Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ: ΜΙΑ "ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ" ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Μια φορά και έναν καιρό
 
 
 ΜΙΑ "ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ" ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
 
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ

Στο τηλέφωνο ο Γιάννης ήταν κατηγορηματικός όταν σε συμβουλευτικό τόνο μού συνέστησε να σταματήσω τις… «ξεναγήσεις» στην Αθήνα του παρελθόντος και να ασχοληθώ με κάτι πιο ζουμερό και σύγχρονο. Του απάντησα πως οι αναμνήσεις μου δεν έχουν ιστορικό υπόβαθρο αλλά στηρίζονται κατά 98% σε προσωπικά βιώματα, πως είναι κάτι σαν «ρεπορτάζ» πάνω σε πρόσωπα, σε γεγονότα και σε πράγματα μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια, που ίσως κάποιοι πιο παλιοί, διαβάζοντάς τα, μπορεί κάτι να αναπολήσουν από τα χρόνια εκείνα, και ότι σίγουρα οι νέοι θα ειρωνευθούν την τότε ζωή και οπωσδήποτε θα τη λοιδορήσουν.

Ο Γιάννης ήταν αμετάπειστος. «Αφού είσαι και συ “αντίκα κάζα”», μου είπε, «σαν τη ρεπούμπλικα την “Μπορσαλίνο” που κάποτε φόραγες και χάλαγες τη χωρίστρα σου την παστωμένη με “μπριγιόλ”, μείνε στην παλαιολιθική εποχή όπου λαθροβιείς, αφού δεν μπορείς να ξεφύγεις, και ασχολήσου με την πολιτική επικαιρότητα του χθες, του σήμερα ή του αύριο. Ειδικά για το “αύριο” γίνε ως και προφήτης. Και μη φοβηθείς αν σου πούνε το γνωστό “πας προφήτης μετά Χριστόν, γάιδαρος”, διότι και χωρίς τις προφητείες το επίθετο κατά γενικήν ομολογία το κατέχεις επαξίως»… Για να μην του χαλάσω το χατίρι σκέφθηκα πως θα μπορούσα χωρίς να εγκαταλείψω τον αιώνα μου ν' ασχοληθώ, ας πούμε, με τα παραπολιτικά των αμέσως μεταπολεμικών χρόνων. Έτσι, κάνοντας μια βουτιά στη γλαφυρή εκείνη εποχή, ανέσυρα από τα έγκατα της θύμησής μου το «Φτου» του Κουλουμβάκη, απευθυνθέν προς τους Αντιπροσώπους του Έθνους στη Βουλή του '46. Επίσης θα έγραφα για τη βαθιά συγκίνηση που προκλήθηκε όταν ο υφυπουργός Εξωτερικών Φίλιππος Δραγούμης είχε μεταβεί στο Παρίσι με εθνική αποστολή, εκπροσωπώντας την Ελλάδα στη Διάσκεψη της Ειρήνης, ανακάλυψε σε παρισινό… παλαιοπωλείο το «Σύνταγμα της Ελλάδος» του 1909 στην πρωτότυπη έκδοσή του και έσπευσε να ανακοινώσει την επιτυχία του με επείγον τηλεγράφημα στην κυβέρνηση. Άδραξαν οι αθηναϊκές εφημερίδες την είδηση και κυκλοφόρησαν παραρτήματα.

Βέβαια το εύρημα ήταν ένα απλό κακομοιριασμένο αντίγραφο, αλλά αυτό δεν είχε τόση σημασία. Μπορεί στις περιγραφές να ανακάτευα και τον «ξένο παράγοντα» που όταν το 1945 τον πληροφόρησαν σε κάποια σύσκεψη πως τα μέτρα που προτείνει αποκλείεται να εφαρμοσθούν, διότι διαφωνεί ο Γ. Κασιμάτης, υπουργός Εθνικής Οικονομίας τότε, ο κύριος Λίπερ, με παιδική αφέλεια ρώτησε: «Who is Cassimatis?». Θα μπορούσα κατόπιν, για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, να έλθω σε νεωτέρους χρόνους, περιγράφοντας το πανό που στήθηκε στην είσοδο των Πατρών όταν επισκέφτηκε την πόλη ο υπουργός Α. Γεροκωστόπουλος με την επιγραφή: «Καλώς ήρθες Γεροκωστόπουλέ ΜΑΣ». Το πήραν οι εφημερίδες την επομένη και έκαναν το «Μας» πρώτο θέμα.

Το μελέτησα το ζήτημα τελικά από όλες τις πλευρές και κατέληξα στο συμπέρασμα πως είναι πολύ ισχνές οι πολιτικές μου γνώσεις και οι παραπολιτικές μου ακόμη ισχνότερες, για να καταπιαστώ με τέτοιο εγχείρημα. Για να μην τον δυσαρεστήσω όμως, επειδή άφησε να εννοηθεί πως βαρέθηκε να διαβάζει για το κλεινόν και ιοστεφές άστυ, με τον ίδιον τρόπο που βαρέθηκαν και οι προγονοί μας να ακούνε για τον Αριστείδη τον δίκαιο, πήρα την απόφαση να εξοστρακίσω την Αθήνα από τη στήλη. Από εδώ και εμπρός θα έγραφα για τα αποδημητικά πτηνά ή, σε χρηστικό επίπεδο, για το τσιμπούσι που στήσανε οι σκόροι στην ντουλάπα με τα μάλλινα… Στο τελευταίο μάλιστα με ενθάρρυνε η υστερόβουλη σκέψη πως μπορεί να εύρισκε σπόνσορα η εφημερίδα, έναν αντιπρόσωπο ναφθαλίνης. Στρώθηκα επί το έργον και άρχισα να γράφω:

«… Ο σκόρος ως γνωστόν είναι ένα πολύ ρομαντικό και ευαίσθητο έντομο, αληθινός αισθηματίας. Εάν γνώριζε γραφή, μέχρι και ποιήματα θα έγραφε. Ο ψυχικός του κόσμος συνταράζεται ακούγοντας τη “Σονάτα υπό το σεληνόφως” του Μπετόβεν και, τιμής ένεκεν, ουδέποτε έφαγε φράκο μουσικού ορχήστρας δωματίου. Πρόκειται για το ευγενέστερο έντομο της δημιουργίας και, σαν αληθινός αριστοκράτης, απευθύνεται πάντοτε με το… “σης και με το σας”…»

Στο σημείο αυτό χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Όλγα. Φίλη παλιά και πιστή αναγνώστρια της στήλης, είδε την εικόνα με τα δυο παιδιά, διαφήμιση του πάλαι ποτέ καταστήματος «Κουτσογιάννη και Χρήστου», που δημοσιεύθηκε σε προηγούμενο φύλλο, και ρώτησε πού ακριβώς βρισκόταν αυτό το κατάστημα. Εκ γενετής Αθηναία, όφειλε να το θυμάται, αλλά δεν το θυμόταν. Την κατατόπισα ότι βρισκόταν επί της οδού Σταδίου, στη γωνία με την Εμμανουήλ Μπενάκη, και τότε κατάλαβα πως υπήρξαν πάμπολλα μαγαζιά που έντυναν και στόλιζαν τους Αθηναίους, τις Αθηναίες και τα Αθηναιόπουλα, μα, το κυριότερο, στόλιζαν την Αθήνα. Αυθόρμητα ήρθε στη σκέψη μου η στροφή από τη «Λέγκω» του Μαρκόπουλου: «Ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις μια ιστορία / πώς ήταν τότες η μανούλα μας παλιά…» και με λίγους ακροβατικούς συσχετισμούς, παράτησα τους σκόρους στους συναισθηματικούς τους παραδείσους και να 'μαστε πάλι στα γνωστά λημέρια και στη «Λέγκω» με τις προσκλήσεις και τις προτροπές της: «Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι / την κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ…»

Ρουφώντας από το χοντρό φλιτζάνι γουλιά γουλιά τον καφέ μου, άφησα τη θύμηση να περιπλανηθεί νοερά στο πιο εμπορικό κομμάτι της πρωτεύουσας εκείνα τα χρόνια, στα Χαυτεία. Μέσα σε έναν κύκλο, με κέντρο τη διασταύρωση Αιόλου - Σταδίου, και με ακτίνα τα περίπου 500 μέτρα, υπήρχαν τα καλύτερα καταστήματα ή «Bon Marche» για τους ντελικάτους, με ό,τι τραβούσε η ψυχάρα σου. Ρούχα, παπούτσια, είδη δώρων, βιβλία, δίσκοι. Ήταν, ας πούμε, ένα σουπερμάρκετ σε… κομμάτια, απ' όπου δεν έλειπε ούτε το γραφείο ταξιδίων ούτε το λουκουματζίδικο με τους ζεστούς λουκουμάδες, όπου το μέλι και η κανέλα σκόρπαγαν τη μυρωδιά τους σε όλη την οδό Αιόλου. Με ένα πολύ ωραίο ανδρικό κοστούμι, αλλά με κοντά πανταλονάκια εμφανιζότανε στη διαφήμιση που παρακίνησε την Όλγα να τηλεφωνήσει. Τα χρόνια εκείνα, όλα τα αγόρια μέχρι τα 17 τους χρόνια ή και περισσότερο φορούσαν κοντά πανταλόνια, προβάλλοντας κάτω απ' τα μπατζάκια τους κάτι μαύρες αγριότριχες θηρία. Άλλο ένδυμα, στο πιο επίσημο, ήταν το «γκολφ», που έφτανε και το δένανε στα μισά της γάμπας. Αυτό το φορούσαν και μεγάλοι, που το έπαιζαν «σπορτίφ», κι από γκολφ ας ήξεραν μονάχα την… Γκόλφω. Αλλά ας επιστρέψουμε στην αγορά, αφού προηγουμένως επισημάνουμε πως έτοιμο ένδυμα ελάχιστοι αγόραζαν, διότι ήταν υποτιμητικό να ντύνεσαι στα ετοιματζίδικα. Για να αποκτήσεις καινούργιο κοστούμι αγόραζες ύφασμα και πήγαινες στον οικογενειακό σου ράφτη, ο οποίος σου έπαιρνε μέτρα, κουβεντιάζοντας πώς θα το φτιάξει: σταυρωτό ή μονοκούμπωτο; Για τα υπόλοιπα κατέφευγες στα μαγαζιά. Τα πιο γνωστά της περιοχής, εκτός από τον Λαμπρόπουλο, ήσαν ο Δραγώνας και ο Μαδεράκης, που σχημάτιζαν μια μορφή… Δαρδανελίων στην Αιόλου, απ' όπου δύσκολα ξεγλιστρούσες. Και οι τρεις, συν ο Κουτσογιάννης, ήσαν πρώιμα πολυκαταστήματα.

Στο σημείο αυτό διαισθάνομαι τον Γιάννη να μουρμουράει νευριασμένος: «Πάει κι αυτή η Κυριακή…»

Ε, ας καρτερεί μιαν άλλη…


http://www.paron.gr/v3/new.php?id=71259&colid=64&dt=2011-10-23&mode=3

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου