Ψηλά το
Κεφάλι
Γράφει ο
Πάνος Διπλαράκος
Σε γονάτισαν. Σε
έκλεψαν. Σου πήραν τη δουλειά. Σε απέλυσαν. Σου κουβάλησαν ξένα προϊόντα με τη
σέσουλα, σε φόρτωσαν φόρους και σε ανάγκασαν να κλείσει τη βιοτεχνία σου. Όλα
τριτοκοσμικά, τίποτα ελληνικό, μέχρι τα τσολιαδάκια και τα σπίρτα και τα ποτήρια που πίνεις νερό.
Έστρεψαν το λαό στους κολοσσούς και σε ανάγκασαν να κλείσεις το μαγαζάκι σου.
Σε έβαλαν να πληρώσει το σπίτι που έχτισες με τον κόπο τον δικό σου και τις
θυσίες των γονιών σου, δύο και τρεις φορές από τους φόρους για ένα κράτος που
πάτο και χορτασμό δεν έχει.
Σου έκοψαν
στη μέση τη σύνταξη που τους έχεις πληρώσει σαράντα χρόνια με τις κρατήσεις και
τους φόρους. Σου έκοψαν την περίθαλψη και σε αναγκάζουν να πληρώνεις για να πας
στο ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο όταν ορδές λαθρομεταναστών που δεν έχουν
πληρώσει πεντάρα σε αυτό το κράτος απολαμβάνουν τον ιδρώτα σου δωρεάν και με το
νόμο. Σε αναγκάζουν να πας σε ιδιωτικά νοσοκομεία και να ξαναπληρώσεις στα
φιλαράκια τους γι' αυτά που ήδη έχεις πληρώσει.
Σε πετάξανε
στα σκουπίδια να βρεις ένα πιάτο φαγητό, να ζητιανέψεις δανεικά για το
λογαριασμό που τα κόμματα και τα υπουργεία τους δεν πληρώνουν.
Πούλησες τα
χωράφια σου, το διαμερισματάκι που κρατούσες για την κόρη σου, το εξοχικό που
φύλαγες για τα γεράματα σου, να βγαίνεις να σκαλίζεις το μποστάνι σου και να
αγναντεύεις τον κάμπο εμπρός σου. Σου πήραν τη ζωή σου, τη χαρά σου, το
χαρτζιλίκι που έδινες στα εγγόνια σου. Στου άρπαξαν το ταβερνάκι που πήγαινες
την Κυριακή με τους φίλους σου, σου πήραν την μπουκιά από το στόμα, σου στέρησαν
τις διακοπές που θα πήγαινες το καλοκαίρι με τα παιδιά σου. Και το κρασάκι που
έπινες κι άνοιγε η καρδιά σου έγινε φαρμάκι να πνίξεις τον πόνο σου.
Σε ρήμαξαν.
Κι ο τρόμος δεν έχει τελειωμό. Επίτηδες σε θέλουν φοβισμένο τα κανάλια τους, να
λες ευχαριστώ που σου έκοψαν κι αυτό το μήνα εκατό κι όχι διακόσια ευρώ, να λες
ευχαριστώ που σε αφήνουν να αναπνέεις,
που το κράτος που αυτοί χρέωσαν θα πάρει και αυτό το τρίμηνο δανεικά που εσύ
και τα παιδιά σου πρέπει λένε να πληρώσεις.
Δεκάδες
υπουργοί, πρωθυπουργοί, γραμματείς και φαρισαίοι έβαλαν τις τζίφρες τους με το
αζημίωτο για να πάρει η χώρα δάνεια, γιατί είναι λέει δυνατό και ισότιμο μέλος
της Ευρώπης. Κανείς πρωθυπουργός, κανείς υπουργός των οικονομικών και της
οικονομίας, δεν κλήθηκε από τους υπαλλήλους της "ανεξάρτητης" και
"αδέκαστης" δικαιοσύνης να λογοδοτήσει, να πληρώσει για το πλοίο
"Ελλάς" που έριξε στα βράχια.
Κι όλοι
αυτοί, οι μεγάλοι οικονομολόγοι και καθηγητάδες και σπουδαγμένοι στα Χάρβαρντ
και στα Λονδίνα, μασουλάνε σήμερα απ' τα ντουλάπια σου και γεμίζουν τις
σαπιοκοιλιές τους με τον κόπο σου. Μαράζωσες, θύμωσες, θες να χτυπήσεις το
κεφάλι σου στον τοίχο γιατί τους άκουσες και πήρες δάνειο για να μεγαλώσεις το
μαγαζί σου, γιατί έβαλες το εφάπαξ σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου (εγγυημένη
επένδυση!), γιατί έπαιξες το κομπόδεμά σου στο χρηματιστήριο όταν ο υπουργός με
το χαμόγελο της οδοντόκρεμας σε διαβεβαίωνε ότι είσαι αντάξιος χρηματιστών της
Ν. Υόρκης.
Κοιμάσαι και
δεν θέλεις να ξυπνήσεις, κλείνεις τα μάτια και βλέπεις εφιάλτες. Ήρθε χειμώνας
και τουρτουρίζεις, δούλεψες και γι' αυτό το κράτος σε μισεί, είσαι λέει
ανάξιος, "μαζί τα φάγατε" και τώρα πρέπει εσύ να πληρώσεις το λογαριασμό.
Κλείνεις τα μάτια και πετάγεσαι απ' τον δικαστικό επιμελητή που θα κτυπήσει για
να σου πάρει το σπιτάκι σου, τα όνειρα σου, τη ζωή σου.
Έλληνα,
αυτοί είναι οι Εφιάλτες της Ελλάδος. Αυτοί που σε έβαλαν σε μια νύχτα στο
μνημόνιο. Αυτοί που ήξεραν και σου είπαν ψέματα. Αυτοί που υποσχέθηκαν όχι άλλα
μέτρα αλλά πάντα κάτι παραπάνω θέλουν λέει οι κακοί οι ξένοι, όμως τα μέτρα,
σου το πετάνε ξεδιάντροπα στα μούτρα, τα παίρνουν εκείνοι, δεν την μοιράζονται
τη δόξα. Εκείνοι σε κλέβουν, εκείνοι σε σκοτώνουν, εκείνοι σε πνίγουν κάθε
μέρα, μέχρι να στερέψει το δάκρυ και το αίμα σου.
Εκείνοι
είναι οι εφιάλτες σου. Οι εφιάλτες οι δικοί σου και του αδελφού σου και των
φίλων σου, κι ολόκληρου του λαού.
Κι εσύ; Εσύ
που κλαις κι αναστενάζεις όλη μέρα, τι θα κάνεις; Είσαι τελειωμένος, δεν το
βλέπεις; Αν όχι σήμερα, αύριο, όταν τελειώσουν κι αυτές οι λιγοστές οικονομίες,
όταν ξεπουλήσεις και το δαχτυλίδι του γάμου σου, και το σταυρό της μάνας σου.
Και τότε;
Θέλεις να
περιμένεις μέχρι τότε; Όχι; Τότε γιατί δεν γίνεσαι εσύ ο δικός τους εφιάλτης;
Ξέρουν πως
είσαι αγύριστο κεφάλι άμα θελήσεις, ανυπόταχτος κι ατίθασος, κι ότι στα
ατσαλένια σου τους έχεις γραμμένους κι αυτούς και τους φραγκο-λεβαντίνους κι
όλη τη σάρα και τη μάρα που λιγουρεύεται τούτη την ευλογημένη γωνιά του κόσμου
που φύλαγε λέει ο θεός για πάρτη του, κι έβαλε εσένα, τον Έλληνα να Του την
προσέχεις. Γιατί μπορεί να έκανες λάθη, να σε ξεγέλασαν και να παρασύρθηκες, μα
είσαι Έλληνας, ρε γαμώτο, κι αυτό δεν μπορούν να σου το πάρουν.
Ψηλά το
κεφάλι!
(Σ.Σ. αν
αυτό το κείμενο σας φαίνεται "βαρύ" περιμένετε να δείτε τους
λογαριασμούς επόμενων τριμήνων...)
"Τα δικά μας φτερά"
Κάποιος ΓΝΩΣΤΟΣ μου "ΑΝΩΝΥΜΟΣ" που έκανε το ίδιο σχόλιο και σε συζήτησή μας στο facebook έστειλε ανάλογο απαράδεκτο σχόλιο για την ανάρτηση αυτή βγάζοντας όλο τον μνημονιακό φανατισμό του. Ευχαρίστως θα το αναρτούσα ΑΝ ΕΙΧΕ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ να το στείλει επώνυμα. Αλλά θα μου πείτε θάρρος από μνημονιακο;;; Μάλλον θράσος πρέπει να περιμένουμε...
ΑπάντησηΔιαγραφή