Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Κριτική στην κριτική για την παιδεία μας από την Φινλανδία





Το ιδανικό σχολείο



Η επιστολή αυτή περιγράφει το φιλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα και πώς αυτό συντελεί σε μια ευημερούσα κοινωνία. Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα, υποθέτω, ότι περιγράφεται στο όριο των πραγματικών-εξιδανικευτικών του διαστάσεων. Ταυτόχρονα, υποψιάζομαι ότι το πλαίσιο της επικοινωνίας είναι μάλλον φτιαχτό. Μόνο και μόνο το όνομα του αποδέκτη…Πόσοι δίνουν στα παιδιά τους το όνομα Σωκράτης;  Επίσης, το ρητό του διευθυντή του σχολείου του επιστολογράφου “Προτιμάω έναν ευτυχισμένο οδοκαθαριστή από έναν νευρωτικό ακαδημαϊκό” είναι τόσο παρόμοιο με το ρητό του Alexander Sutherland NeilI would rather Summerhill produced a happy street cleaner than a neurotic scholar.” (εναλλακτικά “I would rather Summerhill produced a happy street sweeper than a neurotic prime-minister“), εκτός, βέβαια, εάν το Φιλανδικό σχολείο είναι τύπου Summerhill ή βασίζεται σε εκτεταμένη μορφή πάνω σε αυτό. Να σημειώσω επίσης ότι βάζοντας “Markus Bootsarb” στο Google, μού έβγαλε μόνο την συγκεκριμένη επιστολή, η οποία έχει αναδημοσιευθεί σε διάφορα ιστολόγια (δεν ξέρω, ποιό την δημοσίευσε πρώτο πάντως)

Σύμφωνα με το άρθρο, η ηλικία ένταξης των παιδιών στην βασική εκπαίδευση είναι τα 7 έτη, με τα 6 έτη να αποτελούν μια εισαγωγή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό διαφοροποιείται με τα καθ’ ημάς, όπου μόλις πρόσφατα θεσπίσθηκε η εισαγωγή στην βασική εκπαίδευση με αυστηρά συμπληρωμένα τα 6 έτη, ενώ παλαιότερα γίνονταν δεκτά στην Πρώτη Δημοτικού και “Πεντεμησάρια”. Δεν ξέρω, εάν είναι καλύτερο από άποψη ωρίμανσης κλπ να μπαίνουν τα παιδιά στο σχολείο στα πέντε ή στα έξι (κάποιος θα μπορούσε να πει και στα τέσσερα ή και στα οκτώ ή και στα δέκα- υποθέτω ότι οι δείκτες ωρίμασης και ανάπτυξης αναφέρονται σε έναν μέσο όρο και όχι στο κάθε παιδί ξεχωριστά, όπου υπάρχει η δυνατότητα ένα παιδί τεσάρων χρονών να είναι τόσο ταλαντούχο ώστε να έχει ίσο επίπεδο ωρίμασης μέ ένα πέντε κλπ), διακρίνω όμως, το εξής πρόβλημα στην ελληνική προσέγγιση (τουλάχιστον μέχρι να ορισθεί η υποχρεωτική ένταξη στην Πρώτη Δημοτικού με συμπληρωμένα τα 6 έτη): “Όταν τελειώσει το Πανεπιστήμιο -με το καλό- μόλις και θα είναι είκοσι”, “Πήρα σύνταξη στα 49 μου και όχι στα 50 (οι παλιές εποχές, που μας οδήγησαν στα σημερινά), επειδή μπήκα πεντεμισάρης στο σχολείο”. Αναμφίβολα η εκπαίδευση συνδέεται με την μετέπειτα αγορά εργασίας και επαγγελματική ζωή, αλλά ταυτοχρόνως είναι και αξία από μόνη της. Όταν υπολογίζει κανείς το πότε θα βγει στην αγορά εργασίας το τέκνο του, ασχολείται με κάτι το μελλοντικό, αντί για κάτι του άμεσου παρόντος, με αποτέλεσμα να μην επιλύονται τα προβλήματα του τώρα. Πέραν τούτων θα πρέπει να προστεθεί και η έμμεση απαξίωση προς την έννοια της παιδείας, η οποία στο τέλος δημιουργεί προβλήματα και στην αγορά εργασίας, αφού βασίζεται στο τέλος σε τυπικά εκπαιδευμένους, αλλά ουσιαστικά ανεκπαίδευτους.

Κάποιοι, λοιπον, στην Φιλανδία συνεχίζουν προς το Λύκειο και το Πανεπιστήμιο και κάποιοι προς την τεχνική εκπαίδευση. Πριν συνεχίσω, να σημειώσω ότι με μπερδεύει όταν αναφέρεται σε πολυτεχνικές σχολές, όπου βγάζουν νοσοκόμους και μηχανικούς. Αναφέρεται σε μηχανικούς Πολυτεχνείου ή σε μηχανικούς επιπέδου ΤΕΙ ή “Ο Μάστρο-Κώστας, ο ηλεκτρολόγος”; Αναμφίβολα, η κάθε κοινωνία χρειάζεται και αυτούς του Πολυτεχνείου και τους απλούς τεχνίτες.

Λοιπόν εκ πρώτης όψεως, δεν μπορώ να δω διαφορά. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Φιλανδία υπάρχει και ο κλάδος της τεχνικής εκπαίδευσης, της προσανατολισμένης στην αγορά εργασίας. Όμως, δεν μπορώ να πω κάτι για το πρόγραμμα και το περιεχόμενο των σπουδών σε αυτές τις κατευθύνσεις, αλλά και στην ακαδημαϊκή κατέυθυνση. Υπάρχει είτε ο κίνδυνος του σοβινισμού είτε της ξενομανίας.

Νομίζω, όμως, ότι μπορούμε να σχολιάσουμε κάτι άλλο: Τϊ αξία δίνουμε στην Ελλάδα στην τεχνική εκπαίδευση; Μήπως την θεωρούμε, λίγο πολύ, το μέρος που θα καταλήξουν οι άτυχοι, που δεν πέρασαν στο Πανεπιστήμιο και δεν είχαν λεφτά για σπουδές έξω; Πόσοι και πόσοι γονείς δεν έχουν πει στα παιδιά τους: “Θα περάσεις όπου να ‘ναι σε ό,τι να ‘ναι, αρκεί να είναι Πανεπιστήμιο”. Πώς αντιμετωπίζουμε κοινωνικά αυτούς, που πήγαν στην τεχνική εκπαίδευση και κυρίως στα απλούστερα και πιο χειρωνακτικά κομμάτια της; Μήπως σαν το αντίστοιχο των δούλων της αρχαίας εποχής, με την διαφορά ότι έχουν προσωπική ελευθερία και αστικά και πολιτικά δικαιώματα; Έχουμε συνειδητοποιήσει, όσοι κάνουμε “ευγενικές” δουλειές γραφείου, ότι είμαστε ομοίως εξαρτημένοι και πως αποτελούμε μέρος του σώματος των εργατών και όχι κάτι το ιδιαίτερο (όσο και εάν πολλές φορές μετονομάζεται σε “στέλεχος”) ; Ξεχνάμε ότι η κοινωνία νουθετεί τα παιδιά της λέγοντας “Διάβασε για να μην καταλήξεις σκουπιδιάρης/καθαρίστρια κλπ” και άλλα τέτοια, με το “Διάβασε” (συνήθως) να σημαίνει “Διάβασε για να περάσεις τις εξετάσεις”, όχι για να μάθεις.

Ο “Φιλανδός μαθητής” συνεχίζει λέγοντας πως επιλέγουν μαθήματα, και πως είναι δυνατόν να επιλέξουν και μαθήματα άλλων τάξεων. Το να γράψω ότι έρχεται σε αντίθεση με το δικό μας ενιαίο πρόγραμμα με το ενιαίο βιβλίο (έχει αλλάξει; Δεν ξέρω), θα γράψω το προφανές. Το ζήτημα της επιλογής, όμως, φέρνει στην επιφάνεια τα θέματα της ελευθερίας, της ευθύνης, των συνεπειών, όπως επίσης και εάν αυτές οι έννοιες είναι συνυφασμένες με μια τυπική -ή ουσιαστική- ηλικία ωριμότητας ή όχι.

Ο μαθητής που επιλέγει, π.χ ύλη μεγαλύτερης τάξης, ενώ δεν έχει αφομοιώσει αυτήν της μικρότερης, ενέχει τον κίνδυνο να μην κατανοήσει το συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο. Εάν αυτό συμβεί σε πολλαπλά γνωστικά πεδία, υπάρχει ο κίνδυνος αντικειμενικά να μην μπορεί να συνεχίσει την ακαδημαϊκή του πορεία και να πρέπει να στραφεί σε περισσότερο τεχνικές και απλές κατευθύνσεις ζωής και επαγγέλματος. Είναι κακό αυτό; Όχι απαραίτητα. Το πρόβλημα έγκειται στην εξιδανίκευσή μας, όπου θεωρούμε ότι ο μαθητής ενός τέτοιου συστήματος, που θα “σκαλώσει” ακαδημαϊκά θα γίνει ζωγράφος, γλύπτης, καλλιτέχνης ράφτης κλπ, αλλά όχι καθαριστής, σκαφτιάς, ανειδίκευτος εργάτης κλπ. Το ζήτημα, όπως είπαμε παραπάνω, και τουλάχιστον μέχρι να επέλθει η πλήρης αυτοματοποίηση αυτών των εργασιών, όπου τότε όντως η εναλλακτική στην μη-ακαδημαϊκή θα είναι η (καλλι)τεχνική πορεία, είναι ο σεβασμός στις προσωπικότητες που καταπιάνονται με τα απλούστερα και χειρωνακτικά επαγγέλματα.

Μετά υπάρχει και το ζήτημα της ελευθερίας των επιλογών και της ηλικίας. Μπορεί το παιδί να επιλέξει ό,τι θέλει και να υποστεί τις συνέπειες ή όχι; Θυμάμαι εδώ μια σκηνή από το έργο Ο Τζέφερσον στο Παρίσι. Η κόρη του Τζέφερσον (υποθέτω, διότι έχουν περάσει χρόνια από τότε, που είδα την ταινία), είναι έτοιμη να δώσει μοναστικούς όρκους σε ένα καθολικό τάγμα. Ο πατέρας της το μαθαίνει και σπεύδει να παρεμποδίσει την κατάσταση για να υπάρξει η ειρωνεία του ιερέα ότι η συμπεριφορά του αντιφάσκει με την ελευθερία της επιλογής και το σχόλιο του Τζέφερσον ότι πρόκειται για ανήλικο άτομο.

Μια εκπαίδευση τυπικού τύπου έχει το καλό ότι ικανοποιεί τον μέσο όρο, και παράλληλα δεν δημιουργεί γενικότερες αμφιβολίες για την αίσθηση του ανήκειν, ενώ ταυτόχρονα καταπιέζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας ισοπεδώνοντας την με τον μέσο όρο και την υποχρεωτική ένταξη και σημασιολόγηση σε συγκεκριμένη κοινότητα. Από την άλλη, η “ελευθεριάζουσα” εκπαίδευση δεν ικανοποιεί τον μέσο όρο, μπορεί να έχει περισσότερους αποκλεισμένους, ενώ οι κοινότητες σχηματίζονται πιο περίπλοκα και λιγότερο προβλέψιμα. Η συζήτηση δεν είναι απλή και υποθέτω πως κάθε πλευρά κατηφορεί την άλλη με τα αντίστοιχα επιχειρήματα: Η ελευθεριάζουσα θα λέει ότι η παραδοσιακή σχολή βάζει τα παιδιά σε έναν κορσέ, περιορίζει την προσωπικότητά τους, κατασκευάζει μελλοντικούς προβληματικούς ενήλικες ρομποτάκια με συσσωρευμένη βία, που διαχέεται στην κοινωνία και στις άλλες κοινωνίες. Από την άλλη η παραδοσιακή θα ισχυρίζεται ότι με την ελευθεριάζουσα πως θα είναι αμφίβολο, εάν τα παιδιά θα πηγαίνουν για μάθημα (πόσο να μάθουν να πειθαρχούν στους κανόνες συλλογικής συμβίωσης) και πως, εάν ποτέ πηγαίνουν, το μάθημα θα γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Ένα παιδί σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο και πέφτει (μάθημα φυσικής -βαρύτητα), σπάει το χέρι του (μάθημα βιολογίας-ανατομία), τελικά πέρα από το σπασμένο χέρι έχει και βαρύτατες κρανοεγκεφαλικές κακώσεις (μάθημα βιολογίας-ανατομία extra) με αποτέλεσμα να πεθάνει (μάθημα φιλοσοφίας για τις επιλογές, την ατομική ευθύνη και τις συνέπειές τους). Βέβαια, δεν ξέρουμε το φιλανδικό σχολείο, εάν περιγράφεται όντως αυτό, είναι ελευθεριάζον σχολείο, αλλά φαίνεται ο “επιστολογράφος” να θέλει να δημιουργήσει αυτήν την εντύπωση.

Στην ελληνική κοινωνία το “ιδιωτικό” είναι εκ προοιμίου ύποπτο. Συνεπώς, όταν ο “επιστολογράφος” γράφει ότι όλα τα σχολεία είναι δημόσια απλούστατα ικανοποιεί αυτό, που θέλουμε να διαβάσουμε. Όπως και ικανοποιείται ο εξισωτισμός μας, όταν διαβάζουμε για την απουσία σχολείων ελίτ. Το θέμα δεν είναι εάν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν τέτοια σχολεία. Το ζήτημα είναι εάν το εκπαιδευτικό σύστημα διαμορφώνει χαρακτήρες, που να μπορούν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο. Σκεφτείτε π.χ τους φοιτητές των επιχειρηματικών σχολών: εδώ οι περισσότεροι, με τον στρεβλό εξισωτισμό, στο τέλος καταλήγουν άνεργοι κλπ, σε άλλες χώρες, όπου υπάρχει ελιτισμός, όσοι φοιτούν εκεί, είναι -ιδεατά- αυτοί, που θα υλοποιήσουν καινοτόμες ιδέες, θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας κλπ. Φυσικά, υπάρχουν και οι εγωιστές αυτοί, που θα είναι φοιτητές μόνο για το status. Με λίγα λόγια η ισότητα στην περιγραφόμενη εκπαιδευτική Φιλανδία αποδίδει, όπως και μπορεί να αποδίδει ο ελιτισμός ενός άλλου εκπαιδευτικού συστήματος. Η απλουστευτική επιλογή και ταξινόμηση σε καλό και κακό δεν ωφελεί στο να βρούμε τρόπους να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα του δικού μας συστήματος.

Ο επιστολογράφος γράφει ότι έχει συμμαθητή την κόρη του Πρωθυπουργού (του; Μα ήδη από τον Ιούνιο του 2010 είναι γυναίκα!). Όσο μπορούμε να θαυμάσουμε την υποστήριξη των ελίτ στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, τόσο μπορούμε να σχολιάσουμε ότι ο επιστολογράφος-μαθητής μένει σε “καλή γειτονιά”. Αυτά που μεταφέρει ως λόγια του Πρωθυπουργού είναι τα αναμενόμενα. Το θέμα, προφανώς, είναι ότι στην εκεί κοινωνία πέρα από τις γενικολογίες προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα, για το πώς θα επιτύχουν μία πολιτική και τί κόστος πέρα από ώφελος θα έχει. Εδώ απλώς μας λένε μια γενικούρα και νοιάζονται απλώς για την “επικοινωνία”.

Τα ιστολόγια, που αναδημοσιεύουν την επιστολή, δεν γράφουν καθόλου πως ενώ στην Φιλανδία του επιστολογράφου πρότυπο είναι οι καλύτεροι, εδώ όσους διακρίνονται προσπαθούμε να τους βρούμε ελλαττώματα, λέμε ότι κάτι κρύβουν και γενικότερα φαντασιωνόμαστε την καταστροφή τους, αντί να θέλουμε εμείς να εξελιχθούμε (όπως είχε πει και ο μακαρίτης Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με το ανέκδοτο με την κατσίκα του γείτονα, που έπρεπε να ψοφήσει). Ακόμα και για την Φιλανδία: “Τέλειο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά βρε παιδάκι μου είναι φουλ στην κατάθλιψη και τις αυτοκτονίες. Ενώ εμείς…”.

Ο επιστολογράφος συνεχίζει γράφοντας ότι αγαπάνε ό,τι κάνουνε. Σχολιάσαμε στην αρχή την παράθεση του ρητού του διευθυντή και πώς αυτό μοιάζει με το ρητό του Neil. Δεν χρειάζεται, πάντως, να είσαι “Φιλανδός μαθητής” για να παραδεχθείς ότι το καλύτερο επάγγελμα είναι αυτό, που σού αρέσει και που ζεις αξιοπρεπώς, έστω και εάν δεν γίνεσαι πλούσιος. Συγγνώμη, αλλά το “αγαπάμε ό,τι κάνουμε”, δεν είναι παρά μια γενικούρα. Όλοι στην Φιλανδία το επιτυγχάνουν; Μακάρι, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Μού δίνεται η αίσθηση πως ο επιστολογράφος προσπαθεί να περάσει ότι στην Φιλανδία οι άνθρωποι ασχολούνται επαγγελματικά με αυτό, που σπουδάζουν. Δεν είμαι και τόσο βέβαιος. Άραγε ο γιος του εργοστασιάρχη σπουδάζει αυτό που θέλει ή σπουδάζει διοίκηση επιχειρήσεων κλπ; Δεν υπάρχουν ποτέ οικογενειακές κλπ πιέσεις; Και εάν σπουδάσει, ας πούμε Ιστορία της Τέχνης, γίνεται επιμελητής σε ένα μουσείο ή πηγαίνει στην οικογενειακή επιχείρηση, γιατί είναι κρίμα να πάει σε “ξένα χέρια”; Αίσθησή μου είναι πως εάν στην Φιλανδία αγαπάνε αυτό που κάνουνε, αυτό δεν συμβαίνει επειδή ο παραδειγματικός ιστορικός της τέχνης εργάζεται απαραίτητα ως επιμελητής, αλλά διότι εκτιμούν τις σπουδές ως αξία από μόνη της. Αντιθέτως, εδώ ο συγκεκριμένος απόφοιτος θα θεωρούσε τον εαυτό του “αδιόριστο εκπαιδευτικό” (υπάρχει αυτή η έννοια στην Φιλανδία άραγε; ), ενώ η γενικότερη κοινωνία θα θεωρούσε ότι σπούδασε κάτι άχρηστο. Ο επιστολογράφος φέρνει ως παράδειγμα τους δασκάλους. Όμως, εδώ, πόσοι εκπαιδευτικοί αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν; Πόσοι ενδιαφέρονται για το γνωστικό αντικείμενο που διδάσκουν; Πόσοι έγιναν εκπαιδευτικοί για το ωράριο, τις μακρές διακοπές πρωτίστως και ακολούθως και εάν για την αγάπη τους για τα παιδιά και την διδασκαλία; Μήπως θα έπρεπε οι εκπαιδευτικοί εδώ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η εκπαιδευτική ώρα δεν συγκρίνεται με αυτή σε άλλους εργασιακούς χώρους, να είχαν μεγαλύτερες διακοπές από τους άλλους εργαζόμενους, αλλά όχι και τόσο, ώστε να πηγαίναν στην εκπαίδευση οι πραγματικά συνειδητοποιημένοι;

Η έναρξη της σχολικής ημέρας, με την απουσία συγκεντρώσεων, μοιάζει να μην έχει αυτό το quasi-στρατιωτικό με τις γραμμές κλπ των ελληνικών σχολείων, αλλά από την άλλη κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι η εισαγωγική ομιλία κλπ, όποτε γίνεται, μοιάζει αρκετά μπιγκμραδερίστικη, με την εξουσία που σού μιλά και σε βλέπει, αλλά εσύ δεν την βλέπεις ποτέ. Δεν διαφωνώ, φυσικά, ότι οι αφιερωμένες σε κάθε μάθημα αίθουσες είναι καλύτερες, αφού αυτό σημαίνει την ύπαρξη εξοπλισμού κλπ. Όσο για το φαγητό, το ερώτημα είναι εάν οι μαθητές (για την ασφάλειά τους και για θέματα ευθύνης των διδασκόντων) είναι υποχρεωμένοι να φάνε μόνο τα φαγητά του εστιατορίου ή εάν έχουν δικαίωμα να φέρουν και κάτι απ’ έξω. Εάν μας φάινεται σωστό το να υπάρχει συγκεκριμένο μενού ας αναπολήσουμε την θητεία μας και πόσο τηρούσαμε αυστηρά τον κανονισμό για φαγητό μόνο από τις κουζίνες του στρατοπέδου.

Άραγε εδώ ο δάσκαλος, είναι διατεθιμένος να κάνει ενισχυτική διδασκαλία ή τότε το φιλανδικό σύστημα αρχίζει και φαίνεται κατ’ αυτόν ότι “μπάζει νερά”; Να υποθέσω, επίσης, ότι μπορεί μεν ο δάσκαλος να είναι υποχρεωμένος σε ενισχυτική διδασκαλία, αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι δεν αμείβεται για την επιπλέον δουλειά του. Επίσης, δεν θεωρώ και τόσο σωστό να πηγαίνουν οι μαθητές διακοπές κατά το δοκούν, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Φιλανδία και μάλιστα με τις ευλογίες των κηδεμόνων τους. Αναμφίβολα είναι σημαντικό ο μαθητής να μην χάσει “ύλη”, αλλά αυτό είναι παράταιρο να αποτελεί δικαιολογία για να παίρνει ο κηδεμόνας το παιδί από τη εκπαιδευτική διαδικασία, όποτε θελει.

Υποθέτω πως και εδώ ο σκοπός των σχολικών εξετάσεων είναι διαγνωστικός. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι εδώ υπάρχουν φροντιστήρια ιδιαίτερα κλπ, διότι “είναι ντροπή να χάσει το παιδί τάξη”, όπως και “να μην πάει στο Πανεπιστήμιο”. Από την άλλη είμαστε τόσο σίγουροι ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες συμπεριφορές και στην Φιλανδία; Στον βαθμό, που δεν υπάρχουν και εάν είναι σωστά κατανεμημένο το πρόγραμμα, αυτό επιτρέπει στον μαθητή να έχει ελεύθερο χρόνο. Εδώ το φροντιστήριο είναι σχεδόν υποχρεωτικό και ελεύθερος χρόνος είναι, όταν θα πάρει σύνταξη.

Ο “επιστολογράφος” γράφει για το ότι οι Έλληνες “ειδικοί” θα δουν ότι θέλουν και εγώ αντιστοίχως έχω την εντύπωση ότι ο “επιστολογράφος” θέλει να μας αφήσει την εντύπωση, που θέλουμε να έχουμε, πως το σχολείο στην Φιλανδία είναι ιδανικό, αντί να μάς το παρουσιάσει με τα θετικά του και τα αρνητικά του. Με βρίσκει σύμφωνο η παράθεση του Papert περί γραφειοκρατικής αδράνειας κλπ. Δεν μπορώ να βρω παράθεση ότι το είπε αυτός. Καλή τη πίστει, το δέχομαι.

Ας προσπεράσουμε τις ειρωνείες για το safari στην Σαχάρα (περίεργο για μαθητή τέτοιου επιπέδου), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μού προκαλεί και εμένα εντύπωση ο νεο-πλουτισμός των τζιπ, και ας σταθούμε στο θέμα των σημάτων της ποδοσφαιρικής ομάδας. Εδώ πάλι διαισθάνομαι ότι θέλουν να μάς δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Έλληνας μαθητής ενδιαφέρεται μόνο για το ποδόσφαιρο (μπορεί να είναι και λίγο “αλητάκος”), ενώ ο Φιλανδός μόνο για τις βιβλιοθήκες, την ανάγνωση κλπ. Γιατί μπορεί να μην ασχολείται με το ποδόσφαιρο, αλλά μού φαίνεται παράξενο να μην ενδιαφέρεται για το χόκεϋ στον πάγο ή για το σκι αντοχής· και εάν ισχυρισθείτε ότι ο συγκεκριμένος μαθητής δεν ενδιαφέρεται θα σάς αντιτείνω ότι ούτε όλοι οι Έλληνες μαθητές ενδιαφέρονται μόνο για το ποδόσφαιρο, όπως γενικευτικά προσπαθεί να περάσει η ανάρτηση. Ούτε πιστεύω ότι όλοι οι Έλληνες μαθητές βλέπουν μόνο σαχλή τηλεόραση και όλοι οι Φιλανδοί μόνο εκπομπές ποιότητας.

Συμπερασματικά, το θέμα δεν είναι να εξιδανικεύουμε, αλλά να προσπαθούμε να βλέπουμε τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Η εξιδανίκευση είναι εγγύηση αδράνειας, αφού ποτέ δεν θα φτάσουμε το τέλειο. Είναι προφανές ότι όλοι θέλουμε τον ευτυχισμένο οδοκαθαριστή, αλλά και γιατρό κλπ, παρά δυστυχισμένους ανθρώπους. Εάν δώσουμε αξία στον άνθρωπο και όχι στο επάγγελμά του, πολλοί θα στραφούν στην τεχνική εκπαίδευση, γιατί εκεί είναι το πραγματικό τους ταλέντο δεν θα είναι τα “παραπαίδια του συστήματος” κλπ. Επίσης πρέπει να εκτιμήσουμε την γνώση για την πραγματική της αξία. Η εναλλακτική είναι αυτό, που ζούμε τώρα όπου έχουμε μεν πολλούς πτυχιούχους, αλλά αγόμαστε και φερόμαστε από την (ανόητη) τηλεόραση, την κάθε συνομωσιολογική μπαρούφα, ενώ ταυτόχρονα έχουμε δώσει άδεια “επ’ αορίστον” στην λογική. Παραφράζοντας: Προτιμώ τον σκεπτόμενο οδοκαθαριστή από το “βλήτο” πτυχιούχο.

Πηγή:
http://thoughtsofashy.wordpress.com/2011/05/25/post2311/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου