Μπορεί να αναβιώσει η αρχαία τραγωδία;
Ο ρεαλιστικός στόχος και οι προσπάθειες των σύγχρονων δημιουργών
Με τον ερχομό του φθινοπώρου και τις πρώτες σταγόνες της βροχής δεν
θα «σκοτωθεί» μόνο το καλοκαίρι, κατά τον στίχο του Οδ. Ελύτη. Ενα-ένα
τ’ αρχαία θέατρα, σπαρμένα πάνω στην ελληνική γη σαν αείχρονες
ανεστραμμένες λευκές αχιβάδες, θα σιγήσουν για φέτος. Από την Επίδαυρο
ώς το Δίον κι από το ωδείο Ηρώδου του Αττικού ώς τη Δωδώνη -και όχι
μόνο- ακούγεται ο μακρινός απόηχος της αρχαίας τραγωδίας στην προσπάθεια
των σύγχρονων δημιουργών, Ελλήνων και μη, να την αναβιώσουν.
Είναι,
άραγε, ένας τέτοιος στόχος ρεαλιστικός και, κατά συνέπεια, εφικτός;
Πιστεύω πως η απάντηση που ταιριάζει στο ερώτημα αυτό είναι, κατά βάση,
αρνητική. Αν, φυσικά, μιλάμε για αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας στο
σύνολό της. Ητοι για πραγματική αναβίωση του έργου και της παράστασης
από τις ρίζες τους. Εκείνο που, αντιθέτως, φαντάζει κατορθωτό είναι η
ανασυγκρότηση της μνήμης από το πνεύμα, το οποίο αναδίδουν ακόμη τα
κείμενα των σωζόμενων αρχαίων τραγωδιών και οι ιστορικές μαρτυρίες για
τις παραστάσεις τους. Και να γιατί:
Το έργο
Κατά
πρώτο λόγο μια «ολιστική» αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας είναι πια
αδύνατη, αν λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του τη δομή και την αποστολή της
ως πνευματικής δημιουργίας. Μαρτυρούν αψευδώς οι 32 σωζόμενες, από τις
295, τραγωδίες που αποδίδονται στους τρεις μεγάλους τραγικούς, στον
Αισχύλο, στον Σοφοκλή και στον Ευριπίδη. Συγκεκριμένα:
Ακόμη και η
πιο πιστή και ουσιαστική απόδοση του αρχαίου κειμένου στη γλώσσα της
εποχής μας είναι εντελώς αδύνατο να επιτύχει την υποβολή, την οποία
επιδίωκε το πρωτότυπο. Απλή ανάγνωσή του σήμερα το αποδεικνύει με
ενάργεια. Οταν λοιπόν η αρχαία τραγωδία μεταπίπτει σε θέαμα, ήδη έχει
χαθεί το μεγαλύτερο μέρος από την ουσία της ως πνευματικού καρπού.
Κατ’
ακολουθία, η μετάφραση -μαζί βεβαίως με την παράσταση, για την οποία
γίνεται λόγος στη συνέχεια- δεν επιτρέπει την αληθινή «μέθεξη» του
κοινού που παρακολουθεί αρχαία τραγωδία. Οπως επίσης τη «μέθεξη» αυτή
καθιστούν σχεδόν απαγορευτική και οι εντελώς διαφορετικές
κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που τώρα επικρατούν, σε σχέση με την κλασική
αρχαιότητα. Ομως χωρίς τη «μέθεξη», άρα χωρίς τη συμμετοχή του κοινού
μέσα από τη λήψη του μηνύματος το οποίο έχει σκοπό να εκπέμψει το
κείμενο των τραγικών ποιητών, η αρχαία τραγωδία είναι παντελώς
αποστεωμένη. Διότι, κατά βάθος, η αρχαία τραγωδία είναι διδασκαλία και,
συνακόλουθα, ακρόαμα που ισοδυναμεί μ’ έναν ιδιότυπο διάλογο μεταξύ
δημιουργού και κοινού.
Τι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της
ιδιοσυστασίας της αρχαίας τραγωδίας από την παράσταση της «Μιλήτου
αλώσεως», του Φρυνίχου! Οταν διδάχθηκε η προαναφερόμενη τραγωδία -της
οποίας δεν σώζεται ούτε ένα απόσπασμα- στην Αθήνα, δύο μόλις χρόνια μετά
την ολοσχερή καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες, σκόρπισε τέτοια
συγκίνηση στους ακροατές Αθηναίους λόγω και των τύψεων γιατί άφησαν την
ιωνική πόλη στην τύχη της, ώστε απαγορεύθηκε η παράστασή της. Ενώ ο
Φρύνιχος καταδικάστηκε σε πρόστιμο χιλίων δραχμών!
Η παράσταση
Κατά
δεύτερο λόγο η -σύμφυτη βεβαίως με την προαναφερόμενη ιδιομορφία του
έργου- διαφορά ανάμεσα στην τότε και τώρα ροή της παράστασης δυσχεραίνει
ακόμη περισσότερο την πλήρη αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας.
Πριν
απ’ όλα είναι το ίδιο το αρχαίο θέατρο, ως κτίσμα, που δεν συμβιβάζεται
με την μετάπτωση της παράστασης της αρχαίας τραγωδίας σε θέαμα. Η δομή
του αρχαίου θεάτρου υπηρετεί τη διδασκαλία, τη «μέθεξη», την εκπομπή και
αφομοίωση του μηνύματος. Το αποδεικνύουν η «Σκηνή», το «Προσκήνιον» και
η «Ορχήστρα», που βρίσκονται πιο χαμηλά από το «Κοίλον» και το
«Επιθέατρον» (άνω Κοίλον), όπου το κοινό παρακολουθεί τα δρώμενα ως
ακροατής και κριτής -μην ξεχνάμε το γέρας της βράβευσης του τραγικού
ποιητή- και όχι τόσο ως θεατής. Γι’ αυτό και η ακουστική των μεγάλων
αρχαίων θεάτρων -με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα την Επίδαυρο-
αποτελεί μεγάλο τους πλεονέκτημα. Σε τελική ανάλυση το αρχαίο θέατρο,
και με την υπαίθρια εγκατάστασή του, είναι συνάρτηση και θεσμός της
αναδυόμενης άμεσης δημοκρατίας στην κλασική αρχαιότητα.
Υστερα, η
απόσταση της αρχαίας παράστασης από τη σημερινή «δένει» την αρχαία
τραγωδία με την εποχή της. Ακριβώς επειδή ήταν περισσότερο ακρόαμα και
πολύ λιγότερο θέαμα, συνεπώς ακριβώς επειδή σημασία είχε η διδασκαλία, η
«μέθεξη» και το μήνυμα που δεν έπρεπε να διασπώνται λόγω θεάματος, οι
ηθοποιοί -ευάριθμοι άλλωστε- φορούσαν προσωπείο, το οποίο έκρυβε τις
εκφράσεις του προσώπου. Οπως και κοθόρνους, για να μειώνεται στο
ελάχιστο η κίνηση και η σημασία της. Ακόμη και η κίνηση του χορού, τόσον
όταν εκφραζόταν με τη διήγηση όσο και όταν χρησιμοποιούσε τη μολπή
-θυμίζω ότι πρόγονος της τραγωδίας υπήρξε ο διθύραμβος- ήταν εξαιρετικά
περιορισμένη. Ανεξάρτητα από τη διαμάχη και την αμφισβήτηση που υπάρχει
για τον ρόλο του χορού, η ορολογία ως προς τη συμμετοχή του στην
παράσταση τεκμηριώνει την περιορισμένη κινητικότητά του: Η «Παράστασις»
οριοθετεί την είσοδο του χορού στην ορχήστρα. Τη λοιπή του συμμετοχή
χαρακτηρίζουν τα «Στάσιμα».
Το σύνολο
Ακρόαμα
λοιπόν, και όχι θέαμα, ήταν η αρχαία τραγωδία. Ακρόαμα με στόχο τη
μετάδοση του μηνύματος που ο τραγικός ποιητής έκλεινε, με αληθινή
γλωσσική μαεστρία, μέσα στο κουκούλι του «μύθου», ο οποίος συνέθετε την
υπόθεση του έργου του. Το κοινό που παρακολουθούσε, πολλές φορές για
μέρες, τις παραστάσεις μέσα σε μια θρησκευτική ατμόσφαιρα -π.χ. στην
Αθήνα οι παραστάσεις δίνονταν κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων, τα
οποία διαρκούσαν πέντε μέρες- δεν «εθεώντο» απλώς. Μετείχαν και
έκριναν. Η νίκη στους τραγικούς αγώνες είχε τεράστιο αντίκτυπο για τον
δημιουργό, και όχι μόνον υλικό. Ο νικητής έπαιρνε κάτι από τη δόξα ενός
πνευματικού ταγού με ενιαύσια θητεία.
Συμπερασματικώς, ο τραγικός
ποιητής δίδασκε, ή επιχειρούσε να διδάξει. Και η διδαχή του σχετιζόταν
με το πρότυπο και το ήθος των ηρώων του. Κάπως έτσι π.χ. ο Αισχύλος
δίδαξε το αρχέτυπο του υπερανθρώπου μέσα από τον Προμηθέα, ο Σοφοκλής
δίδαξε τα ιδανικά του τέλειου ανθρώπου πίσω από το προσωπείο της
Αντιγόνης και ο Ευριπίδης δίδαξε τη ματαιότητα των εγκοσμίων με υφάδι το
πάθος της Μήδειας.
Καθώς τ’ αρχαία θέατρα θα πέφτουν και πάλι,
σιγά-σιγά, στην ιδιότυπη «χειμερία νάρκη» τους θα σβήνει, μοιραία,
αργόσυρτα το χαρακτηριστικό «θρόισμα» και το χειροκρότημα των θεατών που
επιχείρησαν να μυσταγωγηθούν στην αρχαία τραγωδία και τούτο το
καλοκαίρι. Θα μείνουν για μήνες, ώς το επόμενο θέρος, θέαμα των
περιηγητών που τα επισκέπτονται με ευλάβεια και, περπατώντας ή
ακουμπώντας τις πέτρες τους, προσπαθούν να νιώσουν κάτι από το, χαμένο
στα βάθη των χιλιετιών, μεγαλείο του «λόγου» και της «κάθαρσης» που,
όμως, ποτέ δεν απολιθώθηκε. Οπως θα μείνουν θεματοφύλακες μιας μοναδικής
και ανεπανάληπτης περιόδου, κατά την οποία το ανθρώπινο -ορθότερα το
ελληνικό- πνεύμα ίσως ν’ άγγιξε τα όρια της τελειότητας. Στο μεταξύ, οι
καλοκαιρινοί θαμώνες του «Κοίλου» ή του «Επιθεάτρου» θα γυρίσουν ξανά
στις κλειστές χειμερινές αίθουσες των σύγχρονων θεάτρων. Και θα
παρακολουθήσουν παραστάσεις, πολλές από τις οποίες οφείλονται σε
θεατρικά έργα που εκπροσωπούν καθ’ όλα επαξίως το επίπεδο πνευματικής
δημιουργίας που ταιριάζει διαχρονικώς στον άνθρωπο. Μήπως αυτή η αίσθηση
πρέπει να είναι αρκετή για να ικανοποιήσει τις ανησυχίες μας στο πεδίο
της ιστορίας και της τέχνης; Και, επίσης, μήπως μέσα από τις παραστάσεις
των έργων των τραγικών μας ποιητών στ’ αρχαία θέατρα -που πρέπει να
συνεχιστούν, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία- έχουμε χρέος να κρατήσουμε
άσβεστη τη φλόγα της ιστορικής μνήμης των κορυφαίων διδαγμάτων της
δημιουργίας τους και όχι να επιδιδόμαστε σ’ εγχειρήματα αναβίωσης που,
πολλές φορές, κακοποιούν την αρχαία τραγωδία και το πνευματικό εκμαγείο
της στον χρόνο;
* Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι βουλευτής και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_18/09/2011_456243
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου