Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

H έννομη τάξη στον αστερισμό του Eρμή





Άγαλμα του Ερμή, έργο του Πραξιτέλη (330 π.Χ)
Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο


H έννομη τάξη στον αστερισμό του Eρμή

Ενα δείγμα της διαχρονικής ετυμολογικής και, συνακόλουθα, νοηματικής επικυριαρχίας της ελληνικής γλώσσας


Tου Προκόπη Παυλόπουλου*

Εν είδει προοιμίου στα όσα έπονται μια -προφανώς κοινότοπη, πλην όμως απολύτως αναγκαία για λόγους στοιχειώδους σεβασμού της ιστορικής αλήθειας- ταπεινή υπόκλιση μπροστά στο μεγαλείο της γλώσσας μας: Εδώ και χιλιετίες πορεύεται αδιατάρακτη, ως αυθεντικό πρότυπο μιας αέναης συγκλονιστικής γονιμοποίησης, ποτίζοντας στο διάβα της σχεδόν κάθε άλλη εφήμερη γλώσσα με το ζωογόνο νερό που αναβλύζει από την αρχέγονη και πρωτεϊκώς πολυδιάστατη ετυμολογική μήτρα της.

Eνα μικρό αλλά άκρως αντιπροσωπευτικό -κατά τη γνώμη μου φυσικά- δείγμα αυτής της διαχρονικής ετυμολογικής και, συνακόλουθα, νοηματικής επικυριαρχίας της ελληνικής γλώσσας παρέχει, ιδίως στις μέρες μας λόγω της προϊούσας κανονιστικής ρευστότητας της έννομης τάξης, η prima vista «παράξενη» σύνδεση του αρχαίου θεού Ερμή με την ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Του κάθε κανόνα δικαίου. Και να γιατί:

Σύμφωνα με το ώς τώρα κοινώς αποδεκτό «δόγμα» της νομικής επιστήμης, οιοσδήποτε κανόνας δικαίου -από την κορυφή της δικαιικής ιεραρχίας ώς τη βάση της, ήτοι από τον θεσμικό «θρόνο» του Συντάγματος ώς τo σχεδόν αδιόρατο «κανονιστικό ψήγμα» της καθημερινής δικαιοπραξίας- ενεργοποιείται και αποκτά τη ρυθμιστική του δύναμη μέσα από την ερμηνεία του κανονιστικού του περιεχομένου, η οποία και οδηγεί τελικώς στην εφαρμογή του. Δηλαδή μέσα από τη νοητική διεργασία που συνδέει το κανονιστικό αυτό περιεχόμενο με τα πραγματικά περιστατικά τα οποία μπορούν, κατά περίπτωση, να υπαχθούν στο πλαίσιό του, προκειμένου ο κανόνας δικαίου να επιδράσει στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι διά της παραγωγής των έννομων αποτελεσμάτων του.

Α. Αυτό, άλλωστε, υποδηλώνει με ενάργεια η κλασική απόφανση του Ρωμαίου νομομαθούς Celsus, κατά την οποία δεν έχει τόσο σημασία το γράμμα του νόμου αλλά η κανονιστική του δύναμη, όπως προκύπτει ιδίως μέσα από την τελολογική του ερμηνεία, που συμπυκνώνει όλες τις μορφές ερμηνείας, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας: «Scire leges non hoc est verba earum tenere, sed vim ac protestatem» (L.17, D.1,3,17).

B. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ιδιομορφία εκείνη του κανόνα δικαίου, η οποία έγκειται στη διαδικασία υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών εντός των κανονιστικών του ορίων, τον φέρνει πολύ κοντά, ως προς την εφαρμογή του, με τη μαθηματική λογική, όπως αυτή εκτυλίσσεται κατά τη σύνδεση του, υπό την ευρεία του όρου έννοια, μαθηματικού τύπου με τα εξωτερικά, αριθμητικά ή φυσικά, δεδομένα τα οποία υπάγονται σ’ αυτόν.

Με βάση την κατά τα ανωτέρω σειρά συλλογισμών ο ερμηνευτής -κάθε μορφής, π.χ. ο δικαστής ή το διοικητικό όργανο που λειτουργεί στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας- οιουδήποτε κανόνα δικαίου συμπεριφέρεται, κατά την ενεργοποίηση του τελευταίου, ως ένα είδος «διαμεσολαβητή» ή «αγγέλου» μεταξύ του νοήματός του και της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, την οποία καλείται να ρυθμίσει μέσω της υπαγωγής σ’ αυτόν των επιμέρους συνιστωσών της. Και κάπως έτσι ο ερμηνευτής του κανόνα δικαίου παραπέμπει, ουσιαστικώς και ετυμολογικώς, στον Ερμή -ή και την Iριδα- μέσα από τις αχανείς ατραπούς της μυθολογίας μας;

Α. Ο Ερμής, γιος του Δία και της Μαίας, της ωραιότερης των Πλειάδων, διαδραμάτιζε ως θεός του Ολύμπου μεταξύ άλλων και τον ρόλο του αγγελιαφόρου και κήρυκα. Ο ρόλος αυτός του προσέδιδε και την ιδιότητα ενός είδους «μεσολαβητή» μεταξύ θεών και ανθρώπων αφού, κατ’ αποτέλεσμα, μετέφερε αμοιβαίως τα μηνύματά τους. Πρωτίστως όμως τα μηνύματα των θεών προς τους ανθρώπους. Από την πλευρά της η Iρις -Aρπυια, όπως και οι αδελφές της Αελλώ και Ωκυπέτη- εθεωρείτο δευτερεύουσα θεότητα, ανήκουσα στην ακολουθία των θεών, με καθήκοντα βοηθητικά μεν, πλην όμως παρεμφερή προς εκείνα του Ερμή.

Διαμεσολαβητικά καθήκοντα
Β. Πώς όμως συνδέονται, υπό ετυμολογικούς όρους, με τον ερμηνευτή του κανόνα δικαίου ο Ερμής όπως και η Iρις;

1. Κατά την κρατούσα ετυμολογικώς άποψη εν αρχή ην η «είρη», αρχαία ονομασία του τόπου όπου γίνονταν οι λαϊκές συνελεύσεις. Aρα, εκδηλώσεις προφορικής ανταλλαγής απόψεων. Με άλλες λέξεις συναθροίσεις με επίκεντρο τον λόγο, την ομιλία. Συναφές -ίσως και προηγούμενο- προς την «είρη» είναι το ρήμα «είρω» που σημαίνει μιλάω, μεταφέρω μήνυμα. Από το «είρω» προέκυψαν, ως φυσική ετυμολογική κατάληξη, και τα ουσιαστικά «ερμηνεία» και «ειρέμης», δηλαδή grosso modo «ερμηνευτής».

2. Η μαρτυρία του Πλάτωνα, στον «Κρατύλο», έρχεται στη συνέχεια να δέσει ετυμολογικώς το ρήμα και τα ουσιαστικά που προαναφέρθηκαν με τον Ερμή και την Iριδα, προβάλλοντας ως συνδετικό κρίκο πρωτίστως τα «διαμεσολαβητικά» καθήκοντά τους. Ειδικότερα ο Ερμογένης (407e) ρωτάει τον Σωκράτη τι σημαίνει το όνομα του Ερμή: «πειρώμεθα ουν τον “Eρμήν” σκέψασθαι τι και νοεί το όνομα». Και ο Σωκράτης (408 a-b) απαντώντας στον Ερμογένη συνδέει, από πλευράς ετυμολογίας, ευθέως τόσο τον Ερμή όσο και την Iριδα με τον «άγγελο», ήτοι τον αγγελιαφόρο, καθώς και με τον «ερμηνέα», ήτοι τον ερμηνευτή, γενικώς, άρα και τον ερμηνευτή του κανόνα δικαίου: «Aλλά μην τούτο γε έοικε περί λόγον τι είναι ο “Eρμής”, και το ερμηνέα είναι και το άγγελον και το κλοπικόν τε και το απατηλόν εν λόγοις και το αγοραστικόν, περί λόγου δύναμίν εστιν πάσα αύτη η πραγματεία: “όπερ ουν και εν τοις πρόσθεν ελέγομεν, το “είρειν” λόγου χρεία εστί, το δε, οίον και Oμηρος πολλαχού λέγει, “εμήσατό” φησιν, τούτο δε μηχανήσασθαί εστιν. Eξ αμφοτέρων ουν τούτων τον το λέγειν τε και τον λόγον μησάμενον -το δε λέγειν δη εστιν είρειν- τούτον τον θεόν ωσπερεί επιτάττει ημίν ο νομοθέτης: “ω άνθρωποι, ος το είρειν εμήσατο, δικαίως αν καλοίτο υπό υμών ειρέμης”: νυν δε ημείς, ως οιόμεθα, καλλωπίζοντες το όνομα “Eρμήν” καλούμεν. [και η γε Iρις από του είρειν έοικεν κεκλημένη, ότι άγγελος ην.]».

Με δεδομένο το γεγονός ότι, κατά τους κανόνες της γλωσσολογίας, οι γλώσσες λειτουργούν ως συστήματα με τάσεις αλληλεπίδρασης και αλληλοσυμπλήρωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο πως π.χ. στη λατινική -αλλά και στις λοιπές λατινογενείς γλώσσες- το «ερμηνεύω» αντιστοιχεί στο «interpetare» και η «ερμηνεία» στην «interpretatio». Και μόνο το πρώτο συνθετικό τους «inter» παραπέμπει, από πλευράς νοήματος, στη διαμεσολάβηση ως προς το μήνυμα που εκπέμπεται και, άρα, ως προς τη μεταφορά του μηνύματος. Κατά συνέπεια και στη λατινική γλώσσα ο ερμηνευτής νοείται, εμμέσως πλην σαφώς, και ως «αγγελιαφόρος - διαμεσολαβητής».

«Αεικίνητος Ερμής»
Γυρίζοντας στη σύγχρονη πραγματικότητα εύκολη είναι η διαπίστωση ότι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, ο ερμηνευτής του κανόνα δικαίου οφείλει να συμπεριφέρεται ως «αεικίνητος Ερμής». Και τούτο διότι ο μεν νομοθέτης, μέσα από την ασύλληπτη ταχύτητα μεταβολής των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων -ιδίως ελέω οικονομίας και τεχνολογίας- συχνά έχει ξεπερασθεί από τα γεγονότα ήδη όταν θεσπίζει τον κανόνα δικαίου. Ο δε ερμηνευτής και εφαρμοστής του κανόνα δικαίου πρέπει, σύμφωνα με τον θεσμικό του ρόλο, να τον προσαρμόζει καταλλήλως στα οβιδιακώς μεταβαλλόμενα δεδομένα, για να διατηρηθεί η στοιχειώδης συνοχή της έννομης τάξης. Μιας έννομης τάξης που στις μέρες μας διακτινίζεται ανάμεσα στον, έστω και κατ’ επίφαση, ορθολογισμό -π.χ. των H.L.A. Hart, J. Rowls, R. Dworkin- και την αδήριτη πλην όμως χαοτική μετανεωτερικότητα -π.χ. του J. Derrida και του J.F. Lyotard- που σπέρνει την αμφιβολία πάνω από κάθε μορφής βεβαιότητα.

Πόσο λοιπόν ξεπερασμένη, στο πεδίο των έννομων σχέσεων, φαίνεται τώρα η λογική του Οράτιου, όταν υπερηφανευόταν ότι έστησε μνημείο που διαρκεί περισσότερο από τον χαλκό: «Exegi monumentum aere perennius»... Και πόσο πιο κοντά στη νομική μας πραγματικότητα θα είμαστε αν βάζαμε στο στόμα του Ερμή και της Iριδας των καιρών μας την επιστημονικώς στέρεη διαπίστωση του μεγάλου φυσικού Ilya Prigogine κατά την οποία, ακόμη κι αν δεν θέλουμε να το αποδεχθούμε, ζούμε –και στον κόσμο των κανόνων δικαίου– «Το τέλος των βεβαιοτήτων»...

* Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι βουλευτής, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου