Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Τι έγραψαν οι 'Ιταλοί για την 28η Οκτωβρίου


Οι Ιταλοί επιτίθενται στο αλβανικό μέτωπο. Οι εχθροπραξίες άρχισαν στις 5.30' π,μ. της 28ης 'Οκτωβρίου, μισή ώρα πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο. Το σχέδιο του στρατηγού Βισκόντι Πράσκα ήταν απλό: επίθεση στο κέντρο της ελληνικής παρατάξεως και κύκλωση των δυνάμεων μας.




Τι έγραψαν οι Ιταλοί για την 28η Οκτωβρίου

Πολλά έχουν γραφεί και γρά­φονται κάθε χρόνο για την επίθεση των Ιταλών στην Ελλάδα και το Αλβανικό  Έπος. Το κείμενο που δημοσιεύουμε εδώ όμως, αποκτά ιδιαίτερη σημασία επειδή έχει γραφεί από Ιταλό δημοσιογράφο και έχει δημοσιευθεί στον ιταλικό Τύπο. Το συμπέρασμα είναι σαφές: Οι  Ιταλοί δεν ήθελαν αυτό τον πόλεμο και αρνήθηκαν πεισματικά να μισήσουν τους Έλληνες.

Τη νύχτα της 27ης προς την 28η Οκτωβρίου του 1940, στα Τίρανα, πρωτεύουσα του βασιλείου της  Αλβανίας, oι Ιτα­λοί δεν κοιμήθηκαν. Στο σπίτι του τοποτηρητή Φραντσέσκο Τζακομόνι δινόταν γιορτή:  Οι καλεσμένοι, κυρίως αξιωματικοί της αεροπορίας που άλλοι είχαν φθάσει πριν μερικές μέρες κι άλ­λοι το ίδιο βράδυ μαζί με τον Γκαλεάτσο Τσιάνο, περίμεναν την ώρα μηδέν. Το τελεσίγραφο προς την Ελλάδα έληγε στις 6 το  πρωί.

Στις ώρες της αναμονής μι­λούσαν για τη νίκη, αστειεύονταν. «Σε λίγες μέρες στην Αθή­να». «Ραντεβού στην Ακρόπο­λη». «Ραντεβού στο "Κινγκ Τζώρτζ"».

Ήταν ακόμη σκοτάδι, όταν ξε­κίνησαν με αυτοκίνητα για το αεροδρόμιο. Οι κυρίες θέλησαν να τους συνοδέψουν φέρνοντας μαζί τους λουλούδια και γλυκά. Ήταν αναστατωμένες. Παρακα­λούσαν τους πιλότους να τις πά­ρουν μαζί τους. Συγκινητικοί αποχαιρετισμοί.

Ο καιρός ήταν κακός, Ο ουρα­νός συννεφιασμένος, παντού λακκούβες με νερά. Λίγο πριν λήξει το τελεσίγραφο, τα αερο­πλάνα έφυγαν για την πρώτη τους πτήση με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Για μερικές μέρες, ως τις αρχές Νοεμβρίου, τα Ιτα­λικά αεροπλάνα απογειώνονταν από τα Τίρανα ή την Απουλία, για να βομβαρδίσουν την Ελλά­δα.

Ο υπουργός των Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, που με με­γάλη ανυπομονησία περίμενε την έναρξη των εχθροπραξιών -ήταν ό πόλεμος του, όπως έλε­γε, γι' αυτόν είχε δουλέψει ολό­κληρο το καλοκαίρι - βρισκόταν συνεχώς εν πτήσει. Την 1η Νο­εμβρίου έφθασε στη Θεσσαλονί­κη, στις 2 πέταξε πάνω από την Πάτρα;  Αλλά αεροπλάνα έφθα­σαν ως την Κρήτη, μακριά από το θέατρο των επιχειρήσεων. Στον ουρανό της Ηπείρου, πάνω από την Πίνδο, τα Ιταλικά αεροπλάνα έκαναν αραιές εμφανίσεις.

 
Ο Μουσολίνι με Ιταλούς τραυματίες τον αλβανικού μετώπου

Γύρω στις 5.30 το πρωί της 28ης 'Οκτωβρίου, τα Ιταλικά στρατεύματα άρχισαν να περ­νούν τα σύνορα, νωρίτερα απ' ότι είχε προβλεφθεί, και προχώ­ρησαν με βιάση στο εχθρικό έδαφος. Το σχέδιο του στρατηγού Σεμπασπάνο Βισκόντι Πράσκα, ανώτατου διοικητή της  Αλ­βανίας, ήταν φαινομενικά απλό και λογικό. Στα μισά του μετώ­που, από το Λεσκοβίκι ως τα γι­ουγκοσλαβικά σύνορα, oι Ιταλοί θα κρατούσαν αμυντική στάση. Εκεί βρίσκονταν αναπτυγμένες οι μεραρχίες Πάρμα, στην πρώτη γραμμή, και Βενέτσια, Πιεμόντε και Αρέτσο στα μετόπισθεν. Η επίθεση θα γινόταν από την άλλη μεριά, από το Λεσκοβίκι ως τη θάλασσα με πέντε μεραρχίες: Τη Τζούλια, τη Φερράρα, την Τσεντάουρο, τη Σιένα και το Ρα­γκρουπαμέντο Λιτοράλε του στρατηγού Ριβόλτα που αποτελείτο από γρεναδιέρους, βερσαλιέρους, άνδρες των τεθωρακι­σμένων και Ιππικό.

Ή «Τζούλια» έπρεπε να προ­ωθηθεί και να καταλάβει την Πινδο, για να κόψει την επικοινωνία ανάμεσα στην Μακεδονία και στην Ήπειρο. Θα έφθανε στο Μέτσοβο, σ' απόσταση 70 χιλι­ομέτρων από τα σύνορα, για ν' αναδιπλωθεί μετά στα δεξιά ώστε να καταλάβει την πόλη των Ιωαννίνων. Τό Ραγκρουπαμέντο Λιτοράλε, στο άκρο δεξιό του μετώπου, θα έφθανε στην καρ­διά της Ηπείρου καταλαμβάνον­τας στα δεξιά τα λιμάνια και περικυκλώνοντας στ' αριστερά τα Γιάννενα με σκοπό να συναν­τήσει την «Τζούλια». Στις άλλες τρεις  μεραρχίες είχε ανατεθεί ή μετωπική επίθεση.

Για την επιτυχία του σχεδίου του ο στρατηγός υπολόγιζε σε τέσσερις παράγοντες: απόβαση στην Κέρκυρα για ενίσχυση του Ραγκρουπαμέντο           Λιτοράλε, άμεση άφιξη ενισχύσεων, επέμ­βαση της αεροπορίας και πολιτικοστρατιωτική κατάρρευση της Ελλάδας. Το είχαν υποσχεθεί ό Μουσσολίνι και ο Τσιάνο, που εί­χαν μελετήσει την επιχείρηση από την αρχή του καλοκαιριού.

 Ο Τσιάνο με τον Αντε Πάβελιτς, αρχηγό των Γιουγκοσλάβων «ούστάσι».

Στις 3 Ιουλίου ο Τσιάνο γράφει στο Ημερολόγιο του: «Μίλησα έντονα στον Έλληνα υπουργό. Ο Ντέ Βέκκι (διοικητής τότε της Δωδεκανήσου) τηλεγραφεί  ότι τα βρετανικά πλοία, και ίσως και τα αεροπλάνα, βρίσκουν στην Ελ­λάδα προστασία και ανεφοδι­άζονται.  Ο Μουσσολίνι είναι έξω φρενών. Έχει αποφάσισε ι να δράσει».

Στις 11 Αυγούστου γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Ο Μουσσολίνι εξακολουθεί να μιλά για την Ελ­λάδα και θέλει να μάθει λεπτο­μέρειες για την περιοχή κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Έχει αρχίσει να προετοιμάζει το έδαφος. Μου έστειλε στη Ρώμη τον Τζακομόνι και τον Βισκόντι Πράσκα με τους οποίους σκο­πεύει να δράσει. Μιλά για κεραυνοβόλα επίθεση στην Ελλάδα γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου. Αφού έτσι αποφάσισε, σκέπτο­μαι ότι συμφέρει να βιαστούμε. Είναι επικίνδυνο να δώσουμε στους Έλληνες τη δυνατότητα να προετοιμασθούν».

Τους επόμενους μήνες, κι ενώ τα γεγονότα στη Μεσόγειο και στην Αφρική κάθε άλλο παρά ευχάριστα είναι για τους Ιτα­λούς που πολεμούν με τους  Άγγλους, η προοπτική μιας νέας στρατιωτικής επιχειρήσεως, που αναγγέλλεται εύκολη και ένδοξη, εξακολουθεί να ερεθίζει τη φαντασία των δύο κυριοτέρων υπευ­θύνων της Ιταλικής πολιτικής, του Ντούτσε και του υπουργού Ε­ξωτερικών.

Παραδόξως ο Τσιάνο, που μέ­χρι τελευταία ήταν αντίθετος προς την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, δείχνει επιθετικές διαθέσεις. Ο Ντούτσε αμφιταλαντεύεται, επειδή ξέρει ότι ο Χίτλερ έχει άλλα σχέδια στο μυ­αλό του.  Αντίθετα ο Τσιάνο θέ­λει να κερδίσει το χαμένο έδα­φος, τώρα που ό Άξονας νίκα, για να ξεχαστούν οι ειρηνιστικές και φιλοβρετανικές θέσεις του.

Στις 12 Οκτωβρίου, εφαρμό­ζοντας το πρόγραμμα του να καταλάβει τα Βαλκάνια και να προετοιμάσει την επίθεση προς ανατολάς, ο Χίτλερ καταλαμβά­νει τη Ρουμανία. Γράφει ο Τσιάνο: «Ο Ντούτσε είναι αγανακτι­σμένος. Λέει ότι η κατάληψη της Ρουμανίας έχει επηρεάσει αρνη­τικά την Ιταλική κοινή γνώμη. Εί­πε: "Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα πληροφο­ρηθεί ότι κατέλαβα την Ελλάδα από τις εφημερίδες. Έτσι, θα αποκατασταθεί η ισορροπία". Τον ρώτησα αν έχει συμφωνήσει με τον Μπαντόλιο. "Όχι ακόμη", απάντησε. '"Αλλά θα απολύσω όποιον θεωρεί δύσκολο να χτυ­πηθεί με τους Έλληνες". Τώρα πια ο Ντούτσε φαίνεται αποφασισμένος να δράσει. Εγώ πιστεύω ότι Η επιχείρηση είναι χρήσιμη και εύκολη».

Ό αρχηγός του Γενικού Επι­τελείου, στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, δεν συμφωνεί, απει­λεί να παραιτηθεί, αλλά δεν το κάνει, προτιμά να τον απολύ­σουν. Οι άλλοι αρχηγοί, στρατι­ωτικοί και πολιτικοί, είναι όλοι σύμφωνοι. Ο βασιλιάς, όπως συνήθως, αποφεύγει να εκφέρει γνώμη. Φθάνουμε έτσι στη μοι­ραία ημερομηνία. «Τα επεισόδια στην  Αλβανία πολλαπλασιάζον­ται.  Έχει πια αρχίσει η δράση. Κι όμως, οι τέσσερις διπλωμάτες - ο Γερμανός, ο Ιάπωνας, ο Ισπα­νός και ο Ούγγρος - στους οποί­ους έδωσα το κείμενο του τελε­σιγράφου προς την Ελλάδα, εξεπλάγησαν», σημειώνει με ικα­νοποίηση στο Ημερολόγιο του ο Τσιάνο στις 27 'Οκτωβρίου.

Πίστεψε ότι οι Έλληνες δεν θα πρόβαλλαν σοβαρή αντίσταση. Ήλπιζε ότι θα λύγιζαν μπροστά στο τελεσίγραφο. Αλλά Ο Ιωάν­νης Μεταξάς είπε το «Όχι» και η Ελλάδα ετοιμάσθηκε να αντι­κρούσει την επίθεση. Σύντομα οι Έλληνες θα άλλαζαν τα πράγ­ματα που στην αρχή έδειχναν να ευνοούν τους Ιταλούς.

Οι  Έλληνες δεν είχαν άρματα μάχης και διέθεταν μόνο εκατό περίπου αεροπλάνα. Αλλά οι στρατιώτες ήταν καλύτερα ε­ξοπλισμένοι. Τα τουφέκια τους ήταν πιο σύγχρονα κατά μισό αιώνα περίπου και πολλά από τα γαλλικής κατασκευής κανόνια τους είχαν μεγαλύτερο βεληνε­κές από  τα Ιταλικά.

 Ο Ντούτσε στο μέτωπο με τους ανώτατους επιτελείς του

Η επίθεση άρχισε όπως είχε προβλεφθεί. Η μεραρχία Πάρμα κράτησε το μέτωπο από το Λεσκοβίκι ως τη Γιουγκοσλαβία για να υπερασπίσει την Κορυτσά και οι πέντε μεραρχίες του ηπειρω­τικού μετώπου προχώρησαν γοργά προς τους  στόχους τους, με επικεφαλής την «Τζούλια», που αποτελείτο από τα Όγδοο και Ένατο Σύνταγμα, που κι αυτά αποτελούντο αντιστοίχως από δύο και τρία τάγματα.

Μπροστά τους απλωνόταν μια περιοχή γεμάτη βουνά, χωρίς πολλούς δρόμους και χωριά. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά τα σύννεφα σκοτείνιαζαν τη μέρα.Η «Τζούλια», με διοικητή τον στρατηγό Μάριο Τζιρόττι, είχε τρόφιμα για πέντε ήμερες. Οι αποσκευές των στρατιωτών εί­χαν μειωθεί στο ελάχιστο για να διευκολύνεται η πορεία.

Το απόγευμα της 28ης ξανάρ­χισε ή βροχή, που συνεχίσθηκε όλη την επόμενη ήμερα. Το από­γευμα της 29ης τα πρώτα τάγ­ματα έφθασαν στο Σαραντάπο­ρο. Το ποτάμι είχε πλημμυρίσει κι απέναντι εξακολουθούσαν τα βουνά. Στις 30 και στις 31 η προ­έλαση συνεχίσθηκε. Στις 2 Νο­εμβρίου κατέλαβαν τη Σαμαρίνα. Oι  Έλληνες αντιστέκονταν, υπήρχαν κιόλας oι πρώτοι νεκροί και τραυματίες. Τα τρόφιμα για ανθρώπους και ζώα άρχιζαν να τελειώνουν. Πέρα απ' τα βουνά, ο ουρανός ήταν φλογισμένος. Oι Έλληνες είχαν ανοίξει πυρ.

Οι  Ιταλοί  αξιωματικοί κοίταζαν τον ουρανό με την ελπίδα να δουν να φθάνει κανένα αερο­πλάνο . 'Αλλά από την πρώτη ήμερα της επιθέσεως δεν είχαν δει ούτε ένα. Η βροχή εξακο­λουθούσε και οι Έλληνες συνέχιζαν να πυροβολούν. Η «Τζού­λια» βρίσκεται ακινητοποιημένη ατό κέντρο της Πίνδου κι oι Έλληνες αρχίζουν σιγά - σιγά να την περικυκλώνουν. Όσο για τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα, ήδη από τις 31 είχε καταλάβει ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο κα­λά. Κατάληψη της Κέρκυρας δεν είχε γίνει, ενισχύσεις δεν είχαν φτάσει, η αεροπορία δεν συνερ­γαζόταν με το πεζικό και οι  Έλληνες δεν είχαν παραδοθεί ούτε σκόπευαν να το κάνουν.

Ως τις 5 Νοεμβρίου, η «Τζού­λια» είχε ήδη χάσει 700 άνδρες. Εκείνο το βράδυ οι  Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση.Ο Τζιρόττι έδωσε εντολή να συ­νεχισθεί η επίθεση. Οι Έλληνες κατέφθαναν. Στις παρυφές των χωριών η μάχη δινόταν σώμα με σώμα. Στις 2 μ.μ. της 6ης Νοεμ­βρίου, ό Τζιρόττι έλαβε διαταγή να υποχωρήσει ως την Κόνιτσα, 50 χλμ. πίσω. Η περιπέτεια στην Ελλάδα είχε λήξει.

Σ' όλο το μέτωπο από τα γι­ουγκοσλαβικά σύνορα ως τη θά­λασσα είχε αρχίσει ή υποχώρηση. Παντού κυριαρχούσε πανικός. Στην προσπάθεια να σταλούν ε­νισχύσεις στην πρώτη γραμμή, στέλνονταν προς τα κει στρα­τεύματα χωρίς όπλα. Πολλοί έφθαναν σε θέσεις που είχαν ανακατάλαβε ι οί Έλληνες. Σ' αυτή τη σύγχυση προστέθηκε ή κακοκαιρία. Το χιόνι άρχισε να πέφτει από τα μέσα Νοεμβρίου, καταλαμβάνοντας τον Ιταλικό στρατό εντελώς απροετοίμαστο. Χιλιάδες περιπτώσεις κρυοπαγη­μάτων. Η υποχώρηση πήρε τη μορφή πανωλεθρίας.

 
Θεσσαλονίκη. Η μακεδονική πρωτεύουσα μετά από βομβαρδισμό της Λουφτβάφφε

Καθώς οι στρατιώτες έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής είχαν να παλέψουν με τη βροχή, το χιό­νι, τα κρυοπαγήματα και πάνω απ' όλα με τον Μουσολίνι και τον Τσιάνο. Τον πρώτο τον κατη­γορούσαν για έναν πόλεμο που κανείς δεν ήθελε. Τον δεύτερο για την εγκληματική προπαγάνδα του.

Μετά την αποτυχημένη από­πειρα καταλήψεως της Κλεισού­ρας, τον Μάρτιο, κανείς πια δεν πίστευε στη νίκη. Οι στρατιώτες ήταν κουρασμένοι κι από τη Ρώμη δέχονταν μηνύματα σαν κι αυτό: «Πρέπει να μισείτε τον δειλό εχθρό». Αλλά δεν ήταν εύκολο να τους πείσουν να μι­σούν τους Έλληνες και να τους θεωρούν δειλούς, αφού τους έβλεπαν να αντιστέκονται χωρίς να υποχωρούν σπιθαμή.

Η μεγάλη επίθεση του Μου­σολίνι είχε τελειώσει, αλλά πριν την εγκαταλείψει εντελώς, συ­νέχιζε καθημερινά να προκαλεί τον θάνατο εκατοντάδων αν­θρώπων. Τη νύχτα οι στρατιώτες ανάσαιναν τις μυρωδιές της Άνοιξης που τόσο θα ήθελαν να τους βρει στα σπίτια τους. Τη μέρα απελπίζονταν και σκέπτον­ταν πως δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ την πατρίδα.

Όλα τέλειωσαν ξαφνικά. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Βουλγα­ρία. Στις 6 Απριλίου κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα και στή Γι­ουγκοσλαβία. Πριν από το τέλος του μήνα είχε υπογραφεί ή ανα­κωχή.

MANLIO CANCOGNI

Από το περιοδικό «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ»
Τ.160. ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1981

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου