Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Νίκου Αμμανίτη : Εκείνον τον θαυμαστό Νοέμβρη του ‘40





Μια φορά και  έναν καιρό

Εκείνον τον θαυμαστό Νοέμβρη του ‘40

Νίκου Αμμανίτη

Κάθε φορά που θέλω να γυρίσω στο παρελθόν για να αφηγηθώ κάτι από τα περασμένα, ένας κακός δαίμονας ξυπνάει μέσα μου με το αμείλικτο ερώτημα: «Ποιον νομίζεις ότι ενδιαφέρουν όλα αυτά;». Μου επισημαίνεται, μάλιστα, ο κίνδυνος, περιγράφοντας γεγονότα που κάποτε συντάραξαν την υφήλιο, αλλά εσκεμμένα τα σκέπασε έκτοτε η λήθη, να βρεθεί κάποιος φωνακλάς που να αποστρέφεται καθετί εθνικό, που να μην ιδρώνει το αυτί του για την Ιστορία ούτε να σκαμπάζει από μικροαστικές ευγένειες και άλλες τέτοιες αηδίες, και να με κράξει οργίλος: «Δεν μας απαρατάς, ρε μπάρμπα!».
Κι έτσι, γίνομαι διστακτικός για το αν πρέπει να προχωρήσω στην εξιστόρηση ή να συμμορφωθώ στη σύσταση «Μη μου τους κύκλους τάρατε» και να ασχοληθώ με κάτι περισσότερο επωφελές για την κοινωνία, με τις επισκευές του Σινικού Τείχους ας πούμε.
Πώς μπορείς όμως να το βουλώσεις, πώς να αντέξεις να το παίξεις αδιάφορος, πώς είναι δυνατόν να αγνοήσει τις αξέχαστες εκείνες μέρες του Νοέμβρη, τότε που ανέβηκαν οι πατεράδες μας στα ουράνια, εκεί που μόνο θεϊκά όντα υπάρχουν;
Μοιάζει με τα παραμύθια που λέει ο παππούς εκείνη η απίστευτη ιστορία που γράφτηκε πάνω στ' απάτητα, γεμάτα λάσπη, κακοτράχαλα βουνά, «μπουχτίζοντάς» μας με «εθνική υπερηφάνεια», κάτι που τώρα πια μόνο ως λήμμα στο λεξικό το βρίσκεις. Και το παραμύθι αυτό, παρότι είναι «παλιά, ξινά σταφύλια» για πολλούς, που βαριούνται να το ακούνε αφού δεν έχει τουλάχιστον σχέση με ποδόσφαιρο, θα αποπειραθώ με την άδεια σας να το εξιστορήσω, γιατί κάτι που «συμβαίνει μια φορά στα χίλια χρόνια κι είχες  την τύχη η χρονιά να σου πετύχει», που λέει ο ποιητής, πρέπει κάπου κάπου να το θυμόμαστε.
Ήτανε τόσο αναπάντεχο το ξύπνημα με το στρίγκλισμα των σειρήνων εκείνο το πρωί της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου του '40, τέτοια η ανατροπή που ερχόταν στη ζωή μικρών και μεγάλων, τόση η αγωνία να προσαρμοστείς γρήγορα στην πολεμική ατμόσφαιρα που σου επέβαλαν βίαια, που δεν περίσσευε μυαλό να σκεφτείς τι γίνεται πέρα από τη μύτη σου. Είχες ωε δεδομένο ότι σου επιτέθηκε ένας πάνοπλος εχθρός, μια φοβερή και τρομερή αυτοκρατορία, που το 'χε βάλει «αμέτι μουχαμέτι» να αναστήσει το Impero Romano, και περίμενες καρτερικά τα επακόλουθα. Οι δικοί μας, απλά ανθρωπάκια, ταλαίπωρα, αυτό που λέμε «ξεβράκωτοι», πήγαιναν τρέχοντας να καταταγούν για να αντιμετωπίσουν τους... ρωμαίους λεγεωνάριους.  Έπρεπε λογικά να τρέμει το φυλλοκάρδι τους. Εκείνοι όμως οι κουζουλοί πήγαιναν να σκοτωθούν τραγουδώντας «Κορόιδο, Μουσολίνι, ακόμη και στη Ρώμη θα υψώσουμε σημαία ελληνική», στίχους που έγραψε βιαστικά πίσω από ένα πακέτο τσιγάρα, πάνω στη μουσική ιταλικού σουξέ, ένας νεαρός ηθοποιός, ο Γιώργος Οικονομίδης. Οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν με απανωτά παραρτήματα, γεμάτα οδηγίες, διαταγές και απαγορεύσεις. Οι συναγερμοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον και καθένας από εμάς -ο άμαχος πληθυσμός- σκεφτόταν πώς θα σώσει από τις βόμβες το τομάρι του μέσα σε ένα ασφαλές καταφύγιο. Ανθρώπινο!
Πέρα από τη μύτη μας, όμως, συνέβαιναν πράματα που κάθε άλλο παρά ανθρώπινα ήσαν. Εκεί ψηλά, επάνω στην Ήπειρο, όπου ο εχθρός έριξε εναντίον των λιγοστών μονάδων μας προκαλύψεως ολόκληρη την πανίσχυρη πολεμική του μηχανή, αντιμετώπισε ανθρώπους αποφασισμένους να μην τον αφήσουν να περάσει. Και δεν πέρασε! Ζαλώθηκε στην πλάτη η «Παγώνα» κιβώτια με πυρομαχικά και τα έφερε στον «Γιάννο» να... φιλέψει τους Ιταλούς. Πέρασε απόκρημνα βουνά με αδιάβατους γκρεμούς, εκεί που και τα μουλάρια κιότευαν, καθώς γλίστραγαν και πέφτανε στα τάρταρα, ενώ μαινόταν η κοσμοχαλασιά των καταιγίδων και η αντάρα. Αλλά η... Παγώνα τα κατάφερε. Και έμαθε στην ένδοξη μεραρχία αλπινιστών, την περίφημη «Τζούλια», επάνω εκεί στην Πίνδο, στην Γκαμήλα, στο Καλπάκι, στη Γραμπάλα, «πώς το τρίβουν το πιπέρι».
Και ήρθε ο Νοέμβριος και οι μεν Ιταλοί δεν ήρθαν, ήρθανε όμως τα μαντάτα που έκπληκτη η οικουμένη πληροφορήθηκε από τις εφημερίδες: «Μεταξύ της 28ης Οκτωβρίου και της 10ης Νοεμβρίου εις τας ορεινάς και δασώδεις περιοχάς του Σμόλικα και του Γράμμου επί της Βορείου Πίνδου έλαβαν χώρα επιχειρήσεις μεγάλης εκτάσεως, που καταλήξανε είς πλήρη ήττα και αποσύνθεση της μεραρχίας αλπινιστών, μίας από τις επίλεκτες μεραρχίες του εχθρού, ενισχυμένης διά Ιππικού και σχηματισμών εθνοφρουράς...». Μετά την περιγραφή της συνθέσεως των εχθρικών μονάδων και των ενισχύσεων τους που ρίχθηκαν στη μάχη, οι ειδήσεις ανέφεραν ότι ανετράπησαν οι Ιταλοί και πως υποχωρούσαν μέσα σε απόλυτη αποσύνθεση, συμπαρασύροντας τις μονάδες που έσπευσαν να τους ενισχύσουν. Και ενώ ο Μουσολίνι κατάπινε τη γλώσσα του, οι λεγεώνες του βρέθηκαν μέσα σε λίγες μέρες  πεταγμένες με κλωτσιές έξω από τα σύνορα μας και μέρα με την ημέρα ο στρατός μας προχωρούσε βαθιά μέσα στην Αλβανία. Αργά και διστακτικά στην αρχή, ταχύτερα κατόπιν, με τον ερχομό των επιστρατευμένων στο μέτωπο, οι φαντάροι μας προήλαυναν καθημερινά στη Βόρειο Ήπειρο.
Και ξημέρωσε εκείνη η πραγματικά μεγάλη ημέρα. Ήταν Παρασκευή 22  Ιανουαρίου, 24 μόλις εικοσιτετράωρα από εκείνη τη νύχτα που ο κόμης Γκρατσι ξύπνησε τον πρωθυπουργό με ένα τελεσίγραφο στο χέρι ζητώντας «γην και ύδωρ». Και πριν προλάβει καλά καλά να τον στείλει στον διάολο ο Μεταξάς, ασυγκράτητοι βερσαλιέροι, αλπίνι και κένταυροι εισέβαλαν στη χώρα μας. Αλλά στον λάκκο που έσκαψε για εμάς ο υπερφίαλος στρατηγός Βισκόντι Πράσκα έπεσε πανηγυρικά μέσα ο ίδιος. Μεσημεράκι ήτανε εκείνης της ηλιόλουστης Παρασκευής 22 Ιανουαρίου, όταν άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της πρωτεύουσας με μια τρελή κωδωνοκρουσία. Ίσως ποτέ άλλοτε να μην έχει ακουστεί τόσο χαρούμενος, τόσο θριαμβευτικός ήχος καμπάνας.
Άνοιγαν οι πόρτες των σπιτιών και πετάγονταν στον δρόμο οι νοικοκυρές με την ποδιά της κουζίνας στη μέση, τσιρίζοντας από χαρά: «Έπεσε η Κορυτσά, έπεσε η Κορυτσά...». Τρέχανε και τα παιδόπουλα στις γειτονιές κραυγάζοντας το μεγάλο νέο: «Έπεσε η Κορυτσά...». Και ενώ συνεχίζονταν οι κωδωνοκρουσίες, οι δουλειές σταμάταγαν και ξεχύνονταν τρελοί από χαρά οι εργαζόμενοι στους δρόμους και στις πλατείες, μια οχλοβοή κυριαρχούσε που τη συνέθεταν τρεις μονάχα λέξεις:
«Έπεσε η Κορυτσά...». Σαν από κάποια εσωτερική παρόρμηση, όλος αυτός ο κόσμος, τελείως αυθόρμητα, άρχισε να συγκεντρώνεται έξω από το ξενοδοχείο της «Μεγάλης  Βρετανίας», όπου στεγάζονταν το Γενικό Στρατηγείο και ο Βασιλιάς ως ανώτατος αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, για να μοιραστεί την ευτυχία με την ηγεσία του. Βγήκαν στο κεφαλόσκαλο ο Γεώργιος, ο Μεταξάς και ο Παπάγος, απ' όπου, μέσα σε γενική συγκίνηση, χαιρέτησαν τους συγκεντρωμένους. Αργότερα, γύρω στις τέσσερις  το απόγευμα, όλο αυτό το πλήθος τράβηξε στη Μητρόπολη, όπου ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος χοροστάτησε σε ευχαριστήρια δοξολογία, παρουσία όλων των Αρχών. Μέρες ιστορικές, μέρες ένδοξες, που σήμερα περισσότερο από ποτέ πρέπει να αναπολούμε, και να θυμούμαστε εμείς  και κάποιοι άλλοι ποιοι είμαστε όταν ξυπνήσει μέσα μας ο Έλληνας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου