Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά








Για χάρη του Πειραιά

 
Κάτω στον Πειραιά, στο λιμάνι, κάτι έχει αρχίζει να αλλάζει. Δεν είναι μόνο το αρχιτεκτονικό κόσμημα της πόλης, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπου οι εργασίες ανακαίνισης προχωρούν εντατικά και αναμένεται να ανοίξει και πάλι τις πύλες του στις αρχές του 2012. Είναι και το φιλόδοξο σχέδιο για τη δημιουργία ενός πολιτιστικού πάρκου στην περιοχή του λιμανιού με την αξιοποίηση παλαιών εγκαταστάσεων που θα φιλοξενήσουν πολλά νέα μουσεία: Αρχαιολογικό, Εναλίων, Μετανάστευσης, Σιδηροδρόμων. Αν και δεκαετούς ορίζοντα, αυτό το πρόγραμμα του ΟΛΠ που ονομάζεται «Πολιτιστική Ακτή Πειραιά», έχει ήδη βάλει πλώρη, καθώς πρόσφατα εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Μουσείων το πρώτο έργο: Η προμελέτη του νέου Μουσείου Εναλίων Αρχαιοτήτων στο κτίριο της παλιάς αποθήκης του Σιλό (Ρολόι), αντιπροσωπευτικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής. 

Σήμα κατατεθέν του Πειραιά το Δημοτικό Θέατρο, έγινε με πρωτοβουλία του δημάρχου Τρύφωνα Μουτζόπουλου σε σχέδια του καθηγητή του Πολυτεχνείου Ι. Λαζαρίμου (γέννημα θρέμμα κι αυτός της πόλης). Κόστισε 900.000 δραχμές (περίπου 200.000 είχαν διατεθεί για τον εντυπωσιακό διάκοσμο) και εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο του 1895 μετά «περισσής λαμπρότητος». Γνώρισε μέρες δόξας, καθώς από τις σκηνή του παρέλασαν σημαντικοί άνθρωποι του θεάτρου, από τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Αιμίλιο Βεάκη, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, μέχρι τον Κάρολο Κουν, τον Μάνο Κατράκη, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Κατάντησε όμως και ξεπεσμένος αριστοκράτης, αφού τα τελευταία χρόνια φιλοξενούσε θιάσους δευτέρας διαλογής, συλλόγους για την κοπή της πίτας, ακόμα και καλλιστεία και ομαδικούς γάμους την περίοδο της δικτατορίας, με τις ευλογίες του τότε δημαρχου Αρ. Σκυλίτση.

Μετά τους σεισμούς του 1981 και του 1999 το εξαίσιο αρχιτεκτόνημα του 19ου αιώνα παρέμενε λαβωμένο και κλειστό, ώσπου το 2008 η Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μηνημείων του ΥΠΠΟΤ ανέλαβε να το συντηρήσει από την κορυφή ώς τα νύχια: Από την πλήρη στερέωση, ενίσχυση και αποκατάσταση του κελύφους του κτιρίου μέχρι την ανακαίνιση των εσωτερικών χώρων. Ενα έργο ύψους 36 εκατ. ευρώ που χρηματοδοτήθηκε από το Γ' ΚΠΣ και το ΕΣΠΑ. 

Αν το δείτε σήμερα, μπορεί και να μην το γνωρίσετε, αφού οι όψεις έχουν βαφτεί σε τόνους της ώχρας. Οι εργασίες πάντως έχουν μπει στην τελική ευθεία και επιτέλους αρχιτέκτονες και μηχανικοί, τεχνίτες και ηλεκτρολόγοι μπορούν να ανασάνουν... «Τοποθετούνται τα καθίσματα στην πλατεία, γίνονται δοκιμές στα μηχανήματα της σκηνής, τελευταίας τεχνολογίας, που ήρθαν από την Αυστρία και τα οποία έχει αναλάβει ο γνωστός σκηνογράφος-σκηνοθέτης Νίκος Πετρόπουλος», μας πληροφορεί ο Νίκος Χαρκιολάκης, προϊστάμενος της δραστήριας Διεύθυνσης Αναστήλωσης Νεωτέρων και Συγχρονων Μνημείων, που καταφέρνει να υπερβαίνει δημιουργικά τα εμπόδια της γραφειοκρατίας. «Μένει να δώσει η Περιφέρεια Πειραιά 1 εκατ. ευρώ για να στήσουμε όπως πρέπει, προκειμένου να είναι και επισκέψιμη, την παλιά σκηνή που αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες». 

Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη έκπληξη που επεφύλασσε το παλιό θέατρο. Ξηλώνοντας το δάπεδο της σκηνής αποκαλύφθηκε ένα δάσος με υποστηλώματα από δοκούς πεύκου, σκηνικές κατασκευές και μηχανισμοί, πολλοί από τους οποίους μπορούσαν να λειτουργήσουν. Ηταν ένα κρυμμένο υποσκήνιο τριών επιπέδων με αναβατόρια, τροχαλίες, υποβολείο, ράγες κύλισης σκηνικών, οκτώ πασαρέλες με μηχανισμούς ανύψωσης σκηνικών. «Πρόκειται για μία από τις δυο-τρεις σκηνές με μηχανισμούς μπαρόκ που σώζονται σήμερα στην Ευρώπη και θεωρείται ένα επίτευγμα της τεχνολογίας του 19ου αιώνα», εξηγεί με θέρμη ο Ν. Χαρκιολάκης. 

Περίοπτο και με την αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια του γαλλικού θεάτρου (Grand Theatre), το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά εντυπωσιάζει με τις διαστάσεις του, (47 μέτρα μήκος και 34,50 μέτρα πλάτος), ενώ στην όψη ξεχωρίζει το επιβλητικό πρόπυλο της εισόδου και η αετωματική στέγη. 

Η γαλλικού τύπου σκηνή του θεωρείται ανώτερη του Εθνικού Θεάτρου και ήταν πρωτοποριακή για την εποχή της. «Η σκηνή είναι κάτι τι έκτακτον δι' ελληνικόν θέατρον» έγραφε η «Νέα Εφημερίς» στις 13/3/1895. «Πλάτους 12 μέτρων, έχει βάθος 18 μ., όπερ δι' ελληνικόν θέατρον είνε πρωτάκουστον. Το δάπεδον ταύτης είνε άπαν κινητόν, παρέχον ευκολίας και διά τα πολυπλοκώτερα των θεαματικών έργων...». 

Αλλά και η εσωτερική διακόσμηση, που παντρεύει το ρωμαϊκό, το αναγεννησιακό και το νεοκλασικό ύφος ξεχωρίζει για τη φινέτσα της. Η φατνωματική οροφή στον προθάλαμο στηρίζεται σε τέσσερις κολόνες με κιονόκρανα αιγυπτιακής τεχνοτροπίας. Η πεταλόσχημη πλατεία, τα 23 εντυπωσιακά θεωρεία, διακοσμημένα με ανάγλυφες γιρλάντες, συνθέσεις φυτικού χαρακτήρα και ονόματα ελλήνων δραματουργών βρίσκονται κάτω από έναν ανάλαφρο σφαιρικό θόλο. Μάλιστα στις αρχές της δεκαετίας του '60 ο Γιάννης Τσαρούχης προσφέρθηκε να τον αναζωγραφίσει αλλά η δημοτική αρχή αδιαφόρησε. 

Διασώθηκε η ζωγραφιστή αυλαία και ο τεράστιος πολυέλαιος που δέσποζε στην αίθουσα κοινού από την εποχή που λειτουργούσε με γκάζι. Το φουαγέ με τα ωραία ανάγλυφα, το καπνιστήριο, η τεράστια τρίκλωνη μαρμάρινη σκάλα με το περίτεχνο κιγκλίδωμα, περιμένουν να ακούσουν και πάλι το χειροκρότημα των θεατών. 

Το ιστορικό θεάτρο καλείται να κερδίσει το στοίχημα και να ξαναβρεί την παλιά του αίγλη, κι αυτό εξαρτάται από τη διάθεση της δημοτικής αρχής να κάνει ένα ευρύτερο άνοιγμα. Οι ιδέες και οι προτάσεις, σύμφωνα με τα πρότυπα των μεγάλων ευρωπαϊκών θεάτρων, δεν λείπουν: «Θα μπορούσαν να γίνονται ξεναγήσεις με θέμα την ιστορία και την αρχιτεκτονική του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, εκπαιδευτικά προγράμματα με επίκεντρο τη μοναδική μπαρόκ σκηνή του», λέει ο Ν. Χαρκιολάκης. 

Καθώς το θέατρο μπορεί να φιλοξενήσει από θέατρο μέχρι συναυλίες και όπερες, η σκέψη για συνεργασίες με τη Λυρική Σκηνή, το Εθνικό Θέατρο, τα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ, έχει πέσει στο τραπέζι. Αλλοι πάλι υποστηρίζουν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου οργανισμού ή μιας καλλιτεχνική επιτροπής που θα το διαχειρίζεται, όπως και την αναγκαιότητα ενός εμπνευσμένου καλλιτεχνικού διευθυντή που θα οργανώσει το πρόγραμμα. Επιπλέον έσοδο για το θέατρο θα είναι τα δύο κυλικεία του και τα τέσσερα καταστήματα που θα λειτουργήσουν εντός. 

Κι ενώ το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά παραδίδεται, νέα μουσεία βρίσκονται στα σκαριά στην περιοχή του ΟΛΠ, σε μια έκταση 180 στρεμμάτων, 50 από τα οποία θα αποτελούν χώρους πρασίνου. Στόχος του φιλόδοξου σχεδίου «Πολιτιστική Ακτή Πειραιά» είναι τα επόμενα χρόνια να δημιουργηθεί μια «γεινονιά» μουσείων, αλλά και ένα πάρκο τέχνης και αναψυχής ανοιχτό σε όλους. Να αναδειχθεί η μακραίωνη ιστορία του Πειραιά και να συνδεθεί ο αστικός χώρος με το λιμάνι. Να μην είναι το μεγαλύτερό μας λιμάνι μόνο πύλη τουρισμού αλλά και πολιτισμού. 

Το πρώτο βήμα έγινε με την έγκριση της προμελέτης για την εγκατάσταση του Μουσείου Εναλίων Αρχαιοτήτων -το πρώτο στο είδος του στην Ελλάδα- στο παλιό Σιλό, με τον χαρακτηριστικό πύργο και το ρολόι του που αποτελεί σημείο αναφοράς του λιμανιού. Για το διατηρητέο κτίριο κύριο μέλημα είναι να αξιοποιηθούν οι «κυψέλες» του εσωτερικά, που αναδεικνύουν την πολύχρονη χρήση του ως αποθήκης σιτηρών. Το νέο μουσείο θα φιλοξενήσει θησαυρούς και αρχαία ναυάγια που έχουν αποκαλύψει οι ανασκαφές της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων και βρίσκονται στις αποθήκες της: αμφορείς, αγάλματα, λίθινες άγκυρες, αρχιτεκτονικά μέλη, νομίσματα, κουφάρια πλοίων. Προβλέπονται ακόμα χώροι συντήρησης, βιβλιοθήκη, χώρος εκπαιδευτικών προγραμμάτων με πολυμέσα, ακόμα και αμφιθέατρο. 

Από ένα λιμάνι που έχει αποχαιρετήσει και έχει υποδεχθεί πλήθος ξενιτεμένων δεν θα μπορούσε να λείψει το Μουσείο Μετανάστευσης. Εχει προβλεφθεί να στεγαστεί στην πέτρινη αποθήκη, ένα κτίσμα 3.500 τ.μ. του 19ου αιώνα και τα εκθέματα θα αφηγούνται κομμάτια της ελληνικής ιστορίας: από τις αποικίες της αρχαιότητας μέχρι το προσφυγικό κύμα από τη Μικρά Ασία αλλά και τη μετανάστευση του εργατικού δυναμικού στις αρχές του 20ού αιώνα

Μεταξύ άλλων προβλέπεται και μεταφορά του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά στις εγκαταστάσεις του ΟΛΠ, στο Καστράκι, ενώ η επικοινωνία με τον γειτονικό αρχαιολογικό χώρο της Ηετιώνειας Πύλης, του αρχαίου φρουρίου της πόλης, θα γίνεται μέσω γέφυρας. Στην ουσία τριπλασιάζονται οι εκθεσιακοί χώροι (7.000 τ.μ.) και δίνεται η δυνατότητα να αναπτυχθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, που δεν χαρακτηρίζεται για τη μεγάλη επισκεψιμότητά του.  

Πηγή:
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=309952



Το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά είναι ένα νεοκλασικό κτίριο, αρχιτεκτονικό κόσμημα, που βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο της πόλης του Πειραιά. Αποτελεί το αξιολογότερο επίτευγμα της Δημοτικής δραστηριότητας από της εποχής της σύστασης του Δήμου (1835) μέχρι και σήμερα
Ειδικότερα για την εποχή της δημιουργίας του θεωρείται ασύλληπτου οραματισμού η ιδέα και μόνο της ανέγερσής του αν ληφθεί υπόψη ότι οι κάτοικοι του Πειραιά το 1883 έφθαναν τους 27.000 εκ των οποίων ζήτημα ήταν αν μόλις 200 εξ αυτών θεωρούνταν μορφωμένοι και ίσως ακόμη άλλοι τόσοι να γνώριζαν στοιχειώδη γραφή και ανάγνωση.

Ανέγερση
Η απόφαση για την ανέγερση του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά πάρθηκε επί Δημάρχου Τρύφωνα Μουτζόπουλου και με Δημοτικό Συμβούλιο που το αποτελούσαν οι Ι. Μελετόπουλος, Α. Ζωγράφος, Σ. Αναστασόπουλος, Γ. Καψαμπέλης, Ι Χριστοφίδης, Γ. Βραχνός, Δ. Πικιώνης, Κ. Παναγιωτόπουλος, Α. Βολανάκης, Αρ. Σκυλίτσης, Α. Πεπεμούντας, Ι. Σκλαβούνος, Γ. Σεργόπουλος, Χ. Ριζιώτης, Α. Μανίνας, Α. Δαμάσκος και Β. Τσάτσης, το 1883, τελευταία χρονιά της δημαρχιακής περιόδου.
Στις επόμενες εκλογές (1883), Δήμαρχος αναδείχθηκε ο Αριστείδης Σκυλίτσης - Ομηρίδης με δημοτικούς συμβούλους τους Γ. Λυμπεράκη, Α. Μελετόπουλο, Β. Οριγώνη, Α. Δαμάσκο, Ι. Ζίζηλα, Ν. Χριστοφίδη, Γ. Ζωγράφο, Α. Αντωνιάδη, Κ. Βασιλειάδη, Α. Ρετσίνα, Ν. Παγκώστα, Γ. Λυμπεράκη, Χρ. Σταμόπουλο και Ι. Σκλαβούνο, οι οποίοι υιοθέτησαν το ζήτημα και επίσπευσαν τον ίδιο χρόνο τις σχετικές εργασίες επιψηφίζοντας δάνειο 200.000 δραχμών για την ανέγερση, προκηρύσσοντας σχετικές δημοπρασίες.
Στις 23 Οκτωβρίου του 1883 οι αθηναϊκές εφημερίδες αναδημοσιεύουν σχόλιο της πειραϊκής εφημερίδας "Σφαίρα" που πρώτη κοινοποίησε περιγραφή του εγκριθέντος τελικά σχεδίου του "αναγερθησομένου δημοτικού θεάτρου" του Πειραιά.
  • Σύμφωνα με αυτήν "το μήκος του θέλει είναι 45 μέτρων, 34 δε το πλάτος και 30 το ύψος, διηρημένον ανά 10 μέτρα εις την σκηνήν τον υπ΄ αυτήν χώρον και τον υπέρ την σκηνήν. Θα περιέχη τρεις σειράς θεωρείων, εκάστην ανά 23 και υπερώον μετά τριών σειρών βαθμίδων, αμφιθεατρικώς. Ούτω θα δύναται να εμπεριλάβη ανέτως 1154, εν ανάγκη 1400 θεατάς. Έχει επτά εν συνόλω εξόδους, δύο δια τους εν τη σκηνή και πέντε δια τους εν πλατεία και τοις θεωρείοις. Η κεντρική δε του θεάτρου είσοδος έσται ευρεία και πολυτελής. Η θέρμανση αυτού θέλει γίνεσθαι κατά το σύστημα όπερ εφήρμοσαν εν θεάτρω της Βιέννης. Εν τω ισοπέδω της πλατείας θέλουσιν είναι, εις την διάθεσιν των θεατών, δύο ευρύχωρα καφενεία, υπεράνω δε αυτών, δια τους εν τοις θεωρείοις, δύο όμοιαι αίθουσαι. Έξωθεν επί των παροδίων του θεάτρου θέλουσι κατασκευασθή οκτώ αποθήκαι διατιθέμεναι υπό του Δήμου επί ενοικίω. Υπολογίζονται τα υπέρ αυτού κατά μέσον όρον ετησίως έσοδα εις 42.000 δραχμές, περίπου, το ποσόν δε τούτο προς 7% ανταποκρίνεται εις κεφάλαιον 600.000 δραχμών".
Έτσι ξεκίνησε η κατασκευή του μεγάλου και υπέροχου έργου στο οικόπεδο που χωροθετήθηκε επί δημαρχίας του Αρ. Σκυλίτση (1883-87) σε κεντρικό στην πλατεία Κοραή σε σχέδια που εκπόνησε ο Πειραιώτης αρχιτέκτονας Ι. Λαζαρίμος, καθηγητής του Πολυτεχνείου  με προϋπολογισθείσα δαπάνη 450.000 δραχμές που τελικά ανήλθε, παρά τις χαρακτηριστικές περικοπές της αρχιτεκτονικής πρόσοψης στο διπλάσιο, από τις οποίες οι 200.000 δραχμές είχαν διατεθεί μόνο για την εντυπωσιακή διακόσμηση.
Το όλο όμως οικοδόμημα δεν ολοκληρώθηκε στην ίδια δημαρχιακή περίοδο, αλλά μετά από δώδεκα χρόνια, επί δημαρχίας Θεοδώρου Ρετσίνα, το 1895.

Εγκαίνια Θεάτρου

Τελικά οι εργασίες ανέγερσης ολοκληρώθηκαν το 1895 και τα εγκαίνια άν και προγραμματίστηκαν για την Δευτέρα του Πάσχα του έτους εκείνου, έγιναν την Κυριακή του Θωμά στις 9 Απριλίου 1895 στις 10.30 μετά "περισσής λαμπρότητος". Μετά την τελετή του Αγιασμού που τέλεσε ο αρχιμανδρίτης Ιερ. Βλαχάκης, έβγαλε πανηγυρικό λόγο ο Δήμαρχος Θ. Ρετσίνας και ακολούθησε απαγγελία από τον ποιητή Γ. Στρατήγη. Στο τέλος και μέχρι το απόγευμα η φιλαρμονική του Δήμου έπαιζε διάφορα από τα γνωστότερα μουσικά κλασικά κομάτια μπροστά στο χώρο του θεάτρου που είχε διαμορφωθεί ανάλογα ημικυκλικά έτσι ώστε να αράζουν οι "βικτώριες άμαξες" και τα λεγόμενα "Βιζ-α-βί", λεωφορεία της εποχής.

Περιγραφή

Μορφολογικά, το Δημοτικό Θέατρο εκπροσωπεί πιστά την αμιγή κλασικιστική παράδοση και είναι επηρεασμένο από τη γερμανική σχολή που εκπροσωπούσε ο Ερνέστος Τσίλλερ. Το κτίριο του θεάτρου είναι ορθογώνιου σχήματος, με διαστάσεις 34 Χ 45 μ. Η ήρεμη και σχετικά συντηρητική αισθητική[4] της όψης του τονίζεται από το πρόπυλο της κύριας εισόδου του, το οποίο αποτελείται από τέσσερεις κορινθιακούς κίονες και αέτωμα. Στη στέγη του κτιρίου υπάρχει δώμα με στέγη, η οποία έχει κι αυτή αέτωμα στην πρόσοψη.
Στο εσωτερικό, η πεταλόσχημη αίθουσα κοινού, με πλατεία, θεωρεία και εξώστες σε τέσσερα επίπεδα, έχει χωρητικότητα περίπου 1.300 θέσεων. Την αίθουσα φώτιζε τεράστιος πολυέλαιος (σώζεται και σήμερα) που λειτουργούσε με γκάζι. Για τους ηθοποιούς είχαν προβλεφθεί άνετα καμαρίνια και ένα πολυτελές καθιστικό. Η σκηνή του θεάτρου διασώζεται σχεδόν αλώβητη: θεωρείται ένα από τα ελάχιστα ανάλογα σωζόμενα δείγματα της εποχής μπαρόκ στην Ευρώπη. Έχει διαστάσεις 20 Χ 14 μ. και διαθέτει προσκήνιο και χώρο ορχήστρας. Γύρω από το πέταλο της αίθουσας βρίσκεται το διώροφο φουαγιέ, στο οποίο αρχικά δίνονταν χοροεσπερίδες φιλανθρωπικών συλλόγων και διάφορες εκθέσεις σπουδαίων ζωγράφων. Επίσης, το θέατρο φιλοξένησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και τη Δημοτική Πινακοθήκη του Πειραιά.
Εξαιτίας της κλίμακας και της μνημειακής εμφάνισής του, το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά θεωρείται το κορυφαίο σωζόμενο ελληνικό θεατρικό κτίριο του 19ου αι

Πρώτες παραστάσεις

Αμέσως μετά τα εγκαίνια η Δημοτική Αρχή του Πειραιά παραχώρησε το θέατρο στους δύο θιάσους Δ. Αλεξιάδη και Ταβουλάρη για αξιοπρεπή παρουσίαση θεατρικών έργων. Έτσι τα πρώτα έργα που ανεβάστηκαν με σπουδαία επιτυχία ήταν τα: "Μαρία Δοξαπατρή" του Δ. Βερναδάκη, "Προμηθεύς" του Ι. Καλοστύπη, "Κρίσπος" του Αντωνιάδη, "Βασίλειος Βουλγαροκτόνος" του Γ. Στρατήγη, "Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας" του Δ. Κορομηλά, "Το πρώτον πυρ" του Μ. Λάμπρου, "Ο Γενικός Γραμματεύς" του Καπετανάκη, "Η Νίκη του Λεωνίδα" του Χ. Αννίνου κ.ά.
Στη συνέχεια ανέλαβε ο θίασος του Κ. Χρηστομάνου με εξαιρετικές επίσης παραστάσεις όπου και ακολούθησαν μεταξύ άλλων η οπερέτα "Μπεφάνα" , ο "Άμλετ" του Σαίξπηρ, η τραγωδία "Εκκλησιάζουσες", σε απόδοση στη δημοτική γλώσσα, του Π. Δημητρακόπουλου, το δράμα "Μπροστά στους ανθρώπους" του Μάρκου Αυγέρη κ.ά.

Θεατρικές παρουσίες

Σημειώνεται ότι η πολύχρονη προσφορά του Δημοτικού Θεάτρου δεν αναλώθηκε μόνο σε θεατρικές παραστάσεις επαγγελματικών θιάσων ελληνικών και ξένων με την κατά καιρούς παρουσία τους αλλά και στη γενικότερα πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση του Πειραιά. Από τους σημαντικότερους που δίδαξαν το ταλέντο τους τη σκηνή του ήταν ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ροντήρης, ο Γκίκας Μπινιάρης, ο Στέφανος Νικολαΐδης, ο Μιχάλης Κουνελάκης, καθώς και οι σπουδαίοι ηθοποιοί Αιμίλιος Βεάκης, Γιάννης Πρινέας, Ζάχος Θάνος, Αδαμάντιος Λεμός, Απόστολος Αυδής, Μίμης Φωτόπουλος, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μίμης Τραϊφόρος, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Ανδρέας Μπάρκουλης, κ.ά.

Επισκευές - Αναστήλωση

Προς τιμή των εκάστοτε δημοτικών αρχόντων του Πειραιά που δεν παράλειψαν να δείχνουν το ενδιαφέρον τους για το αρχιτεκτονικό αυτό κόσμημα της πόλης, πολλές ήταν οι επισκευές, ανακαινίσεις, εξωραϊσμοί κ.λπ. προκειμένου να διατηρείται η πολιτισμένη και άψογη σύγχρονη κατά εποχή εμφάνισή του.
Το 1927 επί δημαρχίας Τ. Παναγιωτόπουλου έγιναν οι πρώτες επισκευές μετά από μεγάλες φθορές που είχε υποστεί όταν σ΄ αυτό είχε επιτραπεί με κυβερνητική τότε εντολή η εγκατάσταση οικογενειών προσφύγων από την Τουρκία. Τότε έγινε και η διαρρύθμιση της εξωτερικής πλατείας του θεάτρου.
Το 1946-1947 επί δημαρχίας Γ. Χαραλαμπόπουλου έγινε η δεύτερη μεγάλη επισκευή του θεάτρου.
Το 1952 επί δημαρχίας Γ. Ανδριανόπουλου το Δημοτικό Θέατρο απέκτησε σύγχρονες φωτιστικές και μηχανικές εγκαταστάσεις.
Το 1962 επί δημαρχίας Π. Ντεντιδάκη αντικαταστάθηκαν τα θορυβώδη ξύλινα καθίσματα της πλατείας του θεάτρου με βελούδινα.
Το 1968 επί δημαρχίας Αρ. Σκυλίτση έγινε ο ολοκληρωτικός εξωραϊσμός του θεάτρου (εξωτερικός και εσωτερικός) ως και του φουαγιέ.
Τις τελευταίες δεκαετίες, περνάει περίοδο αναστήλωσης. Το 1980, ανακηρύχθηκε με υπουργική απόφαση, προστατευόμενο μνημείο ως «έργο τέχνης». Υπέστη ζημιές από τους σεισμούς του 1981 και του 1999. Τον Ιανουάριο του 2006, το έργο αποκατάστασης εντάχθηκε στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα Αττικής (Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης). Οι εργασίες αποκατάστασης συνεχίζονται από το 2008 και εκτιμάται ότι θα παραδοθεί τον Ιούλιο του 2011.

Πηγή:
http://el.wikipedia.org/wiki/Δημοτικό_Θέατρο_Πειραιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου