Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ






Καταθέτες στο καμίνι της κρίσης…



Πληθαίνουν  (άλλη μια φορά στη διάρκεια της παρούσας κρίσης…) οι πληροφορίες, ότι οι τραπεζίτες κατέληξαν σε κάποιου είδους συμφωνία για τα επιτόκια των καταθέσεων: οι μεγάλες τράπεζες, στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, λέγεται και γράφεται ότι θα απέχουν από «επιθετικές» κινήσεις στο πεδίο των προθεσμιακών καταθέσεων. Δηλαδή, θα προσπαθήσουν από κοινού να συμπιέσουν το κόστος άντλησης χρήματος από τους καταθέτες, κυρίως από τα νοικοκυριά, ώστε να συνεχίσουν να παράγουν κέρδη από τη διαφορά των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, που ιστορικά στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλή και αποτελεί σταθερή πηγή κερδοφορίας για το τραπεζικό σύστημα, ακόμη και σε συνθήκες κρίσης, όπως φαίνεται από τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών.
Οι αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες των τραπεζών στη διάρκεια της κρίσης, που κορυφώθηκε από το φθινόπωρο του 2008, οδήγησαν σε μια περίοδο σχετικής ευφορίας για τους καταθέτες. Για πρώτη φορά από την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη, κατάφεραν οι καταθέτες να αποσπάσουν από τις τράπεζες αξιοπρεπείς αποδόσεις προθεσμιακών καταθέσεων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλοκαταθετών ακούγεται συχνά την τελευταία διετία ότι προσφέρθηκαν πρωτοφανώς υψηλές αποδόσεις σε «υψηλά μονοψήφια ποσοστά», όπως λένε τραπεζικά στελέχη.
Επανειλημμένα οι τράπεζες, συχνά και με ανοικτές προτροπές από τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, προσπάθησαν να δώσουν τέλος στον «ακήρυκτο πόλεμο» των αποδόσεων στις καταθέσεις. Όμως, σε κάθε επιδείνωση των συνθηκών κρίσης, ο «πόλεμος» ξανάρχιζε, καθώς οι πιο «ασθενείς κρίκοι» του συστήματος υποχρεώνονταν να σπάνε τη συμφωνία τήρησης χαμηλών αποδόσεων και να προσφέρουν σχετικά υψηλές αποδόσεις ακόμη και σε καταθέτες μεσαίων ποσών. Τώρα, οι τραπεζίτες αρχίζουν μια νέα προσπάθεια συμπίεσης αποδόσεων των καταθετών, καθώς το 2011 διαμορφώνονται εκ νέου συνθήκες κρίσης ρευστότητας. Τα αποτελέσματα της προσπάθειας είναι και πάλι αμφίβολα: έχει αποδειχθεί, ότι πάντα θα υπάρχουν τράπεζες, που εξ ανάγκης θα προσφέρουν υψηλές αποδόσεις, πιέζοντας σε άνοδο ακόμη και τις αποδόσεις καταθέσεων σε τράπεζες που αισθάνονται αρκετά ισχυρές, ώστε να μην μπαίνουν με ενθουσιασμό στην πλειοδοσία αποδόσεων.
Πόσο δίκαιη είναι, όμως, η σημερινή αποζημίωση του Έλληνα καταθέτη, έστω και με σχετικά υψηλά επιτόκια στις προθεσμιακές του καταθέσεις; Ακόμη και με ένα επιτόκιο της τάξεως του 5%, μπορεί ο καταθέτης να αισθάνεται ότι έχει λάβει μια δίκαιη αμοιβή από την τράπεζα, ή μήπως τελικά και οι καταθέτες περνούν τη δική τους δοκιμασία στο καμίνι της κρίσης;
Όλοι οι υπολογισμοί, δυστυχώς, επιβεβαιώνουν ότι το τραπεζικό μας σύστημα δεν αποζημιώνει επαρκώς τους καταθέτες, ακόμη και σε μια περίοδο, όπου η επιβίωσή του εν πολλοίς στηρίζεται στην προθυμία τους να συνεχίσουν την «αιμοδοσία» ρευστότητας: με τον πληθωρισμό στο 5%, το κόστος δανεισμού του Δημοσίου από επίσημους πιστωτές στο 5%, τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων σε διψήφια ποσοστά, το κόστος δανεισμού ελάχιστων μεγάλων τραπεζών από τη διατραπεζική σε αποτρεπτικά υψηλά επίπεδα, τους σοβαρούς κινδύνους πλήρους κατάρρευσης του ελληνικού οικονομικού συστήματος να είναι διαρκώς παρόντες και να αντανακλώνται στις όλο και χαμηλότερες αξιολογήσεις του Δημοσίου και των τραπεζών μας από τους οίκους αξιολόγησης, ένας καταθέτης που δέχεται σήμερα να χρηματοδοτήσει μια ελληνική τράπεζα, δεσμεύοντας για 3-12 μήνες τα κεφάλαιά του, θα έπρεπε να αποζημιώνεται με πολύ καλύτερα επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων από τις τράπεζες.
Εναρμονισμένη πρακτική;
Εν ολίγοις, φαίνεται ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κατάφερε και στην παρούσα συγκυρία κάτι θεωρητικά ακατόρθωτο σε αγορές που λειτουργούν σε υγιείς συνθήκες ανταγωνισμού: παρότι η κρίση πολλαπλασίασε τα κόστη δανεισμού του Δημοσίου και των τραπεζών, οι εγχώριοι καταθέτες είναι οι μοναδικοί συντελεστές του οικονομικού συστήματος, που αποζημιώνονται μεν με καλύτερες αποδόσεις από τις ισχνές που ελάμβαναν πριν την κρίση, χωρίς όμως ακόμη και τα υψηλότερα επιτόκια που προσφέρονται σήμερα να αντανακλούν πραγματικά τη σχέση προσφοράς και ζήτησης χρήματος στην οικονομία.
Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ότι αυτή η συνεχής συμπίεση των αποδόσεων των καταθετών σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, δεν είναι αποτέλεσμα υγιών πρακτικών ανταγωνισμού, αλλά παρασκηνιακών συμφωνιών, οι οποίες αγγίζουν τα όρια της εναρμονισμένης πρακτικής. Μέσω της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, είναι από χρόνια διάχυτη η υποψία, ότι οι ελληνικές τράπεζες συντονίζουν τις τιμολογιακές τους πρακτικές σε καταθέσεις και δάνεια. Διερευνώντας την υπόθεση των υψηλών διατραπεζικών προμηθειών, η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέσπασε από την Ε.Ε.Τ. πριν από λίγα χρόνια δέσμευση, ότι θα εντάξει στο καταστατικό της την «προώθηση του υγιούς και ελεύθερου ανταγωνισμού στον χρηματοπιστωτικό τομέα» και ότι θα «αποκλεισθεί ρητά η εξέταση, συζήτηση και πολύ περισσότερο η λήψη απόφασης σε οποιαδήποτε όργανο της ΕΕΤ, καταστατικό ή ad hoc, οποιουδήποτε θέματος αφορά σε τιμολογιακή πολιτική των μελών της, περιλαμβανομένου του άμεσου ή έμμεσου καθορισμού τιμών».
Αυτές οι δεσμεύσεις πράγματι ενσωματώθηκαν στο καταστατικό της Ένωσης, αλλά είναι πολύ αμφίβολο σε ποιο βαθμό επηρέασαν πραγματικά την καθημερινότητα της διαχείρισης του πιστωτικού συστήματος, σε επίπεδο Ένωσης ή μεμονωμένων ιδρυμάτων, ή ακόμη και στη σχέση ανάμεσα στην ΤτΕ και τις εποπτευόμενες τράπεζες. Στην πραγματικότητα, αν κρίνει κανείς από τα συνεχή δημοσιεύματα και τις διάχυτες πληροφορίες περί συμφωνιών των τραπεζιτών για αποφυγή ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στις καταθέσεις, φαίνεται ότι το σύστημα εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να συντονίζεται.
Στην Ευρώπη έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση εναρμονισμένων πρακτικών σε εθνικά τραπεζικά συστήματα. Πριν από λίγα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τιμώρησε με υψηλό πρόστιμο την Ένωση των αυστριακών τραπεζών, για εναρμονισμένες πρακτικές στην τιμολόγηση δανείων και καταθέσεων, αφού πρώτα προχώρησε σε αιφνιδιαστική επιδρομή για επιτόπιο έλεγχο. Στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν φαίνεται πρόοδος σε αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, η κρίση φαίνεται ότι φέρνει… πιο κοντά τους τραπεζίτες, με τρόπους που ακόμη και δια γυμνού οφθαλμού φαίνεται να παραπέμπουν σε εναρμονισμένες πρακτικές. Μιλώντας στη Βουλή το 1930, ο τότε Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος είχε τονίσει ότι «η ένωσις των τραπεζών τείνει να δημιουργήση έναν στενόν κύκλον μεταξύ των τραπεζών προς αμοιβαίαν συνεννόησιν δια την κατάργησιν του τραπεζιτικού συναγωνισμού». Δυστυχώς, αυτή η ρήση παραμένει επίκαιρη, ογδόντα χρόνια αργότερα. Και αυτοί που διαπιστώνουν περισσότερο αυτή την περίοδο τα αποτελέσματα της «αμοιβαίας συνεννοήσεως» είναι οι Έλληνες καταθέτες… 

ΠΗΓΗ:
http://www.banksnews.gr/portal/opinion-konstas/1857-2011-01-04-23-32-03#

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου