Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Η αναδιάρθρωση που μας ταιριάζει






Η σωτηρία της Ελλάδας μοιάζει με ακροβατικό νούμερο στο οποίο κανείς δεν είναι βέβαιος για το δίχτυ ασφαλείας.



Η αναδιάρθρωση που μας ταιριάζει

Το ελληνικό κράτος δεν θα αντιμετωπίσει τις διεθνείς αγορές για πολλά ακόμη χρόνια. Μια φιλική, αναδιάρθρωση με τους δανειστές μας μοιάζει η καλύτερη λύση για όλους.


ΑΠΟ  ΤΟΝ  ΜΠΑΜΠΗ  ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


Υπάρχουν δύο αναδιαρθρώσεις: η «κα­λή» και η κακή. Τα εισαγωγικά μπήκαν επειδή, όταν έχεις φτάσει στο σημείο της αναδιάρθρωσης, κάτι δεν έχεις κάνει καλά ή, να το δεχτώ, κάτι πολύ κα­κό έχει συμβεί. Είναι κατανοητό πως στην «κακή» φτάνει κάποιος που δεν έχει δυνάμεις και ό,τι άλ­λο χρειάζεται για να προτιμήσει την καλή. Και εί­ναι αναμενόμενο ότι η «καλή» είναι μέρος μιας ευ­ρύτερης συμφωνίας, την οποία κάνεις επειδή έχεις κρατήσει το λόγο σου και οι φίλοι, έστω και με κά­ποιο ζόρι, δέχονται να σου παραχωρήσουν.

Γενικότερα, όταν χρωστάς, δεν είσαι ποτέ σε καλή μοίρα Πολλοί μεταξύ μας κάνουν πως πιστεύουν όti δεν είναι και τόσο δύσκολο να «φεσώσεις» τους δανειστές σου. Πετάς ένα «δεν μπορώ, δεν πληρώνω» και σε λίγο καιρό, υποστηρίζουν οι ίδιοι, θα σε παρακαλούν και πάλι, οι ίδιοι οι δανειστές, να σε ξαναδανείσουν. Ευκαιριακή εξήγη­ση, που δεν έχει κανένα πραγματικό επιχείρημα. Το μόνο που υποστηρίζει παρόμοιο συλλογισμό είναι το ακόλουθο: δεν πληρώνεις όταν δεν μπο­ρείς να κάνεις διαφορετικά. Το «δεν πληρώνω» εί­ναι μια κακή «λύση» και όσα την ακολουθούν εί­ναι πολύ χειρότερα απ' όσα έχουν προηγηθεί.

Η Ελλάδα όμως δεν βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση· Τουλάχιστον, όχι ακόμη! Δεν είναι και τόσο τρομερό να θυμώσουν εκείνοι που μας δά­νειζαν τις καλές εποχές. Σε τελευταία ανάλυση, έχουν και εκείνοι σοβαρό μερίδιο ευθύνης. Το ελ­ληνικό κράτος έχει ένα πολύ βεβαρημένο παρελ­θόν χρεοκοπιών και, για το λόγο αυτό, έχει  περά­σει περισσότερο χρόνο εκτός διεθνών αγορών κε­φαλαίου, να μην μπορεί δηλαδή να δανειστεί με καλούς όρους σημαντικά ποσά κεφαλαίων. Η κατάσταση αυτή επιβάρυνε πάντοτε τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Επιπλέον, περιόριζε τις επιλογές της, αφού τα δάνεια συνόδευαν τις μεγάλες κρατικές προμήθειες ή τις αντίστοιχες ξένες επενδύσεις, προφανώς υπό προϋποθέσεις που δημιουργούσαν προβλήματα στην καλή λει­τουργία της οικονομίας και στους ρυθμούς ανά­πτυξης. Η κατάσταση επιβεβαίωνε τον αποκλεισμό μας και καλλιεργούσε τη λεγόμενη «εθνική ιδιαι­τερότητα», που δεν είναι κάτι άλλο από τη σχετική φτώχεια και την απομόνωση.

Όλα άλλαξαν όταν, μετά το 1992-93,η Ελλάδα αποδέχτηκε τον βασικό όρο συμμετοχής στη διεθνή αγορά φθηνών κεφαλαίων: την απόλυτη ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων και την απόλυ­τη τήρηση των  κανόνων που διασφαλίζουν τη βιω­σιμότητα των χρεών που συνάπτει η χώρα, το κρά­τος και οι πολίτες του.

Με την έκδοση ενός ομολογιακού τίτλου, ο εκδότης, στην περίπτωση μας το ελληνικό κρά­τος, ομολογεί, δηλαδή αποδέχεται, δύο απαιτήσεις εκείνου που μας δίνει τα χρήματα του και δέχεται ως απόδειξη της συναλλαγής να πάρει το αναλο­γούν ομόλογο. Η μία απαίτηση είναι ότι θα επι­στρέψουμε ολόκληρο το κεφάλαιο όταν λήγει η πε­ρίοδος ισχύος του ομολόγου. Δηλαδή, στο 100% της αξίας του, εφόσον βεβαίως ο ομολογιούχος το κρατήσει μέχρι τη λήξη·

Η δεύτερη απαίτηση από τον εκδότη τον ομολόγου είναι να πληρώνει τακτικά, δηλαδή σε κάθε περίοδο, ετήσια συνήθως, τους αναλογούν­τες τόκους. Όπως υπολογίζονται με βάση το στα­θερό επιτόκιο που είχε διαμορφωθεί στην έκδοση του ομολόγου. Μετά την είσοδο μας στο ευρώ, το επιτόκιο προσδιορίζεται στη βάση εκείνου που πλή­ρωνα το κράτος-εγγυητης του ευρωσυστηματος, προσαυξανόμενο με τον κίνδυνο χώρας ή επιτοκιακό σπρεντ. Το τελευταίο αυτό ήταν που μας έφε­ρε πίσω στην περίοδο πριν από την είσοδο μας στο ευρώ.

 
Ο χρόνος είναι χρήμα και η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όσο καθυστερούμε τις μεταρρυθμίσεις και τη φιλική αναδιάρθρωση, τόσο θα βλέπουμε τα αποτελέσματα να χειροτερεύουν.


Οι επιλογές των δανειστών μας, εφόσον δεν έχουμε ακόμη αρνηθεί να τους πληρώσουμε, είναι δύο. Πρώτη επιλογή, να δεχτούν αυτό που θα τους προταθεί, δηλαδή ένα κάποιο «κούρεμα» στην απαίτηστι που έχουν με την κατοχή των ομολόγων μας. Θα το κάνουν αν η πρόταση έχει καλύτερο αποτέλεσμα από αυτό που σήμερα έχουν στο χέρι ή από αυτό που θα προκύψει αν δεν βοηθήσουν το ελληνικό κράτος να τα φέρει βόλτα.

Δεύτερη επιλογή είναι να μη δεχτούν την πρόταση. Η Ελλάδα θα εξαιρεθεί από τις ανοικτές αγορές και ολόκληρο το ελληνικό χρέος θα ανταλ­λαγεί με κρατικό χρέος όσων, μέσα στην Ευρω­παϊκή Ένωση, έχουν, ακόμη, «μέτωπο» στην αγο­ρά. Ήδη τα 110 δις του μνημονίου αντικαθιστούν ομόλογα που τα έχουν «ιδιώτες», που σημαίνει ασφαλιστικοί οργανισμοί, αμοιβαία κεφάλαια και επενδυτικοί οίκοι, με το χρέος που αναλαμβάνει η Ελλάδα απέναντι στους εταίρους της Ευρωζώνης. Θα πρέπει να συμβεί το ίδιο με ένα νέο δάνειο που θα πάρουμε από τον προσωρινό μηχανισμό σταθεροποίησης του χρέους γνωστό με τα αρ­χικά ΕFSF.

Ενα νέο δάνειο 50 - 70 δις θα βοη­θούσε την Ελλάδα να αντιμετωπίσει τις ανάγ­κες του 2012, αφού όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι ακόμη σε θέση να βγει στις αγορές. Για να έχουμε μια αναλογία κατά νου, είναι όπως μια μικρομεσαία επιχείρηση που δεν μπορεί να πάει απευθείας στις τράπεζες και γι' αυτό περνά από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών
και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων, το ΤΕΜΠΜΕ. Που σημαίνει, βεβαίως, ότι θα είμαστε οι πρώτοι πελάτες του επόμενου σχήματος, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Σταθεροποίησης (ΕSΜ), το οποίο αναμέ­νεται να ξεκινήσει ης εργασίες του από το 2013.

Όπως και να εξελιχθούν οι καταστάσεις, το ελληνικό κράτος δεν θα αντιμετωπίσει τις διε­θνείς αγορές για πολλά ακόμη χρόνια. Πρέπει όμως να βρεθεί η λύση ώστε να μην εμποδίζει αυτό τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις μας να πη­γαίνουν αυτές στην αγορά κεφαλαίων, με κανονι­κούς όρους και όχι με το «σομπρέρο» των σπρεντς που έχει φορέσει στην ελληνική οικονομία η καταβαράθρωση του κράτους. Μια φιλική αναδιάρ­θρωση, κατά την οποία οι παλαιοί δανειστές μας θα δεχτούν να μας δώσουν πίσω τα παλαιά και να πάρουν νέα ομόλογα, με νέα ημερομηνία λήξης και νέο επιτόκιο, μοιάζει η καλύτερη λύση για όλους. Πάνω σε αυτήν δουλεύουν όλοι και οι ευχές μας είναι να τα καταφέρουν. Δεν θα είναι η πρώτη φο­ρά που το επιδιώκουν. Είμαστε, όμως, αυτήν τη φο­ρά πιο κοντά στη λύση.

Υπό μία προϋπόθεση: ότι θα μας κρίνουν ικανούς να πληρώσουμε, τότε, στη νέα λήξη» όλα μας τα χρέη.- Εσείς, έτσι όπως τα βλέπετε τα πράγ­ματα, τι θα συμβουλεύατε τους δανειστές μας; Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο λογαριασμός στο τέ­λος θα πληρωθεί κι επειδή γνωρίζουμε ποιος θα τον πληρώσει, δώστετην απάντησή σας σε όποι­ον (-αν) πολιτικό σάς πλησιάσει. Αν και το απο­φεύγουν...

Δεν είναι και τόσο τρομερό να θυμώσουν εκείνοι που μας δάνειζαν τις καλές εποχές. Σε τελευταία ανάλυση, έχουν και εκείνοι σοβαρό μερίδιο ευθύνης.

Περιοδικό GK Μάης 2011



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου