Τα «σαΐνια» της Μεταπολίτευσης
Μια ωραία ιστορία
Γράφει ο Φώτης Σιμάτος*
Το 1974, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, είδα το Μιχάλη να βολτάρει από καφενείο σε καφενείο με κάμποσες εφημερίδες στη μασχάλη που στα πρωτοσέλιδα τους κυριαρχούσε η φωτογραφία του «εθνάρχη».
Κοτλέ καμπάνα παντελόνι ο Μιχαλάκης και πουκαμισιά ξεκούμπωτη, καθόταν και μιλούσε στους άλλους για την εξορία που τον είχε στείλει η χούντα στη Σουηδία και για τα κορόιδα τους Σουηδούς που του αγόρασαν καινούργιο αμάξι, επειδή είχε κάνει δήλωση πως το δικό του είχε καεί. Ενα πλαστό χαρτί απώλειας και να σου τώρα, ο μαγκάκος, μ' ένα ολοκαίνουργιο VOLVO στην Ελλάδα και με την ιδιότητα του αντιστασιακού να πιάνει δουλειά στο δημόσιο. Μ' έναν «γαλάζιο» κολλητό του, προϊστάμενο στην πολεοδομία, κάτι μαγειρέψανε μ' ένα μπερδεμένο οικόπεδο στα Μελίσσια και με μια καλή αντιπαροχή βρέθηκαν ο καθένας με δυο διαμερίσματα στην κατοχή του.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 το Μιχάλη το συνάντησα και πάλι σ' ένα καφενείο. Δεν κράταγε πια «δεξιές» εφημερίδες στα χέρια του, αλλά κάτι αφίσες με τον πράσινο ήλιο. Μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές ο πρόεδρος με το ζιβάγκο κι η χώρα έμπαινε σ' άλλη εποχή. Ο Μιχάλης ήταν πια πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου στα Άνω Πατήσια και, εκτός από δημόσιος υπάλληλος, ήταν και εργολάβος πολυκατοικιών με αντιπαροχή. Είχε δώσει το VOLVO κι είχε πάρει μια 318 ΒΜW με δερμάτινα καθίσματα και αεροτομές.
Τον χώσανε οι δικοί του σε κάτι επιτροπές με κάτι παράξενα ονόματα και εισέπραττε κι αυτός το μερίδιο του από τα χρηματικά πακέτα που 'φταναν απ' την Ευρώπη. Λεφτά πολλά! Πακέτα Ντελόρ, Μεσογειακά προγράμματα, προγράμματα ΕΣΠΑ και άλλα πολλά.
Με τα κλειδιά της ΒΜW σε στυλ κομπολογιού και το μαλλί μπούκλα, έτρεχε από σύναξη σε σύναξη κι από ολομέλεια σε ολομέλεια ...παλεύοντας για την «αλλαγή». Τα βράδια, συνήθως, έφευγε απ' τo σπίτι λέγοντας στην κυρά πως πήγαινε με κάτι κολλητούς του, για δημόσιες σχέσεις και για ανύψωση του πολιτικού του προφίλ......Παραλιακή, σκυλάδικα, πρώτο τραπέζι πίστα, άσπρη κάλτσα, καφέ ιταλικό λουστρίνι, ΛεΠά, Χριστοδουλόπουλος, ουίσκι και σαμπάνια, πιάτα και γαρύφαλλα, γυναικάκια στα γόνατα, τσιφτετέλια και μετά, αργά τα ξημερώματα, για πατσά στην κεντρική αγορά της Αθήνας.
Αρχές δεκαετίας του '90 κι ο γιος του Μιχάλη ήταν πια στο Λύκειο -«πρόεδρος του 15μελούς κι άξιο τέκνο του πατέρα του! Είχε μάθει πως να βγάζει λεφτά από τις μίζες των εκδρομών και πως να χτίζει το κομματικό του προφίλ συνδικαλιζόμενος στη μαθητιώσα νεολαία. Ο Μιχάλης όμως είχε και τον καημό του: να πάει ο γιος του στο Κολέγιο Αθηνών. Ήταν σημαντικό γι' αυτόν να 'ταν το καμάρι του συμμαθητής με το γόνο του εφοπλιστή και του μεγαλοεπιχειρηματία. Με ποιους αύριο θα γινόντουσαν οι μπίζνες; Αλλά και χωρίς το κολέγιο τα πράγματα καλά του πήγαν.
Στα μέσα του '90, ο γιος του Μιχάλη, αφού πήγε τέσσερα χρονάκια στην Αμερική κι έμαθε απέξω κι ανακατωτά όλα τα καφέ της Βοστώνης κι όλες τις μαζορέτες της φοιτητικής κοινότητας, γύρισε με πτυχίο μάρκετινγκ κι άνοιξε με κάτι «μαγειρεμένες» επιδοτήσεις, δώρο του μπαμπά, μια διαφημιστική εταιρεία. Το μαγαζί πήγε απ' την αρχή καλά καθώς έπαιρνε αβέρτα-κουβέρτα δημόσια έργα: Τουριστική προβολή του τάδε νομού 750.000 ευρώ, οργάνωση έκθεσης Υπουργείου Τουρισμού 680.000 ευρώ, έντυπα περιφέρειας 950.000 ευρώ ...και το βιολί βιολάκι. Μπήκε και στη διαφήμιση της κρατικής τηλεόρασης κι έφαγε κι από κει. Είχε κάνει κολλητούς αρκετούς Περιφερειάρχες, Νομάρχες, Δημάρχους και διοικητές ΔΕΚΟ κι έπαιρνε τη μια δουλειά μετά την άλλη.
Ο εξηντάχρονος πλέον Μιχάλης ήταν βεβαίως περήφανος για το βλαστάρι του. Είχε βγει στη σύνταξη απ' τα πενήντα του, ξεγελώντας το ΤΕΒΕ με κάτι πλαστά παραστατικά εργασίας που 'χε φέρει μαζί του από τη Σουηδία, αλλά η σύνταξη ήταν μοναχά το καμουφλάζ. Τα χοντρά λεφτά τα 'χε βγάλει απ' τις κομπίνες με το δημόσιο στα πλαίσια των επιτροπών που είχε κατά καιρούς διοριστεί και απ' το κόλπο του χρηματιστηρίου τη διετία 1998-1999. Ήταν μέσα σ' όλες τις κομπίνες που φούσκωναν κάποιες ανύπαρκτες εταιρείες πιο γρήγορα κι απ' τη φαρίνα Γιώτη. Στη δεκαετία του 2010, επίσης, μπήκαν - πατέρας και γιος - στο μεγαλύτερο φαγοπότι όλων των εποχών. Ήταν πια κολλητοί με τους πάντες - «πράσινους» και «γαλάζιους» - και διαχειρίζονταν μίζες και λαδώματα εκατομμυρίων ευρώ: Σι Φορ Αι, Ρίο Αντίρριο, οδικοί άξονες, κτηματολόγια, Ολυμπιακά έργα, δημόσιες κατασκευές, Βατοπαίδια, Ζήμενς κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Κάπου, σ' αυτήν την εποχή, έχασα τα ίχνη του Μιχάλη και του γιου του. Είχα κι εγώ τα δικά μου προβλήματα -προβλήματα επιβίωσης. Μου είχαν κόψει τη 13η και τη 14η σύνταξη, μου είχαν μειώσει το επικουρικό, μου είχαν επαναφέρει το χαράτσι του ΛΑΦΚΑ και μου είχαν τινάξει τον προϋπολογισμό του σπιτιού μου στα ύψη, αυξάνοντας όλους τους συντελεστές του ΦΠΑ. Το κράτος δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, έλεγαν οι πολιτικοί κι οι λαλίστατοι δημοσιογράφοι που τους σιγοντάριζαν. «Δεν υπάρχει σάλιο», είχε πει, κάποια στιγμή, κι ο υπουργός εργασίας. Έφταιγαν οι «μεγάλες» συντάξεις και τα «αλόγιστα» επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων, έλεγαν και ξαναέλεγαν οι προφεσόροι κι οι αναλυτές. Έφταιγε το κράτος πρόνοιας. Για τις κομπίνες όμως των εκατοντάδων Μιχάληδων και των υιών τους, των υπουργών και των πολιτευτάδων, των πολυεθνικών και των μεσαζόντων, τσιμουδιά -άκρα του τάφου σιωπή.
Για χο Μιχάλη και το γιό χου, τώρα... Το 'μαθα μόλις σήμερα το πρωί: Αγόρασαν, λέει, σπίτια σε Λονδίνο, Παρίσι και Σαν Φραντσίσκο και τα υπόλοιπα καταθέσεις στις Ελβετικές τράπεζες. Μάλλον θα είχαν έγκαιρα την πληροφορία πως τα πράγματα δυσκολεύουν κι έφυγαν νωρίς.
* O Φώτης Σιμάτος υπήρξε συνδικαλιστής στην ΟΑ.
Από το περιοδικό "Τα δικά μας φτερά"
του Σ.Σ. ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
τεύχος 136 *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου