ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ
ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Άνοιξε το Τριώδιο και ούτε που θα καταλάβαιναν πως ήρθανε οι Απόκριες
εκεί στον συνοικισμό Παλαιών Σφαγείων, στους πρόποδες του Φιλοπάππου, κι
ας τις περίμεναν πώς και πώς για να ξεσκάσουνε κι αυτοί κομμάτι. Η
βιοπάλη, βλέπεις, δεν σ' αφήνει στιγμή να πάρεις πρέφα απ' τα
συμβαίνοντα πλάι σου και ίσως να τις περνούσαν στο ντούκου, να μπαίνανε
στη Σαρακοστή κι αυτοί, ανυποψίαστοι, να στριφογύριζαν στο μαγκανοπήγαδο
της καθημερινότητας.
Ευτυχώς, ήρθαν και τους προσγείωσαν μερικά ξεχωριστά γεγονότα. Πρώτος ο ψιλικατζής, ο Προκόπης, που καθάρισε τη μικρή βιτρίνα του μαγαζιού του από τις σκόνες, έπλυνε τo τζάμι της που είχε πιάσει δυο δάχτυλα μάκα και τη φόρτωσε με «εποχιακό εμπόρευμα», δηλαδή χάρτινες μουτσούνες, διάφορα κοτιγιόν και μπόλικα πακέτα σερπαντίνες μάρκας «Η φτερωτή αράχνη», μαζί με σακουλάκια από τούλι γεμάτα κομφετί. Με μισή καρδιά -επειδή ήταν τσιγκούνης- άνοιξε ένα πακέτο, έβγαλε μερικές σερπαντίνες και, φυσώντας δυνατά από μέσα στο κέντρο τους, τις άφησε να ξεχυθούν και να τυλιχτούν ανάμεσα στα αποκριάτικα που συσσωρεύονταν στη μικρή προθήκη, αγκαλιάζοντας ροκάνες, ψηλά καπέλα, ψεύτικες μύτες και χοντρά μαύρα μουστάκια.
Τα πλούσια «καρναβαλίστικα» ελέη του Προκόπη ίσως να περνούσαν κι αυτά απαρατήρητα αν ο κυρ Στέλιος, ο ταβερνιάρης, δεν έσπευδε να δώσει ατμόσφαιρα ξεφαντώματος στο καπηλειό του. Ανέβηκε σε μια σκάλα και κρέμασε στην πρόσοψη της ταβέρνας κάτι κινέζικα φαναράκια εναλλάξ με πολύχρωμα ηλεκτρικά λαμπιόνια των 15W, που παραλίγο να τον «ξαποστείλουν», καθώς ακούμπησε σ' ένα φθαρμένο καλώδιο που του 'δωσε και κατάλαβε. Ίσως ούτε και με τα κινέζικα φανάρια του κυρ Στέλιου να λάβαιναν το μήνυμα πως η «τρελή Αποκριά» κατέφθασε αν δεν… κατέφθανε στη γειτονιά, λόγω των ημερών, η… διασκέδαση αυτοπροσώπως.
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, από εκείνα τα ευλογημένα χειμωνιάτικα πρωινά της Αθήνας, όταν λίγο πριν από το μεσημέρι κάτι γέροι που λιάζονταν ακουμπισμένοι στα πλαϊνά μιας παράγκας άκουσαν να πλησιάζει ήχος από νταούλι. Και πράγματι εμφανίστηκε ένα καλλιτεχνικό τρίο, αποτελούμενο από δύο μαυριδερούς γύφτους και μια καφετιά αρκούδα, που την έσερναν δεμένη με αλυσίδα από τη μουσούδα. Ένα τσούρμο αλαλάζοντα ξυπόλυτα πιτσιρίκια τούς περιέβαλλαν και τους ακολουθούσαν. Σταμάτησαν σ' ένα «άνοιγμα» που σχημάτιζε υποψία πλατείας και άρχισαν να εκτελούν το ρεπερτόριό τους. Ο ένας, ο μουζικάντης, χτύπαγε ρυθμικά το νταούλι, ενώ ο άλλος, ο «παρτενέρ» της αρκούδας, τη συνόδευε κρατώντας τον ρυθμό με παλαμάκια στο χορευτικό της… Γύρω τους άρχισε να συγκεντρώνεται ένας ευρύς κύκλος θεατών, από γυναίκες κυρίως που δεν είχαν βάρδια στη φάμπρικα. Όταν τα χορευτικά νούμερα τελείωσαν, ακολούθησε η πρόζα. Έθετε ο αρκουδιάρης στο ταλαίπωρο ζωντανό την ερώτηση: «Πώς κάνει η μαμζέλ όταν βρεθεί με τον φιλαράκο της;». Και η αρκούδα άρχιζε να κουνιέται και να… πάλλεται σαν να διαπερνούσε το κορμί της ηλεκτρική εκκένωση. Και συνέχιζε ο ερωτών: «Τι κάνει η μαντάμ εμπρός στον καθρέφτη;». Και το εκπαιδευμένο στη μίμηση ζώο έφερνε το χέρι και χτύπαγε τη μούρη του σαν να έβαζε πούδρα η μαντάμ. Και τότε πετάχτηκε από την πρώτη σειρά των θεατών η κυρα-Παρασκευούλα η φαρμακόγλωσση και, γεμάτη θαυμασμό, ανέκραξε: «Ίδια η Ρωξάνη είναι…».
Ευτυχώς, ήρθαν και τους προσγείωσαν μερικά ξεχωριστά γεγονότα. Πρώτος ο ψιλικατζής, ο Προκόπης, που καθάρισε τη μικρή βιτρίνα του μαγαζιού του από τις σκόνες, έπλυνε τo τζάμι της που είχε πιάσει δυο δάχτυλα μάκα και τη φόρτωσε με «εποχιακό εμπόρευμα», δηλαδή χάρτινες μουτσούνες, διάφορα κοτιγιόν και μπόλικα πακέτα σερπαντίνες μάρκας «Η φτερωτή αράχνη», μαζί με σακουλάκια από τούλι γεμάτα κομφετί. Με μισή καρδιά -επειδή ήταν τσιγκούνης- άνοιξε ένα πακέτο, έβγαλε μερικές σερπαντίνες και, φυσώντας δυνατά από μέσα στο κέντρο τους, τις άφησε να ξεχυθούν και να τυλιχτούν ανάμεσα στα αποκριάτικα που συσσωρεύονταν στη μικρή προθήκη, αγκαλιάζοντας ροκάνες, ψηλά καπέλα, ψεύτικες μύτες και χοντρά μαύρα μουστάκια.
Τα πλούσια «καρναβαλίστικα» ελέη του Προκόπη ίσως να περνούσαν κι αυτά απαρατήρητα αν ο κυρ Στέλιος, ο ταβερνιάρης, δεν έσπευδε να δώσει ατμόσφαιρα ξεφαντώματος στο καπηλειό του. Ανέβηκε σε μια σκάλα και κρέμασε στην πρόσοψη της ταβέρνας κάτι κινέζικα φαναράκια εναλλάξ με πολύχρωμα ηλεκτρικά λαμπιόνια των 15W, που παραλίγο να τον «ξαποστείλουν», καθώς ακούμπησε σ' ένα φθαρμένο καλώδιο που του 'δωσε και κατάλαβε. Ίσως ούτε και με τα κινέζικα φανάρια του κυρ Στέλιου να λάβαιναν το μήνυμα πως η «τρελή Αποκριά» κατέφθασε αν δεν… κατέφθανε στη γειτονιά, λόγω των ημερών, η… διασκέδαση αυτοπροσώπως.
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, από εκείνα τα ευλογημένα χειμωνιάτικα πρωινά της Αθήνας, όταν λίγο πριν από το μεσημέρι κάτι γέροι που λιάζονταν ακουμπισμένοι στα πλαϊνά μιας παράγκας άκουσαν να πλησιάζει ήχος από νταούλι. Και πράγματι εμφανίστηκε ένα καλλιτεχνικό τρίο, αποτελούμενο από δύο μαυριδερούς γύφτους και μια καφετιά αρκούδα, που την έσερναν δεμένη με αλυσίδα από τη μουσούδα. Ένα τσούρμο αλαλάζοντα ξυπόλυτα πιτσιρίκια τούς περιέβαλλαν και τους ακολουθούσαν. Σταμάτησαν σ' ένα «άνοιγμα» που σχημάτιζε υποψία πλατείας και άρχισαν να εκτελούν το ρεπερτόριό τους. Ο ένας, ο μουζικάντης, χτύπαγε ρυθμικά το νταούλι, ενώ ο άλλος, ο «παρτενέρ» της αρκούδας, τη συνόδευε κρατώντας τον ρυθμό με παλαμάκια στο χορευτικό της… Γύρω τους άρχισε να συγκεντρώνεται ένας ευρύς κύκλος θεατών, από γυναίκες κυρίως που δεν είχαν βάρδια στη φάμπρικα. Όταν τα χορευτικά νούμερα τελείωσαν, ακολούθησε η πρόζα. Έθετε ο αρκουδιάρης στο ταλαίπωρο ζωντανό την ερώτηση: «Πώς κάνει η μαμζέλ όταν βρεθεί με τον φιλαράκο της;». Και η αρκούδα άρχιζε να κουνιέται και να… πάλλεται σαν να διαπερνούσε το κορμί της ηλεκτρική εκκένωση. Και συνέχιζε ο ερωτών: «Τι κάνει η μαντάμ εμπρός στον καθρέφτη;». Και το εκπαιδευμένο στη μίμηση ζώο έφερνε το χέρι και χτύπαγε τη μούρη του σαν να έβαζε πούδρα η μαντάμ. Και τότε πετάχτηκε από την πρώτη σειρά των θεατών η κυρα-Παρασκευούλα η φαρμακόγλωσση και, γεμάτη θαυμασμό, ανέκραξε: «Ίδια η Ρωξάνη είναι…».
Αυτή η Ρωξάνη ήταν το πιο συζητημένο πρόσωπο της περιοχής. Πολλοί πολλά γνωρίζοντες την παραλλήλιζαν με τη «Μαντάμ Ορτάνς», παρομοίωση τελείως ασύστατη καθ' όσον η «γνήσια» μαντάμ Ορτάνς μιλούσε και γαλλικά. Εν πάση περιπτώσει, με τον ερχομό της αρκούδας στη γειτονιά κατάλαβαν πως οι Απόκριες ήταν γεγονός και πως έπρεπε να επωφεληθούν δεόντως.
Η Καλλιθέα ανέκαθεν ήτανε φτωχομάνα. Γεμάτη προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου κατοικούσαν άνθρωποι πονεμένοι και ξεριζωμένοι. Άνθρωποι βουτηγμένοι στον μόχθο, που προσπαθούσαν να ξαναβρούν τον βηματισμό τους και να φτιάξουν τη χαμένη τους ζωή αρχίζοντας πάλι από το άλφα. Αμέτρητα τα «αχ» και τα «βαχ», ελάχιστες οι στιγμές που έφερναν χαμόγελο στα χείλη. Ένα φοβισμένο χαμόγελο, που προκαλούσε ενοχή σε όποιον τολμούσε να χαμογελάσει. Όμως τώρα ήρθε το καρναβάλι. Θα αφήσουν γκρίνιες και μιζέριες, και ανοίγοντας μια σύντομη παρένθεση θα προσπαθήσουν να ζήσουν τρία ξένοιαστα Σαββατοκύριακα… Έτσι, άρχισαν τις προετοιμασίες. Η κυρία Ναταλία θα έφτιαχνε, σαν κάθε χρόνο, ταχινόπιτα και το μισό ταψί θα το πήγαινε σαν ρεφενέ της στο πάρτι με τους μασκαρεμένους στο σπίτι του Βάγια, όπου, καθώς τα έπιπλά του ήταν λιγοστά, υπήρχε άνεση χώρου. Και έπρεπε να υπάρχει χώρος αρκετός για τον χορό. Όχι φυσικά για το ταγκό, όπου στο ημίφως ο συνωστισμός ήταν ενδεδειγμένος. Η απλωσιά χρειαζόταν την ώρα που θα ερχόντουσαν στο τσακίρ κέφι και θα πλάκωναν τα «κοζάκικα». Δεν έπρεπε να υπάρχουν εμπόδια όταν ανακούρκουδα οι χορευταράδες θα τίναζαν τις ποδάρες τους σαν να κλωτσάνε, στον ρυθμό της «Καλίνκα» που έπαιζε στο ακορντεόν του ο γερο-Φεοντόρ, παίξιμο με το οποίο μεράκλωναν μέχρι και οι γάτες. Η ρετσίνα θα έρρεε άφθονη και για μεζέ θα είχαν «πισία», που τόσο πετυχημένα τα έφτιαχνε η Δόμνα, τα μισά με τυρί και τα υπόλοιπα με βραστή πατάτα. Η κυρία Σουμέλα θα τηγάνιζε «χαμψία», η δε Παρθένα η μικροπαντρεμένη θα έφερνε αυγά απ' το κοτέτσι τους, βρασμένα. Ήταν το μόνο που της έμαθε η μάνα της να μαγειρεύει. Όσο για τη μεταμφίεση, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές. Με την άσπρη μπλούζα που θα δανειζόταν από το τυράδικο, ένας θα έκανε τον γιατρό. Το νυφικό της θα έδινε στον άντρα της η Παρθένα για να ντυνόταν νύφη, η Πόπη μ' ένα τσουκάλι κι ένα ραβδί στο χέρι θα έκανε τη μάγισσα και ο Σέργιος εδήλωσε πως θα πασαλειφτεί κοκκινάδια, υποδυόμενος τον «Φτερά και πούπουλα…». Τον είδε στο πάρτι η κυρα-Παρασκευούλα η φαρμακόγλωσση και αναφώνησε: «Μας ήρθε η… αποκάλυψη».
«Για να χαρεί η ψυχούλα του», η χήρα του Σωκράτη θα τους δάνειζε το
γραμμόφωνο που είχαν φέρει μαζί με την οικοσκευή τους από το Καζακστάν,
τότε που ήρθαν διωγμένοι. Η μάρκα του ήταν δυσανάγνωστη, γραμμένη με
μισοσβησμένα κυριλλικά στοιχεία, που άγνωστο τι σήμαιναν. Ήταν η
αγαπημένη συντροφιά του μακαρίτη. Όταν γύρναγε από τη δουλειά, καθόταν
και άκουγε δίσκους, το «Μάρω, Μάρω, μια φορά 'ν' τα νιάτα…» και το
«Τανγκό νοτούρνο» με την Πόλα Νέγκρι, και απολάμβανε μουσική…
Οι μέρες περνούσαν και με γοργό ρυθμό συνεχίζονταν οι αποκριάτικες προετοιμασίες. Η «προοδευτική αδελφότης» του συνοικισμού, υπό την επωνυμία «Αλληλεγγύη και Ενότης», ετοίμαζε μεγάλη χοροεσπερίδα στο κοσμικό κέντρο «Σουσουράδα», κοντά στη στάση Καραγιάννη, όπου θα εκλέγετο και η Μις Παλαιά Σφαγεία.
Πρώτη δήλωσε συμμετοχή η Γιωτούλα η πεταχτή, με το ψευδώνυμο «Ντεζιρέ», και αμέσως έτρεξε στο φαρμακείο να αγοράσει οξυζενέ. «Τι να το κάνεις το οξυζενέ;», ρώτησε ο κύριος Θανάσης, ο φαρμακοποιός, που πάντα έκανε άνοστα αστεία ή πέταγε άγαρμπα υπονοούμενα για κουτσομπολιά.
- Μα, για να ξανθύνω τα μαλλιά μου, απάντησε σοβαρά η Γιωτούλα, απορημένη με την ερώτηση.
- Τζάμπα κόπος, τη συμβούλεψε ο φαρμακοποιός. Γιατί, είτε μαύρα τα αφήσεις είτε τα βάψεις ξανθά, η Σοφούλα, άμα σε πετύχει, θα σ' τα βγάλει τρίχα τρίχα. Γιατί, λέει, πας να της φας τον γκόμενο…
Οι μέρες περνούσαν και με γοργό ρυθμό συνεχίζονταν οι αποκριάτικες προετοιμασίες. Η «προοδευτική αδελφότης» του συνοικισμού, υπό την επωνυμία «Αλληλεγγύη και Ενότης», ετοίμαζε μεγάλη χοροεσπερίδα στο κοσμικό κέντρο «Σουσουράδα», κοντά στη στάση Καραγιάννη, όπου θα εκλέγετο και η Μις Παλαιά Σφαγεία.
Πρώτη δήλωσε συμμετοχή η Γιωτούλα η πεταχτή, με το ψευδώνυμο «Ντεζιρέ», και αμέσως έτρεξε στο φαρμακείο να αγοράσει οξυζενέ. «Τι να το κάνεις το οξυζενέ;», ρώτησε ο κύριος Θανάσης, ο φαρμακοποιός, που πάντα έκανε άνοστα αστεία ή πέταγε άγαρμπα υπονοούμενα για κουτσομπολιά.
- Μα, για να ξανθύνω τα μαλλιά μου, απάντησε σοβαρά η Γιωτούλα, απορημένη με την ερώτηση.
- Τζάμπα κόπος, τη συμβούλεψε ο φαρμακοποιός. Γιατί, είτε μαύρα τα αφήσεις είτε τα βάψεις ξανθά, η Σοφούλα, άμα σε πετύχει, θα σ' τα βγάλει τρίχα τρίχα. Γιατί, λέει, πας να της φας τον γκόμενο…
Ν. ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου