Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Πώς χάθηκαν 3 μισθοί







του ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ*


Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια 2009-2012, που εμπεριέχονται στο Μνημόνιο 1 και στο Μνημόνιο 2, επιδιώκοντας την υλοποίηση του «προγράμματος διάσωσης» και «της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης» για την αντιμετώπιση της κρίσης (129,3% του ΑΕΠ, 2009) του χρέους και των δημοσίων ελλειμμάτων (15,4% του ΑΕΠ, 2009), οδήγησαν, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, στη μετάβαση από ένα πλαίσιο ασφάλειας της εργασίας σ’ ένα νέο πλαίσιο ανασφάλειας και πλήρους απορρύθμισης της εργασίας.

Πιο συγκεκριμένα, η πορεία εφαρμογής αυτού του προγράμματος λιτότητας τα τελευταία τέσσερα χρόνια επέφερε, μεταξύ των άλλων, μείωση των μισθών και των συντάξεων τουλάχιστον κατά 40%, μείωση των κοινωνικών δαπανών και συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Έτσι, στην κατεύθυνση αυτή η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική των διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ε.Ε.) και των ελληνικών κυβερνήσεων, στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων συνέβαλε καθοριστικά στην αποδυνάμωση του εργατικού δικαίου, στην εγκαθίδρυση της ατομικής σύμβασης ως πρότυπου εργασιακής σύμβασης, στην αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, στη συρρίκνωση του πεδίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των ευέλικτων μορφών απασχόληση ως κυρίαρχων στην αγορά εργασίας, καθώς και των κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στην κοινωνική ασφάλιση, στην υγεία… κ.λπ.

Ουσιαστικά, πρόκειται για μια επιλογή ριζικής και οριστικής ρήξης των δημόσιων πολιτικών με τη μισθωτή εργασία (Π. Ρυλμόν, 2011). Ακριβώς αυτή η επιλογή κατάργησης της συλλογικότητας στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και η κυριαρχία της ατομικής σύμβασης υπό την απειλή απολύσεων, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων, μετατοπίζει το κέντρο βάρους προσδιορισμού του μισθού και διαφοροποιεί την εννοιολογική και συμβασιακή του θεώρηση από κόστος και εισόδημα, αποκλειστικά σε κόστος των επιχειρήσεων. Έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο ανατρέπεται η ισορροπία των παραγωγικών δυνάμεων στους χώρους εργασίας με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το επίπεδο εισοδήματος των εργαζομένων, την ποιότητα της εργασίας και την ποιότητα της παραγωγής.

Παράλληλα, διατυπώθηκε από την τρόικα η άποψη της αναγκαιότητας μείωσης του κατώτατου μισθού, το ύψος του οποίου κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Ελλάδα, κατά την εκτίμηση των εκπροσώπων της, συνέβαλε στην αύξηση της ανεργίας (1 εκατ. άτομα, 2011) και στο χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Έτσι, με πράξη του υπουργικού συμβουλίου αποφασίστηκε η μείωση από 14.2.2012 του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα κατά 22% για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών, με αποτέλεσμα από 751 ευρώ μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές να λαμβάνουν 586 ευρώ (όσο το 2005), ενώ η μείωση για τους κάτω των 25 ετών είναι 32% και οι μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές των 751 ευρώ έγιναν 510,45 ευρώ. Με τη μισθολογική αυτή εξέλιξη το εισόδημα των μισθωτών μειώνεται κατά τουλάχιστον τρεις μισθούς το χρόνο και το εισόδημα των ανέργων μειώνεται κατά 3,5 επιδόματα ανεργίας το χρόνο (από 461 ευρώ σε 356 ευρώ το μήνα).

Παράλληλα, ο ισχυρισμός των εκπροσώπων των διεθνών οργανισμών δεν αποδεικνύεται για την ελληνική οικονομία, αφού το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα την περίοδο 1995-2009, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος των 35 βιομηχανικών χωρών, αυξήθηκε συνολικά κατά 5% (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2011) και κατά τα έτη 2010-2012 σε σύγκριση με τις 35 πλέον ανταγωνίστριες χώρες μειώθηκε κατά 3,7% (Στ. Γαβρόγλου, 2012), χωρίς παράλληλα να έχει βελτιωθεί το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και να έχει μειωθεί το επίπεδο ανεργίας στην ελληνική οικονομία.

Κατά συνέπεια αποδεικνύεται ότι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα οφείλονται κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτομικών, παραγωγικών και ποιοτικών παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν στην εγχώρια και παγκόσμια αγορά το διεθνή ανταγωνισμό.

Η επιλογή, επομένως, για την Ευρώπη, και ειδικότερα για την Ελλάδα και τα άλλα κράτη-μέλη που δοκιμάζονται από την κρίση χρέους, δεν είναι μεταξύ μείωσης του ελλείμματος και της ύφεσης διά μέσου των μέτρων λιτότητας. Η επιλογή είναι η ανάπτυξη και η μείωση του ελλείμματος και του χρέους διά μέσου της αύξησης της παραγωγικότητας.

Αυτή η αλλαγή περιεχομένου και κατεύθυνσης από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας προς την ανάπτυξη, την τεχνολογία-καινοτομία και την παραγωγικότητα, συνιστά για τα κράτη-μέλη της κρίσης χρέους και για την Ευρώπη, στο πλαίσιο ενός πανευρωπαϊκού συμφώνου ισόρροπης ανάπτυξης και αλληλεγγύης, την πιο οικονομικά αποτελεσματική και κοινωνικά αναδιανεμητική επιλογή για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων, των χρεών και της ανεργίας.

Από την “Eλευθεροτυπία” απεργιακή 16.6.12

*Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.



Ραγδαία εξάπλωση ατομικών και επιχειρησιακών συμβάσεων με μειώσεις μισθών έως 40%

Με ταχείς ρυθμούς εξαπλώνονται οι ατομικές και επιχειρησιακές συμβάσεις στην αγορά εργασίας, με τις μειώσεις των μισθών να ξεκινούν από το 17% και να φθάνουν ακόμα και το 40%.

Σύμφωνα με την Ημερησία, την κρισιμότητας της κατάστασης δείχνει και το γεγονός ότι το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Μαΐου υπεγράφησαν...20.571 ατομικές συμβάσεις, που προβλέπουν μειώσεις μισθών, ενώ 16.830 εργαζόμενοι είδαν τις αποδοχές τους να μειώνονται με επιχειρησιακές συμβάσεις.

Με βάση στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), από τις 14 Φεβρουαρίου έως τις 15 Μαΐου:

- Υπεγράφησαν 64.201 ατομικές συμβάσεις με μειώσεις αποδοχών 22,9% Οι περικοπές στις αποδοχές με τις ατομικές συμβάσεις ξεκινούν από το 17% και φτάνουν το 30%.

- Υπεγράφησαν 13.829 επιχειρησιακές συμβάσεις με περικοπές μισθών 21,35% κατά μέσο όρο. Στα νησιά οι μειώσεις κυμαίνονται από 35% έως και 40%.

Μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2012 μετατράπηκαν 28.796 συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης σε άλλες μορφές ευέλικτων συμβάσεων. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΠΕ παρατηρείται αύξηση κατά 43.6% σε σχέση με πέρσι.

Συγκεκριμένα, καταγράφεται αύξηση 47,24% στον αριθμό των συμβάσεων που «μετατράπηκαν» από πλήρη σε μερική απασχόληση. Η αύξηση διαμορφώνεται στο 6,67% για την εκ περιτροπής απασχόληση κατόπιν συμφωνίας με τους εργαζόμενους και στο 169.36% για την εκ περιτροπής εργασία με μονομερή απόφαση του εργοδότη.

Newsroom ΔΟΛ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου