Εν έτει 2012 υπάρχουν ευεργέτες;
Τρεις απόψεις για την ιδιωτική παρέμβαση στον δημόσιο βίο, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, και την έννοια της πατρίδας
Tης Γιουλης Eπτακοιλη
Φανταστείτε την Αθήνα χωρίς το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, την Ακαδημία Αθηνών, το Ζάππειο ή το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ναι, είναι αδύνατον... Ολα αυτά τα εμβληματικά κτίρια είναι δωρεές. Εγιναν με χρήματα που έδωσαν ο Αβέρωφ, ο Τοσίτσας, ο Στουρνάρης, ο Ζάππας, ο Μπενάκης και πολλοί άλλοι.
Το φαινόμενο της ευεργεσίας είναι κατ’ εξοχήν ελληνικό. Ετσι τουλάχιστον έχουν ισχυριστεί ιστορικοί όπως ο Πολ Βεν που ανιχνεύει τις ρίζες του ευεργετισμού στην ελληνιστική περίοδο. Ευεργέτες στήριξαν το έθνος όταν έβγαινε μπαρουτοκαπνισμένο από την επανάσταση του ’21, έχτισαν σχολεία, νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, όπλισαν το κράτος -θωρηκτό Αβέρωφ- σε κρίσιμες στιγμές. Με δικά τους χρήματα αναβίωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, τρία χρόνια μετά το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη. Και, ίσως, σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να κάνουμε μια πρώτη σκέψη ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή: από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 αρκετοί ιδιώτες πλούτισαν και λίγα χρόνια αργότερα το κράτος πτώχευσε.
Εν έτει 2012, με την Ελλάδα σε κρίσιμη καμπή, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σε τελείως διαφορετικό γεωπολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον από τα τέλη του 19ου αιώνα λ. χ., μπορούμε να μιλάμε για εθνικούς ευεργέτες; Υπάρχουν; Και αν ναι, πώς παρεμβαίνουν στον δημόσιο βίο;
Ο κοινωνιολόγος Βασίλης Καραποστόλης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει αναφερθεί σε ιστορικά πρόσωπα που μπόρεσαν παρά τις πικρίες και τις αντιφάσεις τους να γίνουν για τη χώρα τους Δότες. Στο πρόσφατο βιβλίο του «Διχασμός και εξιλέωση. Περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων», παραθέτει παραδείγματα ανθρώπων που έκαναν την υπέρβαση ενάντια σε έναν συχνά αυτοκαταστροφικό λαό, που όπως εύστοχα σημειώνει «ήταν και είναι ακόμη δεμένος πάνω στο άρμα της επιβίωσης και της φιλοκερδίας» Σήμερα, εκφράζει έναν προβληματισμό: «Τη χώρα την ενδιαφέρει να ξέρει αν υπάρχουν ακόμη κάποια διαφορετικά άτομα που δεν συγχέουν το μεγαλείο ενός μαικήνα με το image ενός μεγαλόσχημου».
Για την ιστορικό Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, διευθύντρια ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, «το πιο ακανθώδες και πολύπλοκο ζήτημα είναι η διαχείριση των εθνικών κληροδοτημάτων του παρελθόντος». Συζητήσαμε μαζί της λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για το Τορόντο όπου στο πλαίσιο ενός συνεδρίου που διοργανώνει ο καθηγητής ιστορίας Σάκης Γκέκας, με θέμα «Το ελληνικό κράτος και η οικονομία από τον 19ο αιώνα στην εποχή της παγκόσμιας κρίσης», θα μιλήσει στους ομογενείς για τη δημόσια εικόνα των επιχειρηματιών μέσα από την ευεργεσία, από τους Ζωσιμάδες μέχρι σήμερα. «Xoρηγία, ευεργεσία, φιλανθρωπία είναι τρεις έννοιες που αποκτούν διαφορετική σημασία μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα που τις δημιούργησαν», εξηγεί η κ. Χατζηιωάννου. «Η προσφορά υλικής βοήθειας προς όφελος ατόμων, εθνικών και κοινωνικών ομάδων, ή θεσμών του κράτους, αποτέλεσε πράξη ιδιωτικής παρέμβασης στον δημόσιο βίο. Στη νεότερη ελληνική ιστορία (18ος-20ός αιώνας) διακρίνουμε τις ακόλουθες κατηγορίες: εθνική ευεργεσία, κοινωνική φιλανθρωπία, και ιδιωτικές δωρεές και χορηγίες στον τομέα του πολιτισμού, της παιδείας και έρευνας, καθώς και της υγείας. Σήμερα, κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα δέχονται χορηγίες η τέχνη και η υγεία, κανείς δεν φτιάχνει πια σχολεία».
«Δεν εξιδανικεύω τους ευεργέτες του παρελθόντος ούτε του παρόντος», μας λέει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Η ευεργεσία ήταν ένα είδος συσσώρευσης κοινωνικού κεφαλαίου χωρίς το οποίο δεν μπορούσε κάποιος να κάνει επιχειρήσεις ή πολιτική. Δεν γινόταν για την αγάπη της πατρίδας».
«Οι Αβέρωφ της Αιγύπτου λ. χ. είχαν το διακομιστικό έργο των στρατευμάτων του Ιμπραήμ όταν εκείνος επενέβη στην Πελοπόννησο. Και εν συνεχεία, έκαναν μεγάλες δωρεές. Θέλω να πω ότι είναι λάθος να βλέπουμε τους ευεργέτες με αυτήν την παλιά ρομαντική άποψη. Σήμερα, έχοντας διαβάσει Πιερ Μπουρντιέ και πολλούς άλλους στον 20ό αιώνα βλέπουμε περισσότερο αναλυτικά την στρατηγική της ευεργεσίας ως στρατηγική συσσώρευσης κοινωνικού κεφαλαίου, ως μέσο πρόσβασης σε μια χώρα, στην πολιτική της αλλά και στο φαντασιακό της ακόμη. Υπό αυτήν την έννοια, υπάρχουν και σήμερα ευεργέτες, γνωστά ιδρύματα».
Κι εδώ υπάρχει και μια βασική διαφορά σε σχέση με τους ευεργέτες του παρελθόντος σύμφωνα με τον Αντώνη Λιάκο: «Παλιά οι ευεργέτες είτε έχτιζαν κτίρια, είτε σχολεία, είτε αγόραζαν οπλικά συστήματα όπως το θωρηκτό Αβέρωφ. Τώρα η διαφορά είναι ότι δεν αγοράζουν οπλικά συστήματα αλλά και τείνουν περισσότερο στο να συγκροτήσουν κληροδοτήματα τα οποία διαχειρίζονται οι ίδιοι, σε σχέση με το παρελθόν που σε κάποιο βαθμό έβαζαν συνέταιρο και το κράτος. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και ευεργέτες που λένε ότι για να φτιάξουμε εμείς αυτό το έργο θα βάλουμε κάποια ευεργεσία αλλά θέλουμε να βάλει και το κράτος τα 3/4. Ετσι, γίνεται κατά κάποιο τρόπο ένα είδος PSI της ευεργεσίας».
Η κ. Χατζηιωάννου υπογραμμίζει και άλλη μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρο. «Εχει διαλυθεί ο κοινωνικός ιστός, δεν υπάρχει η έννοια της τοπικής πατρίδας αλλά και η έννοια του Σωτήρα. Το άτομο αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη θέση του στην κοινωνία. Η ευεργεσία έδινε ταυτότητα στον απόδημο ελληνισμό. Ηταν η γέφυρά του».
Σ’ αυτό το σημείο συμφωνεί με τον δικό του τρόπο και ο Αντώνης Λιάκος. «Εχει εξαφανιστεί η έννοια της παλιάς ομογένειας. Η νέου τύπου ομογένεια, δεν είναι η διασπορά εκείνη του 19ου αιώνα από τη Νότια Ρωσία ώς την Αίγυπτο. Τώρα, ναι μεν υπάρχει ένας οικουμενικός ελληνισμός αλλά έχει πάρα πολύ χαλαρές σχέσεις με το εθνικό κέντρο. Ο Τσακόπουλος π. χ. (Ελληνοαμερικανός μεγιστάνας) επενδύει στις ΗΠΑ δεν επενδύει στην Ελλάδα, γιατί το συμβολικό κεφάλαιο που κερδίζει είναι μέσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι μια στρατηγική με λίγα λόγια. Η αυταπάρνηση ήταν ο ρομαντικός μύθος...».
Δωρεά που θυμίζει παλιά ευεργεσία
Η σημασία ενός εθνικού συμβολικού κεφαλαίου είναι μεγάλη. Σ’ αυτό συμφωνούν και οι τρεις συνομιλητές μας. «Η Τριλογία των Αθηνών» λ.χ., «είναι το πιο φορτισμένο ιστορικά μέρος του ελληνικού χώρου μετά την Ακρόπολη. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό. Συχνά παίρνω τους μαθητές μου και τους κάνω επί τόπου μάθημα, για το πώς συγκροτείται το εθνικό συμβολικό», μας εξομολογείται ο Αντώνης Λιάκος. Ως τέτοια κίνηση, συμβολικού κεφαλαίου, πρέπει να ερμηνεύεται και η δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου που έχει αναλάβει όλα τα έξοδα (566 εκατ. ευρώ) για τις νέες εγκαταστάσεις της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Φαληρικό Δέλτα. Μια δωρεά που θυμίζει τις παλιές ευεργεσίες, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι μόλις τελειώσουν τα έργα, το Ιδρυμα θα παραδώσει τα κλειδιά και τη διαχείριση, στο κράτος.
Επίσης, όπως ανακοινώθηκε πριν από λίγες μέρες, το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προσφέρει το ποσό των 100 εκατομμυρίων ευρώ για να χρηματοδοτηθούν δράσεις και προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και υγειονομικής φροντίδας για την άμεση ανακούφιση των ευπαθών ομάδων (νεοάστεγοι, νεόπτωχοι, άνεργοι κ. λπ.) αλλά και στην εκπαίδευση των νεότερων γενεών, ως πρόληψη και επένδυση στο μέλλον της Ελλάδας. Η δωρεά θα εκταμιευθεί εντός μιας τριετίας και θα διοχετευθεί σε Μη Κερδοσκοπικούς Οργανισμούς για συγκεκριμένα έργα, με αυστηρά κριτήρια και συνεχή επιτήρηση.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_18/03/2012_476208
Ασυμβίβαστα μαζικότητα και μεγαλείο
Tου Βασιλη Kαραποστολη*
Tου Βασιλη Kαραποστολη*
Σε ό,τι αφορά τα υλικά πράγματα στις ανθρώπινες υποθέσεις, η δυσπιστία είναι σχεδόν πάντα ιδιαίτερα επικερδής. Σε ό,τι όμως αφορά τα άυλα, το αξίωμα ανατρέπεται. Οποιος δυσπιστεί εκεί ούτε χάνει πολλά ούτε κερδίζει πολλά. Στο ζήτημα της ευεργεσίας το βλέπουμε αυτό πολύ καθαρά.
Κατά κανόνα σήμερα ο υποψήφιος δωρητής προς το κοινωνικό σύνολο είναι καχύποπτος απέναντι στους παραλήπτες του δώρου του, αλλά και οι παραλήπτες (το κράτος, οι πολίτες) εξετάζουν με άκρα επιφύλαξη τις προθέσεις του. Υποψιάζονται ότι ο δωρητής με το βοήθημά του κάτι επιθυμεί να αποσπάσει που διαφορετικά θα του ήταν αδύνατο. Ετσι, το πλέγμα της αμοιβαίας δυσπιστίας δένει όλο και σφιχτότερα τα δύο μέρη.
Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε σήμερα. Και δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει ένα βήμα πιo πέρα αν δεν εκδηλωθεί μια πρωτοβουλία από την πλευρά των οικονομικά ισχυρών, μέσα στην οποία θα συνδυάζονταν ξανά τα στοιχεία που ανέκαθεν κινητοποιούσαν την ευεργεσία.
Πρόκειται, πρώτον, για την ανάγκη που έχει ο δότης να αυτοεξυψωθεί προς το επίπεδο του «μεγαλείου» και, δεύτερον, στον πόθο του για την εξασφάλιση ενός «καλού ονόματος». Αλλά αμέσως, με το που σχηματίζονται αυτές οι λέξεις, η εποχή μας παρουσιάζεται αντίκρυ τους με το γνωστό της ύφος που ψαλιδίζει οτιδήποτε πάει να ξεφύγει από τα τρέχοντα, τα άμεσα, τα χειροπιαστά.
Δεν είναι, βέβαια, πρόσφατο φαινόμενο η υπονόμευση της έννοιας του μεγαλείου. Είχε αρχίσει εδώ και έναν αιώνα περίπου και προχωρούσε με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο η κοινωνία γινόταν μαζική. Μαζικότητα και μεγαλείο δεν συμβιβάζονται. Το ίδιο όμως δεν συμβιβάζεται και η μαζικότητα με την επίτευξη του καλού ονόματος.
Εδώ είναι και το πιο κρίσιμο σημείο. Γιατί η πράξη της ευεργεσίας προς το σύνολο προϋποθέτει ότι ο ευεργέτης εμπιστεύεται την ικανότητα της κοινότητας να συγκρατήσει στη μνήμη της τη σημασία της πράξης του και να τη μεταβιβάσει στις νεότερες γενιές. Ουσιαστικά, ο ευεργέτης ποντάρει στη δυνατότητα της συλλογικής ψυχής να μαγευτεί από την πράξη του, την ικανή να ξεπεράσει τα μικρά του συμφέροντα, και τη μαγεία αυτή να τη μετατρέψει σε θύμηση.
Πόσο να αντέξει όμως η θύμηση από τον κατακλυσμό των εικόνων, των πεταχτών σχολιασμών, του θορύβου γύρω από τα διάφορα επεισόδια της δημοσιότητας; Η φήμη δεν ταυτίζεται με το καλό όνομα, δεν κάνει ουσιαστικά διάκριση ανάμεσα στο εξαίρετο και το εντυπωσιακό. Το αποτέλεσμα είναι να αναδιπλώνεται η πρόθεση του χορηγού. Αμφιβάλλοντας πολύ αυτός για το αν η πράξη του αφήσει ίχνη διαρκείας στον δημόσιο βίο, μπαίνει στον πειρασμό να επιδιώξει αυτό που του φαίνεται σαν το μόνο εφικτό: μ’ ένα κάποιο φιλοδώρημα σ’ ένα ίδρυμα ή σ’ ένα σωματείο να φιγουράρει ανάμεσα στα πρόσωπα που συζητιούνται, που φωτογραφίζονται, που απολαμβάνουν κολακείες. Η δημοσιότητα μετατρέπει τον χορηγό σε καταναλωτή της φήμης του. Αλλά αυτό, όπως είναι φανερό, δεν αφορά τη χώρα, αφορά τον ίδιο.
Τη χώρα την ενδιαφέρει να ξέρει αν υπάρχουν ακόμη κάποια διαφορετικά άτομα που πάνε κόντρα στην ίδια την καχυποψία τους. Ατομα που δεν χρησιμοποιούν ως άλλοθι τη γραφειοκρατία για να μην ενισχύσουν την πατρίδα τους. Ατομα που δεν συγχέουν το μεγαλείο ενός μαικήνα με το image ενός μεγαλόσχημου. Υπάρχουν; Αν πούμε ότι θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν, ίσως εμφανιστούν.
* Ο κ. Β. Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κατά κανόνα σήμερα ο υποψήφιος δωρητής προς το κοινωνικό σύνολο είναι καχύποπτος απέναντι στους παραλήπτες του δώρου του, αλλά και οι παραλήπτες (το κράτος, οι πολίτες) εξετάζουν με άκρα επιφύλαξη τις προθέσεις του. Υποψιάζονται ότι ο δωρητής με το βοήθημά του κάτι επιθυμεί να αποσπάσει που διαφορετικά θα του ήταν αδύνατο. Ετσι, το πλέγμα της αμοιβαίας δυσπιστίας δένει όλο και σφιχτότερα τα δύο μέρη.
Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε σήμερα. Και δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει ένα βήμα πιo πέρα αν δεν εκδηλωθεί μια πρωτοβουλία από την πλευρά των οικονομικά ισχυρών, μέσα στην οποία θα συνδυάζονταν ξανά τα στοιχεία που ανέκαθεν κινητοποιούσαν την ευεργεσία.
Πρόκειται, πρώτον, για την ανάγκη που έχει ο δότης να αυτοεξυψωθεί προς το επίπεδο του «μεγαλείου» και, δεύτερον, στον πόθο του για την εξασφάλιση ενός «καλού ονόματος». Αλλά αμέσως, με το που σχηματίζονται αυτές οι λέξεις, η εποχή μας παρουσιάζεται αντίκρυ τους με το γνωστό της ύφος που ψαλιδίζει οτιδήποτε πάει να ξεφύγει από τα τρέχοντα, τα άμεσα, τα χειροπιαστά.
Δεν είναι, βέβαια, πρόσφατο φαινόμενο η υπονόμευση της έννοιας του μεγαλείου. Είχε αρχίσει εδώ και έναν αιώνα περίπου και προχωρούσε με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο η κοινωνία γινόταν μαζική. Μαζικότητα και μεγαλείο δεν συμβιβάζονται. Το ίδιο όμως δεν συμβιβάζεται και η μαζικότητα με την επίτευξη του καλού ονόματος.
Εδώ είναι και το πιο κρίσιμο σημείο. Γιατί η πράξη της ευεργεσίας προς το σύνολο προϋποθέτει ότι ο ευεργέτης εμπιστεύεται την ικανότητα της κοινότητας να συγκρατήσει στη μνήμη της τη σημασία της πράξης του και να τη μεταβιβάσει στις νεότερες γενιές. Ουσιαστικά, ο ευεργέτης ποντάρει στη δυνατότητα της συλλογικής ψυχής να μαγευτεί από την πράξη του, την ικανή να ξεπεράσει τα μικρά του συμφέροντα, και τη μαγεία αυτή να τη μετατρέψει σε θύμηση.
Πόσο να αντέξει όμως η θύμηση από τον κατακλυσμό των εικόνων, των πεταχτών σχολιασμών, του θορύβου γύρω από τα διάφορα επεισόδια της δημοσιότητας; Η φήμη δεν ταυτίζεται με το καλό όνομα, δεν κάνει ουσιαστικά διάκριση ανάμεσα στο εξαίρετο και το εντυπωσιακό. Το αποτέλεσμα είναι να αναδιπλώνεται η πρόθεση του χορηγού. Αμφιβάλλοντας πολύ αυτός για το αν η πράξη του αφήσει ίχνη διαρκείας στον δημόσιο βίο, μπαίνει στον πειρασμό να επιδιώξει αυτό που του φαίνεται σαν το μόνο εφικτό: μ’ ένα κάποιο φιλοδώρημα σ’ ένα ίδρυμα ή σ’ ένα σωματείο να φιγουράρει ανάμεσα στα πρόσωπα που συζητιούνται, που φωτογραφίζονται, που απολαμβάνουν κολακείες. Η δημοσιότητα μετατρέπει τον χορηγό σε καταναλωτή της φήμης του. Αλλά αυτό, όπως είναι φανερό, δεν αφορά τη χώρα, αφορά τον ίδιο.
Τη χώρα την ενδιαφέρει να ξέρει αν υπάρχουν ακόμη κάποια διαφορετικά άτομα που πάνε κόντρα στην ίδια την καχυποψία τους. Ατομα που δεν χρησιμοποιούν ως άλλοθι τη γραφειοκρατία για να μην ενισχύσουν την πατρίδα τους. Ατομα που δεν συγχέουν το μεγαλείο ενός μαικήνα με το image ενός μεγαλόσχημου. Υπάρχουν; Αν πούμε ότι θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν, ίσως εμφανιστούν.
* Ο κ. Β. Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου