Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Οθόνες για επιτραπέζια PC





Οθόνες για επιτραπέζια PC

Για σερφάρισμα ή δημιουργία εγγράφων οι 22 ίντσες θεωρούνται επαρκές μέγεθος

Του Κωστα Δεληγιαννη

Είτε επειδή διαθέτουν συνήθως ισχυρούς επεξεργαστές, είτε επειδή μπορούν να αναβαθμιστούν εύκολα, οι επιτραπέζιοι υπολογιστές παραμένουν αρκετά δημοφιλείς: σύμφωνα με την εταιρεία αναλύσεων eTForecasts, μόνο το 2011 πουλήθηκαν παγκοσμίως 149 εκατ. μηχανήματα. Αφού κάθε desktop PC χρειάζεται και μία οθόνη για να λειτουργήσει, αυτό εξηγεί γιατί υπάρχουν εκατοντάδες μοντέλα LCD οθονών, με μεγάλη ποικιλία σε χαρακτηριστικά.

Ποια όμως από αυτά τα χαρακτηριστικά θα πρέπει να λάβει υπόψη του ο χρήστης, ώστε να αγοράσει μια συσκευή που θα καλύπτει τις ανάγκες του, κάνοντας την καλύτερη επιλογή για τα χρήματα που θα ξοδέψει; Ολοι οι οδηγοί αγοράς ξεκινούν με τις διαστάσεις της οθόνης, κατ’ αρχάς γιατί στην αγορά κυκλοφορούν συσκευές από 17 μέχρι και 29 ίντσες, αλλά και γιατί κατά κανόνα τα μοντέλα μεγαλύτερου μεγέθους έχουν και υψηλότερη τιμή - για παράδειγμα, αν και ενσωματώνουν παρόμοιες τεχνολογίες, το UltraSharp U2412M της Dell κοστίζει ακριβότερα από το VS229H της Asus, κυρίως επειδή το πρώτο είναι 24 και το δεύτερο 21,5 ιντσών.

Για κανονική χρήση πάντως -σερφάρισμα στο Ιντερνετ ή δημιουργία εγγράφων- ένα μόνιτορ έως και 22 ίντσες θεωρείται επαρκές. Τα μοντέλα μεγαλύτερων διαστάσεων απευθύνονται κυρίως σε όσους θέλουν επιπλέον να βλέπουν ταινίες, να παίζουν βιντεοπαιχνίδια ή να επεξεργάζονται φωτογραφίες. Ανεξάρτητα από τις διαστάσεις, τα μόνιτορ διακρίνονται επίσης με βάση την τεχνολογία οπίσθιου φωτισμού τους. Ορισμένες συσκευές χρησιμοποιούν την τεχνολογία CCFL, δηλαδή λυχνίες φθορισμού, με συνέπεια να χαρακτηρίζονται από μειωμένη απόδοση των σκούρων χρωμάτων και υπολογίσιμη κατανάλωση ρεύματος. Αντίθετα, η πιο σύγχρονη τεχνολογία LED δεν αντιμετωπίζει αυτά τα μειονεκτήματα, με το κόστος της να έχει πλέον μειωθεί αρκετά.

Ετσι, σήμερα μπορεί να βρει κανείς LCD οθόνες με φωτισμό LED οι οποίες να είναι οικονομικά προσιτές, όπως η 196V3LSB της Philips, η E2251S της LG, η VA2248 της Viewsonic ή η S24A300B της Samsung. Ακόμη πάντως και συσκευές που φωτίζονται με LED, μπορεί να διαφέρουν ως προς το είδος του πάνελ που χρησιμοποιούν. Πιο συγκεκριμένα, τα μόνιτορ με πάνελ τύπου TN (twisted nematic) έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι φθηνά και εξασφαλίζουν γρήγορη απόκριση της οθόνης, επομένως είναι πιο κατάλληλα για βιντεοπαιχνίδια.

Παρόλο που κατασκευαστές σαν τη Samsung ή την LG έχουν λανσάρει στην αγορά οθόνες με πάνελ ΤΝ, οι οποίες αποδίδουν ποιοτική εικόνα, πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν ολοένα συχνότερα άλλες, βελτιωμένες λύσεις. Με βασικότερη τα πάνελ τύπου IPS (in-plane switching), τα οποία πετυχαίνουν πιο ζωηρά χρώματα και μεγαλύτερες γωνίες θέασης.

Οσον αφορά μάλιστα τα μόνιτορ έως και 24 ιντσών, υπάρχουν μοντέλα τεχνολογίας IPS με τιμή κάτω από τα 200 ευρώ - ενδεικτικά παραδείγματα είναι το IPS231P της LG, το 237E3QPHSU της Philips, το GL2250M της BenQ και το Ultrasharp U2311H της Dell. Ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζει κάθε συσκευή όλες τις παραπάνω τεχνολογίες φαίνεται από τις παραμέτρους που αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις της.

Μία τέτοια παράμετρος είναι η φωτεινότητα, η οποία εκφράζεται σε cd/m2 και δείχνει πόσο λαμπερή εικόνα μπορεί να αποδώσει η οθόνη: τα 250 cd/m2 θεωρούνται ικανοποιητικά για ένα μόνιτορ γενικής χρήσης, αν και είναι πιθανό να μην αποδειχθούν αρκετά σε περίπτωση που το μόνιτορ πρόκειται να τοποθετηθεί σε χώρο με έντονο φωτισμό. Σημαντικό είναι επίσης, η συσκευή να υποστηρίζει τουλάχιστον ανάλυση 1920x1080 pixel, ώστε να αναπαράγει βίντεο Full HD - κάτι που ισχύει για τις οθόνες 24 ιντσών και άνω.

Παράλληλα, όσο μεγαλύτερο στατικό λόγο αντίθεσης έχει, τόσο πιο «ζωντανές» θα είναι οι εικόνες που προβάλλει. Και η γρήγορη απόκριση του μόνιτορ (που μετριέται σε millisecond) είναι απαραίτητη στα βιντεοπαιχνίδια. Χαρακτηριστικό που στα προσιτά οικονομικά μοντέλα τεχνολογίας ΙPS, κάνει την ZR2240W της HP να ξεχωρίζει.

Δυνατότητες διασύνδεσης

Εκτός από τις επιδόσεις, ένα ακόμη κριτήριο για την επιλογή του κατάλληλου μόνιτορ είναι οι δυνατότητες διασύνδεσης που αυτό δίνει, αφού, εκτός από τις υποδοχές ψηφιακής και αναλογικής σύνδεσης με τον υπολογιστή (DVI και VGA), αρκετά μοντέλα είναι εξοπλισμένα με θύρες DisplayPort ή HDMI – με την τελευταία να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απευθείας σύνδεση DVD player και παιχνιδομηχανών.

Από την άλλη μεριά, ορισμένες οθόνες διαθέτουν υποδοχή για κάρτες microSD και θύρες USB, ενώ στην αγορά υπάρχουν επίσης μοντέλα με ενσωματωμένο αποκωδικοποιητή MPEG4, ώστε να αναπαράγουν τα ψηφιακά τηλεοπτικά κανάλια. Ετσι, μοντέλα σαν τα M2350D της LG και SyncMaster T22A550 της Samsung αποτελούν ουσιαστικά συνδυασμό οθόνης υπολογιστή και τηλεόρασης. Οπως είναι φυσικό, οι κορυφαίες (και ακριβότερες) οθόνες διαθέτουν αναβαθμισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά και ακόμη πιο εξελιγμένα συστήματα οπίσθιου φωτισμού LED ή τύπους πάνελ, ώστε να προσφέρουν καλύτερη εικόνα, ακόμη υψηλότερη ανάλυση και βελτιωμένη εργονομία.

Πριν πάντως επιλέξει κανείς ποιο μόνιτορ θα αγοράσει τελικά, καλό θα είναι να λάβει υπόψη του και τη διάρκεια της εγγύησης – η οποία δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από δύο χρόνια. Οπως επίσης και την πολιτική που ακολουθεί ο κατασκευαστής αναφορικά με τα «καμένα» pixel, αφού ορισμένες εταιρείες θα αντικαταστήσουν την οθόνη από το πρώτο ελαττωματικό, ενώ άλλες δικαιολογούν την ύπαρξη 2 ή 3 καμένων pixel.


http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_19/02/2012_473102

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου