Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

ΕΛΛΑΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2012 : Ο Χρήστος, ο «επαίτης» και το σάντουιτς



Χθες, επιστρέφοντας αργά το βράδυ σπίτι μου, είδα μέσα από το αυτοκίνητό μου ένα καλοντυμένο κύριο με κουστούμι γύρω στα 70 να στέκεται στα φανάρια στην συμβολή των δρόμων κοντά στο Δημόκριτο. Νόμιζα ότι ήθελε να περάσει απέναντι και απόρησα όταν δεν το είδα να περνά παρόλο ότι το φανάρι έδινε προτεραιότητα στους πεζούς. Τον παρατήρησα καλύτερα και τότε είδα την μικρή διακριτική πινακίδα που είχε κρεμασμένη στο λαιμό του με μια μόνο λέξη «ΠΕΙΝΑΩ». Τότε ήλθε στο μυαλό μου ένα μικρό κειμενάκι που είχα διαβάσει στην εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» στις 27 Οκτωβρίου φέτος και το είχα προσπεράσει σαν εξωπραγματικό. Δυστυχώς η ωμή πραγματικότητα της ζωής μου έδειξε ότι στην σημερινή εποχή και αυτές οι εικόνες είναι μέρος της καθημερινότητάς μας και γιαυτό και σας το παραθέτω σήμερα.


Ο Χρήστος, ο «επαίτης» και το σάντουιτς

Ο Χρήστος είναι ένας τυχερός μαθητής της Β' Λυκείου. Στο σχολείο του τα παιδιά δεν λιποθυμούν από ασιτία. Είναι τυχερός γιατί κάθε μέρα εισπράττει από τη μητέρα του τρία ευρώ, που του φτάνουν, με το παραπάνω, για να αγοράσει κάποιο φαγώσιμο στο διάλειμμα των μαθημάτων.
Ο Χρήστος βλέπει πολλά άλλα πράγματα που τα παιδιά της ηλικίας του δεν βλέπουν. Πολλές φορές μάλιστα δεν κρύβει τον θυμό του για τη συμπεριφορά ορισμένων συμμαθητών του, που ανενδοίαστα φτάνουν στο σημείο ακόμη και να περιπαίζουν δυστυχείς συνανθρώπους τους, που η μοίρα δεν τους επιφύλαξε την ίδια με αυτούς τύχη.
Επιστρέφοντας από το σχολείο του, πριν από λίγες μέρες, ο Χρήστος συνάντησε μια γνώριμη φυσιογνωμία, που τον τελευταίο καιρό κάνει συχνά την εμφάνιση της στη γειτονιά που μένει.
Πρόκειται για ένα μεσήλικα άνδρα, με τα ίδια πάντα, αλλά καθαρά ρούχα, που βαστάει μια μικρή χαρτονένια ταμπέλα στα χέρια του. Η ταμπέλα γράφει: «Πεινάω».
Με γαλήνια έκφραση και απλανές βλέμμα, καρφωμένο σε κάποιο μακρινό αλλά ανύπαρκτο ορίζοντα, δίνει την εντύπωση ότι θέλει να αποφύγει τα κριτικά βλέμματα των περαστικών, που συνήθως τον προσπερνούν αδιάφοροι.
Μένοντα πιο πίσω την ημέρα εκείνη από τους λοιπούς συμμαθητές του, ο Χρήστος κατευθύνθηκε στον άγνωστο «επαίτη». Με συστολή, αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν τον έβλεπαν οι συμμαθητές του, έβγαλε διακριτικά από τη σχολική του τσάντα ένα σάντουιτς και από την τσέπη του τρία ευρώ.
Εκείνος, με έκπληξη αλλά και με ένα πικρό χαμόγελο, ευγενικά του λέει: «Σε ευχαριστώ. Δεν μπορώ να τα δεχτώ. Ειδικά τα λεφτά... Ο Χρήστος επέμεινε. «Είσαι σίγουρος παιδί μου ότι δεν χρειάζεσαι τα τρία ευρώ; Δεν είναι πολλά για σένα» του λέει ο «επαίτης».
«Όχι», απαντά ο μικρός μαθητής. «Μου περίσσεψαν από χθες, μην ανησυχείτε» και με αμηχανία γρήγορα απομακρύνθηκε για να βγάλει από τη δύσκολη θέση τον συνομιλητή του.
Ο Χρήστου με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Εκείνος άνοιξε με φανερή ικανοποίηση το χαρτί που ήταν περιτυλιγμένο το σάντουιτς και άρχιζε με βουλιμία να καταπίνει, με γρήγορες μπουκιές, το ανέλπιστο γεύμα του.
Δεν θέλησε όμως να το τελειώσει. Τύλιξε προσεκτικά το κομμάτι που είχε απομείνει και κοίταξε στην ακριβώς απέναντι μεριά του δρόμου, σαν κάτι να έψαχνε.
Ο Χρήστος, αρκετά απομακρυσμένος τώρα, παρακολουθούσε τη σκηνή.
Ο άγνωστος «επαίτης» διέσχισε τον δρόμο και κατευθύνθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου κάποιος ρακένδυτος μικροπωλητής μάταια αναζητούσε υποψήφιους αγοραστές για τα ταπεινά χαρτομάντιλα του. Το μοναδικό προς πώληση εμπόρευμα του.
Ο «επαίτης», πλησιάζοντας τον, ψιθύρισε κάποια λόγια. Και διακριτικά έδωσε στον φτωχό μικροπωλητή το υπόλοιπο του σάντουιτς...
Κανείς δεν κοντοστάθηκε. Ούτε ένας περαστικός. Όλοι προσπέρασαν και συνέχισαν την αδιάφορη πορεία τους.
Αθήνα, φθινόπωρο του σωτήριου έτους 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου