Τα νέα έκτακτα μέτρα, τα παλιότερα και όσα ακόμα θα ληφθούν, αποκαλύπτουν τη δυναμική ύφεση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία όσο και την αδιέξοδη συνταγή της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε καθεστώς παράλληλων δημοσιονομικών και νομισματικών περιορισμών.
Με δεδομένη τη δημοσιονομική δυσπραγία και τις αγκυλώσεις του πολιτικού συστήματος στην προώθηση αλλαγών το (χρόνιο πλέον) καθεστώς πιστωτικών περιορισμών υπό το οποίο λειτουργούν οι μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, δεν επιτρέπει το παραμικρό περιθώριο ανάταξης της οικονομικής δραστηριότητας.
Πιο συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα από τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας μετά το Φεβρουάριο του 2008 που έτρεχε με 23% περιοριζόταν ολοένα και από το Δεκέμβριο του 2010 κινείται με αρνητικούς ρυθμούς.
Ουσιαστικά μιλάμε πλέον για καθαρή μείωση της ρευστότητας. Την ίδια στιγμή τα επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά το τελευταίο έτος μέχρι και 25%. Ωστόσο, με αυτή την τακτική των υψηλών επιτοκίων και της απόσυρσης της ρευστότητας, οι τράπεζες εγκλωβίζονται σε δυναμικές περιδίνησης και φαύλου κύκλου. Ολοένα περισσότεροι πελάτες υψηλού ρίσκου και μεγαλύτερου κόστους παρακολούθησης που εξωθεί σε υψηλότερα επιτόκια ικανά να απορροφήσουν τον αυξανόμενο κίνδυνο. Ολοένα μικρότερη διαθεσιμότητα για δανειοδοτήσεις. Ολοένα λιγότεροι φερέγγυοι δανειολήπτες καθώς αρνούνται τα υψηλά επιτόκια. Ολοένα μεγαλύτερη απαξίωση των ενεχύρων και εξασφαλίσεων των τραπεζών που προκύπτει από την ίδια τη συσταλτική συμπεριφορά τους.
Η συστημική αφαίμαξη της ρευστότητας απομοχλεύει και συρρικνώνει την οικονομία και επιδεινώνει τον κίνδυνο του χαρτοφυλακίου των δανείων, αυξάνοντας τις τραπεζικές επισφάλειες και τις απαιτούμενες προβλέψεις έναντι αυτών. Οι τράπεζες πιεζόμενες από τη δυσμενέστερη θέση τους περιορίζουν ακόμα περισσότερο τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και ένας ευρύτερος κύκλος απομόχλευσης της αγοράς και περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων ξεκινάει, ενώ μακροπρόθεσμα βαίνουν αυξανόμενες οι πιθανότητες πτώχευσης των πλέον αδύνατων εξ αυτών.
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο καλείται η ελληνική οικονομία να προσαρμοσθεί και να επιτελέσει τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. Γι' αυτό και αποτυγχάνει. Δεν είναι μόνο η ταχύτητα των αλλαγών που προδίδει το εγχείρημα αλλά (κυρίως) το χρηματοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο επιχειρούνται αυτές οι αλλαγές. Δεν είναι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αλλά η δυναμική της ύφεσης και των αποεπενδύσεων που τους καθιστά αδρανείς και υποχρεώνει σε έκτακτες και άτακτες επιπλέον φορολογήσεις.
Είναι δικαιολογημένο αυτό το πλαίσιο χρηματοοικονομικής; Δικαιολογείται το γεγονός ότι η επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στις συναλλαγές τους με τις τράπεζες στη χώρα μας είναι 1,5 φορές μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο; Οτι στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται 66 τράπεζες και τραπεζικά ιδρύματα την ίδια στιγμή που σε συγκρίσιμες χώρες όπως η Νορβηγία, η Φιλανδία, η Αυστρία ή η Δανία ο αριθμός αυτός είναι τουλάχιστον υπερδιπλάσιος; Δικαιολογείται ότι στην Ελλάδα καταγράφεται περιορισμένη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα της χώρας (οι δαπάνες λειτουργίας των τραπεζών ως ποσοστό του ενεργητικού για το 2009 φθάνουν στη Ελλάδα το 1,4% σε σχέση με 1,2% στη Γερμανία ή 0,4% στην Ιρλανδία, για παράδειγμα); Δικαιολογείται η καθαρή μέση μείωση των δαπανών προσωπικού των τραπεζών κατά το 2010 να κινείται στο 1% όταν το μέσο εισόδημα των εργαζομένων στη χώρα στο ίδιο διάστημα κατέγραψε διψήφιες ποσοστιαίες μειώσεις; Δικαιολογείται οι ελληνικές τράπεζες να καταγράφουν κέρδη σε όλη την περίοδο της κρίσης τη στιγμή που τράπεζες σε άλλα αντίστοιχου μεγέθους κράτη της Ε.Ε. καταγράφουν ζημιές (όπως η Αυστρία, η Ιρλανδία, το Βέλγιο, η Ολλανδία -βλ. στοιχεία IMF).
Τέλος, άραγε δικαιολογείται το υψηλό κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων στην Ελλάδα που ξεκινάει από 7,05%, και κινείται κατά μέσο όρο στο 10% (και αυτό παράλληλα με εμπράγματες εξασφαλίσεις), τη στιγμή που στις περιφερειακές χώρες που είναι ενταγμένες στην επιτροπεία της Ε.Ε. και του ΔΝΤ είναι στην Ιρλανδία 3,44%, και στην Πορτογαλία 3, 52% (στοιχεία IMF).
Τα δεδομένα συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα είναι σημαντικά τα περιθώρια βελτίωσης του τρόπου λειτουργίας των τραπεζών, του περιορισμού των επιτοκίων δανεισμού προς τις επιχειρήσεις και της αύξησης της ρευστότητας της οικονομίας. Πρέπει να τα εκμεταλλευθούμε, ακόμα και με το κόστος ζημιογόνων αποτελεσμάτων για το τραπεζικό σύστημα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Είναι η ανάκαμψη των επιχειρήσεων και της πραγματικής οικονομίας που θα εξασφαλίσει τα τραπεζικά κέρδη και όχι τα τραπεζικά κέρδη την ανάκαμψη.
Ο μόνος τρόπος ανακοπής του φαύλου κύκλου της δυναμικής ύφεσης που παράγει η απομόχλευση της οικονομίας είναι η διαμόρφωση μιας εθνικής συμφωνίας μεταξύ των παραγωγικών φορέων της χώρας αλλά και των τραπεζών, που θα οικοδομηθεί σε ένα καθεστώς χαμηλών επιτοκίων και διοχέτευσης ρευστότητας στην αγορά. Σε μια οικονομία σε κρίση ύπαρξης και στρατηγικής, η υπέρβασή της αφορά όλους και γίνεται με σχεδιασμό και προτεραιότητες.
Ας επιλέξουμε για μια φορά τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας (και όχι των τραπεζών και του κράτους), ως το άρμα που θα παρασύρει τη χώρα στην ανάκαμψη. Ας προχωρήσουμε επιτέλους στη «μεταπολίτευση» της οικονομικής δομής και του προτύπου ανάπτυξης. Η κρίση το αναδεικνύει και η υπέρβασή της το απαιτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου