Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Νίκου Αμμανίτη : Οι νέες "πατρίδες"

Προσφυγικός συνοικισμός Ποδονίφτη στη Ν. Φιλαδέλφεια. Μερική άποψη των σπιτιών. 
Γυναίκες και νεαρά παιδιά στον δρόμο.




Μια Φορά Και  Έναν Καιρό
Οι νέες "πατρίδες"
του    Νίκου Αμμανίτη
Κατ'  επανάληψη στις αφηγήσεις μας αναφερθήκαμε σε  αθηναϊκές  συνοικίες, ήπιαμε ρετσινούλα και τραγουδήσαμε, «σότο βότσε», το «ακόμα ένα ποτηράκι», συνοδεία μισο-ξεχαρβαλωμένης κιθάρας, στα αλησμόνητα κουτουκάκια της, «ρεφενίζοντας  και μη αμαρτάνοντας» μ' ένα πιάτο, με το εξίσου αλησμόνητο γιουβέτσι στη μέση του τραπεζιού.
Όλες αυτές οι αθηναϊκές  συνοικίες, προϊόντα της μικρασιατικής καταστροφής, χτίστηκαν εν τάχει για να στεγασθούν άνθρωποι που για να σώσουν το κεφάλι τους, εγκατέλειψαν τα μπερικέτια του τόπου που ζούσαν κι έπρεπε τώρα να εγκατασταθούν σε προσφυγικούς  συνοικισμούς. Στην αρχή, πολλές  τοποθεσίες  πέριξ του κλεινού άστεως  κρατούσαν τα τοπωνύμια που τους  είχε δώσει ο χρόνος. 'Έτσι μάθαιναν οι γηγενείς  Αθηναίοι πως υπάρχει οικοδομικός  οργασμός  στους  «Ποδαράδες», στη σημερινή Νέα Ιωνία, ονομασία που οφείλετο στην οικογένεια Μακρυπόδη που είχε εκεί κτήματα, όνομα που μεταφράσθηκε όπως ο... Παπαδιαμάντης  σε «ποδαράδες». Επίσης, λίγο μετά την «Αλυσίδα», την εξοχική άκρη της ερημικής  περιοχής των Πατησίων, όπου κατά τον Αχιλλέα Παράσχο ευδαίμονες ερασταί: -«Έδρεπαν ναρκίσσους/ εις του Μαΐου τους  φαιδρούς  κ' ευώδεις  παραδείσους...», υπήρχε μια άλλη χέρσα έκταση φέρουσα το επίζηλο όνομα Ποδονίφτης, καθότι στο σημείο εκείνο ο Κηφισός  είχε ελάχιστα νερά όπου το πολύ πολύ να έβρεχες  τα πόδια σου, σε αντίθεση με τον  γειτονικό Περισσό. Εκεί, η Πολιτεία δημιούργησε έναν πρότυπο προσφυγικό συνοικισμό ο οποίος πήρε το όνομα «Νέα Φιλαδέλφεια».  Όλοι οι νεοσύστατοι δήμοι και κοινότητες είχαν τα ονόματα μιας «αξέχαστης» ιδιαίτερης πατρίδας  των προσφύγων, με την προσθήκη ενός «Νέα», για να θυμούνται και να ορκίζονται πως ποτέ δεν θα τις  θεωρήσουν και χαμένες...
Όλοι οι πέριξ του κέντρου οικισμοί είχαν σχηματισθεί κατ'  εικόνα και ομοίωση της μαμάς πόλεως. Της Αθήνας. Σε ένα κεντρικό σημείο της  αραιοδομημένης  περιοχής  ήταν το τέρμα του λεωφορείου που τη συνέδεε  με το κέντρο. Η εμπορική δραστηριότητα περιορίζετο στην κάλυψη μικρών αναγκών των κατοίκων, καθώς η περιοχή ήταν κυρίως οικιστική. Πανομοιότυπα, σχεδόν σε όλα τα τέρματα, στεγάζονταν ένα μεγάλο καφενείο, τόπο όπου έδιναν το παρόν τους  οι περισσότεροι άντρες της περιοχής όπου συζητούσαν πολιτικά, σχολίαζαν τα συμβάντα στη γειτονιά ή κουτσομπόλευαν. Μερικοί χαρτόπαιζαν απομονωμένοι σε κάποια γωνιά. Ο καφετζής γνώριζε όλα τα προσωπικά και τα «νιτερέσα» της πελατείας  του. Τα μεσημέρια σέρβιρε και ουζάκι με μεζέ. Υπήρχε ακόμη ένα δεύτερο καφενείο όπου σύχναζαν μόνον νεαροί, παίζοντες μανιωδώς τάβλι, κολτσίνα και σπανιότερα πρέφα Το κυρίαρχο, όμως, κατάστημα της περιοχής ήταν ένα διευρυμένο ψιλικατζίδικο, τύπου «bon Marche εις τα καθ' ημάς», με τη μεγαλοπρεπή ταμπέλα «Νεωτερισμοί», όπου πωλούντο τα πάντα: Γυναικεία εσώρουχα, βαφές  υφασμάτων, μπικουτί, κοκκινάδια, πούδρες και αρώματα, μαντάρονταν κάλτσες και «ενδύονταν κομβία». Μύρια ακόμη ψιλοπράματα, πλην εφημερίδων και τσιγάρων που απαιτούσαν ειδική άδεια, προνόμιο που κατείχαν οι περιπτεράδες.

 Προσφυγικός καταυλισμός στην Κοκκινιά (σημερινή Νίκαια του Πειραιά) το 1929

 Σε πολυσύχναστο σημείο βρισκόταν το φαρμακείο με τον φαρμακοποιό που καθώς  τότε δεν υπήρχε η σημερινή πληθώρα «σκευασμάτων», εκτελούσε τις  ρετσέτες του οικογενειακού γιατρού στο «ιγδίον». Τα ράφια του φαρμακείου ήταν γεμάτα από χρωματιστά φιαλίδια όπου φυλάσσονταν ρετσινόλαδο και άλλα ζουμιά και σκόνες, άπαντα διακοσμημένα με φαρμακευτικές νεροφίδες. Διέθετε επίσης χάπια, όπως ασπιρίνες  για τον πονοκέφαλο, αντιπυρίνες για τον πυρετό, κοδεϊνη για τον βήχα, κινίνα για την ελονοσία, «κοκοράκια» για τον πονόδοντο, λάβδανο για τον κοιλόπονο και πλείστα όσα αηδή σιρόπια, hand made από τα χεράκια του «oπετσιέρη». Στο φαρμακείο περνούσε τιε ώρες που δεν είχε «επισκέψεις  σε ασθενείς  κατ' οίκον» ο γιατρός  της περιοχής, όπου θα τον εύρισκε σε ώρα έκτακτης ανάγκης κάποιος οικείος που θα κατέφθανε ασθμαίνων κραυγάζοντας:- «Τρέξε γιατρέ...».
 Άλλο σημαντικό σημείο εξυπηρετήσεως του κοινού ήταν ο φούρνος. Πουλούσε μόνον ψωμί καρβέλι τύπου 70% ως όριζε απόφασις  του υπουργείου Επισιτισμού. Πρόσθετη μεγάλη του προσφορά, όμως, στα νοικοκυριά, ήταν το ψήσιμο γλυκών και φαγητών που έφερναν οι πελάτισσες όλες τις  ημέρες της εβδομάδος  μέσα σε ταψιά. Τις  Κυριακές  είχαν τη τιμητική τους  οι άνδρες, που κατέφθαναν στον φούρνο κρατώντας  για ψήσιμο πότε αρνάκι με πατάτες πότε παστίτσιο κι άλλοτε γαλακτομπούρεκο. Συχνά γινότανε άγριοι καυγάδες με τον ψήστη, όταν ο πελάτης εύρισκε στο ταψί λιγότερες πατάτες από τις... με-τρημένες ή αρπαγμένο το παστίτσιο.
 Στα κλασικά μαγαζιά συγκαταλέγετο, επίσης, το κομμωτήριο, φημιζόμενο για το «μιζ αν πλι» και την περμανάντ, το ζαχαροπλαστείο «Άριστον» ή η «patisserie - confisserie Μερβέιγ» με τρούφες, σοκολατίνες, νουγκατίνες και πάστες αμυγδάλου, κοκ και εκλέρ καθώς  και γλυκά ταψιού, όλα φτιαγμένα στο υποτυπώδες εργαστήριο στην υπόγα από τον ίδιο τον μαγαζάτορα. Στα βασικά καταστήματα πρέπει να συμπεριλάβουμε τα μπακάλικα -εδώδιμα και αποικιακά-με τον μπακαλόγατο που μάζευε παραγγελίες από τα σπίτια, τον «επιδιορθωτή υποδημάτων -τοποθετούνται πεταλάκια- και κάπως απόμερα, τον καρβουνιάρη. Φυσικά, η ψυχή του κάθε τόπου ήταν τα ταβερνάκια του, τα φτωχικά του κουτουκάκια, όπου στις  ψυχές περίσσευαν τα μεράκια και οι καημοί...

από "ΤΟ ΠΑΡΟΝ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου