Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Τρούμπα: Η αληθινή ιστορία της κακόφημης συνοικίας του Πειραιά

Η Τρούμπα για χρόνια υπήρξε η πιο κακόφημη συνοικία του Πειραιά, γνωστή για τους οίκους ανοχής και τα καμπαρέ της  και αποτελεί το δυτικό μέρος της συνοικίας της Τερψιθέας προς τον κεντρικό λιμένα

Του Σταύρου Ζαγκανά

Η περιοχή πήρε το όνομά της από την αντλία (τρόμπα) που ήταν τοποθετημένη από το 1860 σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή, στην αρχή της οδού Αιγέως, (σημερινής 2ας Μεραρχίας) στον Πειραιά και εφοδίαζε με νερό τα πλοία. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου ξεκίνησαν τα έργα ανάπλασης των προβλητών με συνέπεια η τρόμπα αυτή ν΄ αφαιρεθεί και δυστυχώς να καταστραφεί.

Οι οίκοι ανοχής εμφανίστηκαν και εγκαταστάθηκαν εκεί λίγο μετά την Κατοχή και γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν, λόγω της συχνής διέλευσης των ναυτικών.

Τα «Κόκκινα Φανάρια» καταλάμβαναν ένα μεγάλο τετράγωνο που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διος και είχε ως επίκεντρο τους δρόμους Φίλωνος και Νοταρά.

Ωστόσο, επειδή εκτός από τους οίκους ανοχής, υπήρχαν και σπίτια ανθρώπων που ζούσαν χρόνια στην περιοχή, προκειμένου να μην έχουν «περίεργες» επισκέψεις είχαν κολλήσει στις πόρτες τους ταμπέλες που έγραφαν «εδώ μένουν οικογένειες».



 Στη Τρούμπα λειτουργούσαν επίσης και τρεις κινηματογράφοι (Φως, Ηλύσια και Ολύμπικ), που προέβαλλαν από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ σε καθημερινή βάση δύο ταινίες πολεμικού αλλά και ακατάλληλου για ανηλίκους περιεχομένου. Γενικά την εποχή εκείνη όλη η περιοχή ήταν υποβαθμισμένη και χαρακτηριζόταν κακόφημη. (Σήμερα από εκείνη την περίοδο λειτουργεί σε καθημερινή βάση μόνο ο κινηματογράφος Ολύμπικ).

Η Τρούμπα ήταν στις δόξες της τη δεκαετία του '50 – '60 και η «χρυσή εποχή» της κράτησε περίπου 20 χρόνια, ενώ στους δρόμους της βρίσκονταν τα πιο διάσημα «κακόφημα» καμπαρέ που άφησαν εποχή,όπως το «Τζων Μπουλ» και το « Μπλακ Κατ» που με στριπτιζ και κονσομασιόν προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν τους απαιτητικούς πελάτες.

Πίσω από τον χορό τη μουσική και τα φώτα όμως, τα ωράρια των γυναικών αυτών ήταν πραγματιά απάνθρωπα: Τα κορίτσια δούλευαν δέκα το πρωί με δέκα το βράδυ και δέχονταν 100 με 120 βίζιτες την ημέρα, ενώ όσες δεν συμμορφώνονταν αποκτούσαν μια χαρακιά στο μάγουλο από τους νταβατζήδες τους, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν».

Οι ιστορίες των γυναικών αυτών ήταν συνήθως ιστορίες καταπίεσης, μοναξιάς ή απελπισμένου έρωτα. Συνήθως την κοπέλα προτρέπουν και καθοδηγούν, οι νταβατζήδες με την υπόσχεση ότι μόλις εξοικονομήσουν χρήματα θα την παντρευτούν, ή κάποια έμπιστη φίλη που είναι στο «κουρμπέτι», ενώ πάντα λένε «για λίγο καιρό να βγουν χρήματα και μετά το κόβουμε», αλλά ο «λίγος καιρός» δε τελειώνει ποτέ.

Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι ιερόδουλες της εποχής ήταν συνήθως και πολύ θρήσκες. Στο διπλανό καμαράκι από αυτό της «αμαρτίας», είχαν ένα εικόνισμα και ένα καντηλάκι πάντα αναμμένο και προσεύχονταν για ένα καλύτερο αύριο.

Μερικές από τις πιο γνωστές ιστορίες της Τρούμπας ήταν η Στέλλα από τη Λαμία που εκμεταλλεύτηκε κάποιος Αντώνης και την έκανε πόρνη στην Τρούμπα και μία μέρα η Στέλλα τον πυροβόλησε στο πόδι και η Δέσποινα πρώην ιερόδουλη και ερωμένη του νταβατζή και ιδιοκτήτη του Puerto Rico Bar ο οποίος όμως αν και την έβγαλε από την πορνεία, την απατούσε συστηματικά και εκείνη τυφλωμένη απο ζήλια τον περιέλουσε με βιτριόλι.

Στα πορνεία της Τρούμπας, η βίζιτα κόστιζε περίπου 27 δραχμές κανονικά, όμως όταν έφτανε ο 6ος στόλος, το ποσό διπλασιαζόταν, αφού οι Αμερικάνοι ναύτες ήταν η εύκολη λεία για τους νταβατζήδες και από τότε προέκυψε η έκφραση «αμερικανάκι» ως συνώνυμο του κορόιδου.



Εκτός από τα 57 σπίτια τα οποία αναφέρονταν στα αρχεία της Αστυνομίας Πειραιώς, υπήρχαν κι' άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες όμως δεν ήταν «δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της αστυνομίας.

Η ζωή στην περιοχή ήταν σκληρή, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Νίκος Μάθεσης οι φόνοι ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε εφημερίδες τις δεκαετίας του '60 υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα για ανεξιχνίαστες δολοφονίες στην Τρούμπα., λόγω των καθημερινών συμπλοκών που είχαν οι «προστάτες» για τις ιερόδουλές ή εξαιτίας διαφωνιών με πελάτες. Επίσης στην περιοχή λειτουργούσαν και πολλές «λέσχες» που μέσα έβρισκες κάθε καρυδιάς καρύδι: μπράβοι, αβανταδόροι και «σκυλόμαγκες» έτοιμοι να βγάλουν μαχαίρι για λίγα λεφτά ή για μία κουβέντα παραπάνω.

Παράλληλα στην Τρούμπα μεγαλούργησαν και πολλοί γνωστοί ρεμπέτες ο Μάρκος Βαμβακάρης ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης. Μέρα και βράδυ από όποιο καφενείο πέρναγες, άκουγες μπουζούκι και μπαγλαμά και ένιωθες την μυρωδιά του χασίς από ναργιλέ και από τσιγαριλίκι. Όσοι έπαιζαν μπουζούκι, συνήθως ήταν άνθρωποι της τούφας και το είχαν μάθει στη φυλακή, ενώ για τα παιδιά κάτω των 20 χρόνων και τους «ανώμαλους» απαγορευότανε η είσοδος «δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσιάς».



Το 1967 ο τότε δήμαρχος Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης αποφασίζει την απαγόρευση όλων των δραστηριοτήτων στην περιοχή, αφού πέραν των συνθηκών που είχαν δημιουργήσει γκέτο για τους Πειραιώτες, η εγκατάσταση ναυτιλιακών εταιρειών στην Ακτή Μιαούλη ήταν μία καλή ευκαιρία για αναδόμηση, εκκαθάριση και ανάπτυξη της περιοχής. Μέχρι το 1970 το λιμενικό είχε πλέον τον πλήρη έλεγχο, ενώ τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα και τα καταγώγια της εποχής κατεδαφίστηκαν.

Σήμερα στην περιοχή στεγάζονται το δικαστικό Μέγαρο Πειραιά και Διεύθυνσεις του ΝΑΤ και του Υπουργείου Ναυτιλίας.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι πολλών λαϊκών τραγουδιών που εξυμνούν ή αναπολούν τις αλλοτινές "δόξες" της περιοχής όπως:
"Χρόνια μες΄ τη Τρούμπα / μαγκίτης κι αλανιάρης
ρώτησε να μάθεις / κι υστέρα να με πάρεις".
(Στίχοι και μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη, που τραγούδησαν ο ίδιος, η Ρόζα Εσκενάζυ και ο Σ. Ζαγοραίος).

"Τα όνειρά σου τα παλιά / σ΄ ένα μαντήλι δέστα
η Τρούμπα δεν υπάρχει πια / και μη γυρεύεις ρέστα".
(Στίχοι και μουσική του Γ. Μητσάκη, που τραγούδησε η Καίτη Αμπάβη)

"Η Τρούμπα τώρα έρημη / χωρίς παλικαράκια
οι δρόμοι της ρημάξανε / χαθήκαν τα βλαμάκια".
(Στίχοι και μουσική του Μπαγιαντέρα που τραγούδησε ο ίδιος).

Ο ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΣ  ΠΕΙΡΑΙΑΣ  ΚΑΙ  Η ΤΡΟΥΜΠΑ
 
  Για τον προπολεμικό Πειραιά και το ρεμπέτικο,  ο ρεμπέτης    Νίκος  Μάθεσης,     γράφει  στα  απομνημονεύματά  - όπως τα παρέδωσε  στον Κώστα Χατζηδουλή: 

      «Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα   «καφέ-σαντάν»  του.
      Ο Πειραιάς με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Ο Πειραιάς προ 57 χρόνια όπως τον έζησα εγώ, τότε ήμουν 11 χρονών και τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τότε και πριν έλθουν οι πρόσφυγες ήταν μικρός. Θυμάμαι το 1917 όπου ήμουν πρόσκοπος στην ομάδα του Λελούδα με έναν συμμαθητή μου που τώρα είναι δικηγόρος, επίσης και ο αδερφός του δικηγόρος είναι. Και όταν ερχότανε απ' τη Θεσσαλονίκη το "Λαφαγιέτ", το πλοίο νοσοκομείο (γαλλικό ήτανε) στου Ξαβέριου και έφερνε Έλληνες στρατιώτες τραυματίες από τις μάχες του Σκρα και τους κερνούσαμε και μετά τους πήγαιναν στο Χατζηκυριάκειον που ήτανε νοσοκομείο τότε. Εκεί μπροστά στου Ξαβέριου ήταν αραγμένα πολεμικά καράβια γαλλικά , ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά. Και σαν δεν είχαμε δουλειά πηγαίναμε παρέες και κολυμπάγαμε και λέγαμε στους Γάλλους "μουσχιού ντόνε μουά λεπέν" ή "ντόνε μουά νεσού". Δηλαδή, "κύριε δω μας ψωμί" ή "δω μας μια δεκάρα". Κι αυτοί μας έλεγαν "μαργαρήτ...".
     Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από  την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους.
       »Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Χαμαιτυπεία είχε μόνο στα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ' όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ' την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ' τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. απαραίτητος κανών!!! Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός! Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λ.π. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λ.π. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος, και το ψυχικό γινότανε...
    Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να πουν αμέσως φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και ... όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι... Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής –ενός μαχαλά -γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως;
    Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ' το νοσοκομείο...
        Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά... και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια...Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν...Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες...
      Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο - φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι. Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι».


briefingnews.gr
http://poikilotropos.blogspot.gr/2013/10/blog-post_5029.html
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
http://www.koutouzis.gr/troumpa.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου