Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Ο Θ. ΒΕΡΕΜΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ






Θ. Βερέμης: Greek and Turks in war and peace

Συγγραφέας: 
William Mallinson

Πρόκειται, δίχως αμφιβολία, περί απλής σύμπτωσης το γεγονός ότι το βιβλίο του καθηγητή κ. Βερέμη κυκλοφόρησε τη στιγμή που μαινόταν ο δημόσιος διάλογος σχετικά με τις παραποιήσεις, τις μεροληπτικές προσεγγίσεις και τις καταφανώς ανακριβείς αναφορές του βιβλίου Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού.

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε κάποιους Τούρκους φίλους του κ. Βερέμη από το Ελληνοτουρκικό Φόρουμ, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν συμβάλει στη διαμόρφωση της κατάστασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων σχετικά με το Κυπριακό και τις λεγόμενες «Γκρίζες Ζώνες». Ο εκδότης, που περιέγραψε το βιβλίο ως τόμο, αναφέρει ότι το έργο απευθύνεται στους μη ειδικούς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το γεγονός ότι κυκλοφόρησε στα αγγλικά και όχι στα ελληνικά περιορίζει τον αριθμό των σοβαρών, «μη ειδικών» αναγνωστών του σε ένα μικρό κύκλο Βρετανών και Αμερικανών διπλωματών που ενδιαφέρονται για το θέμα. Το λογικό θα ήταν ένα τέτοιο βιβλίο να είχε εκδοθεί στα ελληνικά και τα τουρκικά.

Αν και έχει συνταχθεί από έναν καθηγητή Πολιτικής Ιστορίας, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι προφανές ότι δεν έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Απουσιάζουν, λοιπόν, οι πρωτογενείς πηγές, ιδίως τα βρετανικά, ελληνικά, αμερικανικά και τα εν πολλοίς δυσπρόσιτα οθωμανικά και τουρκικά διπλωματικά έγγραφα, τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, αφηγούνται μια μάλλον διαφορετική ιστορία από αυτή του βιβλίου.

Η πρώτη κιόλας πρόταση του πρώτου κεφαλαίου –το «ορεκτικό» για τον αναγνώστη- μας «κερνά» δύο επικίνδυνα απλουστευτικές απόψεις, οι οποίες μαρτυρούν είτε άγνοια είτε σκόπιμη παράλειψη: Η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν το αποκορύφωμα μιας σταδιακής συρρίκνωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε ξεκινήσει με τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071. Το 1453, η κυριαρχία της αυτοκρατορίας είχε μειωθεί ... Ο συγγραφέας παραλείπει να αναφέρει ότι, κάποια χρόνια μετά από τη μάχη του Ματζικέρτ, Βυζαντινοί και Σταυροφόροι είχαν νικήσει τους Σελτζούκους Τούρκους, καθώς και τις επιθέσεις των Νορμανδών εναντίον του Βυζαντίου κάποια χρόνια αργότερα. Παραλείπει επίσης να αναφέρει ότι το Βυζάντιο ουσιαστικά καταστράφηκε από τους Σταυροφόρους το 1204, οι οποίοι μοίρασαν το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας σε φέουδα και ότι ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ανέκτησε το 1261 μια ακρωτηριασμένη Κωνσταντινούπολη, έπειτα από τη μάχη της Πελαγονίας, το 1259. Ο κίνδυνος από την απλουστευτική και ανώδυνη προσέγγιση του συγγραφέα έγκειται στο ότι ο αμύητος μη ειδικός, στον οποίο προφανώς απευθύνεται το βιβλίο, δεν θα μάθει ότι η Χριστιανοσύνη της Δύσης είναι εξίσου υπεύθυνη με τις τουρκικές φυλές για την τελική πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Οθωμανών.

Οι παραλείψεις του βιβλίου, όχι τόσο λεπτομερειών όσο ζωτικής σημασίας γεγονότων, είναι, πράγματι, αξιοσημείωτες. Ο συγγραφέας δηλώνει: Δεν αναφέρεται ο Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας διότι αποτελεί ένα μεγάλο ιστορικό κεφάλαιο, που πρέπει να εξετασθεί ξεχωριστά. Πρόκειται για σαφώς αναληθή και σαθρή δικαιολογία για την απαλοιφή μιας ολόκληρης περιόδου στην οποία δεν αφιερώνεται ούτε καν ένα μικρό κεφάλαιο. Ίσως κάτι τέτοιο να ενοχλούσε το κεμαλικό κοινό - στόχο του κ. Βερέμη. Έτσι αποφεύγονται οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των σφαγών των Ελλήνων στην Κύπρο, την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη, τη Χίο και σε άλλα μέρη, οι οποίες ακολούθησαν τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, καθώς και πολλές άλλες, μικρότερης έκτασης, σφαγές των Τούρκων, όπως στην Τρίπολη. Ο πόλεμος της απελευθέρωσης των Ελλήνων είναι τόσο σημαντικός για την κατανόηση των σύγχρονων ελληνοτουρκικών σχέσεων, όσο και η ίδρυση του τουρκικού κράτους το 1923. Εν τούτοις, ο κ. Βερέμης μας παρουσιάζει μια λεπτομερέστατη αναφορά των απαρχών της σύγχρονης Τουρκίας, προφανώς σημαντικότερο γι’ αυτόν γεγονός από τις απαρχές της σύγχρονης Ελλάδας.

Σε σχέση με τα παραπάνω, ο συγγραφέας επιδεικνύει μια περίεργη έλλειψη κατανόησης των πραγμάτων όταν αναφέρει ότι η Βρετανία υποστήριξε και την ελληνική υπόθεση αν και με καθυστέρηση και, ίσως, περισσότερο τυχαία παρά από πρόθεση. Εκτός από τον Κάνινγκ –και αυτός με αρκετή δόση κυνισμού- η Βρετανία ουδέποτε υποστήριξε επίσημα την ελληνική υπόθεση. Η βρετανική πολιτική, η οποία παραμένει ίδια μέχρι σήμερα, αν και με διαφορετικές αποχρώσεις, συνοψίζεται καλύτερα τη δήλωση του Λάιονς, Βρετανού πρέσβη στην Ελλάδα, το 1841: Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να ανήκει είτε στην Αγγλία είτε στη Ρωσία και εφόσον δεν πρέπει να ανήκει στη Ρωσία πρέπει απαραιτήτως να ανήκει στην Αγγλία. Δεν υπήρχε τίποτε το τυχαίο στη βρετανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Η Βρετανία αναγκάστηκε να βοηθήσει εξαιτίας της πίεσης της Ρωσίας, όπως πολυάριθμα βιβλία μας λένε. Όταν ο φιλέλληνας ναύαρχος Κόδριγκτον συνέτριψε τον αιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών το χαρακτήρισε ως «δυσάρεστο γεγονός».

Μια άλλη σημαντική παράλειψη είναι η Υπόθεση Πασίφικο το 1850, όταν η Βρετανία προέβη σε ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών, προσπαθώντας να επιτύχει την καταβολή αποζημίωσης στον Πασίφικο λόγω της καταστροφής της οικίας του, κάτι που εντέλει το πέτυχε. Δεν υπάρχει επίσης αναφορά στην αγγλογαλλική επίθεση εναντίον της Αθήνας το 1916, η οποία αποκρούστηκε.

Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τη «Μικρασιατική Καταστροφή» είναι πραγματικά περίεργος. Δεν αναφέρεται ούτε η κακή συμπεριφορά των ελληνικών στρατευμάτων κατά την απόβαση στη Σμύρνη το 1919, ούτε βέβαια οι σφαγές των Ελλήνων, ιδιαίτερα των Ποντίων, και οι πορείες θανάτου προς το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και αργότερα, συμπεριφορά που ανάγκασε τον Βρετανό διπλωμάτη, στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλιών, να γράψει:

Για τους Τούρκους δεν έτρεφα –και δεν τρέφω- καμία απολύτως συμπάθεια. Η μακρά παραμονή μου στην Κωνσταντινούπολη με έπεισε ότι, πίσω από τη μάσκα της νωθρότητάς του, ο Τούρκος κρύβει κτηνώδους αγριότητας ορμέμφυτα [...] Οι Τούρκοι δεν έχουν συνεισφέρει απολύτως τίποτε στην πρόοδο της ανθρωπότητας: είναι μια φυλή πλιατσικολόγων της Ανατολίας: το μόνο που θα επιθυμούσα από μια συνθήκη ειρήνης είναι να τους ξαπόστελνε πίσω στην Ανατολία.

Ο καθηγητής Βερέμης αποφεύγει επιμελώς να ασκήσει κριτική στον αμφιλεγόμενο Βενιζέλο.αποφεύγει επίσης να μας πει ότι ο Βενιζέλος είχε προτείνει, χωρίς επιτυχία, τον Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης. Στην πραγματικότητα, ελάχιστα υπάρχουν στο βιβλίο του σχετικά με τον Ατατούρκ, τον αναχρονιστικό αυτό θεό της σύγχρονης Τουρκίας. Προφανώς, δεν μπορούσε να παραπέμψει στον Λησμονεί να αναφέρει την κριτική που του ασκήθηκε για το ότι δεν κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να σταματήσει την εκτέλεση των «Έξι», οι οποίοι είχαν μεταβληθεί σε αποδιοπομπαίο τράγο της καταστροφής. Παραδόξως, Τζον Γκάντερ, ο οποίος γράφει: Ο Κεμάλ Ατατούρκ [...] είναι ο τύπος του δικτάτορα στην έσχατη μορφή του [...] Ο Κεμάλ Ατατούρκ είναι ο χειρότερος όλων των δικτατόρων. Μπροστά του ο Χίτλερ μοιάζει με μαμόθρεφτο και ο Μουσολίνι με παρφουμαρισμένο δανδή.

Μπορούμε να συγχωρήσουμε τον κ. Βερέμη για το ότι δεν περιέλαβε τέτοιες ασεβείς αναφορές, όχι όμως και για το ότι παρέλειψε τις διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης σχετικά με τις θρησκευτικές μειονότητες (Τμήμα ΙΙΙ, Άρθρα 37-45), οι οποίες καθιστούν απολύτως σαφές το ότι οι θρησκευτικές (και όχι εθνοτικές) μειονότητες στην Ελλάδα και την Τουρκία πρέπει να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με εκείνα της πλειονότητας. Η πολιτική των ΗΠΑ και της Τουρκίας είναι εκείνη που αναφέρεται σε εθνικές μειονότητες, παραβιάζοντας τη Συνθήκη της Λοζάνης, προκειμένου να προκαλέσουν προβλήματα στη Θράκη.

Μια άλλη επικίνδυνη παράλειψη αφορά στις επιπτώσεις του Εμφυλίου Πολέμου και τον εξαιρετικά αμφιλεγόμενο ρόλο της Βρετανίας, καθώς και την «αμερικανική βοήθεια», η οποία, για λίγο, «ένωσε» τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, στο πλαίσιο της αντικομουνιστικής τους σταυροφορίας.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις ωχριούν από πλευράς σπουδαιότητας μπροστά στην «ενασχόληση» του βιβλίου με το κυπριακό πρόβλημα, αναμφίβολα το μεγαλύτερο πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μαζί με τις διεκδικήσεις ελληνικών εδαφών από τους Τούρκους. Ο αναγνώστης του βιβλίου θα πιστέψει ότι για το Κυπριακό ευθύνεται αποκλειστικά η Τουρκία ενώ, στην πραγματικότητα, η Βρετανία διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο. Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν παραλείπει μόνο να αναφερθεί στην τεκμηριωμένη συμπαιγνία Βρετανών και Τούρκων στο Κυπριακό, αλλά αποσιωπά ακόμη και ζωτικής σημασίας αναφορές, όπως εκείνη του επικεφαλής του Φόρεϊν Όφις, τον Ιούνιο του 1955:
Με προσέλκυε πάντοτε η ιδέα μιας Συνδιάσκεψης των Τριών Δυνάμεων, μόνο και μόνο διότι πιστεύω ότι θα προκαλούσε έντονη ενόχληση στην ελληνική κυβέρνηση. Και σε τέτοια Συνδιάσκεψη δεν θα κατέθετα κανένα σχέδιο και καμία πρόταση από πλευράς Βρετανίας παρά μόνον όταν θα είχε διαφανεί καθαρά το αδιέξοδο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας [...]. Και επαναλαμβάνω: δεν θα καταθέσω κανένα σχέδιο από πλευράς Βρετανίας έως ότου αποκαλυφθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές.

Τον επόμενο μήνα (Ιούλιος 1955), ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών δήλωνε: Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο σκοπός μας είναι να φέρουμε σε σύγκρουση τους Έλληνες με τους Τούρκους, οι οποίοι αρνούνται να αποδεχτούν την ένωση και, έτσι, να τους αναγκάσουμε να αποδεχτούν μια λύση, η οποία θα αφήνει την κυριαρχία της Κύπρου στα χέρια μας.

Η συνδιάσκεψη, όπως ήταν αναμενόμενο, τινάχτηκε στον αέρα, γεγονός που οδήγησε στις ανθελληνικές οχλοκρατικές ταραχές στην Τουρκία, τις οποίες τουλάχιστον αναφέρει ο κ. Βερέμης. Λίγους μήνες νωρίτερα, ένας Βρετανός αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών είχε δηλώσει: Λίγες ταραχές στην Άγκυρα θα ήταν ό,τι πρέπει για εμάς (Βλ. το βιβλίο του Holland).

Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι γιατί ο καθηγητής Βερέμης παρέλειψε να αναφέρει τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε η Βρετανία τόσο στη συμμετοχή της Τουρκίας στη Συνδιάσκεψη (παραβιάζοντας το Άρθρο 16 της Συνθήκης της Λoζάνης, το οποίο υπάρχει στο βιβλίο του!) όσο και, κατ’ επέκταση, στις ταραχές του 1955.

Άλλες παραλείψεις του αφορούν (σελ. 146) τον ρόλο του Φόρεϊν Όφις στη βοήθεια που προσέφερε στον Πρόεδρο Μακάριο προκειμένου να εισηγηθεί το σχέδιο των 13 Σημείων, το οποίο οδήγησε στη διχοτόμηση της Κύπρου, την αγγλοαμερικανική συμφωνία του 1964, περί μη αντίστασης σε μια πιθανή τουρκική εισβολή, την υποταγή της Βρετανίας στον Κίσιντζερ το 1974 και τη συμπόρευσή της με την αναβλητική του τακτική, την επιθυμία της Βρετανίας να παραιτηθεί από τις βάσεις της το 1974 και το 1975 και τη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία που είχε –όπως και σήμερα– για τη Βρετανία η Τουρκία από την Ελλάδα. Σύμφωνα με το Φόρεϊν Όφις: Η Τουρκία πρέπει να θεωρείται σημαντικότερη για τα στρατηγικά συμφέροντα της Δύσης από την Ελλάδα. Εάν πρέπει να πάρουμε κάποιο ρίσκο, αυτό πρέπει να είναι το ρίσκο της έντασης των σχέσεων της Δύσης με την Ελλάδα και όχι με την Τουρκία.
Ο κ. Βερέμης κατορθώνει επίσης να παραλείψει τις αδιάσειστες αποδείξεις σχετικά με τον ρόλο του Βρετανού Πρωθυπουργού κ. Κάλαχαν, ο οποίος είχε αποκρύψει ότι γνώριζε εκ των προτέρων τα τουρκικά σχέδια για την εισβολή στην Κύπρο.

Για να ολοκληρώσουμε με τις παραλείψεις του βιβλίου, ο κ. Βερέμης επιλέγει να μην αναφέρει ότι το Φόρεϊν Όφις θεωρούσε πως η Τουρκία ουδέποτε πίστευε ότι θα κερδίσει την υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο χωρίς υποστήριξη. Η παραδοχή αυτή θα εμπλούτιζε το κεφάλαιο που αφιερώνει στη διαμάχη σχετικά με την υφαλοκρηπίδα.

Προτού γράψω αυτή την κριτική, αναρωτιόμουν εάν έπρεπε να ξεκινήσω με τα θετικά στοιχεία του βιβλίου. Θεώρησα όμως ότι ήταν καλύτερο να ξεκινήσω με τα αρνητικά και να τελειώσω με τα θετικά. Πρώτον, ο καθηγητής Βερέμης είναι λίαν διαφωτιστικός όσον αφορά τη μεταχείριση των Τούρκων υπηκόων ελληνικής καταγωγής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τα προβλήματα που τους δημιούργησε η επιβολή του φόρου περιουσίας –του Varlik Vergisi. Δεύτερον, εκθέτει με πολύ καλό τρόπο τις ελληνικές θέσεις για τα Ίμια. Τρίτον, μας ενημερώνει και μας θυμίζει το ζήτημα της Αλεξανδρέττας (η οποία έπρεπε να ανήκει στη Συρία). Τέταρτον, μας υπενθυμίζει τους χιλιάδες Έλληνες Οθωμανούς υπηκόους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο 1913-14, κυρίως από τη Μακεδονία, το Αιγαίο και την ελληνική ηπειρωτική χώρα. Τέλος, κατορθώνει να αποκαλύψει, σχεδόν παρεμπιπτόντως και με μια αξιόπιστη παραπομπή, ότι η Βρετανία εργάστηκε για την ανατροπή της ενότητας της Κύπρου.

Εάν το βιβλίο τύχει ανατύπωσης, τότε θα ελπίζαμε να βρούμε τουλάχιστον κάποιες αναφορές στο βιβλίο του Μπαχτσελί, Greek-Turkish Relations since 1955. Κατά τα άλλα, το βιβλίο είναι απλώς επιφανειακό, παραλείπει ορισμένα από τα πλέον ζωτικής σημασίας γεγονότα και μοιάζει ωσάν να έχει λογοκριθεί από τη βρετανική ή/και την αμερικανική πρεσβεία.

Τα γεγονότα πρέπει να αντιμετωπίζονται και όχι να αποφεύγονται, ακόμα και όταν μας είναι δυσάρεστα. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί το έπραξαν, με τη βοήθεια βεβαίως του Σχεδίου Μάρσαλ και μορφών με ευρωπαϊκή συνείδηση όπως ο Αντενάουερ, o Μονέ, o Ντε Γκασπερί, o Σουμάν, o Σπάακ και ο Ντε Γκωλ. Το έπραξαν αναγνωρίζοντας και όχι αποφεύγοντας τα γεγονότα. Δεν μπορούμε εδώ να μη φέρουμε στο νου μας την Αφρικανική Επιτροπή Αλήθειας.

Ο καθηγητής Βερέμης θα μπορούσε, αδικαιολόγητα, να κατηγορηθεί ως «αρνητής του ελληνικού ολοκαυτώματος» (αν και η αναλογία είναι παραμορφωτική). Φυσικά, δεν είναι «αρνητής του ελληνικού ολοκαυτώματος». Θα πρέπει όμως να μεταχειριστεί ισότιμα τον καλό, τον κακό και τον άσχημο. Διότι είμαστε βέβαιοι ότι επιθυμεί, όπως κάθε σώφρων άνθρωπος, σωστές ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως την περίοδο 1945-1955.

Πνευματικό τέκνο της κας. Ρεπούση  (Θάνος Βερέμης)
Αριστείδης Δ. Καρατζάς
Αντιπρόεδρος Δ.Σ., Ελληνοαμερικανικής Ενώσεως , Μέλος Δ.Σ., Δίκτυο 21
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007


Γνωρίζω το επιστημονικό έργο του καθηγητή Θάνου Βερέμη (και νυν Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας), πολλούς από το πνευματικό του περιβάλλον και τον ίδιο γιά πολλά χρόνια. Μάλιστα, και κατά σύμπτωση, εσυνάντησα τον καθηγητή στο αεροδρόμιο την περασμένη Πέμπτη 14 Ιουνίου, εκείνος όπως μου είπε καθ’ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη. Ανταλλάξαμε κοινοτυπίες αλλά όταν ανέφερα την υπόθεση του κατάπτυστου βιβλίου “Ιστορίας” της Έκτης Δημοτικού μου είπε ότι υπάρχουν άλλα πολύ χειρότερα… Γι’αυτό, όταν κοινός φίλος, και μάλιστα ο εκδότης του πρόσφατου αγγλόγλωσσου έργου περί του οποίου γίνεται λόγος παρακάτω, με εκάλεσε στην παρουσίαση του μόλις εκδοθέντος Greeks and Turks in War and Peace, (έκδοση Athens News) δέχθηκα μετά χαράς, καίτοι κατά τ ‘ άλλα υπό μεγάλη επαγγελματική πίεση.

Την Δευτέρα, 18 τρέχοντος μηνός, έγινε η παρουσίαση στον έκτο όροφο του Βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκη στις 6:00 το απόγευμα, σε ένα μεικτό κοινό Ελλήνων και ξένων το οποίο συμπεριλάμβανε (από αυτούς που αναγνώρισα ή γνωρίζω) τον πρέσβη Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, τον καθηγητή Θεόδωρο Κουλουμπή, καθώς και από την νεώτερη γενεά σοβαρών ερευνητών τον Ελληνο-Άγγλο Δρα. Ουίλλιαμ Μάλλινσον (Mallinson) και άλλους διπλωμάτες, ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους.

Τον κο. Βερέμη παρουσίασε ο ευγενής και σοβαρός αρχισυντάκτης της Αγγλόφωνης εβδομαδιαίας εκδόσεως Athens News, Γιάννης Ψαρόπουλος. Ο Βέρεμης άρχισε την ομιλία του με τις συνήθεις φιλοφρονήσεις κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στούς Τούρκους φίλους του, μέλη το Greek-Turkish Forum, στους οποίους αφιερώνει το βιβλίο. Αυτοί συμπεριλαμβάνουν τους: Ilter Turkmen, τέως υπουργό εξωτερικών και νυν πρύτανη του πανεπιστημίου Galatasarayı, Ya?ar Yaki?, επίσης τέως υπουργό εξωτερικών και νυν προεδρεύωντα της επιτροπής Ευρωπαϊκής Ενώσεως της Τουρκικής βουλής, Soli Özel, καθηγητή στο πανεπιστήμιο Bilgi και ευρωπα?ζοντα σχολιαστή στην εφημερίδα Sabah, Ustun Erguder, καθηγητή στο πανεπιστήμιο Sabancı με εκτενείς διασυνδέσεις στους επιχειρηματικούς και εκπαιδευτικούς κύκλους εντός και εκτός Τουρκίας, πρέσβη Cem Duna, μέλος ΔΣ της TUSIAD, σύνδεσμο Τούρκων βιομηχάνων και επιχειρηματιών με διεθνή προβολή και επιρροή στα πολιτικά τεκταινόμενα στην Ουάσινγκτων και τις Βρυξέλλες, και τέλος, Ahmet Evin, πρύτανη της σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου Sabancı, επιστήμονος με πολυσχιδή δράση στην παιδεία αλλά και τον κόσμο των επιχειρήσεων.

Οι Τούρκοι φίλοι του καθηγητή Βερέμη είναι άνθρωποι με εκτεταμένη δράση προωθόντας τα συμφέροντα της χώρας τους στα ύψιστα επίπεδα της διαμορφώσεως της διεθνούς πολιτικής.(Δεν υπάρχει αντίστοιχη Ελληνική παρουσία σε αυτά τα επίπεδα). Είναι εκλεπτυσμένοι, γενικά με φαινομενικά φιλοευρωπαϊκή κατεύθυνση, αλλά σκληροί και ικανοί υπέρμαχοι των σταθερών θέσεων σειράς Τουρκικών κυβερνήσεων, είτε σε σχέση με την εισβολή και συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή 40% των Κυπριακών εδαφών, είτε με τις Τουρκικές παραβάσεις και παραβιάσεις του Ελληνικού εναερίου χώρου, την πολιτική καταπατήσεων και αρπαγών Ελληνικών περιουσιών (Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Θράκη;…) και άλλων οποσδήποτε όχι “φιλικών” δραστηριοτήτων ενάντια της χώρας μας και του λαού μας.

Είναι επίσης παράδοξο αλλά ευπρόβλεπτο ότι και αυτή η ομάδα Τουρκων φίλων του κου. Βερέμη, συμπορεύεται με τις Ευρωπαϊκές αρχές και αξίες επιλεκτικά: π.χ., ο Turkmen, ως ομιλητής στο τρίτο Cyprus Forum τον Δεκέμβριο 2004 (έλαβε χώρα στο “East Mediterranean University”, που εδρεύει σε καταπατημένη Ελληνο-Κυπριακή περιουσία στην κατεχόμενη Αμμόχωστο) εξέφρασε την γνώμη ότι ακόμη και η αποτυχία του Σχεδίου Αννάν είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας, διότι τότε “φέρει στο φως την εναλλακτική λύση δύο ανεξαρτήτων κρατών (sic)”. Mε άλλα λόγια ο Turkmen πρεσβεύει την αυθαίρετη απόσπαση εδαφών κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως! Ο δε Ya?ar Yaki?, παραθέτοντας το παράδειγμα της Taiwan, είπε ότι καμμία Τουρκική κυβέρνηση δεν θα αναγνωρίσει την “νότια Κύπρο” (sic) πριν την λύση του προβλήματος. Και όπως είπε “σε αυτό το θέμα η Τουρκία είναι σταθερή”. Η αναφορά στην Taiwan υπονοεί εκτεταμένες διεκδικήσεις έναντι χώρας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στο ιδεολογικό πλαίσιο ενός ιδιότυπου Οθωμανικού είδους μεγαλοϊδεατισμού, υπονομεύοντας έτσι βασικές αρχές νομιμοποιήσεως κρατών και σταθερότητας συνόρων της Ενώσεως , την ίδια στιγμή που πρόσωπα, σαν τον εν λόγω κύριο, πάσχουν να πείσουν ότι είναι Ευρωπαίοι και ως εκ τούτου δικαιούται η Τουρκία να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής συμπολιτείας.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην παρουσίαση το κου. Βερέμη. Εξήγησε στο κοινό ότι στο εν λόγω βιβλίο πασχίζει “να καταλάβει τις θέσεις της άλλης πλευράς… και να αναλύσει τις εκατέρωθεν αντιλήψεις (χρησιμοποίησε τον αγγλικό όρο perceptions) που έχουν συμβάλλει στην δυναμική των σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων”. Ετόνισε ότι στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών υπήρξαν περίοδοι ειρηνικής συμβιώσεως —όπως η περίοδος από τον 1930 και μετά, αποτέλεσμα της συνεργασίας Βενιζέλου με τον Κεμάλ Ατατούρκ, και η “Δεύτερη Περίοδος”, από το 1999 και μετά. Αυτοχαρακτήρισε τον εαυτό του ως “Κασσάνδρα”, υπονοόντας προφανώς ότι είναι ρεαλιστής, σε αντιπαραβολή με τον καθηγητή και φίλο του Θεόδωρο Κουλουμπή, τον οποίο χαρακτήρισε ως πάντα έχοντα μία αισιόδοξη προσέγγυση (χρησιμοποίησε την Αμερικανική έκφραση “polyanna”, που μπορεί να αποδοθεί και ως “χαζοχαρούμενη”).

Όταν τελείωσε τα σχόλια του ο κος. Βερέμης ακολούθησαν ερωτήσεις, τις πρώτες εκ των οποίων αντιμετώπισε ο καθηγητής με χιουμοριστικό, και ίσως λίγο πατερναλιστικό τρόπο. Κάποια στιγμή ο υποφαινόμενος υπέβαλε απορία/ερώτηση που δεν αντιμετωπίσθηκε καθόλου όπως οι άλλες. Εζήτησα να μάθω γιά ποίον λόγο δεν γίνεται καμμία αναφορά στο κεφάλαιο του βιβλίου υπό τον τίτλο “Περίοδος Συγκρούσεως 1912-1922” στις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας εκείνη την δεκαετία.

Ο καθηγητής απήντησε απότομα και προφανώς ενοχλημένος, ότι “δεν έγιναν γενοκτονίες”! Συνεχίζοντας με το ίδιο (όπως μου φάνηκε) νευριασμένο ύφος και σχεδόν φωνάζοντας, είπε “βιαιοπραγίες (atrocities) έγιναν πολλές, αλλά όχι γενοκτονίες… Αν έγιναν γενοκτονίες, έγιναν από μέρους των Ελληνών κατά την Επανάσταση του 1821”, και απευθύνοντάς σχόλια με υποτιμητικό τόνο πρός την κατεύθυνσή μου, είπε “δε γνωρίζεις γιά την σφαγή των Τούρκων (sic) στην Τριπολιτζά (“Hey man, haven’t you heard of the slaughter of the Turks in Tripolitza”)! Πρέπει να σημειωθεί ότι ο χαρακτηρισμός της σφαγής ορισμένων Μουσουλμάνων στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση ως γενοκτονία ή εθνική κάθαρση έγινε από τον Justin McCarthy, Αμερικάνο συνεργάτη του Τουρκικού lobby στις ΗΠΑ.

Προσπάθησα να επαναφέρω το κεντρικό σημείο της απορίας μου: Βιαιοπραγίες έγιναν και γίνονται σχεδόν παντού, ιδιαίτερα στο πλαίσιο πολέμων, επαναστάσεων και σε περιστάσεις που καταρρέουν οι εθνικές ή οι κοινωνικές ισορροπίες, οι θεσμοί και οι νόμοι, και είναι εξ ορισμού συνήθως η κατάληξη καταστάσεων αναρχίας και γενικής αταξίας. Εξήγησα όμως ότι η γενοκτονία είναι έγκλημα εκ προμελέτης, συνήθως δε οργανώνεται από κυβερνήσεις ή ηγετικές ομάδες που αποσκοπούν στην εξάλειψη εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων: Στην προκειμένη περίπτωση οι Νεότουρκοι και η πολιτική τους έκφραση, το Κόμμα της Ενώσεως και της Προόδου περί το 1912, υπό την επιρροή διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων, σχεδίασαν και εκτέλεσαν μία σειρά από γενοκτονίες, των Αρμενίων, των Ελλήνων της Ιωνίας και του Πόντου, των Ασσυρίων ή Συροχαλδαίων. Η επιστημονική βιβλιογραφία που τεκμηριώνει αυτές τις πολιτικές και πράξεις αυξάνεται γεωμετρικά τα τελευταία δέκα ή δεκαπέντε χρόνια.

‘Οταν τελείωσα με την επεξήγηση της ερωτήσεώς μου, επήλθε μία δεύτερη έκρηξη από μέρους του κου. Βερέμη εν είδει μονόλογου: Άρχισε να φωνάζει ότι οι Ελληνικές Δυνάμεις, αλλά και οι δυνάμεις άλλων Βαλκανικών λαών, διέπραξαν πολλές βιαιοπραγίες κατα τους πολέμους το 1912-13, και ρώτησε εάν γνωρίζω την έκθεση του Ιδρύματος Carnegie, που τις καταγράφει. Ανέφερε επίσης κάποιον θείο του “καραδεξιό” αξιωματικό που έλαβε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία, και ο οποίος του ανέφερε ότι οι άνδρες του διέπραξαν φρικαλεότητες εις βάρος του εντόπιου πληθυσμού. Μετά όμως άλλαξε τόνο και δέχθηκε ότι έγινε γενοκτονία, αλλά μόνο εις βάρος των Αρμενίων, και διερωτήθηκε γιά πιό λόγο η Τουρκικές κυβερνήσεις δεν παραδέχονται την ιστορικότητα αυτού του γεγονότος, ιδιαίτερα διότι αυτή ήταν πολιτική της Οθωμανικής κυβερνήσεως. Απάντησα ότι μελετητές σαν τον Τούρκο ιστορικό Taner Akçam και Νεοκλή Σαρρή, ίσως τον βαθύτερο γνώστη της Τουρκικής ιστορίας αλλά και νοοτροπίας στη Ελλάδα, έχουν δώσει πειστική εξήγηση: Η ίδια ομάδα που σχεδίασε τις γενοκτονίες των Χριστιανών, πήρε έλεγχο της εξουσίας. ‘Οπως το βλέπουν πολλοί Τουρκοι σήμερα, εάν τωρινές κυβερνήσεις παραδεχθούν το γεγονός των γενοκτονιών, τότε παραδέχονται ότι η Κεμαλική δημοκρατία και οι διάδοχες της κυβερνήσεις έχουν τα θεμέλια τους στην σχεδιασμένη εξολόθρευση μειονοτήτων.

Μετά ακολούθησαν άλλες όχι τόσο αιχμηρές ερωτήσεις, μάλιστα θα χαρακτήριζα την πλειονότητα ως σχόλια και φιλοφρονήσεις. Ως απάντηση σε σκέψη του καθηγητή γιά το ποίοι είναι οι λόγοι διαφοράς αντιμετώπισεως του ενός λαού προς τον άλλο, όπου χαρακτήρισε τους Έλληνες πιό ανασφαλείς (έναντι της πολύ μεγαλύτερης σε μέγεθος Τουρκίας), έσπευσε Τούρκος διπλωμάτης να τον διαβεβαιώσει ότι οι Τούρκοι ως λαός τρέφουν θετικά αισθήματα γιά τους Έλληνες και ότι πολλοί ‘Ελληνες δέχονται τη Τουρκική φιλοξενία… Ο Τούρκος διπλωμάτης πρέπει να ήταν ικανοποιημένος από όσα άκουσε διότι σημαίνων Ελλήν ιστορικός και εκπαιδευτικός (στενά συνδεδεμένος με το Ελληνικό κατεστημένο) έχει υιοθετήσει την πραγματικότητα όπως θέλουν να την προβάλλουν οι Τούρκοι, τουλάχιστον σε σχέση με την παραδοχή ή μη των γενοκτονιών των (ιδίων των) Ελλήνων, της Ιωνίας και του Πόντου, και των δύσμοιρων Ασσυρίων!

Οφείλω να ομολογήσω ότι η έκρηξη του κου. Βερέμη με εξέπληξε, διότι τα χρόνια που τον γνωρίζω τον θεωρούσα ένα ευγενικό και ακέραιο μελετητή. Η εξήγηση νομίζω όμως βρίσκεται στις σελίδες του βιβλίου του, το οποίο περιεργάζεται την άλλη πτυχή της εξελίξεως της πρόσφατης Ελληνικής αυτογνωσίας, δηλ. αυτών που προβληματίστηκαν από τις απαιτήσεις της εθνικής μας ανεξαρτησίας και προσπάθησαν να βρούν θέση σε μία άλλη κρατική δομή, εντός των ορίων μίας (όπως ήλπιζαν) μεταλλαγμένης (πολυπολιτισμικής) Οθωμανικής επικράτειας (βλ. ιδιαίτερα το δεύτερο κεφάλαιο). Η δρυμίτης του Τουρκικού εθνικισμού όμως ανέτρεψε αυτές τις προσδοκίες. Η επέκταση αυτών των σκέψεων θα ακολουθήσει σε κριτική το βιβλίου καθ’ εαυτού σε άλλο άρθρο, Θεού και εκδότου θέλοντος.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο Παρόν της Κυριακής 24 Ιουνίου 2007
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε μονοτονικό. Διαβάστε την πολυτονική του έκδοση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου