Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Στην άσπιλη πολιτεία και γοητεία των γλάρων

Δυο ανέμελοι γλάροι απολαμβάνουν το μεσημβρινό χειμωνιάτικο ήλιο πάνω στο έρημο και γυμνό γλαρονήσι της Κολοκύθας, 2,5 ναυτικά μίλια ΝΑ της οχυρής νησίδας Σπιναλόγκας στην Ελούντα της Κρήτης. Το νησάκι που βρίσκεται ανατολικά της χερσονήσου της Σπιναλόγκας, το «Νησί» όπως αποκαλείται από τους ντόπιους, και  απέναντι από το εκκλησάκι του Αγίου Φωκά, δεν έχει μήτε ένα δέντρο, εξόν από θάμνους, σκίνα, χαμόκεδρους και αγριοαγκινάρες. 
 
Πολύ κοντά στην απέναντι γραφική ακτή, συνθέτει μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. Κοντά στην πολύβουη, κοσμοπολίτικη και σπατάλη τουριστική Βαβέλ της περιοχής, το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο και αναχωρητικό στον παράδεισό του. Σαν να το είχε ξεχάσει ο Θεός, όταν έχτιζε τις στεριές κι έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του Κόσμου.
 
Όταν πριν λίγες ημέρες απολαμβάναμε αυτή την τελευταία και ανέγγιχτη παραδεισένια γωνιά του τόπου μας, με τους εκατοντάδες γλάρους, (άλλωστε εκεί είναι το κατοικητήριό τους) να πετούν πάνω από τα κεφάλια μας, αναπόφευκτα θυμηθήκαμε το διήγημα «Οι γλάροι» του Ηλία Βενέζη στο ερημονήσι με το γέρο φαροφύλακα μπάρμπα-Δημήτρη που ημέρεψε από μωρά δύο γλαροπούλια, αντικαθιστώντας τους ως μοναδική παρηγοριά με τα παιδιά του που χάθηκαν στα μέρη της Ανατολής...
"Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες" (Γλαρονήσι της "Κολοκύθας" στην Ελούντα Ιανουάριος 2012: Ποιός ξέρει; Ίσως και να ήταν ο Βασίλης κι ο Αργύρης, τα δυό παιδιά του γέρο φαροφύλακα μπαρμπα-Δημήτρη...) 
«— Ποιος το ξέρει..., του λέγαν οι ψαράδες. Μπορεί να ζούνε κι να ’ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν.
Δε μιλούσε, δε σάλευε, τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.
— Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να ’ρθουν. Μην απελπίζεσαι.
Οι ψαράδες τότε, μ’ αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.
— Αλήθεια, του λέγανε, Πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι...
— Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. Μοναχά ο άνθρωπος...
Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μόλο που την ξέραν, όπως την ξέραν κι όλοι όσοι ζούσαν στην αντικρινή στεριά. Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα αμάλλιαγα ακόμα. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.
«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε...»
Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, κείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε.
«Λοιπόν..., εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. Κι εσένα να σε λέμε Αργύρη...»
Έτσι, από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Κι οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε.
Σαν μεγάλωσαν κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή.
«Άιντε, λοιπόν, Βασίλη!» είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει.
Το πουλί πέταξε, έφυγε.
Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.
Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε απ’ τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν.
Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι.
Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί, ταξιδεύανε ως τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ως πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. Τους είχαν μάθει κι σι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας:
— Ε, Βασίλη!... Ε, Αργύρη!...»
 
MERABELLO LIBRO D’ ORO

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου