Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Κλάουντιο Νιεζούτα : Η κληρονομιά της Θάτσερ

Η κληρονομιά της Θάτσερ

Οπως είναι γνωστό, η δεκαετία του 1970 σημαδεύτηκε και στο Ηνωμένο Βασίλειο από βαθιές οικονομικές και κοινωνικές εντάσεις. Το οικονομικό μοντέλο, που μέχρι τότε είχε εγγυηθεί τη διάδοση της ευημερίας σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, τέθηκε υπό αμφισβήτηση από το διεθνές ανταγωνιστικό πλαίσιο, το οποίο απαιτούσε μια βιομηχανική αναδιάρθρωση με υψηλό κοινωνικό τίμημα, σε ένα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας, που γεννιόταν από τις πληθωριστικές τάσεις τις οφειλόμενες στην πετρελαϊκή κρίση και στην κρίση του δολαρίου, με συνεχείς υποτιμήσεις, αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων και πτώση των πραγματικών εισοδημάτων.


Με τη νίκη του Συντηρητικού Κόμματος το 1979, η κυβέρνηση Θάτσερ φέρνει ριζική μεταβολή στη στρατηγική οικονομικής πολιτικής, σε καθαρή αντιπαράθεση με την κεϊνσιανή πολιτική του παρελθόντος. Αναφορά της είναι οι θέσεις του μονεταρισμού και της νεοκλασικής μακροοικονομίας, τις οποίες, τουλάχιστον αρχικά, προσπαθεί να εφαρμόσει ανεπιφύλακτα στην πραγματικότητα, κατακτώντας με μια σαφή και φαινομενικά ανανεωτική πρόταση πολλούς πολίτες, που δεν εκφράζονταν από την αβέβαιη απάντηση των Εργατικών στην κρίση.

Η πολιτική επανάσταση της Θάτσερ (και του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ρόναλντ Ρέιγκαν) τροποποιεί βαθιά τον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής, στον βαθμό που υιοθετεί ως κύρια κατεύθυνση την «αποδέσμευση», δηλαδή την απόσυρση της κυβέρνησης από περιοχές παρέμβασης και οικονομικής ευθύνης που οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν καταλάβει. Είναι η έναρξη της πολιτικής από την πλευρά της προσφοράς: άρση των περιορισμών στην επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, έλεγχος των κυβερνητικών δαπανών προκειμένου να μειωθεί το βάρος τους στην οικονομία, μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, ιδιωτικοποίηση των εθνικοποιημένων βιομηχανιών, κατάργηση των περιορισμών στο πιστωτικό σύστημα και φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας.

Η εγκατάλειψη της λειτουργίας του κράτους ως άμεσου ή έμμεσου ρυθμιστή της οικονομίας έχει ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις όχι μόνον στις εσωτερικές φιλελευθεροποιήσεις και απορυθμίσεις στο βιομηχανικό πεδίο, αλλά κυρίως στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Είναι επιλογές που μετασχηματίζουν την παραγωγική δομή της χώρας. Στην αποβιομηχάνιση αντιστοιχεί μια ταχεία επέκταση του τομέα των υπηρεσιών και ιδιαίτερα των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την εθνική και διεθνή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα: το Σίτι του Λονδίνου είναι το μοντέλο και ο κύριος ωφελημένος.

Οι επιπτώσεις αυτής της «αποδέσμευσης» εκδηλώνονται αμέσως στην κατανομή του εισοδήματος και στην απασχόληση, αλλά η ανεργία δεν ανησυχεί την κυβέρνηση, επειδή θεωρεί ότι είναι δικαιολογημένη από την αναγκαιότητα να υποκινηθεί η επιχειρηματικότητα και η αναδιάρθρωση του παραγωγικού μηχανισμού στην αναζήτηση μεγαλύτερης παραγωγικής «αποτελεσματικότητας», η οποία δεν θεωρείται εφικτή χωρίς μιαν αυστηρή εσωτερική «πειθαρχία»: η παροχή οικονομικών κινήτρων είναι πιο σημαντική από την ισότητα. Ο στόχος είναι μια κοινωνία σκληρά εργαζόμενων που παρακινούνται να γίνουν κάτοχοι πλούτου και ιδιοκτήτες. Προτείνεται και γίνεται αποδεκτό το όραμα μιας κοινωνίας βασιζόμενης στην υπέρβαση των θεσμών του κράτους πρόνοιας και της συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης και επομένως σε ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων που βρίσκουν στο συμφέρον του ιδιωτικού κεφαλαίου την προϋπόθεση της προόδου για όλους.

Η αντίληψη του ρόλου του δημόσιου τομέα που προσανατολίζει τη Μάργκαρετ Θάτσερ συνοψίζεται από τη δήλωσή της «There is no such thing as society». Δεν υπάρχει η κοινωνία, υπάρχει μόνον το άτομο και η οικογένειά του και η μοναδική θεσμική πραγματικότητα που μπορεί να εγγυηθεί την πρόοδο είναι εκείνη που βασίζεται στις δομές της αγοράς. Το πρόγραμμα της Θάτσερ δεν είναι επομένως μόνον ένας νέος προσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής, αλλά αντιπροσωπεύει και μια νέα πρόταση κοινωνικής συσσωμάτωσης γύρω από ένα νέο τρόπο ανάπτυξης. Η οικοδόμηση μιας πιο ευέλικτης κοινωνίας προϋποθέτει την υποχρέωση να περιοριστούν τα δημόσια κόστη σε ένα πιο μικρό τμήμα του πληθυσμού.

Παρακολουθούμε έτσι μια μακρά διαδικασία μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους (και πρώτα απ’ όλα της υγείας και της εκπαίδευσης), με στόχο να αντικατασταθεί η κοινωνική λογική από εκείνη της αγοράς, επαναφέροντας σε ατομικό επίπεδο τη σχέση ανάμεσα σε εισφορές και παροχές και εξαρτώντας τα επιδόματα ανεργίας από τη διαθεσιμότητα των ανέργων για αναζήτηση νέας απασχόλησης. Πρόκειται για μια κοινωνική πολιτική που εξηγεί την παρέκκλιση προς μια πιο άνιση κοινωνία, μια πιο επισφαλή εργασία, μια πιο διαδεδομένη φτώχεια, απέναντι σε μιαν αύξηση των εισοδημάτων και των καταναλώσεων που ήταν ιδιαίτερα ταχεία για εκείνους που δρούσαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή βρίσκονταν στις υψηλότερες οικονομικές θέσεις.

Το όραμα της Θάτσερ εμφανίζεται νικηφόρο (όχι μόνον στο Ηνωμένο Βασίλειο) στον βαθμό που γίνεται «κοινός νους» το ότι οι δυνάμεις της αγοράς είναι ένα «φυσικό» στοιχείο της καθημερινής ζωής και τα αποτελέσματά τους δεν επιδέχονται επομένως κριτικό στοχασμό ούτε ηθικούς και πολιτικούς συλλογισμούς. Γι’ αυτό δεν υπάρχει και καμιά εφικτή εναλλακτική λύση ως προς τον καπιταλισμό της αγοράς. Η «οικονομία» αποσπάται από τη σφαίρα της πολιτικής και ιδεολογικής αμφισβήτησης. Είναι η γνωστή ισχυρή δήλωση «There is no alternative», ότι δηλαδή δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.

Ουσιαστικά βρισκόμαστε στο «τέλος της ιστορίας». Αυτό ακριβώς το εσχατολογικό όραμα δεν άντεξε όμως για πολύ. Η υπερτροφία του χρηματοπιστωτικού τομέα, η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, η παραγωγική κρίση και η ανεργία, οι πελώριες ανισότητες, η επισφαλής κατάσταση ευρέων κοινωνικών στρωμάτων καταδεικνύουν ότι αυτό το πολιτικό όραμα γεννάει αστάθεια και ανασφάλεια. Στην αποδοχή αυτής της προοπτικής έπαιξε αναμφίβολα ρόλο και η «ενδοτικότητα» της πολιτικής τάξης, τόσο της κεντροδεξιάς όσο και της κεντροαριστερής, αγγλοσαξονικής, ευρωπαϊκής και λατινοαμερικανικής, η οποία αφομοίωσε τις «αξίες» αυτής της «νέας-παλιάς» κοσμοαντίληψης, τουλάχιστον όσο δεν είχε ακόμα γίνει φανερή η αποτυχία της.

Η πίεση για την αποδοχή της δεν ήταν μόνον ιδεολογική, αν σκεφτούμε την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στις χώρες που δεν ήθελαν να την αποδεχθούν (το μαρτυρούν τα δράματα της Λατινικής Αμερικής στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα) και τον ρόλο που έπαιξαν διεθνείς θεσμοί (ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα) στην επιβολή της ως μοναδικής λύσης στις οικονομικές δυσκολίες. Αυτή η πίεση έπληξε με μια αυξανόμενη κλιμάκωση τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, την ασιατική περιοχή και τώρα την Ευρώπη, όπου μια επαναλαμβανόμενη πολιτική της προσφοράς, με τη μορφή της πολιτικής της λιτότητας, επιτείνει την οικονομική και κοινωνική αστάθεια, η οποία παράγεται από εκείνες τις αγγλοσαξονικές χρηματοπιστωτικές αγορές που είχαν τόσο πολύ ευνοηθεί από τις πολιτικές απορρύθμισης που εγκαινιάστηκαν στη θατσερική εποχή. Η κληρονομιά της Θάτσερ βρίσκεται όλη στην επικίνδυνη οικονομική και κοινωνική αστάθεια που ζούμε, μπροστά στην οποία οι επίγονοί της, που βρίσκονται ακόμα στην κυβέρνηση, δεν φαίνεται να διαθέτουν ιδέες και εργαλεία για μια λύση.

Ο Κλάουντιο Νιεζούτα είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza. Το ακόλουθο κείμενό του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Manifesto».

Από τον Θανάση Γιαλκέτση/ http://www.efsyn.gr/?p=43151 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου