Παρά
το ότι τα σύγχρονα εθνικά κράτη αναζητούσαν ανέκαθεν τον έλεγχο της
δημιουργίας του χρήματος, οι τράπεζες κατάφεραν να τον κερδίσουν κατά τη
διάρκεια του 20ου αιώνα – μέσω των δυνατοτήτων που τους προσέφερε η
ηλεκτρονική κυκλοφορία των χρημάτων
«Δώσε μου τον έλεγχο των αποθεμάτων χρήματος ενός έθνους (τη νομισματική κυριαρχία) και δεν με νοιάζει ποιός κάνει τους νόμους» (M. A. Rothschild).
Είμαστε προφανώς σκλάβοι των διαθέσεων των τραπεζών – τόσο των ιδιωτικών
κεντρικών, όπως η
Fed, όσο και των μεγάλων εμπορικών. Μεταξύ άλλων,
πολλοί ανησυχούν αφενός μεν για τις καταθέσεις τους, αφετέρου για τα δάνεια τους -
ψάχνοντας εναγωνίως λύσεις, οι οποίες όμως είναι δύσκολες, εντός του
σημερινού εξαιρετικά πολύπλοκου, καθώς επίσης αδιαφανούς νομισματικού
συστήματος.
Ειδικότερα, παρά το ότι τα σύγχρονα εθνικά κράτη αναζητούν, μετά την
ίδρυση τους, τον έλεγχο της δημιουργίας και της ποσότητας χρήματος,
οι εμπορικές τράπεζες κατάφεραν να τον κερδίσουν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα - μέσω των δυνατοτήτων που τους προσέφερε η ηλεκτρονική κυκλοφορία των χρημάτων.
Σήμερα,
το 90% των παγκοσμίων συναλλαγών διενεργείται με ψηφιακά χρήματα – δηλαδή, οι λογαριασμοί δεν πληρώνονται με μετρητά, αλλά με «πιστώσεις» που οι τράπεζες δεν διαθέτουν.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται ο τρόπος δημιουργίας χρημάτων από
το πουθενά – μέσω των εμπορικών τραπεζών. Υπενθυμίζεται πως
κέρματα και χαρτονομίσματα σε ευρώ μπορεί να δημιουργήσει μόνο η ΕΚΤ – ενώ ηλεκτρονικά χρήματα μπορούν να δημιουργήσουν και οι εμπορικές τράπεζες ως εξής:
.
(α) Στο στάδιο (1α) του κατωτέρω γραφήματος,
η εμπορική τράπεζα δανείζει 10.000 € σε μία επιχείρηση, καταθέτοντας τα σε έναν λογαριασμό όψεως – δημιουργώντας έτσι ηλεκτρονικά χρήματα.
(β) Στο στάδιο (1β) η εμπορική τράπεζα καταθέτει στην ΕΚΤ 100 € σαν
εγγύηση για τα 10.000 €. Εάν δεν τα έχει, μπορεί να πάρει ανάλογο δάνειο
από την ΕΚΤ – δίνοντας έναντι αυτού εγγυήσεις και πληρώνοντας το βασικό
επιτόκιο. Μετρητά μπορεί να πάρει επίσης από την ΕΚΤ.
Με τα 100 € λοιπόν η τράπεζα δημιουργεί ηλεκτρονικά χρήματα αξίας 10.000 € από το πουθενά.
(γ) Στο στάδιο (2),
η επιχείρηση καταθέτει τα 10.000 € που δανείσθηκε στους λογαριασμούς του προσωπικού της – έναντι των μισθών που τους οφείλει.
(δ) Στο στάδιο (3),
οι ιδιώτες αγοράζουν με πίστωση, με πιστωτική κάρτα ή με έμβασμα εμπορεύματα αξίας 10.000 € από την επιχείρηση.
(ε) Στο στάδιο (4)
η επιχείρηση εξοφλεί το δάνειο των 10.000 €, καταθέτοντας το σε ένα λογαριασμό όψεως. Με τον τρόπο αυτό καταστρέφονται (καίγονται) τα ηλεκτρονικά χρήματα.
.
.
Περαιτέρω, ενώ όλο και λιγότεροι πελάτες των τραπεζών κάνουν
αναλήψεις ή καταθέσεις μετρητών χρημάτων, για να διευθετήσουν τις
συναλλαγές τους, οι εμπορικές τράπεζες, ειδικά οι μεγάλες,
μειώνουν συνεχώς τις ανάγκες τους σε μετρητά – συναλλασσόμενες με συστήματα διακανονισμού πληρωμών ή με διατραπεζικές πιστώσεις.
Σε κάποιες χώρες
έχουν καταφέρει να καταργήσουν τα μετρητά χρήματα, δήθεν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ή της εγκληματικότητας – στην πραγματικότητα βέβαια, για να αποκτήσουν το μονοπωλιακό, ολοκληρωτικό έλεγχο του χρήματος.
Ακόμη δε και σε εκείνα τα κράτη που διαθέτουν εθνικό νόμισμα,
ο έλεγχος των χρημάτων από τις κεντρικές τους τράπεζες διαδραματίζει έναν όλο και μικρότερο ρόλο
– ενώ τα δάνεια των εμπορικών τραπεζών είναι κυρίως αυτά που καθορίζουν
την εκάστοτε ποσότητα χρήματος (τα πολλά «μικρά τυπογραφεία» δηλαδή,
παρά το μεγάλο).
Σε αντίθεση όμως με τις κεντρικές τράπεζες, με αυτές τουλάχιστον που
ανήκουν 100% στα κράτη και οι οποίες ενδιαφέρονται κυρίως για το καλό
της κοινωνίας ως σύνολο,
οι εμπορικές τράπεζες ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για το καλό των μετόχων τους - έχουν δηλαδή ιδιοτελή συμφέροντα και όχι συλλογικά.
Στα πλαίσια αυτά, για να αυξήσουν την κερδοφορία τους, καθώς επίσης για να περιορίσουν το ρίσκο τους,
επεκτείνουν συνεχώς τη λειτουργία τους – ειδικά την παροχή πιστώσεων κατά τη διάρκεια περιόδων υψηλής ανάπτυξης, όπως επίσης τη μείωση των πιστώσεων σε εποχές ύφεσης.
Στο γράφημα που ακολουθεί, με στόχο την τεκμηρίωση της θέσης μας,
φαίνεται η ποσότητα χρήματος Μ2 στην Ελλάδα, από το 2000 έως σήμερα - αυξημένη στην περίοδο ανάπτυξης και μειωμένη στην ύφεση.
.
Η ποσότητα χρήματος M2 στην Ελλάδα
Συνεχίζοντας, με τις ενέργειες τους αυτές ποικίλει, παρουσιάζει
ανάλογες διακυμάνσεις δηλαδή η ποσότητα των χρημάτων – τα οποία οι
τράπεζες θέτουν στη διάθεση των πελατών τους, όσον αφορά τις συναλλαγές
τους. Ουσιαστικά λοιπόν
λειτουργούν προ-κυκλικά, υπερθερμαίνοντας την οικονομία σε περιόδους ανάπτυξης και «παγώνοντας» την σε περιόδους ύφεσης.
Εκτός αυτού,
οι «μη κρατικά ελεγχόμενες» αυτές ποσότητες χρήματος διοχετεύονται κυρίως σε κερδοσκοπικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα και δεν υπηρετούν την πραγματική οικονομία – όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Επί πλέον, στο σημερινό «κλασματικό αποθεματικό σύστημα» (όπως
αναφέραμε, στην Ευρωζώνη οι εμπορικές τράπεζες υποχρεούνται να έχουν
αντίκρισμα 1 € στην ΕΚΤ, για κάθε 100 € δάνειο), με πολλαπλές «εστίες»
δημιουργίας νέων χρημάτων,
τα κράτη χρεώνονται στις εμπορικές τράπεζες – δανειζόμενα από αυτές, παρά το ότι τα εθνικά κράτη έχουν το μονοπώλιο της δημιουργίας χρημάτων.
Σήμερα,
τα καινούργια χρήματα δημιουργούνται και τίθενται σε κυκλοφορία σχεδόν αποκλειστικά από τις πιστώσεις.
Απλούστερα, τα χρήματα δημιουργούνται σαν χρέος – από τις κεντρικές
τράπεζες στις εμπορικές και από τις εμπορικές, με τη μορφή πιστώσεων,
στους ιδιώτες, στις επιχειρήσεις και στα κράτη.
Επομένως,
με κάθε δάνειο αυξάνεται το εκάστοτε συνολικό χρέος –
μία κατάσταση που εάν δεν αλλάξει, θα καταστρέψει τον πλανήτη.
Ορισμένες εκ των λύσεων που υπάρχουν στην προκειμένη περίπτωση είναι οι
εξής:
.
(α)
Η ανάκτηση του δικαιώματος έκδοσης νέων χρημάτων, από κεντρικές τράπεζες, 100% ιδιοκτησίας του δημοσίου – μετρητών και ηλεκτρονικών.
(β)
Ο διακανονισμός πληρωμών με χρήματα και όχι με πιστώσεις -
κάτι που, για να συμβεί, θα πρέπει να υπάρξει σαφής διαχωρισμός μεταξύ
«χρηματικών λογαριασμών» (θα διαθέτουν ηλεκτρονικά χρήματα, με τα οποία
θα μπορεί να πληρώσει κανείς) και «αποταμιευτικών λογαριασμών» (θα έχουν
χρήματα, με τα οποία δεν θα μπορεί να πληρώνει κανείς).
(γ)
Τα
νέα χρήματα που δημιουργούνται από τις κεντρικές τράπεζες
πρέπει να τίθενται σε κυκλοφορία μόνο από τα κράτη – μέσω της πληρωμής
μέρους των υποχρεώσεων τους, έτσι ώστε να μην δημιουργείται επί πλέον
χρέος (όπως δυστυχώς συμβαίνει, όταν τα κράτη δανείζονται από τις
εμπορικές τράπεζες).
.
Βραχυπρόθεσμα, για την προστασία των καταθέσεων,
θα έπρεπε να διαχωριστούν οι εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες
– με τις πρώτες να μην επιτρέπεται να συμμετέχουν σε κερδοσκοπικές
τοποθετήσεις, αλλά να παρέχουν μόνο δάνεια προς την πραγματική
οικονομία.
Παράλληλα, θα ήταν ίσως θετική
η ίδρυση μίας ή περισσοτέρων τραπεζών, οι οποίες να έχουν 100% κάλυψη των καταθέσεων τους – χρεώνοντας τους πελάτες με τα έξοδα λειτουργίας τους, καθώς επίσης με ένα μικρό κέρδος (αρνητικό επιτόκιο).
Η περαιτέρω κερδοφορία των τραπεζών αυτών θα μπορούσε να προέλθει
από τη διαχείριση των καταθέσεων εκείνων των πελατών τους, οι οποίοι θα ήθελαν να ρισκάρουν – επιτρέποντας στην τράπεζα να τις επενδύσει.
Απαραίτητη θα ήταν επίσης η ίδρυση μίας κρατικής επενδυτικής τράπεζας, «προικισμένης» με περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου,
αποκλειστικά και μόνο για τη δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας - σε κάθε περίπτωση, η κρατικοποίηση όλων εκείνων των κεντρικών τραπεζών που δεν ανήκουν στο δημόσιο, όπως η
Τράπεζα της Ελλάδας,
Ολοκληρώνοντας, οι Πολίτες θα μπορούσαν να επιβάλλουν αρκετά πράγματα
στις τράπεζες, υπό την απειλή της «μαζικής ανάληψης» των καταθέσεων
τους – η οποία
θα οδηγούσε ακόμη και τις πιο υγιείς τράπεζες στη χρεοκοπία,
αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν το σύνολο των καταθετών
τους (κατά κάποιον τρόπο, μόνο το 1%). Επίσης υπό την απειλή της
«συλλογικής στάσης πληρωμών» εκ μέρους των οφειλετών – κάτι με το οποίο
μάλλον δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οι τράπεζες.
Αυτό που είναι όμως σωστό (τα παραπάνω θα ήταν μάλλον «τρομοκρατικές ενέργειες»), δεν είναι άλλο από την
υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων να υιοθετήσουν τη βούληση των Πολιτών -
επίσης, η καλύτερη προστασία τόσο των καταθετών, όσο και των
δανειοληπτών από τους νόμους, τα δικαστήρια και τους υπόλοιπους Θεσμούς.
.
Υστερόγραφο: Υπενθυμίζουμε πως ήδη από το 1844, έτος στο οποίο υιοθετήθηκε ο «
τραπεζικός νόμος του Peel» στη Μ. Βρετανία (19. Ιουλίου), είχε γίνει διεθνώς αποδεκτό το ότι,
η ουσιαστική αιτία πίσω από όλους τους «ανοδικούς και καθοδικούς οικονομικούς κύκλους», ήταν η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση – η αύξηση δηλαδή των πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών, η οποία δεν βασιζόταν στις πραγματικές αποταμιεύσεις των Πολιτών.
Εκείνη την εποχή, στην οποία δεν υπήρχαν ακόμη οι κεντρικές τράπεζες,
τα εμπορικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξέδιδαν χρήματα, κυρίως
χαρτονομίσματα ή λογιστικές «υποσχετικές», σε ποσότητες οι οποίες
υπερέβαιναν κατά πολύ τα αποθέματα χρυσού που διατηρούσαν στα
θησαυροφυλάκια τους. Με στόχο λοιπόν να καταπολεμηθεί αυτή η
«διαστρέβλωση»,
ο νόμος του Peel υποχρέωσε τις τράπεζες να καλύπτουν κατά 100% τα νομίσματα που εξέδιδαν, μέσω των καταθέσεων τους
(εγγυήσεις) – γεγονός που συμφωνούσε με τις βασικές αρχές του Ρωμαϊκού
Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η πλαστογραφία, η χωρίς
αντίκρισμα δηλαδή «έκδοση» χρημάτων.
Εν τούτοις, ο τραπεζικός νόμος του Peel περιορίσθηκε στα
«τραπεζογραμμάτια» (μετρητά), χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τα λογιστικά
χρήματα – τις «υποσχετικές» δηλαδή μελλοντικών πληρωμών (δάνεια,
καταθέσεις κλπ), οι οποίες συνέχισαν να μην έχουν πραγματικό αντίκρισμα.
Το αποτέλεσμα του νόμου ήταν δυστυχώς να μεταφέρουν οι τράπεζες το
μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών τους, από τα μετρητά στα λογιστικά
χρήματα – για τα οποία η υποχρέωση κάλυψης τους (fractional reserve) ήταν και είναι ελάχιστη.
Έτσι λοιπόν συνεχίσθηκε η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση, η παραγωγή
δηλαδή ακάλυπτων χρημάτων από τις τράπεζες, καθώς επίσης οι «ανοδικοί
και καθοδικοί οικονομικοί κύκλοι» – αφού
ο νόμος του Peel απλά «μετέβαλλε» τον τρόπο των συναλλαγών, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα (ηλεκτρονικά σήμερα).
Η αποτυχία του συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος θεσπίσθηκε με στόχο την
ριζική αντιμετώπιση της τότε οικονομικής κρίσης (1844), χωρίς ποτέ να
επιδιωχθεί η διόρθωση του, είχε σαν αποτέλεσμα να συνεχίζονται έκτοτε οι
οικονομικές κρίσεις (φούσκες, υφέσεις, διασώσεις τραπεζών κλπ) στον
πλανήτη – γεγονός που συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Αργότερα ιδρύθηκαν οι κεντρικές τράπεζες (πρώτη η Fed το 1913), οι οποίες λειτούργησαν ως το τελευταίο καταφύγιο,
ως οι «πιστωτές ανάγκης» δηλαδή των εμπορικών τραπεζών (lender of last resort), έχοντας
σαν βασικό αντικείμενο τη διάσωση τους – με τη βοήθεια της παροχής
ρευστότητας σε περιόδους κρίσεων (κάτι ανάλογο ουσιαστικά με το ΔΝΤ,
όσον αφορά τη «διάσωση» κρατών).
Ο ιστός της αράχνης ολοκληρώθηκε αργότερα (1930), όταν ιδρύθηκε η
Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) – στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν κεντρικές τράπεζες και κάποιοι
«ανώνυμοι» ιδιώτες, με στόχο, μεταξύ άλλων,
τη διάσωση των κεντρικών τραπεζών, σε περίπτωση ανάγκης. Στο τέλος, καταργήθηκε ο κανόνας του χρυσού (1971), με αποτέλεσμα να «εγκατασταθούν»,
να λειτουργούν δηλαδή διεθνώς «πλαστά» χρηματοπιστωτικά συστήματα – αφού δεν στηρίζονται σε πραγματικά χρήματα.
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος
είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με
μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και
δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες
επιχειρήσεις.
Έχει γράψει το βιβλίο “Υπέρβαση Εξουσίας”,
το οποίο αναφέρεται στο φορολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, ενώ έχει
εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση,
με τον τίτλο “Η κρίση των κρίσεων”.
Έχει ασχοληθεί με σημαντικές έρευνες και αναλύσεις επί του
αντικειμένου του (μακροοικονομία), επί διεθνούς επιπέδου, οι οποίες
φιλοξενούνται τακτικά σε ημερήσιες εφημερίδες, περιοδικά και
ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.
http://www.analyst.gr/2014/02/05/6217/2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου