Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Ο Έλληνας, Λευκάδιος Πάτρικ Χερν (1840-1904) που άγγιξε την ψυχή της Ιαπωνίας





Η ελληνικότητα του Κοϊζούμι Γιάκουμο
Λευκάδιος Πάτρικ Χερν (1840-1904)
Ο Έλληνας που άγγιξε την ψυχή  της Ιαπωνίας
170 χρόνια μετά τη γέννηση του, ο -κατά το ήμισυ ελληνικής καταγωγής- δημοσιογράφος και συγγραφέας παραμένει άγνωστος στη χώρα μας, παρότι δεν υπάρχει έστω και ένας Ιάπωνας που να μη γνωρίζει το έργο του. Αξίζει να τον πλησιάσουμε κι εμείς, παρακολουθώντας την οδύσσεια του από τη Λευκάδα, το Δουβλίνο και τις ΗΠΑ ως την «Ιθάκη» του στην Ιαπωνία
ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΣΣΕΛΟ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τυφλός Ιάπωνας λυράρης ονόματι Χοΐτσι. Ήταν πάμφτωχος, αλλά είχε βρει καταφύγιο σε έναν βουδιστικό ναό στην πόλη Ακαμαγκασέκι, όπου έβγαζε ένα πενιχρό εισόδημα τραγουδώντας το έπος της γενοκτονίας των Χέικε συνοδεία της ιαπωνικής λύρας biwa. Ένα βράδυ ήρθε κάποιος και του ζήτησε να παίξει σε μια γιορτή για λογαριασμό υψηλόβαθμου αξιωματούχου, και ο Χοΐτσι δέχτηκε αμέσως. Έπαιξε δε τόσο καλά, που του ζήτησαν να έρχεται κάθε βράδυ για τις έξι επόμενες ημέρες, αμείβοντας τον πλουσιοπάροχα. Την επομένη ξαναέφυγε αργά το βράδυ, αλλά ο ιερέας που είχε ανησυχήσει έβαλε να τον ακολουθήσουν. Με πολύ μεγάλη έκπληξη είδαν τον Χοΐτσι να παίζει μόνος πάνω στο μνήμα του αυτοκράτορα Αντόκου στο κοιμητήριο των Χέικε. Ο ιερέας αντιλήφθηκε τον τεράστιο κίνδυνο που διέτρεχε ο συμπαθής προστατευόμενος του και έδωσε εντολή να γράψουν σε όλο το σώμα του βουδιστικές προσευχές. Ο λυράρης, προστατευμένος πλέον, οδηγήθηκε εκ νέου το επόμενο βράδυ από τα φαντάσματα στο νεκροταφείο, όπου τραγούδησε και πάλι το μοιραίο έπος. Επέστρεψε όμως αιμόφυρτος και με κομμένα τα δύο αυτιά, αφού ο ιερέας είχε ξεχάσει να γράψει προσευχές σε αυτά. Έπειτα από μερικές εβδομάδες, όμως, συνήλθε και στη συνέχεια έγινε πλούσιος και διάσημος σε όλη την Ιαπωνία ως «mimi-nashi-Hoichi», δηλαδή ως « ο χωρίς αυτιά Χοΐτσι».
Αυτός είναι ο πρώτος, και πιο γνωστός, μύθος από το περίφημο βιβλίο «Kwaidan» ή «Ιοτορίες και μελέτες παράξενων πραγμάτων» του Λευκάδιου Χέρν. Ο Ελληνο-Ιρλανδός δημοσιογράφος, χαράκτης, συγγραφέας, λόγιος, δάσκαλος και κυρίως ανήσυχο και ανοιχτό πνεύμα, ήταν ίσως ο «ξένος» που προσέγγισε περισσότερο από κάθε άλλον την ιαπωνική ψυχή και ένας από τους ελάχιστους που έλαβαν την ιαπωνική υπηκοότητα.
Γεννήθηκε το 1850 στη Λευκάδα, στην οποία οφείλει και το όνομα του, από Ελληνίδα μητέρα, την Τσιριγώτισσα Ρόζα Κασιμάτη, και από Ιρλανδό πατέρα, τον Τσαρλς Χερν. Ο τελευταίος υπηρετούσε ως γιατρός στον αγγλικό στρατό, ενώ λίγο αργότερα μετατέθηκε στον Άγιο Δομίνικο, αφήνοντας πίσω, ή μάλλον εγκαταλείποντας με ανακούφιση, την οικογένεια του. Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος στις 8 Ιουλίου 1850 στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Ακριβώς δύο χρόνια αργότερα, μητέρα και γιος ταξίδεψαν στο Δουβλίνο, όπου έμελλε να μεγαλώσει ο Λευκάδιος, με τη φροντίδα της επίσης βαθύτατα θρησκόληπτης, πλην καθολικής, θείας του Σάρα Χολμς Μπρέναν.
Σε ηλικία 16 ετών έχασε το ένα του μάτι σε ατύχημα στο σχολείο, γεγονός που τον σημάδεψε για πάντα αλλά και ενίσχυσε τα κοινά στοιχεία μεταξύ του ομηρικού έπους και της ζωής του σύγχρονου αυτού Οδυσσέα. Ένα χρόνο αργότερα, η Μπρέναν πτώχευσε και ο ανιψιός της βρέθηκε να ζει στο Λονδίνο, σε άθλιες συνθήκες. Σε ηλικία 19 ετών ο μικροκαμωμένος νέος έφυγε για το Σινσινάτι των ΗΠΑ, όπου, έπειτα από μια περίοδο δραματικής ανέχειας, εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους δημοσιογράφους της εποχής, γράφοντας για την εφημερίδα Enquirer. Εκεί παντρεύτηκε την Α. Φόλεϊ, μια Αφροαμερικανίδα, πράξη η οποία τότε συνιστούσε ποινικό αδίκημα, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει σκάνδαλο και να απολυθεί από την εφημερίδα, παρά τη μεγάλη απήχηση που είχαν τα άρθρα του στους αναγνώστες. Το 1877 άφησε τo Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου έφτασε με μόλις 20 δολάρια στην τσέπη. Εκεί ο Λευκάδιος έζησε για αρκετούς μήνες σαν κλοσάρ, προτού προσληφθεί ως συντάκτης στην εφημερίδα Item και αργότερα στην Times Democrat. Αργότερα άρχισε να γράφει και για εθνικές εφημερίδες, όπως η Harper's Weekly, βοηθώντας τους αναγνώστες να γνωρίσουν την ιδιαίτερη κουλτούρα της Νέας Ορλεάνης, για την οποία έγραψε εκατοντάδες άρθρα αλλά και πολλά βιβλία. Μεταξύ αυτών και έναν εξαιρετικό τοπικό Τσελεμεντέ με τίτλο «La Cuisine Créole», ενώ για ένα διάστημα δοκίμασε την τύχη του και ως εστιάτορας.


Το ταξίδι στην Άπω Ανατολή.
Το 1890 αποδέχτηκε την πρόταση της Harper's να ταξιδέψει στην Ιαπωνία, προκειμένου να γράψει μια σειρά άρθρων για την, εξωτική τότε για τους Αμερικανούς, χώρα. Έφυγε από τη Νέα Υόρκη με δύο βαλίτσες και δεν έμελλε να επιστρέψει ποτέ από την Ιαπωνία, τη χώρα που έγινε πατρίδα για τον ίδιο και η οποία τον υιοθέτησε. Πριν φύγει από τη Νέα Υόρκη, ο μετέπειτα μέντορας του, ο σπουδαίος Αγγλος καθηγητής Μπέιζιλ Χολ Τσαμπερλάιν, του έγραψε από το Τόκιο: «Φρόντισε να γράψεις τις πρώτες σου εντυπώσεις αμέσως, γιατί είναι φευγαλέες και δεν θα ξαναέρθουν μόλις ξεθωριάσουν. Ωστόσο. απ' όλα όσα αισθανθείς στη χώρα αυτή, οι πρώτες εντυπώσεις είναι οι γοητευτικότερες». Μόλις έφτασε στη Γϊοκοχάμα, ο Λευκάδιος ακολούθησε κατά γράμμα τη συμβουλή περιγράφοντας την πρώτη αίσθηση της Ιαπωνίας ως «άυλη και φευγαλέα σαν ένα άρωμα». Ο ίδιος είχε προ πολλού απαρνηθεί πλήρως τον καθολικισμό, προτιμώντας, αντ' αυτού, το αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο και αναπτύσσοντας ένα πάθος για μύθους, φαντάσματα, στοιχειά, ξωτικά και λοιπά πνεύματα και αερικά.
Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την Ελλάδα και δεν θεωρούσε ούτε την Ιρλανδία ούτε την Αμερική δική του πατρίδα. Φτάνοντας όμως στην Ιαπωνία, όπως γράφει ο Τζόναθαν Κοτ, βρήκε την αληθινή πατρίδα του, την «Ελλάδα» του. Αισθάνθηκε τους αρχαίους θεούς να τον καλωσορίζουν στον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού της ζωής του. Εκεί ο Τσαμπερλάιν τού εξασφάλισε αρχικά μια θέση δασκάλου στο Μάτσουε, όπου έμεινε περίπου δεκαπέντε μήνες. Κατά τη διάρκεια της μάλλον σύντομης παραμονής του, γνώρισε τη σύζυγο του Κουιζούμι Σέτσου, κόρη οικογένειας σαμουράι, η οποία το υιοθέτησε, με αποτέλεσμα να πολιτογραφηθεί Ιάπωνας, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο ακόμη και στις μέρες μας.
Το 1894, ο Λευκάδιος ολοκλήρωσε το βιβλίο του «Όψεις μιας άγνωστης Ιαπωνίας», το οποίο, μαζί με το «Ιαπωνία: μια προσπάθεια ερμηνείας», αποτελεί μοναδική προσπάθεια «αποκρυπτογράφησης» της συναρπαστικής αυτής χώρας. Ο Κοϊζούμι Γιακούμο -όπως ήταν το όνομα του πλέον- αγάπησε την Ιαπωνία και προσπάθησε να την κατανοήσει, σε αντίθεση με τη μάλλον αποστασιοποιημένη ακαδημαϊκή προσέγγιση των συγχρόνων του μελετητών. Παρ' όλα αυτά, τα κείμενα του χαρακτηρίζονται από μοναδική πειθαρχία, ακρίβεια και οικονομία λόγου, στοιχεία που τα καθιστούν ακόμη και σήμερα απαραίτητα αναγνώσματα για όσους θέλουν να γνωρίσουν τον ιαπωνικό πολιτισμό. Το 1896 άρχισ να δίδασκει Ιστορία στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, ενώ το 1903 μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο Waseda.
Έφυγε από τη ζωή το 1904, όταν τον πρόδωσε η εξασθενημένη καρδιά του. Κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας, οι μαθητές του κατέθεσαν στεφάνι το οποίο έγραφε: «Στη μνήμη του Λευκάδιου Χερν, η πένα του οποίου ήταν ισχυρότερη από το σπαθί του νικηφόρου έθνους όπου έζησε και αγάπησε και η μεγαλύτερη τιμή για το οποίο είναι ότι του έδωσε υπηκοότητα και, αλίμονο, τάφο». Ενδεχομένως δεν υπάρχει σήμερα εν ζωή Ιάπωνας που να μη γνωρίζει τον Λευκάδιο, έστω ως Κοϊζούμι Γιάκουμο. Δυστυχώς, ο σπουδαίος αυτός, έστω κατά το ήμισυ, Έλληνας είναι σχεδόν άγνωστος μεταξύ των σημερινών συμπατριωτών μας. Το 2010 στα πλαίσια του εορτασμού των 16Ο ετών από τη γέννηση του αλλά και των 120 χρόνων από την άφιξη του στην Ιαπωνία, οργανώθηκε έκθεση με τίτλο «Το ανοιχτό πνεύμα του Λευκάδιου Χερν», η οποία περιελάμβανε περίπου εξήντα έργα σύγχρονων καλλιτεχνών. Αυτά εκτέθηκαν αρχικά στο Αμερικανικό Κολλέγιο στην Αθήνα, συντελώντας στο να γίνει ο Λευκάδιος Χερν γνωστός και στη γενέτειρα του. Γιατί, αν και δεν μετείχε της ελληνικής παιδείας, ήταν η «ελληνικότητα» του αυτή που του επέτρεψε να προσεγγίσει τόσο την ψυχή της Ιαπωνίας.
GK/1/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου