Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

ΡΕ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΤΕ ΑΛΗΤΕΣ (2) !!!!




«Δεν θα γυρίσω να πάρω την Αννα. Συγγνώμη»
 
Γονείς σε απόλυτη φτώχεια ζητούν να αφήσουν το παιδί τους στα χωριά SOS
 
Της Μαριλης Μαργωμενου

Η Αννα ήταν ακόμα στον παιδικό σταθμό. Είχε πάει απόγευμα και η μαμά της δεν είχε εμφανιστεί. Οι νηπιαγωγοί δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ωσπου το κοριτσάκι έβγαλε κάτι απ' την τσέπη του. Ηταν ένα σημείωμα: «Δεν θα γυρίσω να πάρω την Αννα. Δεν έχω λεφτά, δεν μπορώ να τη μεγαλώσω. Συγγνώμη. Η μαμά της».

Ο άνθρωπος που μου λέει την ιστορία την διηγείται σαν κάτι συνηθισμένο. Ο Στ. Σιφνιός είναι υπεύθυνος της κοινωνικής υπηρεσίας στα Παιδικά Χωριά SOS. «Οι νηπιαγωγοί κάλεσαν την Εισαγγελία», λέει. «Και ο εισαγγελέας έστειλε το παιδί σ' εμάς».

Ολα αυτά δεν έγιναν σε κάποιο βιβλίο του Ντίκενς. Εγιναν σε μια συνοικία της Αθήνας. Η μαμά της Αννας δεν είναι τρελή. Είναι μια κοπέλα που έχασε τη δουλειά της και πανικοβλήθηκε. Σαν την ιστορία της, υπάρχουν τουλάχιστον πεντακόσιες ακόμη ιστορίες. Σήμερα στην Ελλάδα πεντακόσιοι γονείς είναι σε τέτοια οικονομική κατάσταση, που ζήτησαν στα Παιδικά Χωριά SOS να αφήσουν εκεί το παιδί τους.

«Μέχρι πριν από δύο χρόνια, το 95% των αιτημάτων είχε να κάνει με κακοποίηση. Αποφάσιζε ο εισαγγελέας πως κινδυνεύει το παιδί», λέει στην «Κ» η κοινωνική λειτουργός των Χωριών SOS, Π. Βασταρούχα. «Τώρα τα μισά αιτήματα είναι από γονείς σε απόλυτη φτώχεια. Οκτώ στις δέκα φορές είναι Ελληνες, τις πιο πολλές φορές μονογονεϊκές οικογένειες, συνήθως χωρίς άλλους συγγενείς».
Η κυρία Μαρίνα εδώ και 19 χρόνια είναι μητέρα στα Χωριά SOS. Εκείνη ζει την ιστορία από την άλλη πλευρά. «Το καινούργιο παιδάκι το φέρνει στο σπίτι μας η μαμά του», λέει. «Του δείχνει το κρεβάτι του, του δείχνει το δωμάτιό του, του δείχνει εμένα. Και μετά, «σ' αγαπάω» λέει, και φεύγει. Και το παιδάκι μένει στην πόρτα». Το ακούω στη φωνή της.

Στέκονται και κοιτάζουν
Η κυρία Μαρίνα κάνει προσπάθεια για να συνεχίσει. «Κανένα τους δεν φωνάζει», λέει. «Στέκονται στην πόρτα και κοιτάζουν μέχρι να χαθεί η μαμά τους. Αν είναι αδελφάκια, δύο ή πιο πολλά, εκείνο το βράδυ δεν μπορείς να τα χωρίσεις. Τα βάζεις το καθένα στο κρεβάτι του και δέκα λεπτά μετά γίνονται ένα κουβάρι, μαζεύονται όλα μαζί ξανά, να αγγίζουν το ένα το άλλο».
Κανονικά, τα Χωριά SOS δεν δέχονται παιδιά που η οικογένειά τους είναι απλώς φτωχή. Γι' αυτές τις οικογένειες υπάρχει πρόγραμμα στήριξης στο σπίτι. Αλλά η απόλυτη φτώχεια δεν πάει σχεδόν ποτέ μόνη της. «Ηρθε ένα κοριτσάκι εδώ και νόμιζα πως έχει πρόβλημα. Τριών χρόνων, δεν ήξερε ούτε 15 λέξεις», λέει η κοινωνική λειτουργός. «Το είδαν οι γιατροί και είπαν πως η υγεία του είναι μια χαρά. Ο μπαμπάς του στις λαϊκές, η μαμά του τυφλή, το είχαν εγκαταλείψει το παιδί. Οταν δεν σου μιλάει κανείς, πώς να μάθεις λέξεις;». Η φτώχεια οδηγεί στην παραμέληση, ακόμα και στην κακοποίηση. Κάποιοι άνθρωποι, πριν φτάσει το παιδί τους εκεί, διαλέγουν την άλλη λύση. Οσο ακραία κι αν φαίνεται σ' εμάς.

«Εβγαινα απ' το Χωριό να πάρω γάλα για τα δικά μου τα παιδιά», λέει η κυρία Μαρίνα. «Στην κεντρική πύλη ήταν μια γυναίκα μ' ένα κοριτσάκι. Δεν ήξερε ότι εγώ είμαι μητέρα SOS, δεν με είδε καν. Κρατούσε το παιδί της όρθια και του μιλούσε. «Μη νομίζεις πως η μαμά δεν σ' αγαπάει. Σε λατρεύει η μαμά, αλλά δεν έχει να σου δώσει φαγητό. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι εδώ...». Νόμιζε πως θα μπει μέσα, θα βρει κάποιον να αφήσει το παιδάκι και θα φύγει». Η κυρία Μαρίνα κρατάει με το χέρι της το μέτωπό της. Οσα χρόνια κι αν είσαι εδώ, μερικά πράγματα δεν τα συνηθίζεις ποτέ. «Το κρατούσε απ' το χέρι», λέει. «Κι αυτό δεν μιλούσε. Μόνο είχε σηκώσει το κεφαλάκι του και την κοίταζε. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Εφυγα. Είχα να πάρω γάλα στα δικά μου τα παιδιά».

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_18/12/2011_466572







Για να καταλάβετε ακριβώς το που μας οδηγούν οι ΑΛΗΤΕΣ διαβάστε το παρακάτω χριστουγεννιάτικο διήγημα του Νικόλαου Α. Κοντόπουλου. Αναφέρεται σε μια άλλη τραγική περίοδο της ελληνικής ιστορίας που όλοι πιστεύαμε ότι είχε περάσει ανεπιστρεπτί....






ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ

Ό   ξανθός επισκέπτης

H χρονιά του 1943, όπως όλες οι χρονιές της μαύρης Κατοχής, ήταν φρικτή. πείνα, αρρώστια και δυστυχία μάστιζαν τον τόπο.
Ό,τι καλό είχε ό τόπος, το έπαιρναν οι Γερμανοί  και ό,τι άφηναν εκείνοι, το άρπαζαν οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι.
Μέσα στη γενική αύτη δυστυχία ο Θοδωράκης και η Φανή ήσαν ορφανά από πατέρα. τον σκότωσαν οι Γερμα­νοί στην αρχή του 1943, γιατί τον έπιασαν —έλεγαν— σε μία σιδηροδρομική γέφυρα με χειροβομβίδες. Έτσι έμειναν τα δύο παιδιά μόνα στον κόσμο με τη μητέρα των, μόνα και απροστάτευτα.
Η αλήθεια είναι ότι η κυρα- Άννα δεν λύγισε. Έκρυψε στα κατάβαθα της καρδίας τον πόνο της και άρχισε να ξενοδουλεύει, για να ζήση τα παιδάκια της. Και πάλι δεν πρόφθανε με τη μεγάλη ακρίβεια, πού έδερνε τότε την Ελλάδα.
Και σαν να μη έφθαναν όλα αυτά, έπεσε και στο κρε­βάτι με τα μεγάλα κρύα του Δεκεμβρίου. Πέρασε βέβαια το κακό, αλλ ήρθαν τα Χριστούγεννα και ακόμη αδύνατη δεν ημπόρεσε να εργαστεί. Γι αυτό η παραμονή της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων ηύρε το πτωχικό σπιτάκι — ένα δωμάτιο όλο όλο — έρημο από πατέρα, απροστάτευτο από μητέρα, άδειο απ ό,τι φέρνει τη χαρά.
Τα δύο παιδιά —10 χρόνων το αγόρι, 8 ή κορούλα — έκαναν την προσευχούλα των και κοιμήθηκαν νηστικά, γιατί το λίγο ψωμάκι του δελτίου το είχαν φάγει από το απόγευμα. Ποιος ξέρει τί αχνιστά ψωμιά να έβλεπαν τα καη­μένα στον ύπνο των!
Η άμοιρη μητέρα άναψε το καντήλι, γονάτισε κάτω από τα εικονίσματα και παρεκάλεσε την Παναγία και το θειο παιδάκι της, τον μικρό Χριστούλη, να λυπηθούν τα ορφανά.
Πώς ήρθαν τα φετινά Χριστούγεννα! Χωρίς τον άν­δρα της, χωρίς ψωμάκι, χωρίς ζεστό φαγάκι για τα παιδιά της!... Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της πονεμένης μητέρας, πού ξέσπασαν σε θρήνο.
Αλλ’ ο θρήνος της έφερε κάποιο ελάφρωμα και έτσι αποκοιμήθηκε και εκείνη. Ώρες πέρασαν και η κυρά - Άννα ήταν βυθισμένη στον ύπνο. κάποτε, σαν σε όνειρο, άκουσε να κτυπούν οι καμπάνες, πού καλούσαν τους χριστιανούς στη μεγάλη εορτή. ο ήχος των έφθανε στ' αυτιά της χαρμό­συνος, αλλά μισοσβησμένος.
Θέλει να σηκωθεί, να τρέξει στην εκκλησία με τα ξυπό­λυτα παιδάκια της, αλλά δεν τα καταφέρνει να ξυπνήσει, σαν να ήταν ναρκωμένη. Ο κόπος, η αδυναμία και ο πόνος την κρατούν με άλυτα δεσμά.
Σε λίγη ώρα πάλι νόμισε ότι κτύπησαν την θύρα, ήταν όμως τόσο βαρύς ό ύπνος της, πού ούτε τώρα την άφηνε να σηκωθεί. Κάποιος πέρασε μέσα ελαφρά ελαφρά, σαν να πατούσε στα νύχια, να μη τους ξυπνήσει. Ποιος τάχα να ήταν;  Άνοιξε τα μάτια της να ίδει' της φάνηκε ότι τα άνοιξε. Και είδε τότε ότι ό ξένος ήταν ένας νέος γλυκός, ξαν­θός, με μάτια γεμάτα συμπάθεια, λέτε και ήταν άγγελος.
Έκαμε να φωνάξει, να ερώτηση ποιος ήταν αυτός με την ουράνια ευμορφία, άλλ’ ο βαρύς ύπνος δεν την άφηνε. Ο επισκέπτης προχώρησε δύο τρία βήματα και έβαλε ένα χάρτινο κιβώτιο, ένα μεγάλο κιβώτιο, επάνω στο τραπέζι του σπιτιού.
Άπλωσε έπειτα στα δύο παιδάκια τα αγγελικά του χέ­ρια, πού είχαν στις παλάμες κάποια παλιά ουλή. Τα χάιδεψε και ένα φως ζωηρό, άλλ' απαλό και γλυκό χύθηκε γύρο και φώτισε σαν γελαστός ανοιξιάτικος ήλιος.  τους χαμογέλασε και ένα άρωμα από ρόδα πλημμύρισε το δωμάτιο.
— Χριστέ μου! είπε, σε γνώρισα από τις θειες πληγές Σου!
Και με καρδιά πλημμυρισμένη λαχτάρα και πόθο ξεπετάχθηκε να πέσει στα πόδια του, να τ' άσπασθη, να τα βρέξει με τα δάκρυα της.
Άλλ' όταν βρέθηκε ορθή, ο γλυκός και ξανθός επι­σκέπτης με τα ουράνια μάτια είχε χαθεί. Το όνειρο είχε σβήσει. μόνο το φως του καντηλιού τρεμόσβηνε στο εικονοστάσι.

Το χάρτινο κιβώτιο

Έκαμε το σταυρό της και έπειτα έρριξε μια μα­τιά στα παιδιά της· η αναπνοούλα των ακουό­ταν ελαφρά. εκοιμώντο ήσυχα ήσυχα, σαν σε θειο παράδεισο, ευλογημένα από τα χέρια με τις θειες πληγές! "Όταν όμως το βλέμμα της έπεσε στο τραπέζι, είδε εκεί επάνω ένα κιβώτιο χάρτινο, σαν εκείνο, πού άφησε ό θειος επισκέπτης. Με όλη την αδυναμία της έτρεξε και το πήρε στα χέρια. της φάνηκε πολύ βαρύ. Το άνοιξε. ώ! το θαύμα, χίλια δυο καλά.
— Χριστέ μου! Χριστέ μου! είπε πάλι. Και άρχισε να φωνάζει με χαρά τα παιδάκια της:
— Θοδωράκη, Φανή! Ξυπνήστε! Σηκωθείτε  γρήγορα ! Και τα έπιανε πότε από τα πόδια, πότε από τα χέρια να ξυπνήσουν.
Τα δύο παιδιά ξύπνησαν τέλος από τον βαθύ πρωινό ύπνο και καθισμένα στο κρεβάτι έτριβαν τα ματάκια των. Τρομαγμένα από το πρωινό αγουροξύπνημα ερώτησαν με απορία:
— Γιατί, μανούλα, μας ξύπνησες τόσο πρωί;
—Ελάτε, ελάτε γρήγορα να δείτε  τους απάντησε και τους έδειξε το κιβώτιο.
Τι να δουν! Επάνω ήσαν δύο ζευγαράκια υποδήματα ακριβώς στο πόδι των ένα κουστούμι για αγόρι, Ένα φορεματάκι ζεστό για κοριτσάκι, ένα φόρεμα μάλλινο σε πήχεις γυναικείο, δύο τόπια πολύχρωμα, μία κούκλα και ένας σιδη­ρόδρομος, σιδηρόδρομος σωστός με μηχανή, σκευοφόρο και βαγόνια. Τα παιδιά δεν χόρταιναν να τα βλέπουν και τα δάκτυλα των άρχισαν να τα ψάχνουν.
Από κάτω ήταν και δεύτερος θησαυρός. Κουτιά, κου­τιά χάρτινα και τενεκεδένια. Άλλα είχαν κρέας, άλλα ψάρια, άλλα συμπυκνωμένο γάλα, άλλα νωπό βούτυρο, άλλα φιστίκια, γαλετάκια, ζάχαρη, σοκολάτα, τσάι, καραμέλες, αφράτα μπισκότα  ως και βώλοι ήσαν μέσα, να παίζουν παιδιά.
Τα ορφανά τα έχασαν ποιος τάχα να έστειλε τα πολύ­τιμα πράγματα! Και έκπληκτα ερώτησαν:
— Ποιος τα έφερε αυτά, μητέρα;
—Ο καλός Χριστός! Τον είδα με τα μάτια μου!
Ο Θοδωράκης ανυπόμονος πήρε το κουστούμι και άρχισε να το ερευνά. Σε μία τσέπη ηύρε ένα φάκελο.
— Μανούλα, κοίταξε εδώ,   ένα  γράμμα    είπε  και   το έδωσε στη μητέρα του.
Το άνοιξαν. είχε μέσα ένα χαρτονόμισμα των 10 δολαρίων και ένα σημείωμα ελληνικά γραμμένο:
« Μία οικογένεια από τον Καναδά στέλνει το μικρό αυ­τό δώρο σε μία Ελληνίδα μητέρα και στα παιδάκια της».
Την ώρα εκείνη — είχε βγει πια ο ήλιος — άνοιξε η θύρα του σπιτιού και μπήκε μέσα η κυρία Χαρίκλεια, αδελφή του Ερυθρού Σταύρου και γνωστή κυρία του Φιλόπτωχου Τα­μείου της ενορίας. Γύριζε από τη λειτουργία και πέρασε να ειπεί στην κυρά-Άννα για το δέμα, πού είχε αφήσει περ­νώντας. Το έστελνε ό Ερυθρός Σταυρός, πού στο όνομα του Χρίστου φροντίζει για τους δυστυχισμένους όλου του κόσμου. Αλλά δεν είπε τίποτε, διά να μην ταράξει τη προσευχή των.
Γονατισμένοι, μητέρα και ορφανά, εμπρός στα εικονί­σματα ευχαριστούσαν το θείο παιδάκι, πού γεννήθηκε την ημέρα εκείνη, για να φέρει στον κόσμο την παρηγοριά, την αγάπη, την καλοσύνη. Τον παρακαλούσαν ακόμη να προστατεύει την άγνωστη και μακρινή εκείνη οικογένεια με τη γεν­ναία χριστιανική καρδιά.
Θερμά δάκρυα, πού έλαμπαν σαν διαμάντια, κατέβαι­ναν από τα μάτια των!

Νικόλαος Α. Κοντόπουλος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου