Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Σκέψεις για την ψυχική μας ανάκαμψη





Σε τι μας επιτρέπεται να ελπίζουμε;

Σε τι μας επιτρέπεται να ελπίζουμε; Όλοι αναρωτιούνται, όλοι προσπαθούν να νιώσουν μέσα τους κάτι που ξεμυτάει δύσκολα. Γιατί εδώ και καιρό το να ελπίζει κανείς θεωρήθηκε περίπου ισοδύναμο της αφέλειας. Η ελπίδα σχεδόν γελοιοποιήθηκε. Και δεν είναι βέβαια αυτό φαινόμενο ούτε αποκλειστικά ελληνικό ούτε και ενέσκηψε τους τελευταίους μήνες. Είχε αρχίσει από πολύ καιρό εκείνη η διαβρωτική διαδικασία που μέσα στους χώρους της εργασίας, της εκπαίδευσης, του κράτους, διέσπειρε την αμφιβολία και την επιφύλαξη απέναντι σε οποιαδήποτε πεποίθηση με θετικό περιεχόμενο. Μέντορες του συρμού, εμπειρογνώμονες, ακόμη και πολιτικοί, φλυαρούσαν σχετικά με το πόσο αβέβαιος είναι ο κόσμος και το πόσο βεβιασμένο θα ήταν να ρισκάρει κανείς την παραμικρή πρόβλεψη. Ήσουν δυσαρεστημένος; Μπορούσες να πικραθείς, να επιρρίψεις ευθύνες στους υπαίτιους. Όχι όμως και να θελήσεις να ζεστάνεις την καρδιά σου με κάποια βεβαιότητα, έστω υπό δοκιμήν. Η ελπίδα κρίθηκε ξεπερασμένη και επιπλέον επικίνδυνη: από τις πολύ ζεσταμένες καρδιές φαινόταν πιθανόν να ξεπεταχθεί ένας ανεξέλεγκτος φανατισμός.

Κάθε εποχή όμως και κάθε πολιτισμός που θέλησε πραγματικά να αφήσει τη σφραγίδα του στην πορεία του κόσμου, τίμησε αυτό το αίσθημα που το ειρωνεύεται ο σύγχρονος σκεπτικισμός. Χωρίς ελπίδα δεν θα ήταν δυνατόν οι Γάλλοι διαφωτιστές να απευθυνθούν στα πλήθη. Ελπίζοντας και πιστεύοντας (γιατί αυτά τα δυο πάνε μαζί) στην ικανότητα των πεινασμένων μαζών να σκεφτούν λογικά, έγραψαν τα πολεμικά τους κείμενα ο Ρουσσώ και ο Βολταίρος. Και με το ίδιο πνεύμα ενήργησαν στη συνέχεια οι πολιτικοί ηγέτες της επανάστασης. Ο «άπιστος», όπως συχνά τον αποκάλεσαν, 18ος αιώνας πίστεψε στον Λόγο. Όπως ο 19ος αιώνας πίστεψε στην Πρόοδο, και ο 20ός στην παραγωγικότητα.

Έπειτα ήρθαν οι γνώριμοι ενδοιασμοί, οι αμφιταλαντεύσεις, η μόδα μιας αμφιβολίας που υποδυόταν τη «βλάσφημη συνείδηση». Το αποτέλεσμα είναι ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα προβλήματα που μας καίνε και την ίδια στιγμή διστάζουμε να ριχτούμε στη δράση. Είναι χρήσιμο σε τέτοιες περιπτώσεις να μην ξεχνάμε αυτά που προηγήθηκαν. Ας γυρίσουμε πίσω το βλέμμα μας στον χρόνο. Βλέπουμε την αρχαία ελληνική πόλη να διακηρύσσει την πεποίθησή της ότι οι θνητοί θα μπορούσαν να γίνουν αθάνατοι μέσω των λαμπρών τους έργων, των αφιερωμένων στο μεγαλείο της πόλης. Βλέπουμε κατόπιν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία να καυχιέται επειδή οι πολίτες δέχονται να εγκαταλείψουν την ατομικότητά τους και να γίνουν νομικά πρόσωπα. Ελπίζουν ότι αυτό θα είναι προς το συμφέρον τους και πιστεύουν ότι το συμφέρον τους είναι ικανοί να το δουν. Ανάλογη και η στάση των Βυζαντινών, παρά τις άλλες διαφορές στις αντιλήψεις. Η «σωτηρία της ψυχής» και η σωτηρία του κράτους είναι γι’ αυτούς αλληλένδετες, και αποτελούν τον πυρήνα του κοινού τους βίου. Πιστεύουν και στα δύο. Αργότερα, παρόμοια θεμελίωση θα βρούμε στον νεοελληνικό πολιτισμό. Δεν θα πάψει η λαϊκή Μούσα να επιμένει ότι ο ελλαδικός άνθρωπος είναι καμωμένος για να μην υποτάσσεται σε ξένες θελήσεις, να απαιτεί και να κερδίζει ένα περιθώριο αυτεξούσιου, άλλοτε μικρότερο και άλλοτε μεγαλύτερο. Συνεχής ο αγώνας κι ο πόθος αμείωτος.

Θα πείτε και λοιπόν; Με όλα τούτα δεν φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση; Η απάντηση είναι όχι. Δεν φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση επειδή κυριάρχησε η πίστη σε ανύπαρκτα πράγματα, αλλά επειδή παραλύσαμε από δυσπιστία. Πρώτα απ’ όλα, απέναντι στον συλλογικό εαυτό μας. Η κλασσική ψυχολογία το ονομάζει αυτό «αυθυποβολή της κατωτερότητας». Βαφτίζοντας αδιόρθωτα ελαττωματικό τον εαυτό του ένα άτομο ή ένας λαός, τελικά φθάνει να βάλει βαθιά μέσα του το ελάττωμα και να δεχθεί ότι πραγματικά είναι αδιόρθωτος. Από την άλλη πλευρά όμως υπάρχουν και μερικά κεκτημένα ανωτερότητας που δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Σε κάποιες περιστάσεις πιο παλιά φάνηκαν πως δεν μας έλειψαν ούτε το κουράγιο ούτε οι ικανότητες. Δεν ήταν μόνο οι πόλεμοι, ήταν και οι περίοδοι όπου το διαλυμένο εθνικό νοικοκυριό έπρεπε επειγόντως να συμμαζευτεί (μετά τη μικρασιατική καταστροφή, μετά τον εμφύλιο). Αυτό που κρίνεται σήμερα είναι αν από εκείνα τα χρόνια φθάνει ακόμη ένας ορισμένος σφυγμός, μια κάποια υπόμνηση της συλλογικής ζωτικότητας ή εάν τα αγγεία του εθνικού οργανισμού σκλήρυναν και το αίμα παγώνει από μέρα σε μέρα. Πρέπει να απαντήσουμε σ’ αυτό. Για να απαντήσουμε όμως πρέπει πρώτα να αφουγκραστούμε το ίδιο το σώμα μας. Όταν χτυπάει ένα νεύρο μέσα μας, όταν μια φλέβα φουσκώνει, θα πιστέψουμε άραγε ότι αυτό είναι ένα σήμα ζωής ή θα πούμε ότι πρόκειται για τους σπασμούς ενός μελλοθάνατου; Εξαρτάται από εμάς. Εξαρτάται εάν θέλουμε να αναλάβουμε τις δυνατότητές μας ή εάν αρκεστούμε να θυμώνουμε, να ξεθυμαίνουμε για λίγο και να ξαναφουντώνουμε, όντας βέβαιοι ότι για τίποτα καλύτερο δεν είμαστε άξιοι.

«Όποιος δεν δημιουργεί τίποτα, θεωρεί ότι τα πάντα είναι ένα τίποτα», έλεγε ο Γκαίτε. Υπάρχουν όμως και χειρότερα. Είναι να δέχεται κάποιος ότι αν τον υποκαταστήσει ένας άλλος στην ίδια του τη ζωή, θα είναι καλύτερα γι’ αυτόν. «Να μας κυβερνήσουν οι Γερμανοί, αφού δεν τα καταφέρνουμε». Αυτό δεν λένε μερικοί; Και δεν είναι ακόμη πιο θλιβερό αυτοί που το λένε να είναι είκοσι χρονών;



Είμαστε ικανοί να ελπίζουμε;
 
Το βόρειο πνεύμα περιφρονεί και παράλληλα ζηλεύει το νότιο, τόσο που θέλει να το τιμωρήσει


Στο προηγούμενο σημείωμά μας αναρωτηθήκαμε για το τι σημαίνει να ελπίζει κανείς σήμερα. Είναι άραγε δυνατόν ένα τέτοιο τόλμημα; Σε άλλους καιρούς το ερώτημα θα έμοιαζε αδιανόητο, κούφιο. Ηταν κοινή η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είναι για να προσβλέπουν σε κάτι που δεν εξαντλείται στα δεδομένα της πραγματικότητας. Αρκεί να μην παραβασίζονται στις προσβλέψεις τους. Αυτό φρονούσαν οι Αρχαίοι Ελληνες, το ίδιο και οι Ρωμαίοι.

Με την Αναγέννηση, ωστόσο, επέρχεται μια αλλαγή, κι αυτή είναι που μας ενδιαφέρει περισσότερο σήμερα. Μαζί με την επιθυμία να αναδείξει ο άνθρωπος ό, τι πιο γόνιμο κρύβει μέσα του, αναπτύχθηκε τότε και η επίγνωση ότι αντίκρυ του ορθώνεται μια αλλόκοτη θεότητα, που ούτε να την ελέγξει μπορεί ούτε καν να την κατανοήσει καλά. Είναι η Τύχη. Κατά την περίοδο εκείνη είναι συχνή η απεικόνιση ενός συμβόλου που δείχνει μια γαλέρα να θαλασσοδέρνεται. Πάνω της βρίσκεται ο κυβερνήτης, κρατώντας γερά το τιμόνι. Ο δυνατός αέρας είναι η μοίρα. Μπορεί να δυναμώσει ξαφνικά ακόμη περισσότερο ή μπορεί ν’ αλλάξει κατεύθυνση. Απέναντι σ’ αυτά τα ενδεχόμενα ο κυβερνήτης το μόνο που έχει είναι το μυαλό και τα χέρια του. Είναι σε θέση να προσδιορίσει τον πλου του σκάφους κάτω από τους περιορισμούς στους οποίους βρίσκεται. Σε τι ελπίζει λοιπόν; Στο ότι οι δυνάμεις που ξέρει ότι έχει, δεν θα τον εγκαταλείψουν. Αρα κατά κάποιον τρόπο γνωρίζει ότι, όπως συνέβη και άλλες φορές, τα ανακλαστικά του θα λειτουργήσουν, οι γνώσεις του θα εφαρμοστούν, η ψυχραιμία του θα αποδώσει καρπούς.

Ο εαυτός μας
Για να ελπίζει συνεπώς κανείς, θα πρέπει να έχει μια κάποια ιδέα για τις δυνατότητες του εαυτού του. Απλό να το λέμε, αλλά δύσκολο να το πραγματώνουμε. Γιατί τον εαυτό μας πρέπει να τον παρατηρούμε «απ’ έξω», να τον βλέπουμε μέσα σε όσα κάνει, για να μπορούμε να συμπεράνουμε τι φόντα διαθέτει. Κι αυτό δεν γίνεται πάντα, και δεν γίνεται σε όλους τους λαούς. Οι Αμερικανοί, πρώτα απ’ όλα, είχαν παραδοσιακά την ευχέρεια να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από τον παραγωγικό τους ζήλο. Οι οικοδομές και τα μηχανήματα που παρήγαγαν, τους έδιναν το μέτρο για την αξία που είχαν οι ίδιοι. Θεωρούσαν ότι αξίζουν ως μηχανοδηγοί της ζωής και του κόσμου και η ελπίδα τους ήταν ότι δεν θα στερέψει ποτέ η ικανότητά τους να μετασχηματίζουν την ύλη και να γεννοβολάνε αντικείμενα.
Στην άλλη τώρα πλευρά του Ατλαντικού, οι Ευρωπαίοι πίστευαν σε μια ικανότητά τους πολύ διαφορετική απ’ αυτή των Αμερικανών. Είχαν από αιώνες εξασκηθεί στην τέχνη να αναλογίζονται τι κάνουν. Επιθυμούσαν, έπρατταν, πάνω απ’ όλα όμως έβαζαν τους κανόνες με τους οποίους θα έκριναν και θα διόρθωναν τις επιλογές τους. Η Ευρώπη είχε μάθει να ξανασκέφτεται όσα είχε ήδη πράξει. Την είχαν διδάξει σ’ αυτό ο Αριστοτέλης, ο Ντεκάρτ και ο Χιουμ, η ελληνική ακριβολογία, η γαλλική λεπτότητα, η εγγλέζικη σύνεση.

Το πράγμα άρχισε να χαλάει όταν στον ορίζοντα εμφανίστηκε ο γερμανικός πεσιμισμός. Από τους πικρούς αφορισμούς του Σοπενάουερ και του Νίτσε και κυρίως από τις χειρουργικές διατυπώσεις του Χέγκελ, η ήδη ηλικιωμένη Ευρώπη επληροφορείτο πως η χαρά της ζωής δεν είναι μια υπόθεση που την αφορά και το καλύτερο που της μένει είναι να το πάρει απόφαση πως η Ιστορία δεν είναι τόπος για την ανθρώπινη ευτυχία. Επίσης δεν είχε νόημα να επανεξετάζει διαρκώς τα συμβαίνοντα, αφού αυτά κινούνται ανεξάρτητα από τι αυτή πρεσβεύει ή επιθυμεί. Προς τα κάπου οδηγείται ο κόσμος (πιθανόν και προς το μηδέν), όμως εμείς δεν το ξέρουμε. Πρέπει να μας απελπίζει αυτό; Ναι, αλλά ακριβώς γι’ αυτό καλούμαστε να ενεργήσουμε με τη σκληρότητα και την τυφλότητα των απελπισμένων. Η γερμανική σάλπιγγα κηρύσσει τη δράση χωρίς ελπίδα. Μόνο και μόνο για να έχει εκείνος που δρα την ικανοποίηση ότι ευθυγραμμίζεται με ένα σκοτεινό, ανεξιχνίαστο νόμο που ρυθμίζει τα πάντα, μέχρι να αφήσει τα πάντα κάποια στιγμή να καταρρεύσουν και να βυθιστούν στην άβυσσο.

Αγέλαστη
Κατά κάποιον τρόπο η γερμανική ψυχή μεθάει με την ιδέα ότι μη μπορώντας να ενεργήσει αλλιώς, επισπεύδει το τέλος του κόσμου. Πώς να ταιριάξει λοιπόν αυτή η ορμή που δεν ξέρει να χαμογελάει, με την αξίωση των μεσογειακών λαών να γεύονται ανεπιφύλακτα τη ζωή; Μοιάζει πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο. Το βόρειο πνεύμα περιφρονεί το νότιο και την ίδια στιγμή το ζηλεύει και εξοργίζεται τόσο πολύ που το ζηλεύει, που θέλει να το τιμωρήσει. Και η πιο αποτελεσματική τιμωρία φαίνεται πως είναι να μεταστρέψει τη φύση του, να αλλάξει με το ζόρι τον μεσογειακό φωνακλά σε σιωπηλό εργάτη που μοχθεί μονότονα.

Τουλάχιστον οι Αμερικανοί δείχνουν να το απολαμβάνουν που αναλώνονται στη δουλειά, ελπίζοντας στην επιτυχία. Ενώ οι Ευρωπαίοι, κάτω από την πίεση της Γερμανίας, οδηγούνται στον ίδιο δρόμο, αλλά χωρίς να πιστεύουν ότι στο τέρμα θα έρθει η ανταμοιβή. Αυτό είναι ο μεγαλύτερος παραλογισμός στην καρδιά της πάλαι ποτέ λογικής Ευρώπης. Να της ορίζουν να πορεύεται με κλειστά τα μάτια, να περπατάει αμέτρητα χιλιόμετρα και να της ζητούν για πρώτη φορά στην ιστορία της, αυτού του είδους την πορεία να τη θέλει, να τη θέλει πολύ. Και να λέει και ευχαριστώ επειδή της δόθηκε κάτι που μοιάζει με σκοπό.

του Βασίλη Καραποστόλη

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη στην εφημερίδα Καθημερινή  
την 27η  Νοεμβρίου 2011 και 11η Δεκεμβρίου 2011.  



Βασίλης Καραποστόλης
 
«Κατατριβόμαστε με τα μικρά και θεωρούμε πως μας αξίζουν τα μεγάλα»


EIKONOΓPAΦHΣH: Τιτινα Χαλματζη


Της Αννας Γριμανη

H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Είναι κυρίως αίσθημα και αυτό είναι το πρόβλημα. Γιατί οι Ελληνες αγαπούν πιο πολύ το αίσθημά τους παρά το αντικείμενο της αγάπης τους. Αν είχε φωνή η πατρίδα τους, θα έλεγε αυτό που λέει ένας ήρωας του Μπρεχτ: «Πολλοί μ' αγάπησαν, ελάχιστοι μου φέρθηκαν καλά».

Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Για παράδειγμα, μια πηγή νερού σ' ένα βουνό της Αρκαδίας. Εδώ το νερό κυλάει και μιλάει από αιώνες. Οι χωρικοί ονομάζουν την πηγή «Παλαβοντίτσα» κι όταν πίνουν από αυτή, είναι σαν να ρουφάνε την ιστορία του κόσμου και μαζί τα ανεξήγητα.

Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.
Υπάρχουν στιγμές που ένας εγωιστής νιώθει τον εγωισμό του σαν ανυπόφορο περιορισμό. Γίνεται τότε ξαφνικά γενναιόδωρος για να εξιλεωθεί κι αυτό είναι κάτι που ξέρουμε ότι συνέβη στον τόπο μας, σε κρίσιμες ιστορικές περιστάσεις. Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα πάψει να συμβαίνει, έστω σπάνια.

Αυτό που με χαλάει.
Η δυσκολία που έχουν πολλοί να αναρωτιούνται: «Αυτό που κάνω πού μπορεί να οδηγήσει;». Η κοινωνία μας υποφέρει πολύ από αυτή την αδυναμία να υπολογίζονται οι συνέπειες των πράξεων και αυτό δείχνει πόσο εύκολα σπαταλιέται η νοημοσύνη των Ελλήνων στα μικρά και τα άμεσα. Κατατριβόμαστε πρόθυμα με τα μικρά και την ίδια στιγμή θεωρούμε πως μας αξίζουν τα μεγάλα! Ιδού η αντίφαση. Και από αυτή την αντίφαση πηγάζει ένας ασταμάτητος γογγυσμός

Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;
Το ζήτημα είναι να βρούμε τι είδους πλεονεκτήματα περιέχονται στα μειονεκτήματά μας. Φερ' ειπείν, μέσα στην ανυπομονησία υπάρχει η ενεργητικότητα. Πρέπει, λοιπόν, αυτή την ενεργητικότητα να τη βάλουμε στο σωστό κανάλι. Πράγμα που σημαίνει να ρυθμίσουμε τη ροή της χωρίς να φοβόμαστε μήπως πάψουμε να είμαστε αυθόρμητοι.

Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Η ανυπομονησία είναι κι εδώ το πρόβλημα. Για να παραχθεί πολιτισμός, απαιτούνται υπομονετική εργασία, μελέτη, ρεμβασμός και πάλι μελέτη. Ομως, σήμερα είναι τόσο πολλοί αυτοί που νομίζουν ότι δημιουργικός είναι κάποιος όταν είναι διαρκώς στο πόδι.

Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται τον σύγχρονο κόσμο;
Κάθε λαός επιδιώκει να αφήσει τα ίχνη του στη ζωή της οικουμένης. Στην ελληνική περίπτωση, τα ίχνη αυτά δεν αφορούν συγκεκριμένα επιτεύγματα (υλικά και πνευματικά), γιατί δεν δόθηκε ο ιστορικός χρόνος για να παραχθούν τέτοια. Οπότε η ταυτότητά μας είναι σφραγισμένη, όχι από έργα, αλλά από αγώνες. Δυστυχώς δεν καταφέραμε ακόμη να δώσουμε στο αγωνιστικό στοιχείο την οικουμενική διάσταση που του αξίζει. Να δείξουμε ότι το να αγωνίζεται ένας λαός είναι από μόνο του μια αξία σ' έναν πλανήτη που καταστρέφεται επειδή βασίζεται υπερβολικά στις ανέσεις.

Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Θα 'θελα από το «γιατί» να βγαίνει λιγότερο παράπονο ή αγανάκτηση και περισσότερο επιθυμία να καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Οσο για το «πρέπει», πιστεύω ότι στη χώρα μας είναι ανάγκη όλοι να το ξανασκεφτούμε - να ξανασκεφτούμε δηλαδή την έννοια του καθήκοντος και να μην τη συγχέουμε με τον εξαναγκασμό ή την αγγαρεία. Το «πρέπει» μπορεί να είναι μια λύτρωση για έναν λαό που δεν έμαθε να δεσμεύεται σε τίποτα.

Ο Ελληνας ποιητής μου.
Ο Κώστας Καρυωτάκης - γιατί πόνεσε, αλλά δεν κλαψούρισε.

Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Μια αίσθηση, που σπάνια με εγκαταλείπει: ότι ζω σ' έναν κόσμο όπου οι απόντες είναι διαρκώς παρόντες.

Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την. 
Ο μόνος δρόμος είναι αυτός που ανοίγουν οι δυνατότητες. Το τι είναι δυνατό να πράξει ένας λαός προκύπτει από το πόσο βαθιά μπορεί να κοιτάξει μέσα στις οδύνες του. Και σήμερα, με την οικονομική κρίση, πληρώνουμε αυτό ακριβώς: ότι θελήσαμε να ξεχάσουμε γρήγορα τι περάσαμε στο παρελθόν. Η θέληση για ζωή μετατράπηκε σε εθελοτυφλία. Τώρα, λοιπόν, πρέπει να ξανανοίξουμε τα μάτια μας και να βαδίσουμε καρτερικά - με μια καρτερία που πιθανόν να έχει μέσα της και κάτι από το πείσμα των παλαιότερων γενεών.

* Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Διχασμός και Εξιλέωση - περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathcolumns_1_25/07/2010_1292271

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου