Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ


Ήταν κάποτε ένα κατάστημα που ήταν το αγαπημένο των παιδιών.
Κάθε Δεκέμβρη η επίσκεψη των παιδιών ήταν κάτι σαν έθιμο.
 Ο χαμογελαστός Αϊ Βασίλης τα περίμενε εκεί για να φωτογραφηθεί μαζί τους και να τους προσφέρει ένα γλύκισμα και μια ατζέντα.
Το ΜΙΝΙΟΝ πέθανε το Δεκέμβρη  του 1980 και πήρε μαζί του ένα κομάτι της ψυχής μας.
Σε αυτό το ΜΙΝΙΟΝ της καρδιάς μας
είναι αφιερωμένη η σημερινή μας ανάρτηση.





Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Στο βάθος μιας μικρής αποθήκης, ανάμεσα σε κάτι σκουριασμένα κουρτινόξυλα και ένα ζευγάρι ξεχαρβαλωμένες γαλότσες, βρέθηκε ένα μουχλιασμένο κουτί από παπούτσια που μέσα του είχαμε βάλει, για να μη χαθούν, ένα σωρό «χρήσιμα» αντικείμενα, για να διερωτώμεθα τώρα γιατί μαζώξαμε όλην αυτή τη σκουπιδαρία. 


 

Ανάμεσά τους όμως ξεχώριζε, προκαλώντας αβίαστα συγκίνηση, μια θαλασσί λιλιπούτεια ατζέντα του «Μινιόν» με σημαδεμένες μερικές ημερομηνίες, που «δεν επρόκειτο ποτέ να ξεχαστούν», κι όμως ξεχάστηκαν πριν καλά καλά περάσει εξάμηνο. Θες από μαύρο χιούμορ, θες επειδή ήταν ολίγον σουβενίρ… λησμονιάς, θες ακόμη από μαζοχισμό, η μικρή-πικρή μου ατζέντα καταχωνιάστηκε για να βρεθεί εξήντα τόσα χρόνια μετά, όπως ανακαλύπτονταν περίπου και οι τάφοι των Φαραώ… 





…Αθήνα, Δεκέμβριος 1948. Σε λίγες μέρες ένας καινούργιος χρόνος θα αρχίσει να γράφει τη δική του ιστορία, χρόνος καθοριστικός, καθώς ο Εμφύλιος μαίνεται σε όλη την Ελλάδα, όπου έξω από την κατ' επίφαση ειρηνική ζωή της Αθήνας δεν υπάρχουν παρά μάχες, σκοτωμοί και ανυπολόγιστες καταστροφές. Η πρωτεύουσα προσπαθεί «εντός των τειχών» να αναστήσει το προπολεμικό της κλίμα, δημιουργώντας ένα κακέκτυπο της κάποτε «belle epoque» με τα καινούργια φώτα, δηλαδή τους σωλήνες φθορισμού που πρωτοέκαναν την εμφάνισή τους, προσδίδοντας χλιδή στα στέκια όπου σύχναζαν Ατθίδες με εμπριμέ από τσίτι και «λεοντιδείς» με μπόλικο «μπριγιόλ» στα μαλλιά… Κοντά στα φώτα φθορισμού, μια άλλη επαναστατική ανακάλυψη ερχόταν να κάνει ευκολότερη τη ζωή των ανθρώπων, έστω κι αν ξερνοβολούσε μελάνι και κατέστρεφε σακάκια και πουκάμισα: το στιλό διαρκείας, το μετέπειτα γνωστό Bic.




Μέσα σ' αυτήν την περίεργη και ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, το «Μινιόν» περνά στη δεύτερη μεταμόρφωσή του. Η πρώτη έγινε μέσα στην Κατοχή, όταν οι ιδιοκτήτες ενός μεγάλου περιπτέρου στα Χαυτεία, ενός περιπτέρου που σε τίποτα δεν έμοιαζε με τα τότε κλουβιά και που μάλλον προς τα σημερινά έφερνε με την ποικιλία της πραμάτειας του, νοίκιασαν μια σούδα λιγάκι παραπάνω και άνοιξαν ένα κατάστημα που το βάφτισαν «Μινιόν», με εμπορεύματα αχταρμά, από είδη μόδας μέχρι και ψιλικά. Το μότο ήτανε: «Μινιόν- Το μεγαλύτερο μικρό κατάστημα» και χάρη στις καλές τιμές του κατόρθωσε να επιβιώσει. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, το «Μινιόν» πέρασε στη δεύτερη φάση του ανοίγοντας ένα «πολυκατάστημα», όπως τα χαρακτηρίζουμε σήμερα, γωνία Σατωβριάνδου και Πατησίων, περιοχή που ήταν η… Μέκκα των ψησταριών, και προσαρμόζοντας το μότο σε: «Νέο Μινιόν - Το μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα» αναμετριόταν με τους κολοσσούς «Λαμπρόπουλο», «Δραγώνα» και άλλους «συναδέλφους» του, που το αντιμετώπιζαν αφ' υψηλού, ενδεχομένως με τη χλευαστική παροιμία: «Κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες…».

Το «Νέο Μινιόν» όμως, χάρη στις χαμηλές τιμές του και την έξυπνη εμπορική του στρατηγική, με τις πολλές πρωτότυπες προσφορές, όπως «αγοράζοντας ένα κοστούμι παίρνεις δωρεάν και δεύτερο παντελόνι» ή το σύστημα «ντούμπλεξ», όπου με την αγορά ενός προϊόντος το δεύτερο κόστιζε στο 50% της τιμής του πρώτου, μαζί με συνεχή διαφήμιση, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβληθεί στην αγορά αλλά και να γίνει πολύ δημοφιλές, κυρίως στα λαϊκά στρώματα. Κάνοντας διαρκώς άλματα και δίνοντας κυριολεκτικά «ρεσιτάλ» στις γιορτές των Χριστουγέννων με εντυπωσιακές βιτρίνες και διάφορα επικοινωνιακά τρικ, δημιουργούσε συνωστισμό μέσα και έξω από το κατάστημα. Τότε προσέφερε σαν μποναμά στους πελάτες του μιαν ατζέντα, προτρέποντας από τα ΜΜΕ τους Αθηναίους «να περάσουν να πάρουν την ατζέντα τους, έστω κι αν δεν αγοράσουν τίποτα…».


Με κάτι ασήμαντα δωράκια, βρέθηκα από το ταμείο στην παραλαβή. Μαζί με τα ψώνια μού έδωσαν και την πολύτιμη ατζέντα και η χαμογελαστή υπάλληλος με ρώτησε ευγενικά: «Θέλετε ακόμη μία;». Ήθελα!





Στα χρόνια εκείνα, που στο μυαλό πολλών σύγχρονών μας θεωρούνται προκατακλυσμιαία, μια από τις πρώτες ασχολίες του κόσμου με τον ερχομό του καινούργιου χρόνου ήταν να αντιγράψει στην καινούργια του ατζέντα τις σημειώσεις και κυρίως τα τηλέφωνα από την περυσινή, που περνούσε στην… εφεδρεία και συχνότερα στον σκουπιδοτενεκέ. Ένας περισσότερο σχολαστικός δεν περιορίζετο μόνον στην αναγραφή τηλεφώνων και διευθύνσεων, αλλά ανατρέχοντας τις σελίδες ολόκληρου του χρόνου σημείωνε συγκεκριμένες ημερομηνίες για να του υπενθυμίζουν διάφορες κοινωνικές και λοιπές υποχρεώσεις του. Έτσι, φιλοπαίγμων τότε νεαρός, φυλλομετρώντας την ατζέντα φίλου, απόρησε με την πληθώρα των «memo» και χωρίς να γίνει αντιληπτός συμπλήρωσε στην 31η Δεκεμβρίου, παραμονή Πρωτοχρονιάς, την υπενθύμιση: «Να πλύνω τα πόδια μου…».

Η συνέχεια ανήκει στα ευκόλως εννοούμενα, για τα οποία στο σχολειό μάς εξήγησε ο δάσκαλός μας πως δεν χρειάζεται να αναφέρουμε κάτι που και ένας ηλίθιος θα καταλάβαινε. Στη λέξη «ηλίθιος» κοίταζε τον Παντελή. Για την ιστορία και μόνον, ο εν λόγω Παντελής σταδιοδρόμησε ως «τεχνοκράτης», καλούμενος για ψύλλου πήδημα στα «παράθυρα» της TV να πει τη γνώμη του.

Έχοντας από καιρό αποσυρθεί στο καβούκι μου, οι γνώσεις μου για τις επικρατούσες συνήθειες της πιάτσας στον «καθ' ημέραν βίον μας» είναι όσες κι ενός φαροφύλακα απομεμακρυσμένης βραχονησίδας. Επομένως αγνοώ αν συνεχίζεται η βασιλεία της ατζέντας στην ηλεκτρονική εποχή μας. Ίσως ελάχιστοι μεγαλοσχήμονες να διατηρούν μια δερματόδετη με τυπωμένα «χρυσοίς γράμμασι» λατινικά τα αρχικά τους, για να τους υπενθυμίζει το «Do it today» και κυρίως για να τη μοστράρουν καταλλήλως. Υπήρχε όμως και μια μεγάλη κατηγορία ατόμων που ακολουθούσαν μόλις την αποκτούσαν όλη τη διαδικασία «μεταφοράς δεδομένων», λίγες όμως ημέρες αργότερα, πριν κλείσει καν μήνας, την πετούσαν σε κάποιο συρτάρι επειδή ήταν μπελάς, κι ας είχαν νιώσει ανείπωτη χαρά όταν την απέκτησαν… Ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ. Έτσι βρέθηκε στα χέρια μου σαν… «σκελετός στο ντουλάπι» η περίφημη θαλασσί ατζέντα του «Νέου Μινιόν» και με γύρισε πίσω στα χρόνια εκείνα…  

…Ήταν, θυμάμαι, ένας πολύ κρύος Δεκέμβρης. Η υγρασία περόνιαζε το σώμα και κάποιες ημέρες μάλιστα μια πυκνή χιονοθύελλα δεν το έστρωνε μεν, μετέτρεπε όμως τους διαβάτες σε κινούμενους χιονάνθρωπους. Η θέρμανση στα σπίτια σχεδόν ανύπαρκτη. Μια ξυλόσομπα ή πιο συχνά ένα μαγκάλι περιόριζε το τουρτούρισμα. Τα «δέματα από την Αμερική», με περιεχόμενο τα κάθε λογής αποφόρια, και οι διανομές της «Ούνρα» ανάλογου ιματισμού εξακολουθούσαν να δίνουν λύση για την ενδυμασία σε πολλές οικογένειες. Για τους πιο ευκατάστατους είχαν γίνει πολύ της μόδας τα «τρενς-κοτ», ένα σκέτο πανάκι, δηλαδή, που φιλοδοξούσε να υποκαταστήσει το παλτό και την καμπαρντίνα, σε στιλ «μιλιτέρ» και σε χρώμα μπεζ προς λευκό, καθώς και τα κρεπ παπούτσια, που κατακτούσαν τα πόδια αρσενικών και θηλυκών. Ένα περίεργο μαγαζί άνοιξε στη γωνία Εμμανουήλ Μπενάκη και Πανεπιστημίου. Λεγόταν «ΟΔΙΣΥ» και πουλούσε είδη «συμμαχικού υλικού», από νιτσεράδες μέχρι ξυραφάκια. Οι πάγκοι με τα παιχνίδια στην Αιόλου, οι βιτρίνες της Ερμού που καλλιεργούσαν όνειρα στον θηλυκόκοσμο και τα σοβαρά και ανδροπρεπή μαγαζιά της Σταδίου έδιναν το γιορτινό χρώμα στην Αθήνα. Και ο Τζίμης Μακούλης τραγουδούσε το μεγάλο του σουξέ: «Αμαξά, τράβα μπρος μες στην μπόρα. / Δεν με νοιάζει κι αν πέφτει βροχή…».
 
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=73479&colid=64&dt=2012-01-15%200:0:0&page=2&mode=1

Εκεί που πολλά παιδιά ακούμπησαν όνειρα




Ώρα 03:00, ξημερώματα 19ης Δεκεμβρίου 1980. Το Μινιόν, το μαγαζί όνειρο για εκατοντάδες παιδιά (και όχι μόνο) παραδίνεται στις φλόγες. Όσοι ανήκουν στη γενιά 30 και κάτι, το θυμούνται, έστω και αχνά. Πάνω στην Πατησίων, κοντά στην Ομόνοια, το Μινιόν με τους 10 ορόφους του έμοιαζε με κάστρο που ο καθένας ήθελε να κατακτήσει. Ήταν άλλωστε κάτι πρωτόγνωρο, κάτι μαγικό. Ένας κόσμος ονειρεμένος με χιλιάδες παιχνίδια, φώτα, φωνές, κόσμο. Και φυσικά, κυλιόμενες σκάλες! Και ωραία χοτ ντογκ...

Το Μινιόν έμεινε στην ιστορία, έγινε σύμβολο των παιδικών μας χρόνων. Η φωτιά του 1980 το κατέστρεψε, γεννήθηκε ξανά κυριολεκτικά από τις στάχτες του. Δεν άντεξε όμως πολύ.





Όλα ξεκίνησαν από ένα περίπτερο στα Χαυτεία που είχε ο Γιάννης Γεωργακάς με συνεταίρο τον Άγγελο Σεραφειμίδη. Το 1939 κάνουν την πρώτη επέκταση, μεσολαβούν ο πόλεμος και ο εμφύλιος. Από το 1950 ο «πατέρας» του Μινιόν, Γιάννης Γεωργακάς, συνεχίζει την προσπάθεια να μεγαλώσει το «παιδί» του. Μέχρι το τέλος της 10ετίας έχει αγοράσει ένα 10όροφο κτίριο κοντά στην Ομόνοια και το διπλανό του.

Το 1975, το Μινιόν είναι ούτε λίγο ούτε πολύ ένα μπλοκ πέντε 10όροφων κτιρίων. Οι πωλήσεις ξεπερνούν το αστρονομικό για την εποχή ποσό του 1 δισ. δραχμών. Μπορεί να βρει κάνεις ό,τι φανταστεί: από ρούχα και παπούτσια μέχρι αυτοκίνητα, κομπιούτερ, γυαλικά, είδη ταξιδιού, παιχνίδια. Κάθε Χριστούγεννα άνοιγε και ο 6ος όροφος, που τις άλλες περιόδους έμενε κλειστός.

Ξημέρωνε 19 Δεκεμβρίου όταν ο Γιάννης Γεωργακάς σήκωσε το τηλέφωνο και άκουσε: «Το Μινιόν έπιασε φωτιά! Το Μινιόν καίγεται. Τρέξτε!». Δεν πρόλαβε. Το Μινιόν και το κατάστημα Κατράντζος παραδόθηκαν γρήγορα στις φλόγες. Αυτόπτες μάρτυρες άκουσαν εκρήξεις πριν τα δυο κτίρια τυλιχθούν στις φλόγες. Θα ακολουθούσαν κι άλλοι εμπρησμοί σε εμπορικά καταστήματα. Την ευθύνη για τη φωτιά σε Μινιόν και Κατράντζο ανέλαβε η οργάνωση «Οκτώβρης '80», με προκήρυξή της στις 22 Δεκεμβρίου.



Ήταν μια πρωτοεμφανιζόμενη τρομοκρατική οργάνωση, αποτελούμενη από πρόσωπα που αποσκίρτησαν από τον ΕΛΑ. Ο "Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας" καταδίκασε τις εμπρηστικές επιθέσεις και κατηγόρησε όσους είχαν αποχωρίσει από τις τάξεις του. Το ίδιο έκανε και η "17 Νοέμβρη", λέγοντας πως το διπλό χτύπημα ήταν ασυντόνιστο, απροετοίμαστο και πολιτικά επιβλαβές.

Το Μινιόν καταστράφηκε ολοσχερώς, μόνο ο σκελετός του κτιρίου έμεινε. Οι ζημιές έφτασαν τα δυο δισ. δραχμές. Λίγο μετά την εκλογή του Ανδρέα Παπανδρέου και αφού ο Γεωργακάς ασκεί ασφυκτικό πρέσινγκ στον νέο πρωθυπουργό, το Μινιόν εντάσσεται κατ' εξαίρεση σε νόμο για προβληματικές βιομηχανίες και το 1983 περνάει στον έλεγχο του κράτους.

Το 1991 ο Γεωργακάς βρίσκει τα λεφτά που χρειάζονται και αγοράζει ξανά το «παιδί του». Το 1992 αποσύρεται και έξι χρόνια μετά, η αυλαία πέφτει, το Μινιόν κλείνει κι εκεί που κάποτε ακούγονταν μόνο γέλια και φωνές, τώρα στέκεται ένα κτίριο βουβό, άχρωμο.

Στις αρχές του 2009 βγήκε η είδηση πως το Μινιόν εξαγοράστηκε από γνωστή αλυσίδα και πρόκειται να λειτουργήσει ξανά το 2012.


http://www.mediart.gr/2011-01-10-11-03-24/107-epikairotita/930-minion



Γιάννης Γεωργακάς: Ο πατέρας του “Μινιόν”

1912 ~ 12 ή 13 Ιουνίου 2002



Ο άνθρωπος που έμαθε τους Έλληνες τι σημαίνει να συνδυάζεις τις αγορές με το όνειρο, που έκανε το δημιούργημά του συνώνυμο με τα γιορτινά ψώνια, δεν είναι κάποιος που είχε ζήσει στο Παρίσι ή στην Νέα Υόρκη. Ήταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής που είδε τα όνειρά του να γίνονται πραγματικότητα και στην συνέχεια εφιάλτης ...


Η ιστορία τού «Μινιόν» ταυτίζεται επί πολλές δεκαετίες με εκείνη της Αθήνας. Μεγάλωνε όσο μεγάλωνε κι η πόλη και ταυτόχρονα ήταν εκείνο που έφερνε κάθε λογής δώρο των νέων καιρών. 

Από τις πρώτες κυλιόμενες σκάλες μέχρι τα πρώτα κομπιούτερ και από τον πρώτο αναπτήρα triplex έως τα σχέδια για το πρώτο franchise. Το σημαντικότερο όμως είναι πάντα αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί σε ισολογισμούς. Το «Μινιόν» συνδέθηκε με τις ωραιότερες στιγμές στη ζωή των Αθηναίων, τότε που είχε ακόμη σημασία να πηγαίνεις σε ένα «χειροποίητο» κατάστημα και να γνωρίζεις τον ιδιοκτήτη που εννοείται ότι ήταν πάντα εκεί, άλλοτε μοιράζοντας σοκολάτες στα παιδιά, πλάι στην Κράισλερ με τον Άγιο Βασίλη κι άλλοτε κουβαλώντας τα πράγματα των πελατών («μια φορά πήγα τα πράγματα κάτω, μου έδωσαν ένα εικοσάρικο, είμαι ο ιδιοκτήτης, κυρία μου, της είπα, αλλά πήρα το εικοσάρικο»).

Ακόμη κι όταν το «Μινιόν» ήταν ένας γίγαντας 1.000 υπαλλήλων και 120.000 διαφορετικών ειδών. Ας ακολουθήσουμε την πορεία του Γιάννη Γεωργακά που μας δίδαξε, όχι πώς κατακτάς το όνειρό σου -αυτό ήταν το εύκολο- αλλά πώς το φτάνεις έως τον ουρανό και πώς, όταν το βλέπεις να γίνεται στάχτη, ξαναρχίζεις από την αρχή.

Η ιστορία ενός ονείρου

Στο ορεινό χωριό Αυλώνα της Τριφυλίας, στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι επιλογές δεν ήταν πολλές. Μπορούσες μόνο να παλεύεις. Τη φτώχεια, την πείνα και την ελονοσία. Ο πατέρας του Γιάννη Γεωργακά, Μήτσος, χρόνια μετανάστης στην Αμερική, κατάφερε, επιστρέφοντας, να αγοράσει μαζί με τον αδερφό του ένα μαγαζάκι στην πλατεία του χωριού. Κάποια νύχτα όμως ληστές σήκωσαν τα πάντα και εξαφανίστηκαν με τα άλογά τους. 

Η «επιχείρηση» καταστράφηκε και ο Μήτσος Γεωργακάς για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του (έξι κορίτσια και ο Γιάννης) μάζεψε μερικά νεογέννητα αρνάκια (από τα αδύναμα, που τα χαρίζανε όπως ήταν το έθιμο οι φτωχοί στους πάμφτωχους), έφτιαξε μια μικρή στάνη και συνέχισε τη βιοπάλη. Το 1926 μέσα στην απελπισία τους στέλνουν τον μικρό Γιάννη (δεν είχαν ούτε τα λεφτά για να τον γράψουν στο Γυμνάσιο) στην Αθήνα, να δουλέψει στο μπακάλικο ενός θείου του. Δουλεύει εκεί και (με ψεύτικο πιστοποιητικό) γράφεται και στο νυχτερινό σχολείο. Αργότερα, αφήνει το μπακάλικο για να δουλέψει σε πρατήριο τσιγάρων και ύστερα γίνεται βοηθός παπατζή.
«Μόλις εμείς, τα "Νερά", βλέπαμε αστυνομικό φωνάζαμε "Σύρμα!" κι ο παπατζής τα μάζευε και δρόμο. Η αμοιβή, πενήντα δραχμές για δέκα ώρες, μου έφτανε ίσια ίσα για φαγητό». Ύστερα φεύγει φαντάρος και το 1934 απολύεται και αρχίζει να δουλεύει πλασιέ με το ποδήλατό του. Γυρνάει τα περίπτερα κουβαλώντας μικροπράγματα. Ενα από αυτά τα περίπτερα, στα Χαυτεία, που ονομάζεται «Μινιόν», το έχει νοικιάσει ο Αγγελος Σεραφειμίδης. Εχει επενδύσει εκεί κάτι λεφτά που έβγαλε στην Αμερική. 

Ο Γεωργακάς μπαίνει συνεταίρος στη δουλειά και αρχίζει τις... καινοτομίες. «Αντί να πουλάμε ένα ένα τα ξυραφάκια, πουλάμε πακετάκια με δέκα λάμες που κόστιζαν βέβαια φτηνότερα από το να τα αγοράζεις ένα ένα. Για τον φτωχό κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία. Φτάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια τη μέρα!». Με την ίδια λογική χτυπούν τις τιμές σε όλα τα είδη. Πολύ σύντομα νοικιάζουν και δεύτερο περίπτερο και στη συνέχεια δημιουργούν το πρώτο κατάστημα στα Χαυτεία. Το 1939 ξεκινούν τα πρώτα σχέδια επέκτασης αλλά τους προλαβαίνει ο πόλεμος.

Φεύγει για το μέτωπο. «Ο αέρας της νίκης μας έκανε να ξεχνάμε την κούραση, τις πορείες στο χιόνι, τα ξενύχτια, την πείνα ακόμη και τις ψείρες». Ύστερα, τον ενθουσιασμό διαδέχεται η απογοήτευση. «Η προέλαση μας σταμάτησε. Και η δική μου μονάδα βρέθηκε σε ένα υψόμετρο 1.500 μέτρων όπου τα πάντα ήταν παγωμένα. Είδα μουλάρια ζωντανά καρφωμένα μέσα στην παγωμένη λάσπη. Η πείνα θέριζε τα σωθικά μας». Τον Απρίλιο του 1941 καταλήγει άρρωστος στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων και όταν συνέρχεται, επιστρέφει κακήν κακώς στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά φυλακίζεται από τους Γερμανούς για τρεις μήνες. Μόλις στέκεται στα πόδια του, συνεχίζει τη δουλειά στο «Μινιόν». 

Η πολυπόθητη Απελευθέρωση έρχεται το 1944, αλλά την ακολουθεί ο Εμφύλιος. Το κατάστημα βρίσκεται στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά οι αποθήκες του στους αντάρτες! Τα εμπορεύματα του «Μινιόν» κατάσχονται, ενώ απέναντί τους εμφανίζεται ο πρώτος ισχυρός ανταγωνιστής, το «Μπιζού», που αντιγράφει τις μεθόδους του «Μινιόν». Τίποτε όμως δεν είναι ικανό να τον σταματήσει. Μόλις ηρεμούν τα πράγματα, το 1950 (ο συνέταιρός του στο μεταξύ έχει φύγει ξανά στην Αμερική) ζητάει και παίρνει άδεια εξαγωγής ελληνικών προϊόντων και εισαγωγής ξένων. Στο τέλος της δεκαετίας έχει αγοράσει ένα ολόκληρο δεκαόροφο κτίριο, πάντα κοντά στην Ομόνοια και λίγο μετά αγοράζει και το διπλανό του.

Με αυτό τον τρόπο, νοικιάζοντας και αγοράζοντας, θα φτάσει το 1975 να κατέχει ένα τεράστιο μπλοκ 5 δεκαώροφων κτιρίων, με πωλήσεις που ξεπερνούν το τρομακτικό εκείνη την εποχή ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών! Το «Μινιόν» πουλάει τα πάντα. Από καρφίτσες μέχρι αυτοκίνητα. Και από τρόφιμα μέχρι κομπιούτερ. Αλλά η πραγματικά απίστευτη ιστορία αρχίζει από τη βραδιά της πυρκαγιάς. «Δεκέμβριος 1980. Παρασκευή 19 του μηνός. Τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Η φωνή στο σύρμα, κραυγή: ‘‘Το Μινιόν έπιασε φωτιά! Το Μινιόν καίγεται. Τρέξτε!’’». 

Η Πυροσβεστική ελάχιστα πράγματα έσωσε. Οι περισσότερες δυνάμεις της κατευθύνθηκαν στο κατάστημα «Κατράντζος» χωρίς να καταφέρουν να σώσουν ούτε αυτό, με την αιτιολογία ότι κινδύνευε το κέντρο της Αθήνας. Ήταν η αρχή μιας σειράς εμπρησμών στα περισσότερα μεγάλα καταστήματα εκείνης της εποχής. Κανείς ένοχος δεν βρέθηκε ποτέ. «Κοιτούσα την καταστροφή, που ανεμπόδιστη από δύο μόνο πυροσβεστικά ολοκλήρωνε λεπτό προς λεπτό το έργο της. Και ήμουνα ξαφνικά, το ένιωθα, ο πιο φτωχός άνθρωπος του κόσμου. Το φτωχός όμως δεν με πείραζε. Με πείραζε που ήμουνα ο πιο καταχρεωμένος φτωχός του κόσμου!». Οι ζημιές υπολογίστηκαν σε δύο δισεκατομμύρια δραχμές. Η ασφαλέστερη λύση ήταν να κηρύξει χρεοκοπία. Αλλά εκείνος αρνείται κατηγορηματικά. Στο πλάι του η σύντροφος της ζωής του, η Αμαλία. Στόχος τους να ξαναφτιάξουν το «παιδί τους».

Μετά την καταστροφή

Αρχίζει η... πολιορκία του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, που υπόσχεται αμέριστη συμπαράσταση. Οι υπουργοί του όμως δεν δείχνουν τον ίδιο ενθουσιασμό και πάντα βρίσκουν έναν τρόπο να μπλοκάρουν τα δάνεια που χρειάζεται. Εκείνος, έστω και υπερχρεωμένος, έχει αρχίσει να ξαναχτίζει το κατάστημα. Ζητάει βοήθεια από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, Πρόεδρο τότε της Δημοκρατίας. «Θα τους το πω, αλλά δεν με ακούν», του ομολογεί εκείνος με παράπονο. Λίγο πριν από τις εκλογές παίρνει ενίσχυση 70 εκατομμύρια δραχμές. Το 1981 η κυβέρνηση αλλάζει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον δέχεται μία φορά, του υπόσχεται βοήθεια και λίγο αργότερα εγκρίνεται ένα δάνειο 100 εκατομμυρίων. Χρειάζονται όμως πολύ περισσότερα. Τότε, ο εβδομηντάχρονος Γεωργακάς αρχίζει την καταδίωξη του Ανδρέα. Στη Βιέννη, όπου έχει βρεθεί για επίσημη επίσκεψη, στις διακοπές του στην Κέρκυρα, στο φουαγιέ του Χίλτον στο Τορόντο. Ο Ανδρέας λέει στους υπουργούς που τον συνοδεύουν: «να φροντίσετε να λυθούν τα προβλήματα του "Μινιόν"». 

Τελικά εντάσσουν το «Μινιόν» κατ’ εξαίρεση σε έναν νόμο για τις προβληματικές βιομηχανίες και το 1983 το κατάστημα περνάει στα χέρια του κράτους. «Με άφησαν να το διοικώ όμως ως υπάλληλος τώρα του κράτους για εφτά ολόκληρα χρόνια! Ως υπάλληλος μέσα στο ίδιο μου το μαγαζί!». Του κάνουν μάλιστα έλεγχο για τυχόν ατασθαλίες. Δεν βρίσκουν τίποτε, του ζητούν συγνώμη. Εκείνος συνεχίζει να ονειρεύεται. 

Το 1989 ταξιδεύει στην Κίνα, μαζί με άλλους εκατό Ελληνες επιχειρηματίες. «Ισως ήταν μια ευκαιρία να ανοίξουμε ένα "Μινιόν" στην Κίνα»(!) σημειώνει στην αυτοβιογραφία του. Είναι ακόμη «υπάλληλος», το 1991 όμως καταφέρνει να συγκεντρώνει το ποσό που χρειάζεται, εξαγοράζει το «Μινιόν» και το παίρνει πίσω. Το ανακοινώνει ζωντανά από τα μεγάφωνα του καταστήματος. Μένει για έναν χρόνο ακόμη και το 1992 το αφήνει στους συνεταίρους του. Αισθάνεται ότι έχει εξασφαλίσει το μέλλον για το μοναδικό «παιδί» που απέκτησε ποτέ. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι το Μινιόν δεν θα αντέξει πολύ ακόμη - θα κλείσει το 1998. Ποτέ μη λες ποτέ όμως. 

Στο κατώφλι του 2009, η είδηση που κυκλοφορεί είναι ότι το Μινιόν ετοιμάζεται για μια ακόμη φορά να μπει στο παιχνίδι. Ο Γιάννης Γεωργακάς έφυγε το 2002 στα 90 του. Αλλά αν το Μινιόν ανοίξει ξανά, δεν μπορεί, θα είναι κάπου εκεί. Ισως δίπλα σε μια αόρατη Κράισλερ του ’60, με τον Αϊ-Βασίλη στο τιμόνι, να μοιράζει σοκολάτες στα παιδιά στην οδό Πατησίων.

Πρωτιές του Μινιόν

Το Μινιόν χάρη στον Γιάννη Γεωργακά ήταν το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα που:
  • καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις
  • κατάργησε τα παζάρια, που ίσχυαν μέχρι τότε, και έβαλε καθορισμένες τιμές
  • καθιέρωσε τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο και αργότερα στην τηλεόραση
  • έβαλε στα κτίριά του κυλιόμενες σκάλες
  • έβαλε air condition
  • έκανε χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή
  • καθιέρωσε τη λίστα αγορών και τη λίστα γάμου
  • δημιούργησε σχολές πωλητών και στελεχών
  • καθιέρωσε τα σεμινάρια προσωπικού
  • λειτούργησε εστιατόριο καφετέρια-μπαρ στους ορόφους του
  • καθιέρωσε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στους χώρους του.
Ζωή, ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΕΩΣ

«Εζησα συχνά με αβεβαιότητες και πολλές φορές επικίνδυνα, με βάρη ασήκωτα και υγεία κακή.Ομως έζησα και δημιούργησα. Και μπορώ σήμερα, στα 80 μου, να πω: ξεκίνησα άρρωστος. Σήμερα είμαι υγιής. Ξεκίνησα αμόρφωτος. Σήμερα έχω δίπλωμα Πανεπιστημίου. Ξεκίνησα φτωχός. Σήμερα δεν είμαι φτωχός. Ξεκίνησα χωριάτης. Σήμερα μιλάω ξένες γλώσσες. Ξεκίνησα χωρίς τίποτε στα χέρια μου και έφτιαξα το Μινιόν για μένα και όχι μόνο για μένα»

-Από την αυτοβιογραφία του Γιάννη Γεωργακά

Του Γρηγόρη Παπαδογιάννη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 357, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 28 Δεκεμβρίου 2008.http://ypeppas.blogspot.com/2009/06/blog-post_11.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου