Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΡΕ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΤΕ ΑΛΗΤΕΣ !!!!!






Όλο και περισσότερες φορές ακούνε πλέον οι δάσκαλοι παιδιά να τους λένε:
«Κύριε, πεινάω»
Σ’ όλη την Ελλάδα μαθητές πηγαίνουν στο σχολείο πεινασμένοι γιατί στο σπίτι τους δεν υπάρχει φαγητό  
Να μοιράζουν γάλα και σάντουιτς στις πρώτες τάξεις Δημοτικού συζητούν πολλοί δήμοι 
Ολοένα και περισσότεροι εκπαιδευτικοί ακούν κατά τη διάρκεια του μαθήματος τις λέξεις: «Κύριε, πεινάω». Μαζικό φαινόμενο πάει πλέον να γίνει το γεγονός ότι πολλά παιδιά, κυρίως στις λαϊκές γειτονιές του Λεκανοπεδίου, αλλά και αλλού, πηγαίνουν στο σχολείο τους νηστικά και μάλιστα πολλά απ’ αυτά έχουν να φάνε και δύο συνεχόμενες ημέρες.
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση δάσκαλοι και καθηγητές πήραν την πρωτοβουλία για διοργάνωση συσσιτίων για τους φτωχούς μαθητές τους.

Όπως για παράδειγμα, στο Πέραμα-Κερατσίνι, όπου, όπως λέει ο δάσκαλος του 8ου Δημοτικού Σχολείου Περάματος Σταύρος Καλλώνης, καθημερινά πάνε σ’ αυτόν και σε συναδέλφους του μαθητές με επιστολές των γονιών τους, ζητώντας τους να προσφέρουν στα παιδιά τους φαγητό με δικά τους χρήματα. Στην Κηφισιά υπάρχουν σε δημοτικά σχολεία της περιοχής παιδιά που ζητούν από τους δασκάλους τους κάτι να φάνε γιατί ζαλίζονται. Κι αυτό ανάγκασε τον δήμαρχο Νίκο Χιωτάκη να δώσει εντολή στην κοινωνική υπηρεσία του δήμου να στέλνει καθημερινά φαγητό σε πάνω από 30 οικογένειες που έχουν κυρίως ανήλικα μέλη.

Η ίδια κατάσταση επικρατεί στα σχολεία της Ηλιούπολης, των Αγίων Αναργύρων, αλλά ακόμη και στη Λάρισα και την Πάτρα, όπου οι δήμαρχοι σκέφτονται πολύ σοβαρά να διοργανώσουν συσσίτια όπως ο Δήμος Αθηναίων, που καθημερινά μοιράζει 1.200 μερίδες, ενώ άλλες 1.000 δίνει η Εκκλησία. Απ’ αυτές τουλάχιστον 300 πάνε σε σχολεία της 6ης και της 3ης Δημοτικής Κοινότητας που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με τον υποσιτισμό των μαθητών τους.

Η πρόεδρος του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών Μαρία Ηλιοπούλου δέχεται καθημερινά αιτήματα για 20 μερίδες σε ένα σχολείο, 30 σε άλλο...

Πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί ζητούν να αυξηθούν οι μερίδες, γιατί μεγαλώνει η λίστα των παιδιών που πεινούν. Αλλά και στους βρεφονηπιακούς σταθμούς του δήμου η κατάσταση είναι εξίσου τραγική.

Πάνω από 200 νήπια έχει διαπιστωθεί ότι τρώνε μόνο στον παιδικό σταθμό, γιατί στα σπίτια τους δεν έχουν να φάνε, σχεδόν δε όλα είναι παιδιά Ελλήνων που έχασαν την εργασία τους και δεν μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν ούτε στις στοιχειώδεις ανάγκες των οικογενειών τους.
Στον Πειραιά

Το πολύ σοβαρό αυτό θέμα απασχόλησε και το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά στην τελευταία του συνεδρίαση. Στη διάρκειά της ο σύμβουλος της πλειοψηφίας και πρόεδρος της ΔΗΡΑΠ Κυριάκος Μανωλάκος, που είναι γιατρός, αποκάλυψε ότι στο Τζάνειο περίπου 4 παιδιά μεταφέρθηκαν το πρωί στα εξωτερικά ιατρεία από τους δασκάλους τους με συμπτώματα υπογλυκαιμίας λόγω ασιτίας! Στους βρεφονηπιακούς σταθμούς κάποια παιδάκια υποσιτίζονται γιατί στα σπίτια τους δεν έχουν να φάνε! Ο Κ. Μανωλάκος πρότεινε να γίνει προσπάθεια από τον δήμο για να εξασφαλιστεί ένα ποτήρι γάλα, ένα σάντουιτς και μία πορτοκαλάδα για τα παιδιά που υποσιτίζονται ή εν ανάγκη για όλα τα παιδιά των τριών πρώτων τάξεων του Δημοτικού.

Φτάσαμε δηλαδή στο σημείο να συζητάμε για πρακτικές που ακολουθούνταν στην... Κατοχή ή στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, που μοίραζε στα σχολεία γάλα ο Ερυθρός Σταυρός!

Να σημειώσουμε ότι την ίδια πρόταση είχε κάνει στο προηγούμενο δημοτικό συμβούλιο και η σύμβουλος της μειοψηφίας Ελπίδα Παντελάκη.

http://www.paron.gr/v3/new.php?id=72702&colid=&catid=33&dt=2011-12-11%200:0:0





«Ηρθα μόνη μου γιατί πεινούσα...»
 
Καθημερινές ιστορίες αστέγων πριν από τα Χριστούγεννα του 2011

Της Μαριλης Mαργωμενου

Μπορεί και να το θυμάστε το κατάστημα. «Βιοτεχνία Υποκαμίσων Νικόλαος Ζάκκας», γωνία Ευριπίδου και Αιόλου. Τρίτη πρωί, περιμένω να γνωρίσω τον ιδιοκτήτη εκείνου του μαγαζιού. Ενας εθελοντής ανοίγει το δεύτερο φύλλο της ξύλινης πόρτας. Το αναπηρικό καροτσάκι δεν χωράει να μπει αλλιώς στο Ιδρυμα Αστέγων. Ενας άνδρας με γκρίζα γένια. «Χαίρω πολύ», λέει. Η βιοτεχνία υποκαμίσων έχει κλείσει πολλά χρόνια τώρα. «Νίκος Ζάκκας». Τίποτα για τον κύριο Νίκο δεν πήγε όπως έπρεπε.

Τακτοποιεί το καρότσι του δίπλα στο τραπέζι. Κάθε μεσημέρι στις 12 έρχεται εδώ για το συσσίτιο. «Είναι καλό το φαγητό εδώ», κάνει. «Είναι και οι άνθρωποι καλοί». Φοράει ένα άσπρο - μπλε πουκάμισο. Κοκάλινα κουμπιά, λευκές μανσέτες. Αυτό έμεινε απ’ τον παλιό, καλό καιρό.

«Η κόρη μου δεν με θέλει». Η ιστορία του σε έξι λέξεις. Τώρα ο κ. Νίκος μένει «στο Capri». Νομίζω πως μου κάνει πλάκα, αλλά σαν αστείο της μοίρας, το ξενοδοχείο των αστέγων στο Μεταξουργείο το λένε πράγματι «Capri». Στην οδό Ψαρομηλίγκου 7, έναν όροφο πιο πάνω ο κ. Νίκος έχει την κυρία Βασιλική. Την γνώρισε εκεί αλλά όποτε χρειάζεται κάτι, εκείνη πρώτη θα τρέξει. «Μη γράψεις επώνυμο», μου λέει εκείνη. Στα 63 της, δεν θέλει να βαρύνει κανέναν απ’ όσους απέμειναν να μοιράζονται το ίδιο επώνυμο μαζί της. Η Βασιλική μού διηγείται μια ζωή που ταιριάζει σε αγρίμι. Πώς να φανταστείς αυτή τη γυναίκα σ’ ένα καλύβι χωρίς φως και νερό, μες στο δάσος να φυλάει ένα ψυχασθενή αδελφό; Μιλάει χωρίς ένταση, σχεδόν σαν να διαβάζει βιβλίο. Την ρωτάω πώς έφτασε στο Ιδρυμα Αστέγων. «Ηρθα μόνη μου», λέει. «Πεινούσα. Ανέβηκα τις σκάλες κι έπεσα στην πόρτα του αντιδημάρχου. Ηρθαν τα κορίτσια του δήμου. “Ελα να κατέβουμε κάτω”, μου έλεγαν, “έλα να πάμε μαζί για το συσσίτιο”. Αλλά εγώ είχα κολλήσει. “Ψέματα λέτε όλες”, τους φώναζα. Είχα κολλήσει σαν το σκυλί στην πόρτα».

Πέντε χρόνια μετά, η Βασιλική απέναντί μου είναι μια συνηθισμένη γυναίκα. Στον δρόμο, δεν θα σε παραξένευε αν περπατούσε δίπλα σου. Οι άνθρωποι που φτάνουν ώς εδώ θέλουν χρόνο. Αν τους τον δώσεις, μπορεί και να επανέλθουν. Αλλά απ’ όταν άρχισε η κρίση, ο χρόνος είναι πολυτέλεια. Ο πρόεδρος του Ιδρύματος Αστέγων, ο Γ. Αποστολόπουλος, προσπαθεί με κάθε τρόπο να τα βγάλει πέρα. «Κάνουμε ό,τι μπορούμε», λέει, «αλλά κι εμείς στην κρίση ζούμε. Εχουμε ανάγκη από χορηγίες και δωρεές σε είδη διατροφής. Ο,τι μπορούμε να μοιράσουμε άμεσα στον κόσμο».

Η κυρία Αγγελική μού λέει πως το Ιδρυμα δεν έχει ξαναπεράσει τέτοια δύσκολη εποχή. Στα εβδομήντα τέσσερά της, έχει δέκα χρόνια εδώ. Μοιάζει μικροσκοπική όπως κάθεται στην καρέκλα, μέχρι που γυρνάει και σε κοιτάζει μ’ αυτά τα μεγάλα μπλε μάτια. «Αλλά στο τέλος, η ζωή βρίσκει πάντα τον τρόπο», λέει.



Αναμνήσεις
Εθνικό Ορφανοτροφείο Θηλέων Πατρών: αυτό ήταν το πρώτο σπίτι της Αγγελικής. «Μικρή ήθελα να γίνω εισαγγελέας». Με κοιτάζει σαν να εκπλήσσεται κι η ίδια που θυμήθηκε κάτι τόσο παλιό. Πριν προλάβω να τη ρωτήσω, «μου άρεσε η ιεραρχία, ο στρατός», λέει. «Ο μπαμπάς μου, ξέρεις, σκοτώθηκε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο».

Η κυρία Αγγελική δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε οικογένεια. Ξεκίνησε τη ζωή της στο ορφανοτροφείο, θα την τελειώσει στο Ιδρυμα Αστέγων. Οπως κι αν μοιάζει η ιστορία της σ’ εμάς τους απέξω, γι’ αυτήν είναι απλώς η ζωή της. «Κάθε μέρα είναι αλλιώς», με σταματάει όταν αρχίζω τις στενόχωρες ερωτήσεις. «Οπότε κοίτα να ζήσεις τη μέρα κι άσε τις φιλοσοφίες!».

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100035_11/12/2011_465801



20.000 στην ουρά για συσσίτιο
 
Από πέρυσι μέχρι φέτος, στο συσσίτιο εμφανίζονται συνεχώς καινούργια πρόσωπα. Οι 20.000 άστεγοι της Ελλάδας κάπου πρέπει να φάνε. Κι εδώ, σε αυτό του Δήμου Αθηναίων, όπως και σε όλα τα άλλα συσσίτια αστέγων, ο μέσος όρος ηλικίας όλο και πέφτει. Η υπεύθυνη της κοινωνικής υπηρεσίας είναι περίπου στην ηλικία μου –κοντά στα σαράντα– ίσως γι’ αυτό διαλέγει να μου πει για τον συνομήλικό μας άνδρα που βρήκαν πριν από λίγο καιρό να κοιμάται μες στο αυτοκίνητό του πίσω απ’ το Δημαρχείο. «Ελληνας, που έκλεισε η επιχείρησή του. Φορούσε ακόμη σακάκι». Η γυναίκα με κοιτάζει σαν να σκέφτεται αν πρέπει να συνεχίσει την ιστορία. «Ξέρεις ποιο ήταν το πιο παράξενο;», λέει τελικά. «Αυτός ο άνδρας ήταν παλιά συμμαθητής του αδελφού μου! Εκεί που νομίζεις πως τα έχεις δει όλα, εκεί καταλαβαίνεις πως δεν έχεις δει τίποτα».

Εξακόσιοι άνθρωποι στη σειρά. Μιλάμε με τον Τάσο στην τραπεζαρία και απ’ το παράθυρο βλέπουμε την ουρά για το συσσίτιο να μακραίνει. Ο Τάσος είναι άστεγος, αλλά είναι και εθελοντής. Στο «τι έκανες πριν έρθεις εδώ;», χαμογελάει. «Ημουν καπετάνιος σε ιστιοπλοϊκό», λέει. Βλέπω στο ύφος του πως διασκεδάζει με την έκπληξή μου. Πριν από τα σαράντα του, είναι ήδη σαν να έχει ζήσει δυο ζωές.

Η υπεύθυνη της κοινωνικής υπηρεσίας, όταν τη ρωτάω για τον Τάσο, μου λέει πως του πρότειναν πολλές φορές να μείνει στο ξενοδοχείο των αστέγων, «αλλά ένας νέος άνθρωπος πώς να δεχθεί τους κανόνες;». Κάθε βράδυ να γυρνάς πριν από τις 10.30, να μη μπορείς να βγεις έξω πιο αργά, να πρέπει νωρίς το πρωί να σηκωθείς, να μην έχεις δικαίωμα να φέρεις επισκέπτες... Για τα γεροντάκια της οδού Ψαρομηλίγκου, όλ’ αυτά δεν είναι ενοχλητικά. Αλλά αν έπρεπε να ζήσω εγώ έτσι, μάλλον θα προτιμούσα τους δρόμους. Και ο Τάσος είναι ακριβώς στην ηλικία μου.

Είχε ένα σπίτι στη Νίκαια, που του το πήρε η τράπεζα όταν έχασε τη δουλειά του. Δεν έχει κάποια άλλη τραγική ιστορία, μόνο αυτή. Γι’ αυτό μάλλον η περίπτωσή του μου μοιάζει κάπως τρομακτική. Γιατί ο Τάσος δεν θυμίζει ούτε άστεγο ούτε και άνθρωπο απελπισμένο. Οι υπάλληλοι του δήμου λένε πως έρχεται νωρίς το πρωί και φεύγει αργά το απόγευμα. Μοιράζει το συσσίτιο, φροντίζει τους παππούδες, παρεμβαίνει στους καβγάδες, καλμάρει τους τοξικομανείς. Ο Τάσος δεν είναι τεμπέλης ούτε ανίκανος. Είναι απλώς άτυχος. Στην πραγματικότητα, η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν και σε μένα είναι πως εγώ έχω δουλειά κι εκείνος όχι.

«Μερικές φορές παίρνω το παπί της αδελφής μου και κατεβαίνω στον Πειραιά», λέει. Τον ρωτάω αν πηγαίνει στη θάλασσα, στα ιστιοπλοϊκά. Αλλά του Τάσου δεν του αρέσει να τον αντιμετωπίζουν σαν απόμαχο. «Δεν τελείωσα ακόμα, ξέρεις», μου απαντάει.

Στο Ιδρυμα Αστέγων ο Τάσος μπορεί να μην έχει μισθό, αλλά έχει ανθρώπους να τον χρειάζονται. Εκεί έξω, η ουρά όλο και μακραίνει. «Θα δεις, όλα καλά θα πάνε», λέει και σηκώνεται. Το διάλειμμα τελειώνει. Στον πάγκο με τα συσσίτια, η διανομή θα ξεκινήσει στις 12.00 ακριβώς.

www.kathimerini.com.cy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου