διάταξη είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, δημιουργώντας στην πράξη μια βαθύτατη ανισότητα κρίσης και μάλιστα με συνταγματικής φύσεως διακυβεύματα. Ακόμη κι όταν το ΣτΕ κρίνει αντισυνταγματική μια διάταξη, ο κάθε ειρηνοδίκης έχει το δικαίωμα να κρίνει αλλιώς αν μια υπόθεση αχθεί εμπρός του με το ίδιο αντικείμενο! Μόνο το ΑΕΔ μπορεί να αποφανθεί τελειωτικά και δεσμευτικά για τους υπόλοιπους δικαστές, εκτοπίζοντας τη διάταξη στη σφαίρα του ανεφάρμοστου.

Τι πρέπει να προηγηθεί όμως για να φτάσει μια υπόθεση στο ΑΕΔ, ώστε να έχουμε μια ασφαλή τελειωτική απόφαση για το θέμα της συνταγματικότητας; Πρέπει να έχει προηγηθεί «σύγκρουση» αποφάσεων των ανώτατων δικαστηρίων για το ίδιο ζήτημα. Δηλαδή πρέπει να έχει αποφανθεί διαφορετικά το ΣτΕ ή/και ο Άρειος Πάγος ή/και το Ελεγκτικό Συνέδριο. 

Άρα, για να αχθεί μια υπόθεση ενώπιον του ΑΕΔ πρέπει ένας πολίτης να έχει πάει την υπόθεσή του στο ΣτΕ ή / και ένας άλλος (ή και ο ίδιος) στον ΑΠ ή στο ΕλΣυν και να έχουν αποφανθεί διαφορετικά αυτά τα δικαστήρια. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει η ίδια υπόθεση να εμπίπτει στην δικαιοδοσία τόσο του ενός ανώτατου δικαστηρίου όσο και του άλλου, δηλαδή να είναι και διοικητική διαφορά αλλά και αστική ή ποινική διαφορά. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα, γιατί οι υποθέσεις κατά κύριο λόγο είτε είναι ποινικές/αστικές, είτε είναι διοικητικές/δημοσιονομικές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις μια διάταξη θα έχει εφαρμογή σε πέραν τις μίας δικαιοδοσίας, άρα σε ελάχιστες υποθέσεις μπορούν τα ανώτατα δικαστήρια να διαφωνήσουν, άρα σε ελάχιστες περιπτώσεις θα έχουμε μια τελική λύση συνταγματικότητας από το ΑΕΔ. Εξάλλου κάθε χρόνο το ΑΕΔ δεν εκδίδει πάνω από 5-6 αποφάσεις.

Θα φέρω ένα απλοϊκό παράδειγμα. Υπήρχε παλαιότερα μια διάταξη, κατά την οποία απαγορευόταν να δημοσιευθεί προκήρυξη τρομοκράτη στον ημερήσιο τύπο, γιατί διαφορετικά επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης. Αν κάποιος δημοσίευε μια τέτοια προκήρυξη και πήγαινε στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο θα είχε είτε μια αθώωση είτε μια καταδίκη. Αν υποθέσουμε ότι είχε μια καταδίκη, μπορούσε να προχωρήσει και να πάει Εφετείο και Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί αν η διάταξη είναι συνταγματική ή όχι (δηλ. αν παραβιάζει ή όχι την ελευθερία έκφρασης). Αλλά και αυτή η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν θα δέσμευε κανένα από τα κατώτερα δικαστήρια, με αποτέλεσμα ο δημοσιογράφος να μπορεί να διώκεται εις το διηνεκές, χωρίς να έχει μια τελειωτική απόφαση που να εκτοπίζει τη διάταξη από την έννομη τάξη, όπως θα γινόταν αν έφτανε στο ΑΕΔ (ή αν η Βουλή καταργούσε το νόμο).

Ας πούμε τώρα ότι αυτή η διάταξη εκτός από την φυλάκιση, είχε και ένα διοικητικό πρόστιμο και ο πολίτης το προσέβαλε στη διοικητική δικαιοσύνη. Και έφτανε μέχρι το ΣτΕ. Και πάλι, αν και το ΣτΕ έλεγε ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, έχουμε φτάσει και σε δεύτερο ανώτατο δικαστήριο, αλλά δεν έχουμε σύγκρουση για να πάμε στο ΑΕΔ και να πάρουμε την τελειωτική απόφαση! Τα ίδια προβλήματα κυκλικότητας παρουσιάζονται δηλαδή και σε αυτήν την περίπτωση: το πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί και πάλι, ο πρωτόδικος δικαστής να διαφωνήσει με την κρίση του ΣτΕ και λοιπά. Ούτε και το ίδιο το ΣτΕ δεσμεύεται βέβαια από τη νομολογία του. Όσον αφορά τη λύση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει προταθεί ως αντιστάθμισμα της έλλειψης ΣΔ στην Ελλάδα (από τον κ. Τσακυράκη) πρέπει να πούμε ότι το ΕΔΔΑ δεν κρίνει βέβαια βάσει του ελληνικού Συντάγματος, αλλά βάσει της ΕΣΔΑ που περιέχει μια ειδική δέσμη ανθρώπινων δικαιωμάτων (από την οποία λείπουν π.χ. τα εργασιακά δικαιώματα, όπως η απεργία) και δεν μπορεί να προσφέρει πάντα την πλήρη δικαστική προστασία που προσφέρει η εσωτερική δικαιοσύνη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο π.χ. δεν αθωώνει κατηγορούμενους, απλώς του επιδικάζει αποζημίωση αν καταδικάστηκαν παράνομα (αντίθετα από τις προβλέψεις τις ΕΣΔΑ). Άρα η προστασία του ΕΔΔΑ δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις αφενός και αφετέρου δεν είναι της ίδιας πληρότητας με την εθνική προστασία.

Τι αλλάζει λοιπόν με την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου; Το ότι για να φτάσει μια υπόθεση ενώπιόν του δεν χρειάζεται να έχει προηγηθεί «σύγκρουση» αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων. Όταν ο κατηγορούμενος του παραδείγματος μας φτάσει στον Άρειο Παγο, θα πάει αμέσως μετά στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Χωρίς να χρειαστεί να ξεκινήσει άλλη δίκη από το ΣτΕ ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία είναι πολύ πιθανό να μην επιτρέπεται από το νόμο να ανοίξει! Έτσι κερδίζεται ένα ευρύτερο πεδίο τελικού ελέγχου συνταγματικότητας για διαφορές οι οποίες θα παρέμεναν στην γκρίζα ζώνη του «σχεδόν τελικού» ελέγχου των ανώτατων δικαστηρίων. Επίσης, για τις άλλες υποθέσεις εμπίπτουν και στα άλλα ανώτατα δικαστήρια, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος, αφού δεν χρειάζεται να προηγηθεί η «διαφωνία» τους: αμέσως η υπόθεση εισάγεται στο ΣΔ, το οποίο αποφαίνεται τελειωτικά και με erga omnes (κατά παντός) ισχύ, χωρίς να μπορούν πλέον οι υπόλοιποι δικαστές να αποκλίνουν αν αχθεί υπόθεση της επίμαχης διάταξης εμπρός τους. Αλλά και χωρίς να διακυβεύεται το ενιαίο της κρίσης , δηλαδή η αρχή της ισότητας, ως προς την υπόθεση του ενός ή του άλλου πολίτη, με πρόσχημα την ανεξαρτησία του δικαστή.

Ταυτόχρονα, κάθε δικαστήριο θα διατηρεί, σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση, την αρμοδιότητα και υποχρέωσή του να αποφαίνεται επί της συνταγματικότητας: αν ο πολίτης είναι ικανοποιημένος και η υπόθεσή του δεν οδηγηθεί από τον αντίδικο σε ανώτερο δικαστήριο, το ζήτημα μπορεί να σταματήσει εκεί, όπως γίνεται και σήμερα. Με την ίδρυση του ΣΔ το ΣτΕ και τα άλλα ανώτατα δικαστήρια διατηρούν ακέραιη την εξουσία να ελέγχουν την συνταγματικότητα, ακριβώς όπως και σήμερα, σε επίπεδο «αμετάκλητο». Ακριβώς όπως και σήμερα υπάρχει η περίπτωση μια υπόθεση ΣτΕ να αχθεί ενώπιον του ΑΕΔ, έτσι και αύριο μια απόφαση ΣτΕ θα μπορεί –πολύ πιο εύκολα και άμεσα- να αχθεί ενώπιον του ΣΔ. Είναι εσφαλμένη λοιπόν η κριτική ότι περικόπτεται αρμοδιότητα του ΣτΕ με την ίδρυση ΣΔ: απλώς διευρύνεται το δικαίωμα για επανεξέταση αυτού και μόνο του ζητήματος της συνταγματικότητας από ένα ειδικό δικαστήριο που θα ασχοληθεί μόνο με αυτό το θέμα, ακόμη κι αν δεν υπάρχει «διχογνωμία». Ο «διαιτητικός ρόλος» που διαδραματίζει σήμερα το ΑΕΔ, αποτελούμενο από δικαστές του ΣτΕ, του ΑΠ και του ΕλΣυν, όπου προφανώς οι διαφορές τους λύνονται μαζί με όλα τα υπόλοιπα «παιχνίδια» ισχύος και πολιτικής, αναβαθμίζεται σε πραγματικό δικαιοδοτικό ρόλο. Η στελέχωση του ΣΔ από τρίτους, δηλαδή όχι από δικαστές των ανώτατων δικαστηρίων, ενισχύει την αντικειμενικότητα και τις εγγυήσεις διαφάνειας και απεξάρτησης από τα δικαστήρια που εξέδωσαν τις «μητρικές» αποφάσεις αναφοράς.

Η φύση των αποφάσεων του ΣΔ εξάλλου, είναι ιδιάζουσα: μπορούν να καταργήσουν νόμο. Όχι απλώς να τον «κηρύξουν αντισυνταγματικό» (όπως μπορεί το ΣτΕ, χωρίς να δεσμεύει ούτε τον διοικητικό πρωτοδίκη), αλλά να τον εκτοπίσουν από την έννομη τάξη! Δηλαδή η καταργητική εξουσία του Συνταγματικού Δικαστή βρίσκεται «ένα σκαλί» πάνω από την καταργητική δυνατότητα του ίδιου του κοινού νομοθέτη. Ο Συνταγματικός Δικαστής, επανανοηματοδοτώντας το Σύνταγμα, στην πυραμίδα των δικαιοπλαστικών οργάνων, βρίσκεται, ως προς τις ακυρωτικές του αρμοδιότητες, κάτω από τον συνταγματικό νομοθέτη, αλλά πάνω από τη Βουλή. Γι’ αυτό είναι αστείο να λέει κανείς ότι η κυβέρνηση ιδρύει ένα «δικό της» υπέρτατο δικαστήριο, ακόμη και στο υποθετικό σενάριο που όλα τα μέλη του διορίζονται από την ίδια: θα ρίσκαρε το ενδεχόμενο έστω της θεσμοποιημένης τελικής ακύρωσης μιας νομοθετικής της πολιτικής; Όσο για το αν το ίδιο το ΣΔ αποβεί τελικά -σε επίπεδο προσώπων- ένα «κυβερνητικό» δικαστήριο, αυτό θα καταδειχθεί μόνο στην πράξη, αν διστάσει να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, αν θα έρθει σε ρήξη με τα άλλα ανώτατα δικαστήρια ή όχι (ποιος προεξοφλεί ότι το ΣτΕ είναι πάντα «αντίβαρο» ή ότι είναι πάντα σωστό;) και από το αν θα κάνει καλά τη δουλειά του. Οι αποφάσεις του εξάλλου θα είναι δημόσιες, εκδιδόμενες στο όνομα του ελληνικού λαού και υποκείμενες στην κριτική του (και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αν η φύση των υποθέσεων επιτρέπει να αχθούν μέχρι εκεί).

Η κατάκτηση της αμεσότερης τελειωτικής κρίσης μιας αντισυνταγματικής διάταξης σε υποθέσεις που σήμερα αυτό είναι δικονομικά αδύνατον ή οικονομοχρονικά επαχθές, θα είναι ένα βήμα προόδου για το κράτος δικαίου και για το νομικό μας πολιτισμό.

Αυτές οι σκέψεις δεν έχουν απασχολήσει την σχετική αρθρογραφία, όσο την έχω παρακολουθήσει μέχρι σήμερα. Οι αρθρογράφοι εστιάζουν κυρίως σε πολιτικά – ιστορικά επιχειρήματα, αρνούμενοι συνήθως να δουν πέρα από τις προκαταλήψεις τους και να σταθμίσουν ανάμεσα σε θετικά και αρνητικά.

Πηγή:
http://elawyer.blogspot.com/2006/06/blog-post_115160882111182650.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου