Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ : ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ

ή 
ένα αφιέρωμα του Γ. Σεφέρη σε δύο νέους τότε ποιητές 
τον Δ.Ι.Αντωνίου και τον Οδ. Ελύτη


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ*

…ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ έγινε κάτι ασυνήθιστο για μένα. Από την ανοιχτή πόρτα του μεγάλου γραφείου του Γυμνασιάρχη σας, είδα να περνά ορμητικά και να ξεχύνεται προς τα έξω ένας χείμαρρος παιδιά-με τα βιβλία και τους χαρτοφύλακες, με το κέφι, με τη χαρά, με τη ζωντάνια. Ο ποιητής, συλλογίστηκα, όταν ξεκινά για να γράψει ένα ποίημα, είναι σαν μαθητής που αφήνει την τάξη για να βγει στον δρόμο, και κοιτάζει τα δέντρα, τον ήλιο, τα πουλιά, τη θάλασσα, σα να είχαν βγει την ώρα εκείνη από τα χέρια του δημιουργού. Και ένιωσα μια μεγάλη φιλία για σας. Κι αυτός ο δρόμος της φιλίας που μου ανοίξατε, μ’ έφερε να συλλογιστώ δυο από τους από τους καλύτερους φίλους μου-δυο νέους που αγάπησαν τα γράμματα με πάθος κι έγραψαν ποιήματα. Δυο συντρόφους, που δεν ξέρω, τούτη τη στιγμή, αν ζουν ή αν έδωσαν κι αυτοί τη ζωή τους, όπως ο χιλιάδες οι Έλληνες που έπεσαν πολεμώντας για τη λευτεριά και για ο,τι έχουμε μέσα μας που ν’ αξίζει. 

Συλλογίστηκα πως θα μπορούσα ίσως να κουβεντιάσω μαζί σας γι’ αυτούς τους δυο φίλους.


Ο ένας, ο Δημήτρης Ι. Αντωνίου, ήταν αξιωματικός πάνω σ’ ένα τορπιλοβόλο που το βούλιαξαν τα εχθρικά αεροπλάνα. Ο άλλος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ήταν ανθυπολοχαγός στο αλβανικό μέτωπο και είχε μεταφερθεί άρρωστος στα Γιάννενα, στο νοσοκομείο, που το χάλασαν κι αυτό οι Γερμανοί. 

Θα ξέρετε, ίσως, ότι η ποίηση των νέων, στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του περασμένου πολέμου-δηλαδή, πάνω-κάτω, στα χρόνια 1918-1928-ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευση της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία. Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα. όταν λέω «ποίηση των νέων», έχετε βέβαια υπόψη σας πως εξαιρώ τους αντιπροσώπους των παλαιότερων γενεών, όπως τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, που είναι δημιουργοί πρώτου μεγέθους και που εξακολουθούν να δημοσιεύουν και να συμπληρώνουν το έργο τους. Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος και ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης. ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία, που, μολονότι πέθανε τρομερά νέος, είχε την τύχη αφήσει ένα έργο που λογαριάζει ωσάν σταθμός στη λογοτεχνία μας. 

 Δυστυχώς, όπως τυχαίνει τόσο συχνά, από την ποίηση του Καρυωτάκη γεννήθηκε και ο καρυωτακισμός, που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση. Λ.χ. ο Καρυωτάκης τραγούδησε, με τη χορευτική φαντασία του, τους τραγικούς γύψους της κάμαρά τους, αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε μέσα στο παλτό του, με μια παραπονιάρα συγκατάβαση. Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα. 

Όμως, γύρω στα 1930, τα πράγματα αλλάζουν. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις αναζητήσεις των νέων, είναι ένα είδος νησιώτικης ιδιοσυγκρασίας. Οι ορίζοντες πλαταίνουν. Τα σκονισμένα δρομάκια και οι κάμαρες μένουν πίσω. Το Αιγαίο με τα νησιά του, η θαλασσινή μυθολογία, το ταξίδι προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι τα πράγματα που [τους] συγκινούν και που προσπαθούν να εκφράσουν.

Πέσαν οι τοίχοι της κάμαράς μου κι έμεινα στον κήπο

Θα γράψει ο Αντωνίου-κι ο δρόμος που μας ενθουσίαζε, μέσα στους δρόμους της Αθήνας, ήταν η λεωφόρος Συγγρού, γιατί ήταν η πλατιά, η μεγάλη λεωφόρος που οδηγούσε προς τα λιμάνια, προς το πέλαγο. 

Γι’ αυτό σημείωσα πως οι δυο φίλοι μου είναι νησιώτες. Ο ένας από τη Δωδεκάνησο, ο άλλος από τη Λέσβο. Ο Αντωνίου μάλιστα, όταν τον πρωτογνώρισα στο Λονδίνο, ήταν τρίτος καπετάνιος σ’ ένα εμπορικό καράβι που φόρτωνε κάρβουνο για τη Νότιο Αμερική. Ερχότανε από τη Μαύρη Θάλασσα. Ο χειμώνες ήταν προχωρημένος και μια πηχτή ομίχλη γέμιζε τους δρόμους. Πάνω από τον Τάμεση δε βλέπαμε τίποτε άλλο, καθώς περπατούσαμε, παρά τις μεγάλες φωτεινές ρεκλάμες που ανάβαν και σβήναν. Έλεγε ένα σωρό ιστορίες για τα λιμάνια, για τους θαλασσινούς. Μιλούσε με άπειρη στοργή για τα μικροπράγματα της ζωής ενός καραβιού-πως πρέπει να κλείνουν τα αμπάρια, λ.χ., ή για τα παλιά ημερολόγια καταστρώματος. Αλλά πάντα σ’ ο,τι κι αν έλεγε, ένιωθε κανείς πως εκείνο που τον απασχολούσε στο βάθος ήταν ένα και μόνο: η αγάπη της θάλασσας. «Πώς να το εξηγήσει κανείς;», ρωτούσε τον εαυτό του. «Μόλις βρεθούμε στο πέλαγο, μας αρρωσταίνει η νοσταλγία της στεριάς, και μόλις αράξουμε σ’ ένα λιμάνι, γυρεύουμε ολοένα να φύγουμε». Μιλούσε με μικρές φράσεις κομμένες από μεγάλα διαστήματα σιωπής. Ψάχνοντας, με φροντίδα, τις λέξεις του. Έπρεπε να τον συνηθίσει κανείς για να μπορέσει εύκολα να τον παρακολουθήσει. Την άλλη μέρα έφυγε. 

 Αλλά θυμούμαι πάντα την πρώτη μας εκείνη συνομιλία. Την ξαναβρίσκω όταν τυχαίνει να διαβάσω κάτι δικό του. ¨όπως όταν κουβέντιαζε, νομίζω πως και στα ποιήματά του αισθάνεται κανείς αυτό τον αγώνα, να βγάλει μέσα από τη σιωπή, που είναι η άπειρη σιωπή του ταξιδιού και της θάλασσας, μια σωστή φράση, δυο-τρεις λέξεις που να λένε ακριβώς εκείνο που θέλει να πει. Το πράγμα που κάνει τη χάρη-και για κάποιους το ψεγάδι- της ποίησης του Αντωνίου, είναι τούτο: όπως ακριβώς όλοι οι πραγματικοί θαλασσινοί, είναι άνθρωπος που δεν λέει πολλά, που δεν του αρέσουν τα κούφια λόγια. Δεν καλπάζει καβάλα στον Πήγασο. Προχωρεί σιγά, γνωρίζοντας πως έχει μπροστά του πολλά εμπόδια. Και όπως ένα ιστιοφόρο, που έχει αντίθετο τον αγέρα, λοξοδρομεί και τραβάει μπροστά χρησιμοποιώντας το ενάντιο τούτο φύσημα , έτσι κι αυτός πιάνεται από τα εμπόδια που συναντά, για να φτάσει σιγά-σιγά στο σκοπό του. Ακούστε:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το κομμάτι που σας διάβασα είναι από ένα μεγάλο ποίημα του Αντωνίου, που λέγεται Ινδίες. Δεν υπάρχει λόγος να σα το αναλύσω τώρα. Αλλά θα ήθελα να επιμείνω σε τούτους τους τρεις στίχους:

Ας είναι βλογημένη η άσκηση κι όσα εστερήθης

Κερδίζοντας τη κυρίαρχη τέχνη

Να σε υπακούει ένα καράβι.

Είναι ένα σοφό απόφθεγμα που μπορεί να εφαρμοστεί με ακρίβεια και στην τέχνη του Αντωνίου. « Η άσκηση και όσα εστερήθης». Η ποιητική φωνή του Αντωνίου είναι πλασμένη από άσκηση και από στερήσεις. Δε θα του βρούμε πουθενά λέξεις που δεν έχουν σημασία ή βάρος. Ίσως γι’ αυτό, άνθρωποι που συνήθισαν ν’ αντικρίζουν την ποιητική γλώσσα όπως την καθημερινή μας κουβέντα, είπαν τον Αντωνίου σκοτεινό. Στην καθημερινή μας κουβέντα λέμε άπειρα πράγματα χωρίς σημασία. Ενώ στον ποιητικό λόγο τίποτε δεν μπορεί να ζήσει χωρίς σημασία, ούτε και η παραμικρή λεπτομέρεια. Για προσέξετε τούτη τη σύντομη εικόνα, που είναι παρμένη από το ίδιο ποίημα, με πόση ακρίβεια είναι συναρμολογημένη:

Αγρυπνώντας σε συλλογίζουμε

σε τούτο το τοπίο της μηχανής

καθώς το ένα σίδερο δαγκώνει το άλλο σίδερο

δένεται η ζωή γύρω κι εγκαταλείπεται.

Το είδατε, φαντάζομαι, πως η εικόνα είναι παρμένη από τη μηχανή του καραβιού• είδατε κιόλας τις δυο σιδερένιες οδοντωτές ρόδες που γυρίζουν ρυθμικά, δαγκώνοντας η μια την άλλη. Δε νομίζω πως θα μπορούσε ν’ αφαιρέσει κανείς τίποτε από αυτή τη φράση• λέει ακριβώς εκείνο που θέλει να πει. Έτσι η ποίηση του Αντωνίου είναι μια ποίηση στενά δεμένη με τα πράγματα ή τουλάχιστο ξεκινά σχεδόν πάντα από τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου. Θα σας διαβάσω ακόμη δυο ποιήματα:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η ιδέα του δεύτερου ποιήματος, «Σπονδή στη θάλασσα», είναι παρμένη από έναν αγιασμό που είδε κάποτε ο ποιητής πάνω στο καράβι. Ο αγιασμός τον κάνει να συλλογίζεται το πρώτο ξύλο που έπεσε στα χέρια του πρώτου ναυπηγού:


Το ξύλο ετούτο γέννησε την πρώτη σπίθα

και στην τέχνη της φωτιάς και στο μυαλό μας.

Έτσι ο Αντωνίου, ξεκινώντας από τα μικροπράγματα της καθημερινής ζωής του θαλασσινού, άρχισε σιγά-σιγά να πλάθει ένα κόσμο παράξενα ζωντανό κι οργανωμένο, για να γεμίσει την ερημιά και τη σιωπή, που αφήνει το αγωνιώδες ερώτημά του: «Γιατί αγαπούμε τη θάλασσα ;» Σε τέτοια ερωτήματα. Όπως θα το καταλαβαίνετε, απάντηση δεν υπάρχει. Αλλά ο ποιητής, με τη προσήλωσή του, με την αγάπη του και με τον πόνο του, κατορθώνει κάποτε να απαντήσει, δημιουργώντας ένα, δυο, τρία ποιήματα –αν το επιτύχει αυτό είναι πολύ-που μόνο και μόνο με την ύπαρξή τους μας βοηθούν στη μάταιη αναζήτησή μας μιας τελειωτικής απόκρισης, μας καθαρίζουν και μας λυτρώνουν. Η ουσία της ποίησης του Αντωνίου ανάγεται σ’ ένα αιώνιο θέμα. Θέμα παμπάλαιο, αφού είναι το ίδιο με το θέμα της Οδύσσειας. Θέμα πανελλήνιο, αφού ο Έλληνας είναι ο πιο ταξιδεμένος άνθρωπος του κόσμου. Το θέμα αυτό είναι η μοίρα του ανθρώπου που ταξιδεύει. Ο ποιητής μας το καταπιάστηκε σχεδόν άθελά του, με πολλή δυσκολία, μουρμουρίζοντας μήνες ολόκληρους ένα του στίχο, καθώς ανεβοκατέβαινε τις σκάλες του καραβιού του ή το κυβερνούσε τη νύχτα πάνω στη γέφυρα. Σπάνια ήθελε να δημοσιέψει. Κάποτε που ταξίδεψα μαζί του, τον παρακολουθούσα πως έγραφε. Τους στίχους του τους σημείωνε πάνω στο κουτί των σιγαρέτων του. Τους ξαναδούλευε άπειρες φορές μες το μυαλό του. Κι έπειτα, πολύ αργότερα, όταν έφτανε στο λιμάνι, τους αντέγραφε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου έδειξε την καμπίνα του. Σε μια γωνιά ήταν στοιβαγμένα άπειρα αδειανά κουτιά σιγαρέτων. Ήταν τα χειρόγραφά του. 

Ο άλλος μου φίλος, ο Οδυσσέας Ελύτης, είναι κι αυτός ένας από τους καλύτερους νέους μας ποιητές. Αλλά ολωσδιόλου διαφορετική ιδιοσυγκρασία από τον Αντωνίου. Και του Ελύτη η ποίηση είναι ποίηση της θάλασσας. Αλλά η θάλασσα αυτή δεν είναι ο ωκεανός, δεν είναι το ταξίδι, είναι το γελαστό, το φωτεινό Αιγαίο. ¨όταν συλλογίζομαι την ποίηση του Ελύτη, έχω πάντα όρεξη να ονομάσω το Αιγαίο με το όνομα που του έδιναν οι παλιοί θαλασσινοί και που του δίνει ακόμη ο λαός μας: « Η Άσπρη Θάλασσα» . Η χαρούμενη θάλασσα. Και πραγματικά, ενώ υπάρχει μια τραγική μοίρα στον Αντωνίου, ένα τραγικό ερωτηματικό, όπως σας είπα-στον Ελύτη (πράγμα πολύ σπάνιο στον τόπο μας) υπάρχει μια χαρά. Είναι η χαρά του ανθρώπου που ξυπνά την αυγή με τα δίχτυα του ή με τις ξόβεργές του και είναι σίγουρος πως θα γυρίσει πίσω τραγουδώντας και φέρνοντας τα πιο ασημένια ψάρια ή τα πιο φανταχτερά πουλιά:

Ο χρόνος είναι γλήγορος ίσκιος πουλιών

Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του.

Αυτοί οι δυό στίχοι, παρμένοι από τα πρώτα του ποιήματα, είναι κιόλας με κάποιον τρόπο η ποιητική του. Ή ακόμη:

Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι

Ακριβώς. Αυτό το τραγούδι του αρχιπελάγους, συνυφασμένο με τον αγέρα, με το κύμα, με τα βότσαλα, με τις ακρογιαλιές, με τη βλάστηση του νησιού, με τις αυλές των κάτασπρων σπιτιών, με τα φουσκωμένα πανιά, με τις άγκυρες στο βυθό, είναι το τραγούδι που ανεμίζει ο Ελύτης όρθιος σε μια κουπαστή, αμέριμνος και ευτυχισμένος. Είπα «αυτό το τραγούδι συνυφασμένο» . Θα έπρεπε να μεταχειριστώ μιαν άλλη έκφραση. Γιατί έχει κανείς την εντύπωση, όταν διαβάζει τα ποιήματά του, πως όλα αυτά τα αντικείμενα, όλα αυτά τα πλάσματα του Θεού και των ανθρώπων, δεν τα συναρμολόγησε κανείς, αλλά ήρθαν μόνα τους να μπουν σε μια μαγική τάξη και να γίνουν τραγούδι. Θα ξέρετε ίσως το παραμύθι του ανθρώπου που έχτιζε σπίτια παίζοντας μόνο και μόνο τη φλογέρα του καθισμένος σε μια πέτρα. Κάτι ανάλογο θα συμβαίνει με τον ποιητή μας. Αυτός κάθεται σε μια γωνιά και καπνίζει ή παίζει τη φλογέρα του. Έπειτα από λίγο, ξαφνικά εμφανίζεται το ποίημα, χωρίς να ξέρεις καλά ποιος τα έχει γράψει. Και πραγματικά ποτέ δεν τον είδα να σημειώνει κάτι, ποτέ δεν είδα χειρόγραφό του με διόρθωση. Μας έφερνε για Τα Νέα Γράμματα τα ποιήματά του καθαρογραμμένα με μια θαυμάσια καλλιγραφία, τελειωμένα. Διευκρινίζω: όταν η δουλειά δεν αφήνει ίχνη, τούτο δεν σημαίνει διόλου πως δεν υπάρχει δουλειά. 

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σας διάβασα την «Τρελή Ροδιά», γιατί είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ποιήματα του Ελύτη και η καλύτερη εισαγωγή στο έργο του για όποιον το πρωτογνωρίζει. Γιατί η ποίηση του Ελύτη, όπως και η ποίηση του Αντωνίου και λίγων άλλων της ίδιας ποιητικής γενιάς, προκάλεσε κάμποσες συζητήσεις, εδώ και μερικά χρόνια, για την ποιητική έκφραση και για το δικαίωμα που έχει ο ποιητής να καταργεί τον λογικό ειρμό στα ποιήματά του. Θα ήταν άσκοπο, μάταιο και κουραστικό να σας αναπτύξω τώρα αυτό το θέμα, που είναι, σαν τη γλώσσα του Αισώπου, το πιο θαυμάσιο και το πιο ελεεινό θέμα της κριτικής της εποχής μας, ανάλογα με τους ανθρώπους που το χειρίζουνται. Το μόνο που θα μπορούσα να σα πω είναι ότι η λογική της ποίησης δεν είναι ποτέ η λογική των μαθηματικών, ή, αν θέλετε, ο ειρμός της ποίησης δεν είναι ποτέ ο λογικός ειρμός που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε ν’ αποδείξουμε ένα θεώρημα της γεωμετρίας. Η γεωμετρία λέει λ.χ. : Ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα στα δυο σημεία είναι η ευθεία. Και έχει απολύτως δίκιο. Μάλιστα θα πούμε ότι πολλές φορές, αν δεν προσέξουμε τους κανόνες της επιστήμης, μπορούμε να πάθουμε πολλά δυσάρεστα πράγματα, να χάσουμε ίσως και τη ζωή μας. Αλλά οι κανόνες αυτοί δεν εφαρμόζονται στην τέχνη. Η τέχνη έχει μια δικιά της λογική. Και τη μαθαίνουμε τη λογική αυτή, με μια μεγάλη άσκηση, από τα ίδια τα έργα της τέχνης. Στην τέχνη δε γυρεύουμε ποτέ τον συντομότερο δρόμο ανάμεσα σε δυό σημεία. Κάποτε γυρεύουμε τον μακρύτερο. Αλλά ο ποιητής επιτυχαίνει όταν πάρει τον πραγματικό δρόμο. Και τον πραγματικό αυτό δρόμο δεν υπάρχει τίποτε που να τον προσδιορίζει από τα πριν. Καταλαβαίνουμε πως είναι ο σωστός και ο πραγματικός, όταν το έργο έχει πια τελειώσει.

 Έτσι, δεν μπορώ να σας εξηγήσω γιατί όταν λέει ο Ελύτης:

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα

Όλα τα δάχτυλα

Σιωπή

Επιτρέπεται ή όχι στον ποιητή να μεταχειριστεί τέτοιες εκφράσεις και πως είναι δυνατό να δείχνουνε μεσάνυχτα τα κυπαρίσσια αφού δεν είναι ρολόγια. Το μόνο που θα μπορούσα να σας πω είναι ότι έχουμε εδώ μια ωραία εικόνα της νυχτερινής σιγής. Ας ξαναιδούμε την «Τρελή Ροδιά»:

…αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων

Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας...

Αυτό προσπαθεί να κάνει η ποίηση του Ελύτη: ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων, στο στήθος των βαθιών ονείρων μας. Γιατί από τούτο το ποίημα που σας διάβασα ολόκληρο, θα παρατηρήσατε δυό σημεία: Πρώτο, πως τα πράγματα, στα χέρια του Ελύτη, ζούνε μια παράξενη ζωή με δικούς της νόμους και με δικές της συνήθειες• η Τρελή Ροδιά βάζει τα φώτα μέσα στα χλωρά πανέρια των κοριτσιών ή «αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της» ή «σπάει με φως…τις κακοκαιριές του δαίμονα». Δεύτερο, θα παρατηρήσατε πως αυτός ο χορός, αυτό το φτερούγισμα, αυτό το φέρσιμο των πραγμάτων, μοιάζουν κάποτε τρομερά με περιστατικά που βλέπουμε στα όνειρά μας, όπου οι φυσικοί νόμοι έχουν καταργηθεί. Κι εδώ, πάνω στις σχέσεις της τέχνης και του ονείρου, θα είχαμε να πούμε πολλά. Δεν έχουμε όμως τώρα τον καιρό. Σας υπόσχομαι να ξαναμιλήσουμε, αν κάποτε βρεθώ πάλι ανάμεσό σας. Για την ώρα, θα σας αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα που μπορεί ίσως να σας φωτίσει. ¨Όλοι σας είδατε, πιστεύω, τα θαυμάσια μικρά φιλμ τα λεγόμενα Μίκυ Μάους. Και εκεί οι φυσικοί νόμοι έχουν καταργηθεί. Αλλά τούτο δεν εμποδίζει να διασκεδάζετε όσο παίρνει μ’ αυτά τα χαριτωμένα έργα. Οι παραλογισμοί τους δεν σας ενοχλούν. Έτσι δεν πρέπει να σας ενοχλούν οι λεγόμενοι παραλογισμοί της ποίησης. Το μόνο που πρέπει να σας ενοχλεί στην τέχνη είναι η κακή τέχνη. Ο Ελύτης όμως δεν είναι κακός ποιητής• απεναντίας. Και όλη η ζωή, όπως το ελπίζω, είναι ανοιχτή μπροστά του για να κάνει ακόμη σπουδαιότερα πράγματα. Ακούστε και τούτο:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νομίζω πως δεν προφταίνω να σας πω περισσότερα για τους δυό φίλους μου. Και οι δυό τους ανήκουν σε μια γενιά που γνώρισε δύσκολους καιρούς και που εύχομαι σεις, όταν μεγαλώσετε, να μην τους γνωρίσετε. Αλλά με το έργο που μας έδωσαν ως τώρα, έδειξαν πως θέλησαν να δουλέψουν τίμια και παστρικά, και να δώσουν το καλύτερο μέρος από τον εαυτό τους στην τέχνη. Νομίζω πως έχουν το δικαίωμα να τους κρίνουμε όπως θέλησαν να κριθούν από τον Κύριο οι «κακοί έμποροι» του Αντωνίου:

Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε

μέτρησέ μας•δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας.

Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!

Μιλήσαμε για δυο ποιητές που συνέχισαν, με τις δυνάμεις που είχαν, τη μεγάλη εξερεύνηση της τέχνης, προσπαθώντας να πλάσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την ελληνική γλώσσα, τέτοια που ν’ ανταποκρίνεται στα συναισθήματα που είχαν να εκφράσουν• αντικρίζοντας, ο καθένας με τον τρόπο του, τον άνθρωπο και τη θάλασσα. 

Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα…Για κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μίλησε ο ¨Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε, και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας. Αλλά για να κάνετε αυτή τη δουλειά, για να επιδοθείτε σ’ αυτή την εσωτερική προσήλωση, θα σας βοηθήσουν οι άνθρωπο του καιρού σας, που με τον καλύτερο τρόπο μπόρεσαν να εκφραστούν στην ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό, καθώς πιστεύω, η σύγχρονή μας λογοτεχνία, είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε, όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και όλη την ελληνική παράδοση, Πόσες ερμηνείες για τη λιτότητα της αρχαίας τέχνης δεν θα ήταν περιττές λ.χ. αν μπορούσαμε να νιώσουμε καλά την τέχνη ενός δημοτικού τραγουδιού; 

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι, ξεκινώντας από τους δυο νέους Έλληνες ποιητές, που με τη σειρά τους και με τις δυνάμεις τους δώσαν έκφραση στη σημερινή ζωή μας, βρεθήκαμε ξαφνικά πολύ μακριά. Αλλά έτσι συμβαίνει. Όσες φορές κοιτάξουμε με προσοχή και με αγάπη και την πιο μικρή ελληνική λεπτομέρεια, βρισκόμαστε πάντα στην καρδιά της μεγάλης ελληνικής ζωής. Τόση μεγάλη είναι η συνοχή της και η ενότητά της. Θυμάμαι τη μέρα που μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί. Το πλήθος που ζητωκραύγαζε στην οδό Σταδίου, σώπασε ξαφνικά, κι έπειτα άρχισε να τραγουδά με τη βαριά μεγάλη φωνή: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Αυτό και μόνο. Αλλά αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να καταλάβει κανείς πως ο πόλεμος τούτος δεν ήταν σημερινός ούτε χθεσινός: ήταν ο αιώνιος πόλεμος της Ελλάδας όλων των καιρών για την ανθρώπινη αξία.

Τρίτη, 10 Ιουνίου 1941

*Το κείμενο αυτό του Γιώργου Σεφέρη πρωτοδημοσιεύθηκε όλο στο βιβλίο "κατάθεση ΄73" των εκδόσεων Μπουκουμάνη κατά ευγενική παραχώρηση της κ. Μάρως Σεφέρη. Το κείμενο αυτό σύμφωνα με επιθυμία του ποιητή περιλήφθηκε στην έκδοση των Δοκιμών (1ος τόμος) που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο "ΙΚΑΡΟΣ". Ο Σεφέρης έχει σωντάξει την ακόλουθη υποσημείωση στον τίτλο :  Στο ημερολόγιό μου βρίσκω τούτη τη σημείωση: «Αλεξάνδρεια, 10 Ιουνίου 1941. –Το πρωί διάλεξη στα μεγάλα παιδιά του Ελληνικού Γυμνασίου, για τον Αντωνίου και τον Ελύτη. Μας σταματούσαν κάθε τόσο οι συναργερμοί. Την ετοίμασα τις τρεις τελευταίες νύχτες. Μου την είχε ζητήσει ο Γυμνασιάρχης κ. Φτυαράς. Δέχθηκα να την κάνω: ήταν ένα ξέσπασμα φιλίας• και γιατί θα μιλούσα μόνο σε παιδιά.». Είχα διαβάσει και ποιήματα που δεν είναι απαραίτητο, τώρα, να επαναλάβω• σημειώνουνται με αποσιωπητικά. 

"κατάθεση ΄73" των εκδόσεων Μπουκουμάνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου