«Αισθάνομαι ταπεινωμένος και περιφρονημένος. Νομίζω ότι
ξαναζώ την εποχή του Πιουριφόι, τότε που η χώρα μας ήταν απόλυτα εξαρτημένη από
τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Δεν πίστευα πως θα ζήσω μια νέα υποτέλεια της
πατρίδας μου. Λέει ο Πρωθυπουργός ότι ήμασταν ο αδύναμος κρίκος και γι΄ αυτό
μας χτύπησε τόσο καίρια ο τοκογλυφικός καπιταλισμός. Γιατί όμως είμαστε ο
αδύναμος κρίκος; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο οφείλει να απαντήσει το πολιτικό
μας σύστημα και άλλοι κοινωνικοί φορείς που υποτίθεται ότι διακονούν τα
συμφέροντα του λαού».
Χρόνης Μίσσιος
Χαμογέλα, ρε
Του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου
Μετά, η τωρινή εποχή και η αντίφασή της: «Οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν, δυστυχώς, να καταλάβουν, τι σημαίνει ζωή. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν, κι όταν φτάνει το ηλιοβασίλεμα, αντί να κλαίνε γιατί πέρασε άλλη μια μέρα, και συνεπώς άλλο ένα βήμα προς τον θάνατο, χαίρονται. Χαίρονται! Γιατί η μέρα τους ήταν φορτωμένη με οδύνη, με άγχος, με κυνηγητό, με προβλήματα...».
Και στο τέλος, ο θάνατος. Την προηγούμενη εβδομάδα συνέβησαν πολλά πράγματα. Επιχειρήσεις έκλεισαν, μειώσεις ζητήθηκαν από εργαζομένους, τα γραφεία Τύπου της κυβέρνησης επιμένουν πως έρχεται η ανάπτυξη, άνθρωποι πιέστηκαν λίγο ακόμη, άνθρωποι μισήθηκαν λίγο ακόμη και ένας σημαντικός άνθρωπος πέθανε.
Ο Χρόνης Μίσσιος, στα 82 του, γεμάτος από μια ζωή η οποία ξεκίνησε με αγώνες και συνεχίστηκε με φυλακές, ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στη Β΄ Δημοτικού, μπήκε στην Αντίσταση και από το 1947 μέχρι το 1973 πέρασε τη ζωή του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο, στον Αη Στράτη, στις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας και στον Κορυδαλλό, και έμαθε να διαβάζει «από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, όταν ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ», πέθανε. Εμαθε να διαβάζει στη φυλακή, αλλά η συγκρότηση του λόγου του, η βαθιά σκέψη του και η ποιητική (αλλά όχι κραυγαλέα) γραφή του έκανε τα βιβλία του, το «Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε; » και το «...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», οάσεις ψυχραιμίας και λογικής σε μια χώρα που δεν φημίζεται για αυτές τις αρετές.
Για να τον συναντήσει κανείς έπρεπε να ταξιδέψει λίγο έξω από την Αθήνα, να ανεβεί σε χωματόδρομους και να φτάσει στο Μικροχώρι Αττικής, όπου σε υποδεχόταν με ένα τσιγάρο στο στόμα και τα τρία σκυλιά του να τον ακολουθούν. Είχε επιλέξει να ζει μακριά από την πόλη, αλλά το πώς την έβλεπε από μακριά ήταν πολύ πιο καίριο από όσους ζουν στον θόρυβό της. Εχει σημασία οτιδήποτε έχει πει. Γιατί δεν ήταν θιασώτης μιας εύκολης επαναστατικής ρητορικής που διαπερνά την κοινωνία, αλλά οτιδήποτε έλεγε ήταν ζυμωμένο με τις κατάλληλες δόσεις «πιάτσας», ζωής και σοφίας.
Η λογική του ήταν τόσο σπάνια, που αξίζει να διαβαστεί ξανά και ξανά. Είχε να πει για τα επεισόδια στην πόλη: «Λέω καμιά φορά, σ’ αυτά τα παιδιά, που τρέχουν στις διαδηλώσεις και χτυπιούνται με τους μπάτσους και μετά τους πλακώνουν με τα χημικά σαν να ’ναι κατσαρίδες, “τι πάτε και σκοτώνεστε μες στους δρόμους και δεν πάτε να καταλάβετε τα χωράφια της Μονής του Βατοπαιδίου και να κάνετε μια φάρμα; Πάτε και πετάτε γκαζάκια, και καίτε το αυτοκίνητο του αλλουνού του κακομοίρη, τι σας φταίει ο άλλος;”».
Για τη συγχώρεση και το μίσος της εποχής: «(...) Οταν μετά τη δικτατορία αποφυλακίστηκα, δούλευα σε μια επιχείρηση. Κάποιος με ζητούσε επίμονα. Τον κοιτώ, με κοιτά, ήταν ένας από τους βασανιστές μου στην ασφάλεια “Τι συμβαίνει; Πώς από εδώ; ” ρωτώ. “Ρε συ Χρόνη, να... ντρέπομαι κιόλας, αλλά έχω έναν γιο, και δεν έχει δουλειά. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;”. Πιάσαμε την κουβέντα. Μετά πήγαμε στη “Σμαρώ”, ένα ουζερί στην Καισαριανή, τα ήπιαμε και κλαίγαμε και οι δυο. Κοίτα να δεις. Οταν είσαι επαναστάτης, και μάλιστα ρομαντικός, για να μπορέσεις να επιβιώσεις μέσα από αυτή την κρεατομηχανή που σε περνά η εξουσία, πρέπει να φυλάξεις τον πολιτισμό και την αξιοπρέπειά σου σαν το ακριβότερο άρωμα. Να μην πέσεις στο επίπεδό τους. Μόνον αυτό σε σώζει σαν άνθρωπο. Αυτό είναι που σε κάνει άνθρωπο μέσα σε αυτή τη σύγκρουση. Αυτός είναι ο πολιτισμός. Αν βγαίναμε από τα πηγάδια που μας είχαν ρίξει φορτωμένοι με χειροβομβίδες και μαχαίρια, θα ήμαστε μία από τα ίδια...».
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε το 1930 και πέθανε την περασμένη Τρίτη. Εζησε, αγωνίστηκε, πιέστηκε, αντιστάθηκε, έχασε, αλλά δεν υποτάχθηκε, απογοητεύτηκε, συγχώρεσε και ξανασηκώθηκε. Δεν μίσησε, δεν κρύφτηκε, δεν λαΐκισε, δεν ανέχθηκε να του περιορίσουν την αξιοπρέπεια. Ποτέ δεν ξέχασε τι ήταν: Ανθρωπος.
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=485855
|
|
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930,
από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα
Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και
παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο
Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το
σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… ” (γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988) αλλά και όλα τα υπόλοιπα. “Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Καπανδρίτι. Εφυγε από την ζωή μετά από επιπλοκή στην υγεία του στις 20/11/2012. |
http://www.protoporia.gr/author_info.php?authors_id=906784
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου