Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ






 Η τιμη της Αννας


Το παρακάτω θέμα είναι μια αληθινή ιστορία όπως αναφέρεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα που μου στείλανε και στο ιστολόγιο που πρωτοαναρτήθηκε. Απλά για προσωπικούς λόγους απέφυγα να υιοθετήσω απόλυτα το λεξιλόγιο του πρωτοτύπου.

Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας

Η ιστορία είναι πραγματική. Μου την αφηγήθηκε πελάτισσα μου, αστυνομικός που υπηρετεί στο Α/Τ Ομονοίας.

Δευτέρα βράδυ λέει η αστυνομικός, είχαν μαζέψει καμιά δεκαριά πόρνες έξω από ένα ξενοδοχείο της οδού Μενάνδρου. Ανάμεσα τους και την Άννα.
Την πέταξαν σένα κελί, μαζί με τις άλλες. Η ώρα 11:00. Σε μίση ωρίτσα πλάκωσαν οι δικηγόροι. Μια - μια οι αλλοδαπές αποχωρούσαν. Πλήρωναν οι προαγωγοί τους.
Ξέμεινε η Άννα.
- Ο δικός σου ο δικηγόρος;
- Δεν έχω δικηγόρο...
Οι αστυνομικοί κάτι μυρίστηκαν. Έχουνε δει πολλά τα μάτια τους. Την πήραν την Άννα, την πήγανε στον αξιωματικό υπηρεσίας.
- Από που ξεφύτρωσες εσύ;
Η Άννα κάτι πήγε να ψελλίσει άλλα δεν της έβγαινε ήχος. Μόνο ένα δάκρυ. Κι αυτό στεγνό...
Η αστυνομικός μου, που έκοβε χαρτόσημα στο γραφείο, επηρεάστηκε. Εντάξει. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο να βλέπεις ελληνίδες και καλοβαλμένες κοπέλες σαν την Άννα, να κάνουν πιάτσα στη Μενάνδρου. Άσε που έκτος της ταυτότητας, είχαν βρει στο τσαντάκι της και κάτι φωτογραφίες. Κι ανάμεσα στις άλλες φωτογραφίες, ένα βρέφος ολίγων μηνών.
- Το μωρό ποιανής είναι;
- Δικό μου
- Πόσων μηνών;
- Έξη
- Και που το έχεις τώρα;
- Το φυλά ο άντρας μου
- Και ξέρει ο άντρας σου που γυρνάς;
- Όχι δεν το ξέρει...
Βουβαμάρα. Οι αστυνομικοί αλληλοκοιταζόντουσαν. Ήταν κι η πελάτισσα μου, που την είχε πιάσει το μητρικό. Μανούλα κι αυτή.
Σηκώνεται, φέρνει στην Άννα λίγο καφέ.
- Γιατί ρε κοπέλα μου;
Έτσι ξερά, ένα "Γιατί". Και σαν τι άλλο να πεις;
Να πεις δηλαδή ότι η Άννα που έλιωσε στην καρέκλα να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Αθηνών κι εξόν από το ξευτελισμένο το πτυχίο είχε και ένα μεταπτυχιακό στην ιστορία της Τέχνης, δούλευε τώρα σε ένα πολυεθνικό σουπερμάρκετ για 480 ευρώ το μήνα; Κι επιπλέον την πιάνουν να κάνει πιάτσα στα Χαυτεία; Εκεί που πάνε για να πηδήξουν οι Πακιστανοί;
Πως να το πεις;
Γιατί άμα το πεις, έρχεται η σειρά του να ρωτήσεις και για πιο λόγο έγιναν όλα αυτά; Και ποιος φταίει; Και μήπως φταις κι εσύ που γίνανε όλα αυτά, όπως σκατά γίνανε.
Και δεν το λες.
Λες μόνον ένα ξερό "γιατί", που μέσα στη γύμνια του, είναι ντυμένο όλα τα θανάσιμα ερωτήματα αυτού του κόσμου...
Γιατί; Γιατί έτσι...
Γιατί πολύ απλά, τα 480 ευρόπουλα που της δίνουν της Άννας οι πολυεθνικοί υπεράρπαγες δεν φτάνουν ούτε για το νοίκι με τα κοινόχρηστα. Γιατί ο άντρας της το έκλεισε το μαγαζί του και δεν λογίζεται ούτε ως άνεργος, για να του πετάνε τουλάχιστον ένα επίδομα. Γιατί αν δεν πλήρωνε το χαράτσι αυτό τον μήνα θα της κόβανε και το ρεύμα.
Και πάνω απ 'όλα γιατί η Άννα έχει ένα βρέφος έξη μηνών. Που ξυπνάει τις νύχτες και σπαράζει στο κλάμα, άμα δεν του έχουν έτοιμο το αποστειρωμένο μπιμπερό με το γάλα. Και τι γάλα; Όχι το γάλα που πουλάνε στα περίπτερα. Το άλλο το γάλα. Που είναι για τα μώρα. Το ακριβό. Το Αλμυρό...
Γιατί τα βρέφη δεν μπορούν να φανέ ρεβίθια ή φακές που φέρνει κάθε μεσημέρι ο άντρας της από τα συσσίτια της εκκλησίας. Ούτε να καταλάβουν ότι σ' αυτόν τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που βγάζουν σε μια μέρα τόσα ευρόπουλα, όσα χρειάζεται μια οικογένεια για να ζήσει ένα χρόνο! Κι ότι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, προκειμένου να βγάλουν άλλα τόσα παραπάνω [και τι να τα κάμουν πανάθεμάμαι;] είναι ικανοί να στείλουν στο θάνατο χιλιάδες οικογένειες.
Όχι!
Τα βρέφη δεν τα καταλαβαίνουν αυτά.
Τα βρέφη διαθέτουν μόνον τη σοφία της ζωής. Που λέει ότι κάθε άνθρωπος που έρχεται σ αυτόν τον κόσμο δικαιούται ένα μερίδιο στο φως, στην τροφή και στην ελπίδα...
Αυτό καταλαβαίνουν τα βρέφη και αυτό είναι που σε μαχαιρώνει στην καρδιά, όποτε τ' ακούς να σπαράζουν στο κλάμα από την πείνα. Και το Αλμυρό έχει λεφτά. Πως να το αγοράσει η Άννα, που δεν έβρισκες στο πορτοφόλι της παρά μισό σεντ και δυο φωτογραφίες; Τις φωτογραφίες της ζωής της, που δεν άξιζε πια ούτε ένα κουτάκι αλμυρό. Τη μικρή συσκευασία...
Κι έτσι η Άννα πήρε το τσαντάκι της και την έκαμε για την οδό Μενάνδρου. Τριάντα ευρώ ο πελάτης. Είκοσι παίρνεις γιαυτό που δίνει και δέκα δίνει στο ξενοδοχείο. Και στήνεται στον πρώτο βρωμιάρη που θα της τα δώσει και μετρά τις φτυσιές .
Ένας, δυο, τρεις πελάτες και νάτο το αλμυρό και νάτα τα τσιγάρα. Σου μένει και κάτι τις να αγοράσεις ένα μπουκάλι κρασί να το πιεις με τον Αλέξανδρο σου [άλλος πτυχιούχος κι αυτός], να ξεχαστείς λιγάκι.
Τριάντα ευρώ.
Η τιμή της Άννας.
Και για να τα λεμέ όπως είναι, το είχε ξανακάμει. Και μια και δυο φορές. Τη μια για να βγάλει τα κοινόχρηστα, την άλλη για να βγάλει το χαράτσι. Μάλιστα! Και είχε ξαναβρεθεί στο ξενοδοχείο της Μενάνδρου και είχε ξαναμετρήσει φτυσιές στην ψυχή της.
Τριάντα ευρώ κανονικά, δεκαπέντε αν την βγάλει ο άλλος στην φτήνια.
Στα όρθια. Και με τα μάτια κλειστά για να μην της έρθει να ξεράσει.
Έτσι ωμά, γιατί έτσι γίνονται.
Κι επειδή στην Αλήθεια, δεν μπαίνει προφυλακτικό...
Μονάχα που τις άλλες δυο φορές δεν την είχαν τσιμπήσει οι αστυνομικοί. Τώρα όμως την έπιασαν.
Και κάθονταν η αστυνομικός από πάνω της και δεν ήξερε τι να πει η γυναίκα.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας, ξεστόμισε μια βαριά βρισιά.
- Να χ… που είμαι άνθρωπος, ρε π….. μου...
Μετά άλλαξε ένα βλέμμα με τους άλλους που ήταν εκεί μέσα. Και με τη αστυνομικίνα, που έτρωγε τα νυχιά της από τον καημό.
- Άστην να φύγει. Μην γράφεις τίποτα στο βιβλίο συμβάντων...
Η αστυνομικός ευθύς πέταξε και στυλό και μολύβια. Βούτηξε την Άννα από το μπράτσο.
- Φεύγα ρε κορίτσι. Κάντηνε τώρα δα, Πάρε την τσαντούλα σου και χάσου...
Αλλά η Άννα τίποτα. Δεν κουνήθηκε καν
- Ορίστε κυρία μου, μούγκρισε ο αστυνομικός, είστε ελεύθερη. Γυριστέ στο σπιτι σας και μη σας ξαναπιάσουμε στα μπουρδέλα...
- Άιντε, γρήγορα πριν μας την πέσει κανένας μυστήριος και βρούμε τον μπελά μας...
Εκεί η Άννα. Δεν έλεγε να σηκωθεί από το κάθισμα.
Οι αστυνομικοί τα έχασαν.
- Καλά δεν ακούς;
- Ακούω
- Ε, τότε τράβα σπίτι σου
- Δεν γυρνώ σπίτι μου
- Τι μας λες ρε κορίτσι; Το ‘χεις κουνημένο;
- Το μωρό μου πεινάει, το καταλαβαίνετε; Δεν πρόλαβα να πάρω ούτε έναν πελάτη. Δεν γυρνώ σπίτι μου χωρίς το αλμυρό... Δεν αντέχω ν’ ακούω το μωρό μου να σπαράζει στο κλάμα...
Ο αξιωματικός υπηρεσίας, βάρεσε μια γροθιά στον αέρα. Ε, και που να τη βαρέσει ο άνθρωπος;
Στα λαμόγια; Στους γραβατοπειρατές; Στους τραπεζίτες; Στις πολυεθνικές; Στα αφεντικά του; Στον διοικητή του; Στο στομάχι του; Ή στο εικόνισμα του Χριστού που δέσποζε επάνω από το γραφείο του.
- Πόσο κάνει αυτό το γ……. το αλμυρό ρε Μαρία; (Μαρία λένε την πελάτισσά μου).
- Κάνα εικοσάρι...
Ο αστυνομικός έβγαλε κι έριξε ένα ταληράκι στο τραπέζι. Μετά ήρθαν κι οι άλλοι. Και η Μαρία, που της είπε κιόλας της Άννας διανυκτερεύον φαρμακείο για να το αγοράσει.
- Ορίστε. Μαζεύτηκαν αρκετά... Θα χεις να πάρεις και τσιγάρα... Φεύγα και μην ξαναγυρίσεις εκεί ρε κορίτσι... Δεν λέει...
Η Άννα τα πήρε και έφυγε.
Για κείνο το βράδυ τουλάχιστον, ο Άνθρωπος είχε ανεβάσει την τιμή του...

Πηγή: Λευτέρης Πανούσης
http://panusis.blogspot.com/2012/03/blog-post.html?spref=fb

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου