Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

«Ήμουνα σινεμαδάκιας...»





«Ήμουνα σινεμαδάκιας...»



Καίγεται το «Αττικόν», καίγεται το «Άστυ». Η είδηση προκάλεσε σοκ, καθώς έμοιαζε να συμβολίζει το βίαιο τέλος μιας εποχής.
Πέρυσι την άνοιξη, σε μια συνέντευξή του, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε πει ότι χρειαζόμαστε «μια επίθεση πολιτισμού για να βρει ο τόπος την αυτοπεποίθηση και την αξιοπρέπειά του». Όμως ο εμπρησμός της πόλης, του άστεως, ισοδυναμεί με επίθεση «κατά» του πολιτισμού. Και ο κινηματογράφος, ως φυσικός χώρος, είναι ένα εύγλωττο σύμβολο της δημόσιας σφαίρας, του πολιτισμού της πόλης. Με ανακούφιση μάθαμε ότι το «Αττικόν» και το «Άστυ» σώθηκαν, όμως δεν ξεχνάμε ότι εκατοντάδες κινηματογράφοι, που δεν είχαν τη δική τους αρχιτεκτονική ιστορία και κομψότητα, έχουν εδώ και χρόνια αφανιστεί.
«Είμαι σινεμαδάκιας», έλεγε πριν από μια δεκαετία ένας φίλος, γέννημα θρέμμα της πλατείας Βικτωρίας. Σινεμαδάκιας παραδοσιακός, που ήθελε την έξοδο κομπλέ: με τα επίκαιρα και τα προσεχώς, με ουίσκι και σοκολάτα στο διάλειμμα τον χειμώνα, μπίρα ή γρανίτα το καλοκαίρι. Πριν από πέντ’ έξι χρόνια, τον συνάντησα ξανά. Όμως αυτή τη φορά δεν μιλούσε για σάμαλι, γιασεμιά και πασατέμπο, αφού τα multiplex πήραν τη θέση που κατείχαν κάποτε στην καρδιά του τα σινεμά της Πατησίων. Εκεί, στα μολ και τα μολοειδή, βρίσκει πάντα θέση πάρκινγκ και, επιπλέον, το σινεμά συνδυάζεται με ψώνια και χάζεμα στις βιτρίνες. Και, αντί για ουίσκι, βολεύεται με έναν χάρτινο κουβά ποπκόρν, χειμώνα καλοκαίρι.
Ασφάλεια, ομοιομορφία και προβλεψιμότητα προσφέρουν τα περίκλειστα εμπορικά χωριά. Εδώ οι έφηβοι δεν θα διασταυρωθούν με επαίτες, διαδηλωτές, βαποράκια, αστέγους, φτωχούς μετανάστες, παπατζήδες. Κάποτε οι κινηματογράφοι έδιναν ζωή στο κέντρο της πόλης ή της συνοικίας, όμως σήμερα κυριαρχεί η διασκέδαση κατ’ οίκον. Δεν είναι μόνο η τηλεόραση που σκοτώνει τον κινηματογράφο, δεν είναι μόνο η νέα φτώχεια και η ανεργία: είναι και η συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, η εκούσια ιδιώτευση. Πού να τρέχεις μες στη νύχτα... Αντίθετα, η τηλεόραση, το Ιντερνέτ, τα διάφορα γκατζετάκια προσφέρουν μια ψευδαίσθηση ελέγχου: βλέπω δωρεάν ό,τι θέλω, όποτε το θέλω. Άλλοι ελέγχουν τη ζωή μου στα μεγάλα, τα κρίσιμα πεδία (π.χ., της εργασίας, της δημόσιας υγείας και παιδείας), όμως «εγώ» ελέγχω τους ήχους και τις εικόνες που καταναλώνω, ρυθμίζω την ένταση και το κοντράστ.
Με νύχια και με δόντια, με σκληρή οικογενειακή εργασία, προσπαθούν οι εναπομείναντες αιθουσάρχες να ξορκίσουν το λουκέτο, όχι μόνο για να παραμείνουν επιχειρηματίες, αλλά και γιατί πολλοί πιστεύουν ότι επιτελούν κοινωνικό λειτούργημα - και έχουν δίκιο. Αρκετοί είναι μικροί, αφανείς ήρωες και εργάτες του πολιτισμού. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι, «άρχοντες, αριστοκράτες στην ψυχή», σύμφωνα με έναν εύστοχο χαρακτηρισμό, που ένας ένας ηττώνται σε άνιση μάχη και αγώνα. Δεν είναι δημιουργοί, αλλά δίνουν στην καλλιτεχνική δημιουργία -συχνά και στη δημοκρατία- τόπο να σταθεί, αέρα ν’ ανασάνει.
Πρόσφατα, ξαναβρεθήκαμε με τον παλιό μας φίλο. «Τώρα κατεβάζω ταινίες και σίριαλ από το Ιντερνέτ», παραδέχτηκε. «Ήμουνα σινεμαδάκιας, μετά έγινα μολάκιας... τώρα είμαι πειρατής, κατεβασάκιας». Αντίο στο ωραίο κοτλέ σακάκι, αντίο ουισκάκια μου, αντίο κουβεντούλα και φλερτ στο φουαγιέ. Το τουίτερ να ’ναι καλά...

 (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, "Αποτυπώματα", 19-2-12)

http://www.tziantzi.gr/2012/02/blog-post_19.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου